29.5 C
Athens
Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2024

Θρήνος για το Νότο (Salvatore Quasimodo)

Ο Σαλβατόρε Κουασιμόντο γεννήθηκε το 1901 στη Σικελία και απέθανε το 1968 στη Νάπολη της Καμπανίας. Αναπαύεται στο Κοιμητήριο Μονουμεντάλε στο Μιλάνο. Το 1959 του απονεμήθηκε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Θρήνος για το Νότο

Το κόκκινο φεγγάρι, ο άνεμος, το χρώμα σου της
βόρειας γυναίκας, οι χιονισμένες πεδιάδες…
Η καρδιά μου ανήκει σ’ αυτούς τους αγρούς,
σ’ αυτά τα βυθισμένα στην ομίχλη νερά.

Λησμόνησα τη θάλασσα,
το βαρύ κοχύλι που φυσούσαν οι Σικελοί βοσκοί,
τον ήχο από τις άμαξες πάνω στους δρόμους.
όπου το καρούμπο ριγεί ανάμεσα στα καπνισμένα
καλάμια.
Λησμόνησα τους ερωδιούς και τους
πελαργούς που διασχίζουν τον αέρα
πάνω από τους πράσινους λόφους της
Λομβαρδίας τις στεριές και τα ποτάμια.
Αλλά παντού ο άνθρωπος κραυγάζει το
πεπρωμένο της πατρίδας του.
Κανείς δε θα με φέρει πίσω στο Νότο ξανά.
Ω, ο Νότος είναι κουρασμένος να σέρνει στην ξηρά
τους νεκρούς από τους βάλτους της ελονοσίας,
είναι κουρασμένος από την ερημιά,
κουρασμένος από τα δεσμά,
το στόμα του είναι κουρασμένο
να το καταριούνται σε κάθε γλώσσα
έχοντας ουρλιάξει το θάνατο μέσα από την ηχώ των πηγαδιών του,
έχοντας ρουφήξει το αίμα από την καρδιά του.
Παρ’ όλα αυτά τα παιδιά του επιστρέφουν στα βουνά,
κρατώντας τα άλογα κάτω από τα αστέρια
τρώγοντας τα λουλούδια της ακακίας κατά μήκος των δρόμων
κόκκινο ξανά, ακόμα κόκκινο, ακόμα κόκκινο.
Κανείς δε θα με φέρει πίσω στο Νότο ξανά.
Και αυτό το απόγευμα του χειμώνα είναι ακόμα δικό μας,
και εδώ σου εκφράζω ξανά
με γλύκα και παράταιρη οργη,
το θρήνο ενός έρωτα xωρίς αγάπη.

Lamento per il Sud

La luna rossa, il vento, il tuo colore
di donna del Nord, la distesa di neve…
Il mio cuore è ormai su queste praterie,
in queste acque annuvolate dalle nebbie.
Ho dimenticato il mare, la grave
conchiglia soffiata dai pastori siciliani,
le cantilene dei carri lungo le strade
dove il carrubo trema nel fumo delle stoppie,
ho dimenticato il passo degli aironi e delle gru
nell’aria dei verdi altipiani
per le terre e i fiumi della Lombardia.
Ma l’uomo grida dovunque la sorte d’una patria.
Più nessuno mi porterà nel Sud.
Oh, il Sud è stanco di trascinare morti
in riva alle paludi di malaria,
è stanco di solitudine, stanco di catene,
è stanco nella sua bocca
delle bestemmie di tutte le razze
che hanno urlato morte con l’eco dei suoi pozzi,
che hanno bevuto il sangue del suo cuore.
Per questo i suoi fanciulli tornano sui monti,
costringono i cavalli sotto coltri di stelle,
mangiano fiori d’acacia lungo le piste
nuovamente rosse, ancora rosse, ancora rosse.
Più nessuno mi porterà nel Sud.
E questa sera carica d’inverno
è ancora nostra, e qui ripeto a te
il mio assurdo contrappunto
di dolcezze e di furori,
un lamento d’amore senza amore.

Salvatore Quasimodo (1901-1968)

 

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε


Τελευταία άρθρα

- Advertisement -