10.4 C
Athens
Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2025

“Αποσπάσματα του ερωτικού λόγου” – Ρολάν Μπαρτ

Πολέμιος της μαζικής κουλτούρας και του μικροαστικού τρόπου ζωής, ο Γάλλος θεωρητικός Ρολάν Μπαρτ διατεινόταν: «Η νόθα μορφή της μαζικής κουλτούρας είναι η ταπεινωτική επανάληψη… Πάντα νέα βιβλία, νέα προγράμματα, νέα φιλμ, νέα αντικείμενα, αλλά πάντα το ίδιο νόημα».

Τον έχουν εγκαταλείψει πλήρως οι περιρρέουσες γλώσσες, οι οποίες, ή τον αγνοούν, ή τον υποτιμούν, ή τον χλευάζουν. Έτσι, ο λόγος αυτός βρίσκεται αποκομμένος, όχι μόνο από την εξουσία, αλλά και από τους μηχανισμούς της (επιστήμες, γνώσεις, τέχνες). Όταν ένας λόγος παρεκκλίνει κατ’ αυτό τον τρόπο, συρόμενος από την ίδια τoυ τη δύναμη, προς την κατεύθυνση του ανεπίκαιρου, και φέρεται εκτός πάσης αγελαιότητος, δεν έχει άλλη επιλογή: πρέπει να αποβεί ο τόπος, ο ισχνότατος έστω, μιας κατάφασης. Η κατάφαση αυτή είναι, εν ολίγοις, το θέμα του βιβλίου που εγκαινιάζεται εδώ.
Ρολάν Μπαρτ

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ

Η συντήρηση
ΔΗΛΩΣΗ. Η ροπή του ερωτευμένου υποκειμένου να τροφοδοτεί πλουσιοπάροχα, με συγκρατημένη συγκίνηση, το αγαπημένο πλάσμα με τον έρωτά του, με τον εαυτό του άλλου, με τον δικό του εαυτό, με τον δικό τους εαυτό: η δήλωση δεν αφορά στην ερωτική εξομολόγηση αλλά στην επάπειρον σχολιαζόμενη μορφή της ερωτικής σχέσης.
1. Η γλώσσα μου είναι ένα δέρμα. Τρίβω τη γλώσσα μου πάνω στον άλλον: σάμπως να είχα λέξεις στη θέση των δαχτύλων η δάχτυλα στις άκρες των λέξεών μου. Η γλώσσα μου τρέμει από πόθο. Η ταραχή πηγάζει από μια διπλή επαφή: αφενός, μια ολόκληρη φραστική δραστηριότητα καταδείχνει έμμεσα και διακριτικά ένα και μοναδικό σημαινόμενο, το «σε ποθώ», που το αποδεσμεύει, το τροφοδοτεί, το υποδιαιρεί, το κάνει να εκρήγνυται (η γλώσσα ηδονίζεται με την αφή του εαυτού της)∙ αφετέρου, τυλίγω τον άλλον μέσα στις λέξεις μου, τον χαϊδεύω, τον ψηλαφώ, συντηρώ την ψηλάφηση, ξοδεύομαι προσπαθώντας να εξασφαλίσω τη διάρκεια αυτού του σχολιασμού στον οποίον υποβάλλω τη σχέση.
(Μιλώ ερωτικά, σημαίνει: δαπανώ ατέρμονα, χωρίς να διέρχομαι καμιά κρίση. Σημαίνει: επιδίδομαι σε μια σχέση χωρίς οργασμό. Υπάρχει ίσως μια λογοτεχνική φόρμα που αντιστοιχεί σ’ αυτό το coϊtus reservatus: είναι το μαριβοντάζ*).
2. Η σχολαστική παρόρμηση μετατοπίζεται, παίρνει το δρόμο των υποκαταστάσεων. Αρχικά, μακρηγορώ περί της σχέσεως για το χατήρι του άλλου. Πιθανόν, όμως, να κάνω το ίδιο μπροστά και σε κάποιο έμπιστο πρόσωπο: περνώ έτσι από το εσύ στο αυτός. Κι έπειτα, από το αυτός περνώ στο αόριστο τις: επεξεργάζομαι έναν αφηρημένο λόγο περί έρωτος, μια φιλοσοφία του πράγματος που, σε τελευταία ανάλυση, θα μπορούσες να την πεις γενικευμένη τερατολογία. Κι αν από δω κάνουμε την αντίστροφη πορεία, θα φτάσουμε στο σημείο να πούμε ότι κάθε πρόταση με αντικείμενο τον έρωτα (άσχετα με το πώς μοιάζει ξεκομμένη) περιέχει μοιραία μια κρυφή προσφώνηση (απευθύνομαι σε κάποιον που εσείς μεν δεν τον ξέρετε, αλλά αυτός βρίσκεται εδώ, στην άκρη των αποφθεγμάτων μου). Ίσως η προσφώνηση αυτή να υπάρχει και στο Συμπόσιο: πρέπει να είναι ο Αγάθων, που ο Αλκιβιάδης τον εγκαλεί και τον ποθεί, ενώ παραδίπλα ένας ψυχαναλυτής ακροάται – ο Σωκράτης.
(Η ατοπία του έρωτα, το ιδιαίτερο, δηλαδή, χαρακτηριστικό του που τον κάνει να εκφέυγει απ’ όλες τις περί αυτού διατριβές, έγκειται μάλλον στο ότι, δεν είναι δυνατό να μιλήσεις γι’ αυτόν παρά μόνο σύμφωνα μ’ ένα αυστηρό προσφωνητικό καθορισμό. Και τούτο ισχύει τελεσίδικα. Στο λόγο περί έρωτος, άσχετα με την ειδολογική του υπόσταση -φιλοσοφικός, γνωμικός, λυρικός ή μυθιστορηματικός- υπάρχει πάντα ένα πρόσωπο στο οποίο απευθύνεσαι, έστω κι αν αυτό έχει περιέλθει σε κατάσταση φαντάσματος ή αναμενόμενου πλάσματος. Κανείς δεν έχει όρεξη να μιλήσει για τον έρωτα σαν δεν υπάρχει κάποιος για τον οποίο να το κάνει).
* Marivaudage: σύμφωνα με το στυλ του Γάλλου συγγραφέα του 18ου αιώνα. Marivaux: ύφος επιτηδευμένο, λόγος εξεζητημένος, όλο λεπτότητα και ευγένεια.
Αποσπάσματα του ερωτικού λόγου, του Ρολάν Μπαρτ, μετάφραση Βασίλης Παπαβασιλείου, εκδόσεις Κέδρος.

* Ο Ρολάν Μπαρτ γεννήθηκε στις 12 Νοεμβρίου του 1915 στο Χερβούργο της Νορμανδίας. Μετά τον θάνατο του πατέρα του σε ναυμαχία στη Βόρεια Θάλασσα το 1916 μετακόμισαν μαζί με τη μητέρα του, Ανριέτ Μπινγκέρ Μπαρτ, στην Μπαγιόν της Νοτιοδυτικής Γαλλίας, όπου ο μικρός Ρολάν πέρασε τα παιδικά του χρόνια, ενώ έζησε μεγάλα χρονικά διαστήματα και με τους παππούδες του. Το 1924 μητέρα και γιος εγκαταστάθηκαν στο Παρίσι, όπου ο Μπαρτ φοίτησε στα φημισμένα λύκεια Montaigne και Louis Le Grand ως το 1934. Eν τω μεταξύ η μητέρα του είχε φέρει στον κόσμο ένα εξώγαμο αγοράκι, που είχε ως αποτέλεσμα να σταματήσουν οι γονείς της να την ενισχύουν οικονομικά. Η Ανριέτ Μπαρτ εργάστηκε σε βιβλιοδετείο για να μπορέσει ο γιος της, Ρολάν, να σπουδάσει στη Σορβόννη, από όπου έλαβε πτυχίο κλασικών γραμμάτων το 1939 και γραμματικής και λογοτεχνίας το 1943.
Ο Μπαρτ εν συνεχεία είχε προσβληθεί από φυματίωση, με αποτέλεσμα να νοσηλευθεί σε σανατόρια από το 1934 ως το 1935 και από το 1942 ως το 1946, ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που υποτροπίασε, χάνοντας την ευκαιρία να ολοκληρώσει τη διδακτορική του διατριβή. Η γερμανική κατοχή τον βρήκε στο σανατόριο της Ισέρ, όπου περνούσε τις ατέλειωτες μέρες του διαβάζοντας, ζωγραφίζοντας, γράφοντας και στήνοντας ένα μικρό θεατρικό θίασο. Στη διάρκεια της εκπαιδευτικής του σταδιοδρομίας δίδαξε σε σχολεία του Μπιερίτς, της Μπαγιόν και του Παρισιού, στο Γαλλικό Ινστιτούτο του Βουκουρεστίου και στο Πανεπιστήμιο της Αλεξάνδρειας. Μεταξύ των ετών 1952 και 1959 εργάστηκε ως υπεύθυνος ερευνών στο Εθνικό Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών της Γαλλίας, ενώ από το 1960 ως το 1977 διετέλεσε διευθυντής σπουδών (και διευθυντής ενός κοινωνιολογικού σεμιναρίου) στην Ecole Pratique des Hautes Etudes en Sciences Sociales του Παρισιού με σύντομο διάλειμμα μεταξύ 1967-1968, στη διάρκεια του οποίου δίδαξε στο Πανεπιστήμιο Johns Hopkins της Βαλτιμόρης. Την τετραετία 1976-1980 κατέλαβε τη νεοσυσταθείσα έδρα Φιλολογικής Σημειολογίας της Λογοτεχνίας στο Κολέγιο της Γαλλίας.
Στο πρώτο του βιβλίο με τίτλο «Ο βαθμός μηδέν της γραφής», που εκδόθηκε το 1953, ο Μπαρτ μελέτησε τη σχέση λογοτεχνίας και εξουσίας φθάνοντας στο συμπέρασμα ότι η γλώσσα δεν είναι κοινωνικά αθώα. Εκείνη την εποχή εργάστηκε για σύντομο χρονικό διάστημα και ως σύμβουλος στην αυτοκινητοβιομηχανία της Ρενό. Ακολούθησαν δεκάδες άρθρα και περισσότερα από 20 βιβλία (μερικά εκδόθηκαν μετά τον θάνατό του). Ανάμεσα σε αυτά τα «Εικόνα – μουσική – κείμενο», «Ανάγνωση – γραφή – απόλαυση», «Αποσπάσματα του ερωτικού λόγου», το οποίο πούλησε περισσότερα από 60.000 αντίτυπα μόνο στη Γαλλία, «Η επικράτεια των σημείων», το οποίο έγραψε ύστερα από ένα ταξίδι του στην Ιαπωνία, «Η απόλαυση του κειμένου», μια αντι-αυτοβιογραφία με τίτλο «Ο Ρολάν Μπαρτ από τον Ρολάν Μπαρτ» και «Μυθολογίες – μάθημα», μια ανάλυση των χαρακτηριστικών και των μύθων της σύγχρονης κοινωνίας, στο πλαίσιο της εναρκτήριας παράδοσής του στο Κολέγιο της Γαλλίας.
Επηρεασμένος από τη σημειολογική ανάλυση και τη δομική ανθρωπολογία, ο Ρολάν Μπαρτ ακολούθησε τα βήματα του Ελβετού γλωσσολόγου Φερντινάν ντε Σοσύρ, συνεισφέροντας στη δημιουργία του κινήματος που ονομάστηκε «στρουκτουραλισμός». «Ο φωτεινός θάλαμος» υπήρξε το τελευταίο του έργο, το οποίο συνέγραψε στο διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ του θανάτου της μητέρας του, το 1977, και του δικού του. Όλη του τη ζωή την πέρασε μαζί ή κοντά με την πολυαγαπημένη του μητέρα, την οποία φρόντιζε στη διάρκεια της ασθένειάς της. Ο Ρολάν Μπαρτ τραυματίστηκε θανάσιμα σε αυτοκινητικό δυστύχημα στο Παρίσι στις 23 Μαρτίου 1980, σε ηλικία 64 ετών. Η μεταθανάτια έκδοση του έργου του με τίτλο «Συμβάντα», το 1987, αποκάλυψε την ομοφυλοφιλία του. Ο Μπαρτ υπήρξε, μαζί με τον Μισέλ Φουκό, τον Ζακ Λακάν και τον Ζακ Ντεριντά, ένας από τους κορυφαίους Γάλλους διανοητές του 20ού αιώνα, οι απόψεις του οποίου επηρέασαν τη φιλοσοφική σκέψη της δεκαετίας του 1970 και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.

Για τη μητέρα του

Τρεις ημέρες μετά τον θάνατο της μητέρας του, ο Ρολάν Μπαρτ σημειώνει: «Πράγμα αλλόκοτο, τη φωνή της, που τόσο καλά γνώριζα, για την οποία λένε ότι είναι ο ίδιος ο σπόρος της ανάμνησης (“η αγαπημένη απόχρωση”…), δεν την ακούω πια. Σαν επιλεκτική κώφωση…». Και συνεχίζει την ίδια μέρα: «Σκέψη –που καταπλήσσει, αλλά δεν καταθλίβει– ότι δεν ήταν “τα πάντα για μένα”. Αλλιώς, δεν θα είχα δημιουργήσει έργο. Από τότε που άρχισα να τη φροντίζω, εδώ και έξι μήνες, πράγματι ήταν τα “πάντα” για μένα και ξέχασα ολοκληρωτικά ότι κάποτε έγραφα. Ανήκα πια παθιασμένα σ’ εκείνη. Παλιότερα γινόταν διάφανη, για να μπορέσω να γράψω».

Ο Ρολάν ζούσε μαζί με τη μάνα του, κοντά στη μάνα του, στη σκιά της μητρός. Όσο η ζωή τούς κρατούσε και τους δυο κοντά της, πιθανότατα ο Ρολάν δεν κατανοούσε τον ρόλο της μάνας, που ήταν διακριτική στο έπακρο και δεν συμβούλευε ποτέ τον γιο της. Στην έσχατη σελίδα του βιβλίου διαβάζουμε ένα χαρακτηριστικό σχόλιο: «Μια γυναίκα που μόλις γνωρίζω και που πρέπει να δω μού τηλεφωνεί (με ενοχλεί, με μονοπωλεί) για να μου πει: κατεβείτε στην τάδε στάση του λεωφορείου, προσέξτε τη διάβαση, μη μείνετε για το δείπνο κ.λπ. Ποτέ δεν μου είπε τίποτα τέτοιο η μητέρα μου. Ποτέ δεν μου μίλησε σαν να ήμουν ανεύθυνο παιδί».
Τα τελευταία της λόγια (καθώς ξεψυχούσε) αποτελούν ιερό κειμήλιο: «Ρολάν μου, Ρολάν μου. – Είμαι εδώ. – Δεν κάθεσαι καλά». Μάλιστα, η σχέση μητέρας – γιου θα υποστεί στιγμιαίες μεταστάσεις, καθώς η μάνα γίνεται κόρη και ο υιός πατέρας. «Επί μήνες ήμουνα η μητέρα της», εξομολογείται ο Ρολάν, «είναι σαν να έχασα την κόρη μου (υπάρχει μεγαλύτερη οδύνη από αυτή; Δεν το είχα σκεφτεί)».

* Από τις 26 Οκτωβρίου του 1977, την επομένη του θανάτου της μητέρας του, ως τις 15 Σεπτεμβρίου 1979, ο Ρολάν Μπαρτ κρατούσε ένα “ημερολόγιο πένθους”, όπως το ονόμασε, παρακολουθώντας τον οδυνηρό, βαθμιαίο αποχωρισμό του από το “πιο αγαπημένο πλάσμα στον κόσμο” και καταγράφοντας τα στάδια της πενθητικής διαδικασίας. Πρόκειται για ένα εξαιρετικό χρονικό αισθημάτων, αναμνήσεων και μελαγχολικών στοχασμών, με το οποίο ο συγγραφέας επιχειρεί να απαντήσει στο ερώτημα πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί το κενό που αφήνει η απώλεια, αλλά και πώς η εμπειρία της θλίψης, τόσο ιδιωτική και ταυτόχρονα τόσο κοινή στους ανθρώπους, μπορεί να μεταπλαστεί σε έργο. Κι αυτό γιατί το “Ημερολόγιο πένθους” αποτελεί την καταγωγική πηγή του “Φωτεινού θαλάμου”, αλλά και των άλλων έργων που έγραφε ο Ρολάν Μπαρτ εκείνη την περίοδο, έργα που είναι όλα τους σφραγισμένα από τον θάνατο της μητέρας του. Στις 25 Οκτωβρίου 1977, πέθανε η Ανριέτ, η μητέρα του Ρολάν Μπαρτ. Ήδη από την επομένη της εκδημίας της, ο συγγραφέας της “Μυθολογίας”, των “Αποσπασμάτων του ερωτικού λόγου”, της “Επικράτειας των σημείων”, αρχίζει να κρατάει συστηματικά ημερολόγιο, παρακολουθώντας, μέρα τη μέρα, τη “χαοτική” αλληλουχία των συναισθημάτων του. “Να γράφεις για να θυμάσαι;” αναρωτιέται κάπου στις ημερολογιακές αυτές σημειώσεις. “Όχι για να θυμάμαι εγώ”, απαντά, “αλλά για να αντιπαλέψω τον σπαραγμό της λήθης, στον βαθμό που προαναγγέλλεται απόλυτη”. (The Books’ Journal)

Ελληνικές μεταφράσεις έργων του

• Ρολάν Μπαρτ. Από τον Ρ.Μπ., εκδ. Ράππα/Κέδρος, Αθήνα 1977
• Αποσπάσματα του ερωτικού λόγου, εκδ. Ράππα/Κέδρος 1977
• Σαντ, Φουριέ, Λογιόλα, εκδ. «Άκμων» 1977
• Μυθολογίες – μάθημα, εκδ. Ράππα/Κέδρος 1979
• Η επικράτεια των σημείων, εκδ. Ράππα/Κέδρος 1980
• Η απόλαυση του κειμένου, εκδ. Ράππα/Κέδρος 1980
• Ο φωτεινός θάλαμος. Δοκίμιο για τη φωτογραφία, εκδ. Ράππα/Κέδρος 1983
• Ο βαθμός μηδέν της γραφής, εκδ. Ράππα/Κέδρος 1987
• Εικόνα-μουσική-κείμενο, εκδ. «Πλέθρον», Αθήνα 1997
• Απόλαυση-γραφή-ανάγνωση, εκδ. «Πλέθρον» 2005
• S/Z, εκδ. «Νήσος» 2007
• Ημερολόγιο πένθους, εκδ. Πατάκης, Αθήνα 2012
• Τετράδια από το ταξίδι στην Κίνα, εκδ. Πατάκης, Αθήνα 2012
• Στοιχεία σημειολογίας, εκδ. «Επέκεινα» 2013

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε


Τελευταία άρθρα

- Advertisement -