Της Ειρήνης Αϊβαλιώτου
Νυκτεγερσία μέσα στην απόλυτη του καλοκαιριού θέρμη και την παράξενη ησυχία. Νυκτεγερσία, συναγερμός θεατρικός στην ιεροσύνη του Λυκείου, ανάμεσα σε θραύσματα κι ερείπια αρχαία σε μια θαυμάσια αρμονία με την κρυμμένη αγωνία των ημερών που στραγγίζεται και επιμένει. Θυμάρι, δενδρολίβανο, λεβάντα, αρώματα που φέρνει η καλοκαιρινή αύρα. Έγερση, εγρήγορση, ενεργοποίηση. Απλά γυάλινα στέγαστρα κι ένας καταπράσινος φράχτης που σε χωρίζει από τον ολάνθιστο κήπο του Βυζαντινού Μουσείου. Ένας αγρός που περικλείεται από την οδό Ρηγίλλης, τη Λέσχη Αξιωματικών και το Ωδείο Αθηνών στις άλλες τρεις πλευρές του, είναι ο χώρος όπου το 335 π.Χ. ιδρύθηκε η φιλοσοφική σχολή του Αριστοτέλη. Μέσα από τους κόκκους της σκόνης που παραμερίζουν, με τη σελήνη να προπορεύεται προβάλλουν οι ήρωες Τρώες και Αργείοι. Μεταλαμβάνεις τα σώματά τους, νεανικά και γυμνασμένα, τις φωνές τους που εκπνέουν τη νεανική αυτοπεποίθηση και τη συστολή του ταλέντου τους.
Στην απογευματινή πορεία των χρωμάτων, στην αδημονία του ονείρου, στον ύμνο της ελπίδας κυριαρχεί κάτι εκ φύσεως θείο. Πατάμε στη γη που ο Αριστοτέλης συνήθιζε να διδάσκει τους μαθητές του περπατώντας στις στοές του Λυκείου. Σύνδεσμός μας του παρόντος με το παρελθόν η Κατερίνα Ευαγγελάτου σε μια δουλειά γεμάτη τόλμη, κάλλος και πάθος.
Περιπατητική Σχολή ονομάσθηκε συμβατικά η φιλοσοφική σχολή την οποία ίδρυσε ο Αριστοτέλης στην αρχαία Αθήνα. O Αριστοτέλης αναφέρεται στην πορεία που πρέπει να αποφασίσει να χαράξει στη ζωή του ο κάθε ένας από εμάς, αλλά και στον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο οφείλει να βαδίσει ή να περπατήσει ακολουθώντας πιστά ένα συγκεκριμένο δρόμο.
Βρισκόταν κοντά στο ναό του Λυκείου Απόλλωνα, ανάμεσα στο Λυκαβηττό και κοντά στους ποταμούς Ιλισό και Ηριδανό. Εκεί υπήρχε και το Γυμναστήριο Λύκειον, το οποίο έδωσε αρχικά την ονομασία σε ολόκληρη τη σχολή. Τα κατοπινά χρόνια το Λύκειο του Αριστοτέλη ονομάστηκε Περίπατος, από τη συνήθεια του δασκάλου και των μαθητών του να συζητούν περπατώντας στη στεγασμένη πλευρική στοά και τα μέλη της σχολής ονομάστηκαν περιπατητικοί.
Ο «περί το δειλινόν» περίπατος των θεατών του «Ρήσου» είναι μια εμπειρία ξεχωριστή και μια διδασκαλία καθαρά φιλοσοφική, «ακροαματική», «ρητορική» και «εξωτερική».
“Αν όμως δεν συνειδητοποιήσουμε ότι κοιμόμαστε, τίποτα δεν θα έρθει σε αντίφαση με την εικόνα που βλέπουμε στον ύπνο μας.(…) Τόση δύναμη έχει ο ύπνος”. (Αριστοτέλης, “Περί Ενυπνίων”).
Η Κατερίνα Ευαγγελάτου σκηνοθετεί τον “Ρήσο” του Ευριπίδη [;] στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών 2015, εμπνεόμενη από τον αρχαιολογικό χώρο του Λυκείου, που προσφάτως παραδόθηκε στο κοινό. Δημιουργεί, ειδικά για αυτόν τον χώρο και για πρώτη φορά, μια παράσταση – θεατρικό βίωμα και ερέθισμα, όπου το κοινό γίνεται περιπατητής και θεατής ταυτόχρονα, σε έναν τόπο με δύναμη ετών, ιστορίας και συμβολισμών.
Μυθολογία
Στην ελληνική μυθολογία με το όνομα Ρήσος είναι γνωστός ένας βασιλιάς των Θρακών, γιος του Ηιονέα (Ιλιάδα, Κ 435) ή (κατά τους μεταγενέστερους συγγραφείς) του Στρυμόνα και μιας από τις Μούσες (της Καλλιόπης, της Ευτέρπης ή της Τερψιχόρης). Και ναι μεν, ο Όμηρος δεν μας λέει σε ποιο ακριβώς μέρος της Θράκης βασίλευε ο Ρήσος, όμως αν σκεφθούμε ότι το όνομα του πατέρα του, του Ηιονέα, έχει σχέση με το όνομα της αρχαίας πόλεως Ηιόνος, που βρισκόταν στις εκβολές του Στρυμόνα, αντιλαμβανόμαστε εύκολα ότι αυτός θεωρείτο από τους Έλληνες ότι βασίλευε στο Παγγαίο και τη γύρω περιοχή.
Ο Ρήσος, που ανατράφηκε από Ναϊάδες, συμμετείχε ως σύμμαχος του Πριάμου στον Τρωικό Πόλεμο, έφθασε όμως αργά, καθώς η πατρίδα του είχε δεχθεί επίθεση από τους Σκύθες κατά την εποχή που άρχισε ο Τρωικός Πόλεμος. Ο Ρήσος σκοτώθηκε στον πόλεμο αυτό μέσα στη σκηνή του από τον Διομήδη και τον Οδυσσέα κατά τη νυκτερινή τους αποστολή κατασκοπείας, οι οποίοι και άρπαξαν τα κατάλευκα άλογά του. Τα άλογα αυτά, σύμφωνα με κάποιον χρησμό, αν έτρωγαν τρωικό χόρτο και έπιναν νερό από τον Ξάνθο, θα έσωζαν την Τροία. Ο μύθος αυτός απετέλεσε το θέμα ομώνυμης αρχαίας τραγωδίας που αναφέρεται ως έργο του Ευριπίδη.
“Φίλος είσαι; Ποιος; Μέσα στη νύχτα λίγο το φως στα μάτια. Σκοτάδι. Δεν ξεχωρίζω”.
Ευριπίδη [;] “Ρήσος”
Γρίφος
Αινιγματικό και αμφιλεγόμενο ως προς την πατρότητά του έργο, συνδέεται δραματουργικά από τη σκηνοθέτιδα με την “Πραγματεία περί Ενυπνίων” από τα “Μικρά Φυσικά” του Αριστοτέλη, εκεί όπου ο Σταγειρίτης φιλόσοφος αναλύει τα όνειρα, και αποκτά αυτόν ακριβώς τον άξονα. Ο «Ρήσος» μετατρέπεται σε ένα όνειρο που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια των θεατών. Παρεμβάλλονται δε τμήματα από «Τα ήθη των νέων» της «Ρητορικής».
Ο “Ρήσος” βασίζεται στη ραψωδία Κ της Ιλιάδας και ανεβαίνει μόλις για τέταρτη φορά στη σύγχρονη εποχή. Το έργο αυτό αποτελεί ένα γρίφο. Ξεκινά με ύφος ιλαρό και καταλήγει δραματικό, γλιστρώντας από το ένα είδος στο άλλο με την ελευθερία και τη ρευστότητα που έχουν τα όνειρα. Τα ερωτήματα που εγείρει εδώ και αιώνες είναι πολλά. Δεν γνωρίζουμε πραγματικά από ποιον γράφτηκε, ούτε με ακρίβεια το πότε. Ίσως γράφτηκε από τον Ευριπίδη όταν ήταν πολύ νέος ή λίγο πριν από το θάνατό του. Ίσως από κάποιον μετέπειτα συγγραφέα ή τον γιο του, Ευριπίδη τον νεότερο, που δίδαξε (ανέβασε και παίχθηκαν) δράματα του πατέρα του μετά τον θάνατο εκείνου. Άλλοι μελετητές το αποδίδουν σε μεταγενέστερο μιμητή του – το σίγουρο είναι ότι κανείς δεν έχει αποδείξει τίποτα. Η ασυνήθιστη για τον Ευριπίδη μετρική μορφή, η έλλειψη έντασης και η επεισοδιακή παράθεση των περιστατικών του δράματος, το γεγονός ότι το έργο αρχίζει και τελειώνει νύχτα, είναι τα κυριότερα σημεία που στήριξαν αμφιβολίες ως προς την αυθεντικότητα. Είναι ένα έργο που δύσκολα μπορούμε να κατατάξουμε και αυτή ακριβώς η δυσκολία δημιουργεί τον πυρήνα της σκηνοθετικής οπτικής αυτής της παράστασης. Είναι Κωμωδία; Είναι Δράμα; Είναι Παρωδία; Ή με αυτήν ακριβώς την ελευθερία με την οποία αναπτύσσεται το ριζοσπαστικό για την εποχή του έργο μπορεί να είναι ένα παιδικό παιχνίδι μιας άλλης εποχής, μια φαντασίωση, ένα όραμα, ένα τέχνασμα, ένα όνειρο; Για την Κατερίνα Ευαγγελάτου είναι μάλλον μια αντιπολεμική σάτιρα που χρησιμοποιεί ως όχημα την Iλιάδα, παρωδώντας πρόσωπα και καταστάσεις. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι πρόκειται για ένα ιδιότυπο κράμα θεατρικών ειδών, εντελώς πρωτοποριακό για την εποχή του, που στόχο έχει να καταδείξει την ανθρώπινη αβελτηρία ως αιτία αλλά και συνέπεια του Πολέμου.
Δεν είναι τυχαίο ωστόσο ότι το έργο ξεκινά και τελειώνει σε απόλυτο σκοτάδι. Μάλιστα αποτελεί το μοναδικό σωζώμενο έργο της αρχαίας ελληνικής θεατρικής παραγωγής που διαδραματίζεται αποκλειστικά κατά τη διάρκεια της νύχτας. Το σκοτάδι της πλάνης, της σύγχυσης και του αποπροσανατολισμού που κάνει τους ανθρώπους να μην ξέρουν πού βαδίζουν και γιατί. Η σκηνοθέτις αξιοποίησε αριστοτεχνικά αυτή την πλευρά του έργου και παρουσίασε όλες τις πράξεις των ηρώων του έργου να είναι αποτέλεσμα μπερδέματος, αβλεψίας, πλάνης. Ένα σύνολο ανθρώπων που συγκρούεται χωρίς λόγο και σκοτώνει χωρίς έλεος. Ο πόλεμος φανερώνει τη σκληρότητά του, τη ματαιότητά του και την ανοησία του. Ο πόλεμος εύκολα αρχίζει αλλά δύσκολα τελειώνει. Ο πόλεμος πατέρας των πάντων;
Ρήσος
Με το όνομα Ρήσος αναφέρεται στην Ιλιάδα (Μ 20) και ένας ποταμός της Βιθυνίας, παραπόταμος του Γρανικού, και ο ομώνυμος ποτάμιος θεός. Ο ίδιος ο Θράκας βασιλιάς είχε κάποια σύνδεση με τη Βιθυνία εξαιτίας του έρωτά του με τη Βιθύνια κυνηγό Αργανθόνη (Παρθενίου του Νικαέως «Ερωτικά παθήματα», κεφ. 36). Την τραγωδία αυτή του Ευριπίδη (;) απομιμήθηκε αργότερα ο Ρωμαίος Άττιος και έγραψε το δράμα «Nyctegersia» (Νυκτεγερσία), το οποίο υπαινίσσεται όμως την παρά τον Στρυμόνα κτίση της Αμφίπολης με έλλειψη δραματικότητας αλλά με μελωδικό χαρακτήρα ασμάτων. Ρήσος ή ρίσος είναι και η άλλη ονομασία για το ζώο λύγκας. Ένα ζώο μυστηριώδες, περίεργο, ακριβοθώρητο, από κείνα που εξάπτουν τη φαντασία, τα όχι συμβατικά, τ’ άπιαστα, τα ελεύθερα κι ανεξάρτητα, που σ’ εξιτάρουν. Δύσκολα τον βλέπει ο άνθρωπος και δεν οικειώνεται μαζί σου. Ένα ζώο με απόκοσμη κι απαρατήρητη ζωή. «…πόχει του ρήσου τα πλουμιά, της αστραπής τα μάτια», λέει το δημοτικό τραγούδι. Ένας μύθος λέει δε πως ο Ρήσος δεν πήγε στης γαίας το μαύρο χώμα, αλλά κρυμμένος στης γης τα άντρα έγινε ανθρωποδαίμων που το φως βλέπει του Ήλιου, προφήτης του Βάκχου, ζώντας παντοτινά στον βράχο του Παγγαίου, σεμνός θεός για τους κατοίκους.
Υπόθεση
Μετά την οργή του Αχιλλέα και την αποχή του από τη μάχη, οι Τρώες νικούν τους Έλληνες. Επιπλέον έχουν στρατοπεδεύσει έξω στην πεδιάδα και γενικά τους έχουν φέρει σε δύσκολη θέση. Η νύχτα που ακολουθεί την άρνηση του Αχιλλέα είναι δύσκολη για τους Αχαιούς. Όλοι αγωνιούν για τις εξελίξεις, ενώ στο τρωικό στρατόπεδο επικρατεί μια ζωηρή κίνηση. Ο Αγαμέμνονας και ο Μενέλαος δεν μπορούν να κοιμηθούν και, αφού ξυπνούν και τους άλλους αρχηγούς, συγκροτούν πολεμικό συμβούλιο. Αποφασίζουν να στείλουν κάποιον κατάσκοπο στο εχθρικό στρατόπεδο, ώστε να μάθουν τις προθέσεις των αντιπάλων. Την επικίνδυνη αποστολή αναλαμβάνουν ο Διομήδης και ο Οδυσσέας. Την ίδια στιγμή ο Έκτορας για τον ίδιο σκοπό στέλνει τον Δόλωνα στο ελληνικό στρατόπεδο. Ο Τρώας κατάσκοπος όμως θα πέσει στα χέρια του Οδυσσέα και του Διομήδη, οι οποίοι, αφού τον ανακρίνουν και παίρνουν τις πληροφορίες που χρειάζονται, τον σκοτώνουν. Στη συνέχεια πλησιάζουν τον καταυλισμό των Θρακών, συμμάχων των Τρώων. Ο Διομήδης σκοτώνει το βασιλιά των Θρακών Ρήσο και τους άντρες του, ενώ ο Οδυσσέας αρπάζει τα ονομαστά άλογά του. Μ’ αυτό το περίλαμπρο λάφυρο οι δύο Έλληνες κατάσκοποι επιστρέφουν στο αχαϊκό στρατόπεδο, όπου τους γίνεται θριαμβευτική υποδοχή.
Πρόκειται για ένα παράξενο έργο, που οι μελετητές δυσκολεύονται να κατατάξουν – το βέβαιο είναι ότι δεν πρόκειται για τραγωδία. Περιέχει στοιχεία σατυρικού δράματος, κωμωδίας στα όρια της παρωδίας πολλές φορές, αλλά και δράματος. Το μυστήριο με τον συγγραφέα παραμένει μέχρι σήμερα άλυτο. Αυτό το πέπλο μυστηρίου ως προς την πατρότητα του έργου συνδέεται, κατά τη γνώμη μας, με την αβεβαιότητα ως προς το θεατρικό είδος στο οποίο ανήκει, αλλά και με την αβεβαιότητα και την απώλεια κριτικής ικανότητας που προξενεί ο πόλεμος.
Η παράσταση
Πύλη εισόδου στο έργο αποτελεί το αρχικό, περιπατητικό, μέρος της παράστασης που βασίζεται στην “Πραγματεία περί ονείρων” του Αριστοτέλη. Οι θεατές, τα πρώτα είκοσι λεπτά της παράστασης, ως νέοι Περιπατητές (Περιπατητικοί) βαδίζουν καθοδηγούμενοι στην καρδιά του χώρου, και παρακολουθούν διαφορετικές δράσεις από τους ηθοποιούς, με οδηγό την πραγματεία του Αριστοτέλη για τα όνειρα (Περί Ενυπνίων). Μέσα από τον περίπατο και την πραγματεία για τα όνειρα, αρχίζει να ξετυλίγεται και ο “Ρήσος”. Η όλη σκηνοθετική σύλληψη βλέπει το έργο σαν ένα όνειρο του Έκτορα, κατά την ταραγμένη νύχτα μετά τη νικηφόρα μάχη του ενάντια στους Έλληνες. Ένα όνειρο που μεταμορφώνει τους ήρωες του Τρωικού Πολέμου σε παιδιά που παίζουν πόλεμο σε έναν αρχαιολογικό χώρο και ενώ ξεκινάει από την κωμωδία καταλήγει στο δράμα, από τη νοσταλγία του παιδικού παιχνιδιού μέσα σε έναν απέραντο έρημο τόπο μέχρι τον εφιάλτη της ωμής πραγματικότητας που αποκαλύπτει θάνατο, ωμότητα και βία.
Μια παράσταση που ξετυλίγεται μεθοδικά και στοχαστικά με την υποστήριξη μερικών από τους πιο λαμπρούς νέους καλλιτέχνες που διαθέτουμε. Με παιδιάστικη ζαβολιά, χάρτινα σπαθιά κι αστεία κράνη οι νεαροί ήρωες αναφύονται από τα ιστορικά ερείπια περιπαιχτικοί, αυθάδεις, αθώοι, όμορφοι και σαρκαστικά δηλητηριώδεις. Είναι η εφηβική αφύπνιση της αυτοδιάθεσης και της αντιπαράθεσης. Σε μια δίνη συμβολισμού και ποιητικής αναπόλησης, πλάνης και παραπλάνησης, φαντασίας και γιορτής, νεανικής ρώμης και παγανισμού.
Η Κατερίνα Ευαγγελάτου σκηνοθέτησε με πηγαία αίσθηση του χιούμορ και επιμέλεια ερευνήτριας μια συναρπαστική και άκρως εντυπωσιακή παράσταση – βίωμα. Μια πανδαισία θεατρικής πράξης.
Οι συντελεστές
Οι ηθοποιοί ήταν μοναδικοί. Θα τολμούσα να ισχυριστώ πως ο ένας ήταν καλύτερος από τον άλλο.
Ο Αργύρης Πανταζάρας, αξιοθαύμαστος, υποδύθηκε τον Έκτορα με δυναμισμό, οξύνοια και κωμικότητα. Έδωσε δε ρεσιτάλ ως Αθηνά/Αφροδίτη.
Ο Προμηθέας Αλειφερόπουλος ως Ηνίοχος του Ρήσου ήταν εκπληκτικός και πρωτότυπος στα υποκριτικά ευρήματά του. Είχε δεινότητα, νεύρο, ευαισθησία, ευθυβολία, ακρίβεια και πλαστικότητα.
Ο Ορφέας Αυγουστίδης, άψογος, ερμήνευσε τον Ρήσο με εντυπωσιακή άνεση και απαράμιλλο ρεαλισμό.
Ο Ερρίκος Μηλιάρης ως Δόλωνας και Οδυσσέας είχε απίστευτη ερμηνευτική ενέργεια, αριστοφανική ευστροφία αλλά και λεπτότητα συναισθημάτων.
Οι Αντριάν Κολαρίτζ και Γιώργος Κουτλής ήταν διασκεδαστικοί με έναν υφέρποντα διονυσιασμό.
Οι Λευτέρης Πολυχρόνης, Δημόκριτος Σηφάκης, Ουσίκ Χανικιάν και Ηλίας Χατζηγεωργίου άντλησαν στοιχεία από τη δημώδη παράδοση και τη λαϊκή καθημερινότητα δίνοντας αριστοτεχνικές ερμηνείες.
Το σύνολο του θιάσου ήταν εκπληκτικά χορογραφημένο και άριστα ρυθμισμένο.
Η χορογραφία της Πατρίσιας Απέργη αναμφισβήτητα σφραγίζει την παράσταση.
Εξαιρετικά χαριτωμένα τα κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα με έμπνευση από κινηματογραφικά σαφάρι, γειτονιές της δεκαετίας του ’50 και χρώματα της φύσης.
Οι φωτισμοί του Γιώργου Τέλλου έδιναν τέλεια τις νυχτερινές αποχρώσεις.
Η μετάφραση του Κώστα Τοπούζη αξιοποίησε τα ευγενή υλικά της ελληνικής γλώσσας.
Η μουσική σύνθεση του Λευτέρη Βενιάδη και η τάξη κρουστών του Δημήτρη Δεσύλλα από το Ωδείο Αθηνών έκαναν την παράσταση φαντασμαγορική.
Οφείλω να αναφέρω και τις βοηθούς της σκηνοθέτιδας, Αμαλία Νίνου, Ελένη Τσιμπρικίδου, Ελένη Κουτσιούμπα, που καταθέτουν το «παρών» στην παράσταση με το άγρυπνο βλέμμα και την αφοσίωσή τους.
Επίσης την τελειομανή Κατερίνα Μπερδέκα στη διεύθυνση παραγωγής, τη φροντισμένη ηχοληψία του Κώστα Μιχόπουλου και την αρχιτέκτονα Ίλυα Τασιούλα για τις ορθές παρεμβάσεις της.
Μια παράσταση ειλικρινούς ευφυΐας, ένας μαγικός κόσμος ήχων, λόγου και τοπιογραφίας, ενορχηστρωμένη από τη θαυμάσια Κατερίνα Ευαγγελάτου.
Ιλιάδα
Ας δούμε, όμως, τον ίδιο τον Όμηρο, στη δέκατη ραψωδία της Ιλιάδος (στίχ. 434 επόμ.), πώς περιγράφει την άφιξη του Ρήσου με τους Θράκες του στην Τροία: «Θρήϊκες οίδ’ απάνευθε νεήλυδες, έσχατοι άλλων, εν δε σφιν Ρήσος βασιλεύς, πάϊς Ηιονήος. Του δη καλλίστους ίππους ίδον ηδέ μεγίστους. Λευκότεροι χιόνος, θείειν δ’ ανέμοισιν ομοίοι. Άρμα δε οι χρυσώ και αργύρω εύ ήσκηται. Τεύχεα δε χρύσεια πελώρια, θαύμα ιδέσθαι, ήλυθ’ έχων. Τα μεν ου τι καταθνητοίσιν έοικεν άνδρεσσιν φορέειν, αλλ’ αθανάτοισι θεοίσιν», (δηλαδή, νάτοι κι οι Θράκες απόμερα, καινουργιοφερμένοι, τελευταίοι από τους άλλους κι ανάμεσά τους ο βασιλιάς ο Ρήσος, ο γιός του Ηιονέα, που τ’ άλογά του είναι τα πιο όμορφα και τα πιο μεγάλα από όσα είδα, πιο άσπρα από το χιόνι και στο τρέξιμο όμοια με τους ανέμους. Το άρμα του είναι ωραία δουλεμένο με χρυσάφι κι ασήμι κι έχει έρθει έχοντας όπλα χρυσά, πελώρια, θαύμα να τα βλέπει κανείς. Αυτά δεν ταιριάζει να τα φορούν θνητοί άνθρωποι, μόνο θεοί αθάνατοι). Αργότερα οι παραδόσεις των Ελλήνων της κλασικής περιόδου, που τις διέσωσε ο καταγόμενος από τους Φιλίππους ιστορικός Μαρσύας, στις «Μακεδονικές Ιστορίες του», έκαναν τον Ρήσο γιο του ποταμού Στρυμόνα και της Κλειούς, μιας από τις εννέα μούσες. (Ο Απολλόδωρος, όμως, στη Μυθολογική Βιβλιοθήκη του, (1ο βιβλίο, στίχ. 18), αναφέρει ότι κάποιοι τον θεωρούσαν γιο της μούσας Ευτέρπης και άλλοι της μούσας Καλλιόπης).
Ταυτότητα παράστασης
Μετάφραση: Κώστας Τοπούζης
Σκηνοθεσία-Δραματουργία: Κατερίνα Ευαγγελάτου
Χορογραφία: Πατρίσια Απέργη
Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα
Μουσική σύνθεση: Λευτέρης Βενιάδης
Φωτισμοί: Γιώργος Τέλλος
Σχεδιασμός Ήχου-Ηχοληψία: Κώστας Μιχόπουλος
Συνεργάτις αρχιτέκτων: Ίλυα Τασιούλα
Φωτογραφίες: Χριστίνα Γεωργιάδου
Κομμώσεις: Talkin’ Heads
Βοηθοί Σκηνοθέτη: Αμαλία Νίνου, Ελένη Τσιμπρικίδου, Ελένη Κουτσιούμπα
Παίζουν (αλφαβητικά): Προμηθέας Αλειφερόπουλος, Ορφέας Αυγουστίδης, Αντριάν Κολαρίτζ, Γιώργος Κουτλής, Ερρίκος Μηλιάρης, Αργύρης Πανταζάρας, Λευτέρης Πολυχρόνης, Δημόκριτος Σηφάκης, Ουσίκ Χανικιάν, Ηλίας Χατζηγεωργίου
Συμμετέχει η τάξη κρουστών του Δημήτρη Δεσύλλα από το Ωδείο Αθηνών:
Βεατρίκη Αληθεινού, Δάφνη Ανδρεάδη, Σεμέλη Μαργαρίτη, Οδυσσέας Οικονομόπουλος, Πλούταρχος Τσουρής
Κόρνο: Σπυριδούλα Κοσκινά, Νίκος Ανυφαντής
Παραγωγός: Γιώργος Λυκιαρδόπουλος
Διεύθυνση παραγωγής: Κατερίνα Μπερδέκα
Βοηθοί παραγωγής: Μαριάνθη Μπαϊρακτάρη, Αλεξάνδρα Μουζακίτη, Τζώρτζια Παινέση
* Ο “Ρήσος” του Ευριπίδη [;] αποτελεί μια συμπαραγωγή του Φεστιβάλ Αθηνών με την εταιρεία “Λυκόφως” του Γιώργου Λυκιαρδόπουλου, για την πραγματοποίηση της οποίας συνεργάστηκαν πολλοί σημαντικοί φορείς, όπως η Εφορεία Αρχαιοτήτων Αθηνών, το Υπουργείο Πολιτισμού, το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο, το Ωδείο Αθηνών, η Λέσχη Αξιωματικών και το Βυζαντινό Μουσείο. Η παράσταση πραγματοποιείται με την άδεια του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου [ΚΑΣ].