11.1 C
Athens
Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2025

“Οι Λαντζέρηδες”: Κρατώντας σημειώσεις για μια κωμωδία που έξοχα παρωδεί την ανθρώπινη τραγωδία

 

Γράφει η Ειρήνη Αϊβαλιώτου

Αν θέλετε να δείτε ένα εντελώς διαφορετικό και παράδοξο κομμάτι νέας γραφής, τότε κατευθυνθείτε στο Σύγχρονο Θέατρο. Εκεί όπου η υπαρξιακή μαύρη κωμωδία “Οι Λαντζέρηδες” (The Dishwashers, 2005) του πολυβραβευμένου Καναδού συγγραφέα Morris Panych, ανεβαίνει για πρώτη φορά στην Ελλάδα, με την καλλιτεχνική υπογραφή της Ομάδας Νάμα (Ελένη Σκότη – Γιώργος Χατζηνικολάου).
“Οι Λαντζέρηδες”, αφού έκαναν πρεμιέρα στο Arts Club Theatre, στο Βανκούβερ του Καναδά, το 2005 και παρουσιάστηκαν στη Νέα Υόρκη Off-Broadway το 2009, αποσπώντας θετικότατες κριτικές και τη συγκίνηση του κοινού, ήρθαν και στην Ελλάδα.

 

 

Θέατρο ρεαλισμού

Ο Morris Panych αντιστρέφοντας τις έννοιες «θέατρο του παραλόγου» και «πραγματικότητα» διεισδύει στο παράλογο της πραγματικότητας με ένα ιδιοφυές θέατρο ρεαλισμού. Η καυστική και αλληγορική αυτή μαύρη κωμωδία του επισημαίνει εύστοχα το μάταιο καθημερινό τρέξιμο του καθενός μας για να ικανοποιηθούν φιλοδοξίες και όνειρα που μας έχουν υποβληθεί μέσα από παράλογα στερεότυπα, main stream αντιλήψεις και ανόητες ιδέες και οδηγίες για τον τρόπο ζωής μας. Μια ιστορία που αποκαλύπτει σαρκαστικά τη ματαιοδοξία στο μεταμοντέρνο αξιακό σύστημα. Μια ιστορία, -σκληρή και λυπητερή όπως και η ζωή- για το παράλογο τής κοινωνικής δομής, τον μύθο της αταξικής κοινωνίας, τον σιωπηλό “πόλεμο των τάξεων”, τις αξίες, το καθήκον και τα θέλω.

Ένας παρανοϊκός κωμικός μύθος, που αφορά τους ηττημένους της ζωής σε ένα σκληρό κόσμο νικητών. Ένα άγγιγμα Beckett που συναντά την απόγνωση της οικονομικής κρίσης. Οι εύστοχες ερμηνείες, η καλλιτεχνικότητα της γραφής, η ζωτικότητα του έργου κρατούν απορροφημένο το κοινό και το ξαφνιάζουν.

Με τους τέσσερις χαρακτήρες τους οποίους ο Morris Panych τοποθετεί στη σκηνή, η σκηνοθέτις Ελένη Σκότη δημιουργεί την εικόνα ολόκληρης της κοινωνίας που βρίσκεται έξω από το υγρό υπόγειο εστιατόριο όπου διαδραματίζεται το έργο.

Αυτό που πρέπει εξαρχής να αναφερθεί είναι το απίστευτο σκηνικό. Στεγνό, ουδέτερο, ψυχρό. Πριν ξεκινήσει η παράσταση, μεταφέρθηκα κυριολεκτικά. Ο Γιώργος Χατζηνικολάου έκανε σπουδαία δουλειά για να δημιουργήσει έναν αξιόπιστο χώρο που πραγματικά συλλαμβάνει την κλειστοφοβική πραγματικότητα και την απουσία εξόδου, την οποία ο Morris Panych προσπαθεί να μεταδώσει.

Θεωρώ ότι «Οι Λαντζέρηδες» είναι ένα καλογραμμένο έργο και μια ενδιαφέρουσα ανάλυση της ανθρώπινης ευτυχίας και προσδοκίας. Το θέμα του όχι μόνο επίκαιρο αλλά και επιτακτικό.

Η υπόθεση

Στο υπόγειο ενός πολυτελούς εστιατορίου, οι λαντζέρηδες εργάζονται συντονισμένα ανάμεσα σε ατελείωτες στοίβες πιάτων, αθέατοι από τον πάνω κόσμο, που τους στέλνει αδιάκοπα τ’ άπλυτά του.
Ο Dressler ο αυστηρός προϊστάμενος, για τον οποίο το πλύσιμο των πιάτων είναι τέχνη, καθήκον, αξιοπρέπεια, o νεοφερμένος Emmett, που μαθαίνει τη δουλειά και δε βλέπει την ώρα να ξεφύγει, ο Moss, ο ταλαίπωρος ηλικιωμένος που εργάζεται εκεί κάτω εδώ και δεκαετίες και τέλος ο Μπάροουζ, που θα έρθει όταν το προσωπικό ανανεωθεί.
Σε διαφορετική φάση της ζωής τους ο καθένας και με ετερόκλητες αντιλήψεις και επιθυμίες βρίσκονται εκεί, στα έγκατα της γης, παγιδευμένοι σαν ήρωες του Μπέκετ σε μια ατέρμονη επαναληπτικότητα, σχεδόν σ’ ένα κενό χρόνου, και αντιδικούν για το νόημα της δουλειάς τους, για το νόημα της ίδιας της ζωής. Υπάρχει, ωστόσο, νόημα;

Στο σύμπαν του Μπέκετ

Με τους «Λαντζέρηδες» συναντάμε ξανά το περίεργο, ανησυχητικό σύμπαν που φανταζόμαστε όταν παρακολουθούμε τα έργα του Σάμιουελ Μπέκετ και ειδικά το «Περιμένοντας τον Γκοντό».

Ο Morris Panych δημιουργεί το δικό του μικρόκοσμο στους τέσσερις τοίχους της λάντζας κάτω από το εστιατόριο, όπου τρεις αφανείς εργάτες παγιδεύουν τις ελπίδες και τις φιλοδοξίες τους.

«Οι Λαντζέρηδες» στην ουσία είναι ένα έργο τραγικό. Επιφανειακά είναι γεμάτο χιούμορ, σε κάνει να γελάς και να χορταίνεις το γέλιο, βασικά όμως σε προκαλεί να σκεφτείς με την ανησυχητική, δυσοίωνη, εφιαλτική του αχλή. Ο Panych είναι κληρονόμος και απόγονος του Μπέκετ.
Γκροτέσκοι χαρακτήρες, κομμάτια ανθρώπινων μελών, αναμνήσεις του χτες που δεν απέχει από το τώρα και το μέλλον. Η αλήθεια τους ορθολογική όσο και παράλογη. Η δουλειά τους απαραίτητη και ουσιαστική, όσο μικρή και ανούσια.

Οι χαρακτήρες

Ο Έμετ περνά δύσκολους καιρούς και αναγκάζεται να εργαστεί ως λαντζέρης. Αλλά είναι μόνο προσωρινή αυτή η δουλειά μέχρι να μπορέσει να βαδίσει προς τα μεγαλύτερα και τα καλύτερα. Αυτά που του αξίζουν… Ή να επιστρέψει πάλι στο πλύσιμο πιάτων.
Ο Ντρέσλερ είναι βετεράνος λαντζέρης και πολύ ικανοποιημένος με τη δουλειά του. Τη θεωρεί τέχνη, μια ωραία τέχνη, ακόμη και μια επιστήμη. Δεν δέχεται μόνο τη χαμηλή του θέση στην κοινωνική αλυσίδα, την αγκαλιάζει πλήρως. Είναι ένας φιλόσοφος που έχει περάσει τριάντα χρόνια με πλύσιμο και στέγνωμα σε ένα εστιατόριο περιωπής δίχως ποτέ να έχει δειπνήσει σ’ αυτό. Μέχρι ο Έμετ να δει τον μικρόκοσμό τους με τον ίδιο τρόπο, αρνείται να χρησιμοποιήσει το όνομά του.
Ο τρίτος λαντζέρης είναι ο Μος, ένας αδύναμος, κουρασμένος, λιπόσαρκος γέροντας, που επιπλέον νοσεί από καρκίνο. Η ζωή του, μια πορεία προς το θάνατο, και ο θάνατός του η εξέλιξη της ζωής του. Είναι απολυμένος και το αγνοεί. Ο Έμετ είναι στην ουσία ο αντικαταστάτης του. Ο μισθός του μπαίνει στην τράπεζα από τον Ντρέσλερ, που ξαναπουλά τα απομεινάρια του καθαρού κρέατος τα οποία προορίζονται για τον κάδο των απορριμμάτων.

 

 

Μια αλληγορική κόλαση

Αόρατες και παράξενες δυνάμεις κατέχουν την εξουσία πάνω στους τρεις λαντζέρηδες: τύχη, Θεός, ονομάστε τις όπως θέλετε. Θυμός, δηκτικότητα, πόνος, αφέλεια, αμφιβολία, επανάληψη, κρυμμένη τρυφερότητα, αδιαλλαξία, επιμονή και σκιερή εγκαρτέρηση σε ένα μεταλλικό γκρίζο αποκομμένο απ’ το φως και τη ζωή σκηνικό.

Το έργο μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε σοφό, πνευματικό, εντυπωσιακό -και μάλλον ενοχλητικό. Γιατί ενοχλεί την αδιαλλαξία και τη στενομυαλιά. Γιατί σίγουρα βάζει έναν καθρέφτη μπροστά στον καθένα μας και μας αναγκάζει να αντικρίσουμε την απόλυτη ματαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Δεν υπάρχει καμία διαφυγή στους «Λαντζέρηδες». Είναι ένα δράμα που αμφισβητεί την αίσθηση της αυτοδιάθεσής μας, ειδικά όταν τη συνδέουμε με την αφθονία της καταναλωτικής κοινωνίας και τον εύκολο πλουτισμό.
Το υπόγειο του ακριβού εστιατορίου, μέσα στο οποίο δεν παίρνουμε μυρωδιά τι γίνεται πάνω, μπορεί να είναι και μια αλληγορική κόλαση πάνω στη γη. Η μάχη με τη βρωμιά που αφήνουν οι άλλοι, η πλήξη της ζωής, τα πειράγματα, οι μικρές διεκδικήσεις, η αξιοπρέπεια της καθημερινής εργασίας, η ανάσα του μεροκάματου δένει τους ήρωες μεταξύ τους και τους κρατά στη ζωή.

Όταν τα όνειρα γίνονται ευχές

Όσο γερνάμε, τα όνειρά μας γίνονται μικρότερα, τονίζει καθησυχαστικά στο έργο ο Ντρέσλερ. Δεν θα είναι όνειρα πια. Θα είναι απλά συγκρατημένες ευχές.

Δραματοποιώντας τη σύγκρουση ιδεών, το έργο μιλάει ακόμα για τις βιοποριστικές ανησυχίες της εποχής μας, τη ματαιότητα, τη χρονικότητα του ανθρώπου και μάλιστα δίνει και μια ακτίνα ελπίδας. Θα μπορούσε να είναι και μια πραγματεία για την ανθρώπινη ύπαρξη, ένα δοκίμιο, είναι όμως ένα έργο με πολύ φως και πολλή σκιά, με πυκνούς συμβολισμούς και πολλαπλές αναφορές, σαγηνευτικό, ανοιχτό σε ερμηνείες και βαθιά ανθρώπινο.

Οι συνεργάτες

Στην παράσταση της Ελένης Σκότη θαυμάσαμε ένα θίασο εξαίρετων ηθοποιών και συνεργατών όπως ο Γιώργος Χατζηνικολάου στη μετάφραση, στα σκηνικά, στα κοστούμια και στη διεύθυνση παραγωγής, ο Αντώνης Παναγιωτόπουλος στους φωτισμούς, ο Στέλιος Γιαννουλάκης στη μουσική και στην επιμέλεια του ήχου, η Μαρία Αναματερού στην οργάνωση παραγωγής, ο Σταύρος Συμεωνίδης στη δημιουργία του τρέιλερ, η Άννα Κούρα (βοηθός σκηνοθέτη), που δεν μπορώ παρά να υποκλιθώ στο ταλέντο και στην αφοσίωσή τους.

Η σκηνοθέτις Ελένη Σκότη κίνησε την παράσταση σε υψηλούς τόνους και ταχύτητες και απελευθέρωσε την πρωτογενή ενέργεια του έργου. Ηθοποιοί και σκηνοθέτιδα δούλεψαν με προσήλωση απέναντι στο κείμενο και στο ύφος του συγγραφέα και απέδωσαν με επιτυχία το ζητούμενό τους. Όλοι οι ρόλοι, όπως διδάχτηκαν από την Ελένη Σκότη, ήταν ισοβαρείς και μεστοί, καθένας με τη δική του, μοναδική, γλώσσα.

Οι ερμηνείες και οι συντελεστές

Ένα από τα μεγάλα ατού της παράστασης είναι ο εκπληκτικός Κώστας Λάσκος στο ρόλο του Μος, που έπλασε με ακριβά υλικά έναν κωμικοτραγικό κλόουν. Ονειροπόλος, τρυφερός, παιδιάστικος, γκρινιάρης, απαιτητικός, σκανταλιάρης, ευάλωτος, συγκλονιστικός. Η ερμηνεία του διακρίνεται από ωριμότητα, έμπνευση, απλότητα και αποφασιστικότητα, αρετές που πρέπει ανυπερθέτως να χαρακτηρίζουν έναν ηθοποιό, όταν αποφασίζει να αναμετρηθεί με έναν τέτοιο δύσκολο ρόλο.

Εξαίρετος στο ρόλο του Ντρέσλερ ο έμπειρος Τάσος Κωστής. Δείχνει λογικός, ψύχραιμος, συμπεριφέρεται κυριαρχικά, έχει δραματικό βάθος, εξαίσια εύγλωττες σιωπές, αλλά και μια αποκρυπτογραφική, πνευματώδη και συνάμα πικρή ειρωνεία, με συνεχώς διαφοροποιούμενες αποχρώσεις στο λόγο του. Η ερμηνεία του πάλλεται από βάθος, φιλοσοφικότητα και συνέπεια. Παίζει και ταυτόχρονα εμπαίζει με μεγάλη σοβαρότητα την επιτηδευμένη καρικατούρα του προϊσταμένου. Ερμηνεύοντας με μέτρο τον ήρωα αυτόν, κατάφερε να ισορροπήσει σκηνικά με έξυπνο τρόπο, αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά τη μεστότητα και τη συγκέντρωση με την οποία αντιμετωπίζει τους ρόλους του.

Στις λεπτομέρειες έχει δουλέψει το ρόλο του και ο ευσυνείδητος Γιάννης Σαρακατσάνης, που υποδύεται τον Έμετ. Προσέγγισε ήρεμα και μετρημένα το χαρακτήρα του ανθρώπου που από τα ψηλά πέφτει στα χαμηλά, που τον εγκαταλείπει η πλούσια αρραβωνιαστικιά του, που προσπαθεί να μη μείνει στάσιμος. Είχε σαφήνεια και ακρίβεια, φυσικότητα και ρεαλισμό. Δίχως να κυνηγά ευρήματα και ευκολίες, αναδημιούργησε την τραγικότητα του ήρωα και τα αδιέξοδά του. Η τελευταία σκηνή, όπου κατεβαίνει τη σκάλα θριαμβευτής, ήταν πολυσήμαντη.

Το σύντομο αλλά σημαντικό ρόλο του Μπάροουζ επωμίστηκε ο πρωτοεμφανιζόμενος Αλέξανδρος Μανωλίδης, που μας άφησε πολύ θετικές εντυπώσεις και έδωσε ελπίδες για το μέλλον, συμβάλλοντας στη σύνθεση της άψογης αυτής παράστασης.

Μια ωραία και εύληπτη μεταφραστική δουλειά έγινε από τον Γιώργο Χατζηνικολάου. Επίσης τα σκηνικά και τα κοστούμια του ιδίου είχαν την υψηλή ποιοτική στάθμη στην οποία μας έχει συνηθίσει χρόνια τώρα η ομάδα «Νάμα».

Οι φωτισμοί του Αντώνη Παναγιωτόπουλου προσέδωσαν μια ονειρώδη και συγχρόνως απτή ατμόσφαιρα.

Ο Στέλιος Γιαννουλάκης με τη μουσική του τόνισε τη δραστικότητα του κειμένου.

 

 

Η σκηνοθεσία

Η Ελένη Σκότη είναι μια δημιουργός και δασκάλα που πια της έχουμε εμπιστοσύνη γιατί γνωρίζουμε ότι αντιμετωπίζει με το πιο λιτό χιούμορ τις σοβαρές καταστάσεις και με την πλέον αριστοτεχνική σοβαρότητα τις αστείες. Γι’ αυτό και η παράσταση που παρακολουθήσαμε στη σκηνή του Σύγχρονου Θεάτρου ήταν μια παράσταση που είχε μέτρο και συνέπεια στις προθέσεις της. Η σκηνοθετική ματιά έδωσε μια ανθρωποκεντρική και ευαίσθητη άποψη πάνω στο τραγικωμικό γεγονός της ανθρώπινης υπόστασης. Ο λόγος ήταν πρωταγωνιστής, οι σιωπές στάθηκαν εκκωφαντικές και οι ηθοποιοί υποστήριξαν δυναμικά το όλο εγχείρημα με το ταλέντο και την ευκρίνεια των εκφραστικών τους μέσων.

Με την ισορροπημένη στις εντάσεις και στα φιλοσοφικά στοιχεία του έργου σκηνοθεσία της, τις στοχευμένες υποκριτικές εκπλήξεις και τη ρεαλιστική υποκριτική η σκηνοθέτις έφερε τους θεατές σίγουρα κοντά στο κείμενο, πιστεύω και στα νοήματά του.

Μη χάσετε αυτή τη δυνατή παράσταση της Ομάδας Νάμα – Λυκόφως ΙΚΕ που εκφράζει την αγωνία της ανθρώπινης ύπαρξης.

Μια κωμωδία που παρωδεί την τραγωδία του ανθρώπινου είδους. Ένας χτύπος που μας θυμίζει ότι ζούμε.

***

“– Κι αν, τελικά, υπάρχει Θεός;
– Έχει να λογοδοτήσει για πολλά.”

***

  • Ο Morris Panych είναι συγγραφέας, ηθοποιός και σκηνοθέτης και χαρακτηρίζεται ως “άνθρωπος όλων των εποχών” στο θέατρο του Καναδά. Παίζει στο θέατρο, τον κινηματογράφο και σε πολλές τηλεοπτικές σειρές. Σκηνοθετεί συστηματικά και τα θεατρικά του έργα έχουν μεταφραστεί και παρουσιαστεί σε πολλές χώρες. Έχει κερδίσει δύο φορές το Governor General’s Award, το πιο σημαντικό βραβείο δραματουργίας της χώρας του, και 14 φορές το Jessie Richardson Theatre Award για ερμηνείες ή σκηνοθεσίες του. Έχει, επίσης, τιμηθεί με τα βραβεία Sidney Riske Writing Awards και Dora Mavor Moore Awards.
    “Οι Λαντζέρηδες” έκαναν πρεμιέρα στο Arts Club Theatre, στο Βανκούβερ του Καναδά, το 2005 και παρουσιάστηκαν στη Νέα Υόρκη Off-Broadway το 2009.

Ταυτότητα παράστασης

Μετάφραση: Γιώργος Χατζηνικολάου
Σκηνοθεσία: Ελένη Σκότη
Σκηνικά, Κοστούμια, Διεύθυνση Παραγωγής: Γιώργος Χατζηνικολάου
Φωτισμοί: Αντώνης Παναγιωτόπουλος
Μουσική & Επιμέλεια ήχου: Στέλιος Γιαννουλάκης
Φωτογραφίες: Μαρία Αναματερού, Γιώργος Χατζηνικολάου
Βοηθός σκηνοθέτη: Άννα Κούρα
Οργάνωση Παραγωγής: Μαρία Αναματερού
Δημιουργία trailer: Σταύρος Συμεωνίδης
Υπεύθυνη Επικοινωνίας Παράστασης: Ελεάννα Γεωργίου
Παραγωγή: Ομάδα Νάμα Λυκόφως ΙΚΕ

Διανομή

Ντρέσλερ: Τάσος Κωστής
Έμετ: Γιάννης Σαρακατσάνης
Μος: Κώστας Λάσκος
Μπάροουζ: Αλέξανδρος Μανωλίδης

Πληροφορίες

Τετάρτη 21:15, Πέμπτη 21:00, Σάββατο 18:15, Κυριακή 18:00
Σύγχρονο Θέατρο, Ευμολπιδών 45, Γκάζι
Εισιτήρια:
Καθημερινές: (Α΄ Ζώνη) Κανονικό 15€, Φοιτητικό & Ανέργων, Άνω των 65: 13€ | (Β’ Ζώνη) Κανονικό 13€, Φοιτητικό & Ανέργων, Άνω των 65: 10€ | Σάββατο/Κυριακή/αργίες: (Α΄ Ζώνη) Κανονικό 17€, Φοιτητικό & Ανέργων, Άνω των 65: 14€ | (Β’ Ζώνη) Κανονικό 15€, Φοιτητικό & Ανέργων, Άνω των 65: 12€
Προπώληση:
ticketplus.gr
Κρατήσεις:
Τηλ.: 210 3464380 | www.sychronotheatro.gr
Διάρκεια: 100’

 

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε


Τελευταία άρθρα

- Advertisement -