Oι «Εκκλησιάζουσες» τοποθετούνται χρονικά σε μια εποχή που θεωρείται πιθανό ότι πράγματι οι γυναίκες της Αθήνας αντιδρούσαν εμπράκτως στην αντρική εξουσία. Αν και αποκύημα της πλούσιας φαντασίας του Αριστοφάνη με πλείστα στοιχεία ειρωνείας και σάτιρας, ωστόσο μας δίνουν μια σαφή εικόνα της δημόσιας ζωής της πόλης και των περιορισμών της Αθηναϊκής Δημοκρατίας. Στην παράσταση του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου, σε απόδοση κειμένου του Βασίλη Μαυρογεωργίου, που παίχτηκε στην Επίδαυρο από το Θέατρο του Νέου Κόσμου, τονίστηκε ιδιαιτέρως το καυστικό χιούμορ του Αριστοφάνη και ακόμη περισσότερο η άκρατη αθυροστομία στους σχολιασμούς.
Η κωμωδία αυτή ενδεχομένως είναι γραμμένη το 391 ή το 392 π.Χ., λιγότερο από μία δεκαετία δηλαδή πριν ο Αριστοφάνης αποβιώσει. Ασχολείται με την πολιτική ή μάλλον με μία πτυχή αυτής, την πειθώ. Αν και χρησιμοποιεί και πάλι ως κύριο θέμα του την κριτική στην εξουσία, το έργο είναι λιγότερο δηκτικό σε σχέση με τις πάλαι ποτέ αιχμηρές κωμωδίες του.
Πολλές καταστάσεις διαφθοράς και νοοτροπίας είναι γνώριμες και σήμερα. Παραμένουν, επομένως, οι «Εκκλησιάζουσες», μία ακόμα πολιτική κωμωδία – σάτιρα, από τις χαρακτηριστικές του Αριστοφάνη, στην οποία για άλλη μια φορά -μετά την περισσότερο δημοφιλή “Λυσιστράτη” του- τάσσεται υπέρ των γυναικών. Η κεντρική ηρωίδα του, η δυναμική και πανέξυπνη Πραξαγόρα, είναι εκείνη που θα αναλάβει τα ηνία της γυναικείας εξέγερσης, όχι με σκοπό την επαναφορά σε πρότερες καταστάσεις, όπως συμβαίνει με τη «Λυσιστράτη», αλλά με μοναδικό στόχο την αλλαγή ολόκληρης της Αθηναϊκής Δημοκρατίας. Στην ουσία η Πραξαγόρα με την πίστη της στον τρόπο που “θα σώσει την πατρίδα”, προτείνει μια ουτοπία. Το θέμα των γυναικών που… ξεπερνούν τα όρια αποτελεί μια κωμική παράδοση στον Αριστοφάνη την οποία συναντάμε και στις “Θεσμοφοριάζουσες”. Η απόδοση του κειμένου στην παράσταση έγινε με το σκεπτικό ότι η θέση της γυναίκας από τον 20ο αιώνα άλλαξε αισθητά με τη συνδρομή του φεμινιστικού κινήματος. Η γυναίκα κατακτά δικαιώματα και αποκτά μερίδιο στην εξουσία θυσιάζοντας εν μέρει τη χάρη και τη θηλυκότητά της.
Η Πραξαγόρα μεταμφιέζεται σε άνδρα, καθώς και όλες οι γυναίκες της Αθήνας και η γυναικεία πομπή φτάνει ως την Εκκλησία του Δήμου -στην οποία οι γυναίκες, ως γνωστόν, δεν είχαν δικαίωμα ψήφου. Εκεί ψηφίζουν νόμο, σύμφωνα με τον οποίο η εξουσία περνά στα χέρια των γυναικών. Κάτι που φέρνει κυριολεκτικά τα πάνω κάτω, καθώς οι γυναίκες είναι έτοιμες να επιβάλλουν εκτός από την περιουσιακή και την ερωτική κοινοκτημοσύνη.
Στη σκηνή με τις τρεις Γριές ο σκηνοθέτης προτίμησε να υποδυθούν άνδρες ηθοποιοί τις ηλικιωμένες γυναίκες που επιμόνως, στο πλαίσιο των επινικίων για την ανάληψη της εξουσίας, ζητούν αυτό που επί δεκαετίες έχουν στερηθεί, το σεξ. Μέσω του κωμικοτραγικού αυτού ευρήματος με τον καρναβαλικό και τολμηρό χαρακτήρα του το γέλιο απογειώνεται. Τρεις θαυμάσιοι ηθοποιοί, ο Κώστας Κόκλας, ο Στράτος Χρήστου και ο Παντελής Δεντάκης, ερμηνεύουν με ξεκαρδιστικό τρόπο τις Γριές.
Ο Κώστας Κόκλας διέπρεψε και στον πρωταγωνιστικό ρόλο του Βλέπυρου, παίζοντας με πείρα και γνήσια κωμική διαίσθηση.
Η Δάφνη Λαμπρόγιαννη έπλασε μια Πραξαγόρα, ίσως λιγότερο δυναμική, αλλά ωραία, τσαχπίνα και τρυφερή. Μια Πραξαγόρα που, όπως απαιτούσε το κείμενο και η σκηνοθεσία, έχει μαντικές ικανότητες, κάτι ανάμεσα σε Κασσάνδρα και Πυθία, και σχολιάζει με δέος τα μελλούμενα.
Ο Νίκος Καρδώνης στο ρόλο του «αντιρρησία», πονηρού, εξυπνάκια και λουφαδόρου Άνδρα αληθινά εξαιρετικός και σπαρταριστός. Λαμπερός ηθοποιός, φέρει εις πέρας με επιτυχία ό, τι καταπιάνεται.
Ο Παντελής Δεντάκης ως καλοπροαίρετος και νομοταγής Χρέμης ήταν έξοχος και αποθεωτικός στις κωμικές στιγμές του ρόλου.
Με οίστρο και αίσθηση του χιούμορ ερμηνεύτηκαν η Κηρύκαινα της Μαίρης Σαουσοπούλου και η Νέα της Γεωργίας Γεωργόνη. Προσεγμένη και η παρουσία του Γιώργου Πυρπασόπουλου (Νέος).
Την μπρεχτική μουσική του Θάνου Μικρούτσικου την απολαύσαμε δεόντως, ακόμα και αργότερα, όταν στο ταξίδι της επιστροφής ακούγαμε τα υπέροχα τραγούδια του ηχογραφημένα από το CD που ήταν ενσωματωμένο στο πρόγραμμα.
Τα γυναικεία κοστούμια του Χορού -φιλοτεχνημένα από τον Άγγελο Μέντη– ήταν πανέμορφα, φτιαγμένα από θαυμάσια φλοράλ υφάσματα. Είχαν έναν αέρα κινηματογραφικό και παρέπεμπαν σε κιμονό αλλά και σε αναγεννησιακά φορέματα.
Ο Χορός αποτελείτο από ανθισμένα κορίτσια, καλογυμνασμένα, με εξαίσιες φωνές και άψογη κίνηση. Είχε τον απαραίτητο διαρκή ηλεκτρισμό κι έμοιαζε με χρωματιστό κύμα που ξεσπά συνέχεια μπροστά. Συνδιαλεγόταν επί ίσοις όροις με τα «αστέρια» που πρωταγωνιστούσαν. Όλες εκπληκτικές. Τις περισσότερες δε τις έχω παρακολουθήσει και σε καλές παραστάσεις στα αθηναϊκά θέατρα και γνωρίζω τις αναμφισβήτητες ικανότητες και το ταλέντο τους. Πρόκειται για τις Μαίρη Σαουσοπούλου, Ντίνη Ρέντη, Πολυξένη Ακλίδη, Ειρήνη Γεωργαλάκη, Μαρία Γεωργιάδου, Γεωργία Γεωργόνη, Άντρη Θεοδότου, Κατερίνα Μαούτσου, Σωτηρία Ρουβολή, Ειρήνη Φαναριώτη, Έλενα Χατζηαυξέντη.
Η παράσταση πατούσε με το ένα πόδι στις διεκδικήσεις των γυναικών και στην ισότητα των δύο φύλων και με το άλλο στη γυναικεία ευαισθησία και γλυκύτητα. Στις διαδικασίες της δημοκρατίας βεβαίως είναι θεμιτό ο κάθε σκηνοθέτης να πιστεύει στο “δικό του θεό”. Και το κοινό να κάνει τις αναγωγές του.
Εν τέλει, ίσως κάποιοι αναρωτηθούμε: Αγάπη προς τις γυναίκες, κριτική στην πολιτική ή απλώς παρουσίαση των ανθρώπινων αδυναμιών; Τι απ’ όλα αυτά αντιπροσωπεύουν οι «Εκκλησιάζουσες»; Μάλλον και τα τρία, δεδομένου ότι ο Αριστοφάνης ήταν πάνω απ’ όλα ο ποιητής των μεγάλων μας ατελειών, της τάσης για διαφθορά, της διχόνοιας, της τεμπελιάς, της «αρπαχτής», της διαπλοκής, που και στην εποχή του είχαν αντίκτυπο στην κοινωνία αλλά και στη θέση των γυναικών σ’ αυτή.