«Μας φτάνει να μιλήσουμε
απλά
όπως πεινάει κανείς απλά
όπως αγαπάει…»
Τάσος Λειβαδίτης
Αν θέλετε τη γνώμη μου, οι “Παραλογές ή Μικρές Καθημερινές Τραγωδίες” σε σκηνοθεσία Γιάννη Καλαβριανού είναι μία από τις ωραιότερες ωδές που έχω παρακολουθήσει στο θέατρο. Δεν είναι απλώς ωραία παράσταση, είναι ιδιαιτέρως ξεχωριστή. Φτιαγμένη με απλότητα, χιούμορ, συγκίνηση, ευρηματικότητα και νεανική σοφία. Μια εξαιρετικά πυκνή αλληλουχία στίχων, που νομίζεις πως συνδέονται μεταξύ τους με μια αόρατη δύναμη. Οι παραλογές της δημοτικής μας παράδοσης και η ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη, όντας διακριτές, εν τούτοις σβήνουν η μία μέσα στην άλλη σαν στεναγμοί, με μια ομορφιά γεννημένη από την ανατροπή. Ανατροπή των κανόνων και ευφυής υπέρβαση των θεατρικών λύσεων οδηγούν το θεατή σε μια εξαίσια παραίτηση. Χαλαρή, αυθόρμητη, ανέμελη, σε μια συνένοχη συντροφικότητα με τις πέντε υπέροχες πρωταγωνίστριες, παρακολούθησα μια πραγματική λειτουργία σε μορφή τέχνης, σπουδαίας τέχνης. Γιατί σήμερα «και οι πραγματικές ιστορίες έγιναν πια σπάνιες».
Όταν το παιδί επιστρέφει νωρίτερα από το σχολείο, ανακαλύπτει τη μάνα του με τον εραστή της και βρίσκει τραγικό θάνατο από το χέρι της ίδιας. Πλένει το συκώτι του και ξεπλυμό δεν έχει. Και όταν γυρίζει ο άνδρας της στο σπίτι και κάθεται να φάει, «το συκωτάκι μίλησε, το συκωτάκι λέει…». Η νύφη μπαίνει ανάμεσα στα δύο αγαπημένα αδέλφια. Η κόρη τιμωρείται με φρικτό θάνατο από την οικογένειά της γιατί ερωτεύτηκε. Από τις πέντε ηθοποιούς της παράστασης, οι δύο αφηγήτριες υφαίνουν την ιστορία κάθε παραλογής, ενώ οι άλλες τρεις είναι τα δραματικά της πρόσωπα. Όταν οι καταστάσεις φτάνουν στα άκρα και οι ηρωίδες αδυνατούν να κατανοήσουν τα συμβάντα και να εξηγήσουν αδιέξοδες συμπεριφορές, χρησιμοποιούν λόγια από ποιήματα του Τάσου Λειβαδίτη. Τόσο φυσικά σαν να φιλοσοφούν βαθυστόχαστα και να συνωμοτούν απλοϊκά και ευτυχισμένα ακόμη και κάτω από το θόλο της δυστυχίας.
Οι «Παραλογές ή Μικρές Καθημερινές Τραγωδίες», που θα παρουσιάζονται στο θέατρο «Πορεία», έως το τέλος Ιανουαρίου του 2012, είναι μια εξαιρετικά σκηνοθετημένη παράσταση από τον Γιάννη Καλαβριανό, που αφορά όσα μεγαλειώδη και αναπάντεχα συμβαίνουν στις πιο ανύποπτες στιγμές της καθημερινότητάς μας. Ήρωές της είναι οι άνθρωποι «της διπλανής πόρτας», που δεν άντεξαν στα στενά όρια της εύρυθμης ζωής τους και τα ανέτρεψαν με πάταγο.
Η παράσταση της Εταιρείας Θεάτρου «Sforaris» επιχειρεί να φέρει το κοινό, με σύγχρονο και απόλυτα κατανοητό τρόπο, σε επαφή με τη λαϊκή και τη νεότερη ελληνική ποίηση. Καθώς διανύουμε μια εποχή όπου η κρίση δεν είναι μόνον οικονομική, αλλά ταυτόχρονα βαθύτατα πολιτισμική, πρόκειται για εξαιρετικά σημαντική πρόταση επαναδιαπραγμάτευσης του εύφορου υλικού της λαϊκής παράδοσης, ιδίως όταν επιχειρείται από νέους καλλιτέχνες, με τελικό αποτέλεσμα ένα φρέσκο και απολύτως σύγχρονο καλλιτεχνικό προϊόν.
Οι ιστορίες τεσσάρων ελληνικών δημοτικών αφηγηματικών τραγουδιών, “Της σκοτωμένης”, “Η μάνα η φόνισσα”, “Τα αγαπημένα αδέρφια και η κακή γυναίκα”, “Η γυναίκα βοσκός” και στίχοι από τις ποιητικές συλλογές του Τάσου Λειβαδίτη “Μικρό βιβλίο για Μεγάλα Όνειρα”, “Νυχτερινός Επισκέπτης”, “Σκοτεινή Πράξη”, “Ο Διάβολος με το Κηροπήγιο”, “Βιολί για Μονόχειρα”, “Ανακάλυψη”, “Βιολέτες για μια Εποχή”, πλέκονται αριστοτεχνικά σ’ ένα σπονδυλωτό θεατρικό έργο.
Οι παραλογές είναι αφηγηματικά δημοτικά τραγούδια με πανελλήνια διάδοση, που συγγενεύουν με τα ακριτικά. Περιγράφουν συνήθως κοινωνικά περιστατικά με έντονη δραματικότητα, συμπύκνωση της δράσης, γρήγορο ρυθμό και άλματα στην περιγραφή..
Κοινό θέμα των τεσσάρων παραλογών της παράστασης είναι ένα έγκλημα που γίνεται μέσα σε μια οικογένεια η οποία μέχρι εκείνη τη στιγμή έμοιαζε να λειτουργεί φυσιολογικά. Ως αφορμή για την επιλογή τους, στάθηκε η γνωριμία του θιάσου με ένα νέο άνδρα, καταδικασμένο σε ισόβια, που εξέτιε την ποινή του στις δικαστικές φυλακές Χανίων, έχοντας σκοτώσει ένα συγγενή του.
Η αρχική ιδέα της σκηνοθεσίας στηρίχτηκε στην άποψη της καταγωγής των παραλογών από την ορχηστική (χορευτική) παράσταση του τραγικού παντόμιμου (Στ. Κυριακίδης). Ένα είδος λαϊκού θεάματος της μεταγενέστερης αρχαιότητας και των πρώτων χριστιανικών αιώνων, όπου ένα ή δύο πρόσωπα παρίσταναν αποσπάσματα παλαιότερων έργων και τραγωδιών.
Οι παραλογές είναι άσματα, που, σύμφωνα με τo Γάλλο ιστορικό και φιλόλογο Κλοντ Σαρλ Φοριέλ (1772-1844), “υπόθεσιν έχουν ιδεώδη ή πεπλασμένην και η φαντασία του λαού εκδηλώνεται μετά περισσής ποικιλίας, ελευθερίας και δυνάμεως”.
Αναφέρονται σε ένα περιστατικό ή μια πράξη σπουδαία με τραγικό ή κι ευτυχισμένο τέλος.
Ο όρος παραλογή φαίνεται μάλλον να προήλθε από το “λόγος” με το νόημα έπος, κάτι ανάλογο με το παραμύθι παροιμία, παρατράγουδο, δηλαδή μικρότερος λόγος, που ακολουθεί κάποια άλλη μεγαλύτερη προσφορά ή τελετή.
Τα τραγούδια αυτά δεν τ’ απάγγελναν, παρά καταχρηστικά. Τα τραγουδούσαν και τα χόρευαν, όπως τα τραγουδούν και τα χορεύουν και σήμερα σε μέρη όπου ο λαός πνευματικά εξακολουθεί να τρέφεται από την παράδοση.
Οι παραλογές ονομάζονται αλλιώς επύλλια και απαντώνται σ’ όλους τους λαούς με τον όρο “μπαλάντες”. Τραγουδιούνται ακόμη και με γυρίσματα και τσακίσματα όπως όλα τα χορευτικά τραγούδια.
Τα θέματά τους θυμίζουν πολύ αρχαία, ακόμη και πρωτόγονα έθιμα, και πρέπει να είναι από τ’ αρχαιότερα τραγούδια του ελληνικού λαού, να ξεκινάνε από τα βάθη της ζωής του, παραλλάζοντας μόνον εξωτερικά, δηλαδή γλωσσικά με το πέρασμα του χρόνου.
Κάθε σπίτι μοιάζει να κρύβει έναν ή και περισσότερους δυνάμει δολοφόνους. Κάτω από την επιφάνεια της ευτυχίας και της δήθεν αξιοπρέπειας καραδοκούν ανομολόγητοι έρωτες, άγρια πάθη, απωθημένα και φονικές ζήλιες.
«Όσο για κείνη την ιστορία υπάρχουν πολλές εκδοχές.
Η καλύτερη όμως είναι πάντα αυτή που κλαις». (Τάσος Λειβαδίτης)
Παιδοκτονίες, αδελφοκτονίες, βασανισμοί, μοιχείες, όλα έχουν θέση στη δημοτική μας ποίηση. Πολύ πρωτότυπη και απολύτως λειτουργική η επινόηση του σκηνοθέτη να μεταγγίσει στο δεκαπεντασύλλαβο τη συγκλονιστική ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη.
Με καθημερινά ρούχα, έξυπνες λεπτομέρειες και απλές λύσεις, πέντε ωραιότατα και ταλαντούχα κορίτσια μάς ταξιδεύουν σε μέρη βουκολικά, ουτοπικά και θρυλικά. Ένα βουνό από στουπιά μετατρέπεται σε πρόβατα που βόσκει η «Γυναίκα βοσκός», ένα ύφασμα τεντώνεται με δύναμη και μιμείται με ακρίβεια τους χτύπους της καρδιάς, το αλεύρι στα πιάτα φυσιέται με δύναμη και έχεις την αίσθηση αχνιστής σούπας, μια χάρτινη κούτα παριστάνει πειστικά τον τοίχο ανάμεσα σε δύο εραστές που δεν μπορούν να ενωθούν, οι σκάλες που οδηγούν στον πάνω χώρο συμβολίζουν τον παραδεισένιο κόσμο όπου καταφεύγουν δύο άνθρωποι που κατάφεραν να ενωθούν έστω και στην άλλη ζωή…
Οι «Παραλογές» ξεκίνησαν την πορεία της από το Φεστιβάλ Αθηνών 2010, συνέχισαν στο “Βios” με πολύ μεγάλη ανταπόκριση από το κοινό και κατόπιν περιόδευσαν σε 21 πόλεις στην Ελλάδα και την Κύπρο. Φέτος εντάχθηκαν στο ρεπερτόριο του θεάτρου «Πορεία» σε μια ολοκαίνουργια παραγωγή φτιαγμένη εξ ολοκλήρου από την αρχή.
Για το ρόλο της, η ηθοποιός Χριστίνα Μαξούρη (φωτογραφία) προτάθηκε για το θεατρικό βραβείο “Μελίνα Μερκούρη” καλύτερης νέας ηθοποιού και η παράσταση απέσπασε συνολικά εξαιρετικές κριτικές από το κοινό και τον Τύπο.
Mόνον άφθονα συγχαρητήρια αξίζουν σε όλους τους καλλιτεχνικούς συντελεστές για το κέφι τους και την άοκνη δημιουργικότητά τους. Δεν είναι απλώς ταλαντούχοι, είναι συνειδητοί καλλιτέχνες που αξίζουν τους επαίνους και το θαυμασμό μας.
Η δραματουργική επεξεργασία και η σκηνοθεσία πραγματοποιήθηκε από τον Γιάννη Καλαβριανό. Βοηθός σκηνοθέτη ήταν η Ξένια Θεμελή. Τα σκηνικά και τα κοστούμια φιλοτέχνησαν η Αλεξάνδρα Μπουσουλέγκα και η Ράνια Υφαντίδου. Τη χορογραφία και την κίνηση επιμελήθηκε η Ξένια Θεμελή. Τραγουδά ο Γιώργος Γλάστρας. Το video έφτιαξε η Κατερίνα Αποστολίδου. Τη μουσική δίδαξε η Κίκα Γεωργίου. Οι φωτογραφίες είναι των Ορφέα Εμιρζά, Εύης Φυλακτού, Χρήστου Αγγελόπουλου.
Ερμηνεύουν οι Κίκα Γεωργίου, Αννα Ελεφάντη, Χριστίνα Μαξούρη, Αλεξία Μπεζίκη και Βασιλική Σαραντοπούλου.
* Το cat is art προτείνει ανεπιφύλακτα την παράσταση και εύχεται να συνεχιστεί και μετά το πέρας της ημερομηνίας λήξης της.