Αφηγηματικό πεζογράφημα του Χάρη Βεραμόν
Η ιστορία μας ξεκινάει στην Ξάνθη, στο χιονισμένο χωριό Άβδηρα. Εκεί μας υποδέχονται τα διώροφα παλιά σπίτια (τόσο λευκά που μοιάζουν με νησιώτικα), το άγαλμα του φιλόσοφου Δημόκριτου και το παλαιό διδακτήριο – νυν Λαογραφικό Μουσείο. Τα αρχοντικά σπίτια μας προκαλούν να τους ρίξουμε μια ματιά, ενώ τα γραφικά δρομάκια σαν πίνακες κάποιου μεγάλου ζωγράφου, μας εξάπτουν την περιέργεια και μας ωθούν στην περιπέτεια.
Κάπου εκεί, στη χιονισμένη πλατεία που ‘ναι γεμάτη από ίχνη περαστικών, βρίσκεται ένα καφενείο. Το γνωστό σε όλους καφενείο του χωριού. Είναι πάντα σημείο συγκέντρωσης όλων των ανδρών του χωριού, κυρίως για ηλικιωμένους και συνταξιούχους. Το απόγευμα εκείνο ήταν όλοι μαζεμένοι και συζητούσαν για πολιτικά και κοινωνικά θέματα. Σύννεφα καπνού από τσιγάρα, μυρωδιές από ούζα ή καφέδες και ομιλίες από κουτσομπόληδες που μετέφεραν κάθε είδηση ή φήμη.
Όλα έμοιαζαν ήρεμα, οι δείκτες του σκονισμένου παλιού ρολογιού γυρνούσαν και ο κόσμος φαινόταν ασφαλής πίσω απ’ τα θολά τζάμια του καφενείου. Το χιόνι σαν να ανέβαινε σιγά σιγά και οι χωριανοί δεν το κουνούσαν ρούπι! Τα ξύλα στο τζάκι τελείωναν και ο καφενετζής έτρεχε να φέρει άλλα από την αποθήκη, ενώ οι καφέδες στη φωτιά περίμεναν να πάρουν τη βράση τους.
Το απόγευμα εκείνο όλοι είχαν δώσει το «παρών» τους, ο καφενετζής είχε πάρει παρουσίες αλλά και πολλές παραγγελίες! Και ενώ όλα κυλούσαν ομαλά, ξαφνικά ανοίγει η πόρτα και μπαίνει μέσα ένας απρόσμενος επισκέπτης! Ήταν ένας γέρος με μακριά γενειάδα που φορούσε ένα μαύρο μακρύ παλτό, που από το χιόνι είχε αλλάξει το χρώμα του. Τα μαλλιά του άσπρα και αραιά και το βλέμμα του αγνό, έχοντας όψη σοφού. Κάθησε σ’ ένα τραπέζι γρήγορα σε μια γωνιά, ολίγον μακριά από το πλήθος. Για κάποια δευτερόλεπτα όλοι είχαν παγώσει και κοιτούσαν με περιέργεια τον άγνωστο επισκέπτη. Δεν τον είχαν ξαναδεί και κάποιος ψιθύρισε πως τον γνώριζε! Ήταν, λέει, ένας τρελός που καθόταν πάντα μόνος του κάτω από δένδρα και ζωγραφίζε τοπία. Κανείς δεν τον ήξερε καλά, απλώς ήταν γνωστή φυσιογνωμία.
Ο απρόσμενος επισκέπτης, προβάλλοντας μία εξεζητημένη κομψότητα, ζήτησε να του φέρουν σαλέπι. Ο καφενετζής έτρεξε να ετοιμάσει την παραγγελία και ο ηλικιωμένος έβγαλε μία κιμωλία και άρχισε να σχηματίζει παράξενα σχέδια στο μαύρο σιδερένιο τραπεζάκι… Όλοι τον κοιτούσαν λοξά και αναρωτιόντουσαν τι να κάνει άραγε… Είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον των χωριανών που βρήκαν με κάτι καλύτερο ν’ ασχοληθούν.
Η ώρα περνούσε και ο ηλικιωμένος ζωγράφος δεν σταμάταγε να δημιουργεί κάτι ασυνήθιστο. Ο καφενετζής είπε σε κάποιους πως είδε να ζωγραφίζει κάτι σαν περιστέρι σ’ ένα χιονισμένο τοπίο. Η κιμωλία είχε μικρύνει πολύ στα χέρια του και σαν να είχε τελειώσει το έργο του. Έδειχνε σκεπτικός για το δημιούργημά του και έβγαλε από το παλτό του μία καφέ χρώματος πίπα. Άναψε τον καπνό μ’ ένα παλιό χρυσό zippo και το βλέμμα του συνέχισε να είναι στοχαστικό. Το μάτι του καφενετζή γυάλισε, θεώρησε πως πρόκειται για έργο τέχνης και περίμενε τη στιγμή που θα φύγει ο γέρος για να φυλάξει το τραπέζι κι ίσως να το πουλήσει. Όμως ο καλλιτέχνης κάτι σαν να κατάλαβε και με μια απότομη κίνηση έσβησε ό, τι είχε ζωγραφίσει μεμιάς! Ύστερα άρχισε κάτι πάλι να γράφει… Μόλις τελείωσε, σηκώθηκε από την καρέκλα του, άφησε χρήματα στο τραπέζι και έφυγε.
Μόλις η πόρτα έκλεισε δίπλα του, τ’ αφεντικό του καφενείου έτρεξε να δει τι είχε το τραπέζι, όχι για τα χρήματα φυσικά, αλλά για να λύσει την απορία των χωριανών. Το τραπεζάκι είχε γραμμένη μία λέξη επάνω του, ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ!
Ήταν γραμμένη με κεφαλαία και λευκά γράμματα.
Τελικά αυτός, που για τους πολλούς ήταν τρελός, είπε μια μεγάλη αλήθεια! Μια λέξη που το άκουσμά της και μόνο, ξυπνά μεγάλα συναισθήματα… Τι να σκεφτόταν άραγε όταν έγραφε αυτή τη λέξη και τι ήταν αυτό που ζωγράφιζε αλλά τελικά το έσβησε; Δυστυχώς ούτε εμείς αλλά ούτε και ο καημένος ο καφενετζής θα μάθει… Το μήνυμα όμως ήταν σαφές..!
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ!