Θα σου δώσω ένα τόπι χρυσό
να το παίζεις στο χολ με παιδιά
αν με πάρεις, με πάρεις, με πάρεις
να ’μαι ταίρι σου πια.
Μέσα στη μεγάλη αναστάτωση ακούστηκε η βροντώδης κραυγή: «Δεν υποχωρούμε». Σαν ύμνος στην ελευθερία. Ήταν η φωνή του Τζέιμς Κόνολι, του Ιρλανδού επαναστάτη. Αληθινό τέκνο του ιρλανδικού ξεσηκωμού, αντίκρισε με γενναιότητα το εκτελεστικό απόσπασμα. Όταν ακούστηκε το «επί σκοπόν πυρ», ο Τζέιμς Κόνολι έπεσε σ’ έναν ήδη έτοιμο τάφο. Περίσσευε η λύπη εκείνη την ημέρα στο Δουβλίνο. Το πνεύμα της ελευθερίας όμως δεν δαμάστηκε ποτέ.
Θα σου δώσω τα κλειδιά της καρδιάς μου
και τα χρήματα όσα κι αν έχω,
αν με πάρεις, με πάρεις, με πάρεις
να ’μαι ταίρι σου πια.
Ένας νεαρός Άγγλος στρατιώτης κρατείται όμηρος σ’ έναν οίκο ανοχής του Δουβλίνου για αντίποινα ενός φυλακισμένου του IRA που θα απαγχονιστεί σε μια φυλακή του Μπέλφαστ. Ο όμηρος ερωτεύεται την Ιρλανδέζα υπηρέτρια του οίκου ανοχής, αλλά ο θάνατός του θα βάλει τέλος στα όνειρα, στον έρωτα, στη ζωή. Εν ολίγοις αυτή, τόσο απλή, είναι η ιστορία του «΄Ενας Όμηρος».
Θα σου πάρω ρολόι με καδένα
να το δείχνεις κρυφά στα παιδιά,
αν με πάρεις, με πάρεις, με πάρεις
να ’μαι ταίρι σου πια.
Το διάσημο έργο του Brendan Behan παρουσιάζει το μαχητικό προοδευτικό πνεύμα του ιρλανδικού απελευθερωτικού αγώνα αλλά και την ανάμειξή του με το πλέγμα της αντίδρασης και του παραλογισμού, την εθνικιστική παραφροσύνη και το θρησκευτικό φανατισμό που το στιγματίζουν απαιτώντας ως θυσία στο βωμό τους ένα αθώο θύμα. Ο όμηρος ζει, ερωτεύεται και πεθαίνει σ’ ένα χώρο όπου συνυπάρχουν βωμολοχίες, υπόκωφοι ύμνοι, άγρια γέλια, κυνισμός και απελπισία. Μεγαλοψυχία και συμπόνια έχουν θέση μόνο στα μέλη ενός περιπλανώμενου music hall, που εμπλέκονται στα δρώμενα. Οι μπρεχτικές επιδράσεις είναι φανερές στη δομή του έργου, στη δράση του, ακόμα και στις προσφωνήσεις του προς το κοινό, τις οποίες χρησιμοποιεί ο συγγραφέας.
Θα σου δώσω χρυσάφι, χρυσάφι
να γιομίζεις τις χούφτες φλουριά,
αν με πάρεις, με πάρεις, με πάρεις
ταίρι να ’μαστε πια.
Η παράσταση είναι εξαιρετική και πρωτότυπη. Μεταφέρει όλη την αυτοσχεδιαστική ευφράδεια και τη λυρική ικανότητα του ζωηρού, ατίθασου παιδιού της Ιρλανδίας, του Brendan Behan. Θαυμάσια η έναρξή της με όλο το θίασο στη μικρή σκηνή, ανάμεσα στους θεατές, να χορεύει με κέφι και δύναμη ένα παραδοσιακό ιρλανδικό σέιλντα. Ένα ενθουσιώδες, μαγικό καλωσόρισμα ταλαντούχων ανθρώπων. Το τρενάκι του Ρουφ μεταφέρει τους επιβάτες – θεατές του στην ελεύθερη ιρλανδική φύση. Εκεί που οι αγωνιστές Croppies (εκ του ρήματος Crop που σημαίνει θερίζω) ξεκινούν για τη μάχη και οι δικοί τους που μένουν πίσω, τους δίνουν βρώμη και κριθάρι για να γεμίσουν τις τσέπες τους. Αν επιστρέψουν ζωντανοί, έχει καλώς. Αν όχι, τότε οι σπόροι βλασταίνουν μέσ’ απ’ το χώμα που έχουν θαφτεί. Στα καταπράσινα λιβάδια. Σημάδι ενός ανώνυμου τάφου ήρωα. Ευχή, αποχαιρετισμός και μνήμη συνάμα. Ένα ιδιότυπο μη με λησμόνει.
Ιδιαίτερη και συγκινητική η σκηνή με τους δύο λαμπερούς νέους, τον τρυφερό στρατιώτη Λέσλι και τη ρομαντική Τερέζα, να ψιθυρίζουν τον έρωτά τους τραγουδώντας το υπέροχο «Θα σου δώσω ένα τόπι χρυσό». Αθώοι και διψασμένοι για ζωή, φέρνουν δάκρυα στα μάτια και γλυκύτητα στην ψυχή του θεατή. Γεμάτοι δροσιά και χάρη ο Κωνσταντίνος Κωτσαδάμ και η alto-sopranino Δάφνη Καφετζή. Με εμφανή την εντρύφησή τους στην ωδική και τις μουσικές σπουδές.
Παρορμητική, δυναμική, γνήσια ακατέργαστη και ελεύθερη η πόρνη Μεγκ Ντίλον της αστραφτερής Εβελίνας Αραπίδη. Η μεσογειακά συναρπαστική εκδοχή του ρόλου.
Με ζηλευτή ισορροπία η Μις Τζίλκριστ της χαρισματικής και διαρκώς εξελισσόμενης Έλενας Χατζηαυξέντη που επιπλέον λάμπει με την ομορφιά της σκηνικής της παρουσίας και γοητεύει με το μέταλλο της φωνής της.
Πολλές φορές έχουμε εκτιμήσει το εκτόπισμα του Μιχάλη Afolayan στη σκηνή. Αυτή τη φορά τον θαυμάσαμε σ’ έναν εντελώς διαφορετικό ρόλο, αυτόν της παρακμιακής και περιθωριακής Πριντσέσα Γκρέις.
Ο Θανάσης Βλαβιανός (Μονσιού), ο Παναγιώτης Κλίνης (Κύριος Μουλέντι) και ο Βασίλης Πουλάκος (Πατ) καλλιτέχνες με υποκριτική οξυδέρκεια, θεατρικό συναίσθημα και επικοινωνιακή δεινότητα.
Στα συν της παράστασης και ο ικανότατος μουσικός Απόστολος Θεοδοσίου.
Θα σου φτιάξω μια πίτα με κρέας,
θα σε κρύψω ως να φύγουν οι μάγκες,
αν με πάρεις, με πάρεις, με πάρεις
ταίρι να ’μαστε πια.
Εκπληκτική η ποίηση του Μπρένταν Μπίαν, όπως και η απόδοσή της στα ελληνικά από τον Βασίλη Ρώτα και τη Βούλα Δαμιανάκου και πολύ ορθώς έπραξε η σκηνοθέτις Τατιάνα Λύγαρη και την κράτησε, όπως και την εμβληματική πια και διαχρονική μελοποίησή της από τον Μίκη Θεοδωράκη. Σήμερα, 49 χρόνια μετά την πρώτη εκτέλεση του μουσικού έργου, ο Μ. Θεοδωράκης συνέθεσε μάλιστα και δύο νέα τραγούδια ειδικά για την παράσταση στην Αμαξοστοιχία – Θέατρο το Τρένο στο Ρουφ, σε σκηνοθεσία Τατιάνας Λύγαρη. Είναι τα «Έχω μια αγάπη» και «Όταν ο Σωκράτης στην παλιά Ελλάδα».
Κατά τη διάρκεια της παράστασης γίνεται επανειλημμένως σύγκριση του IRA με τον Κυπριακό Αγώνα, αλλά και με κάθε απελευθερωτικό κίνημα των πρώην αποικιών της Βρετανικής Αυτοκρατορίας.
Μια παράσταση με χιούμορ και ενέργεια. Σαν ανοιχτόκαρδο αγκάλιασμα, σαν το άρωμα του ανέμου όταν θερίζει τα στάχυα. Σαν την ιδιαίτερη γεύση της ιρλανδικής μπίρας και του ιρλανδικού ουίσκι. Σαν τη μυρωδιά της τύρφης στο υπέδαφος των άφθονων βαλτότοπων. Πόνος και γλεντοκόπημα. Θρήνος και σάτιρα. Απώλεια και αντίσταση.
Μα πάνω απ’ όλα αξίζει να ακούσουμε ξανά και ξανά τον επαναστάτη Ιρλανδό να υμνεί την ελευθερία, τη ζωή και τον έρωτα στην ποίησή του και με τη μουσική του έργου “Ένας όμηρος”, γιατί αυτές έχουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο και μας δίνουν το κουράγιο να αντέξουμε τα εν Ελλάδι δεινά.
Συντελεστές
Μετάφραση: Βασίλης Ρώτας – Βούλα Δαμιανάκου, σκηνοθεσία: Τατιάνα Λύγαρη, σκηνικά – κοστούμια: Ντόρα Λελούδα – Δανάη Κουρέτα, μουσική: Μίκης Θεοδωράκης, ενορχηστρώσεις – διασκευή: Γιάννης Σαμπροβαλάκης, χορογραφίες: Ζωή Χατζηαντωνίου, φωτισμοί: Δημήτρης Θεοδωρόπουλος, βοηθός σκηνοθέτις: Αλκυώνη Βαλσάρη.
Παίζουν: Μιχάλης Αφολαγιάν, Εβελίνα Αραπίδη, Θανάσης Βλαβιανός, Δάφνη Καφετζή, Παναγιώτης Κλίνης, Κωνσταντίνος Κωτσαδάμ, Βασίλης Πουλάκος, Κωστής Τζανοκωστάκης, Έλενα Χατζηαυξέντη και ο μουσικός Απόστολος Θεοδοσίου.
Στην Ελλάδα
Το έργο πρωτοπαίχτηκε στην Ελλάδα από τις 12 Απριλίου έως τις 20 Μαΐου του 1962 στο Κυκλικό Θέατρο του Λεωνίδα Τριβιζά. Στην παράσταση αυτή πρωταγωνιστούσαν ο Κώστας Μπάκας, ο Χρήστος Πάρλας, η Νέλλη Αγγελίδου, η Ντόρα Γιαννακοπούλου και η Τασσώ Καββαδία. Εκεί πρωτακούστηκαν η μουσική και τα τραγούδια που έγραψε ο Μίκης Θεοδωράκης για το έργο, παιγμένα με την κιθάρα του Δημήτρη Φάμπα. Τα σκηνικά είχε κάνει ο Γιάννης Τσαρούχης και τη σκηνοθεσία ο Λεωνίδας Τριβιζάς. Αμέσως μετά κυκλοφόρησαν και τα τέσσερα τραγούδια με την Ντόρα Γιαννακοπούλου. Ακολούθησε το 1966 ο δίσκος με τη Μαρία Φαραντούρη, ο οποίος λόγω της Δικτατορίας έμελλε να κυκλοφορήσει 7 χρόνια αργότερα. Το 1969 η μουσική επενδύει την ταινία «Ζ» του Κώστα Γαβρά, που βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Βασίλη Βασιλικού. Ένα πολιτικό θρίλερ γύρω από την υπόθεση της δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη το 1963. Έκτοτε το μουσικό θέμα για το «Γελαστό παιδί» από το θεατρικό έργο «Ένας Όμηρος» παίρνει διεθνείς διαστάσεις και γίνεται θρύλος.
Μια ιστορία για τον Brendan Behan
…Κάποτε, όταν ήταν φυλακισμένος, δινόταν ένα βράδυ η πρεμιέρα του έργου του στο Λονδίνο. Ζήτησε να παρευρεθεί και η αστυνομία έδωσε την άδεια υπό τον όρο να συνοδεύεται στην αίθουσα από δύο αστυνομικούς. Έτσι παρουσιάστηκε στην πρεμιέρα ανάμεσα στους δύο Άγγλους που τον φρουρούσαν με τα περίστροφά τους. Όταν το κοινό τον φώναξε στη σκηνή μετά την παράσταση για να τον χειροκροτήσει, παρουσιάστηκε μαζί με τους αστυνομικούς, στη μέση. Φρουρούμενος και απευθυνόμενος στο κοινό είπε: Κυρίες και κύριοι, είμαι πολύ ευτυχής διότι βρίσκομαι στην εξαιρετική και σπάνια θέση ενός συγγραφέως να προστατεύεται από τους στρατιώτες της Α.Μ. της Βασιλίσσης εναντίον τυχόν αποδοκιμασιών του πλήθους…
(Από αφήγηση του Μίνωα Αργυράκη).
Brendan Behan. Η ζωή του
O Brendan Behan γεννήθηκε στο Δουβλίνο το 1923 και άφησε την τελευταία του πνοή πάλι στο Δουβλίνο, το 1964. Ήταν μόλις 41 ετών. Ιρλανδός επαναστάτης κατά της αγγλικής κυριαρχίας και συγγραφέας, ο οποίος με το σαρκασμό και τη δύναμη των πολιτικών του σχολίων συνέβαλε σημαντικά στο θέατρο του παραλόγου. Υπήρξε οπαδός του ασυμβίβαστου ιρλανδικού εθνικισμού (republicanism) και μέλος του IRA. Μεγάλωσε σε μια μορφωμένη οικογένεια της εργατικής τάξης του Δουβλίνου, κοντά στη Ράσελ Στριτ, η οποία αναφέρεται συχνά στα έργα του. Ο θείος του Πίνταρ Κέρνι έγραψε τον εθνικό ύμνο της Ιρλανδίας, Amhran na bhFiann και ο πατέρας του συμμετείχε στον Ιρλανδικό Αγώνα της Ανεξαρτησίας. Ήταν αυτός που του έμαθε να εκτιμά τη λογοτεχνία του Ζολά και του Μοπασάν. Η μητέρα του τον έμαθε να είναι συνειδητοποιημένος πολιτικά και εθνικά. Μετά την αποφοίτησή του από το σχολείο, το 1937, άσκησε το οικογενειακό επάγγελμα του ζωγράφου, ενώ σε ηλικία 16 ετών κατατάχτηκε στον Ιρλανδικό Δημοκρατικό Στρατό ως αγγελιαφόρος. Όταν βρισκόταν στην Αγγλία σε ανεπίσημη αποστολή σαμποτάζ προκειμένου να ανατινάξει το λιμάνι του Λίβερπουλ, συνελήφθη και καταδικάστηκε (1940) σε τρία χρόνια κράτηση σε αναμορφωτήριο, όπου έγραψε “Το παιδί του αναμορφωτηρίου”. Λίγο αργότερα έλαβε μέρος σε ένοπλη επίθεση και αποπειράθηκε να σκοτώσει δύο αξιωματικούς της Ιρλανδικής Αστυνομίας, την επέτειο της γέννησης του Γούλφε Τόουν, πατέρα του ιρλανδικού ρεπουμπλικανισμού. Καταδικάστηκε σε 14 χρόνια φυλάκιση. Στη φυλακή τελειοποίησε τα Ιρλανδικά του, τη γλώσσα που χρησιμοποίησε στην εξαιρετικά λεπτή και ευαίσθητη ποίησή του. Ακολούθησαν και άλλες συλλήψεις, είτε για επαναστατικές δραστηριότητες είτε για αλκοολισμό. Το πρώτο του θεατρικό έργο “Ο αλλόκοτος τύπος” (1954) ανέβηκε στο μικρό Pike Theatre του Λονδίνου και είχε άμεση επιτυχία. Το δεύτερο, “Ένας Όμηρος” (1958), θεωρείται το αριστούργημά του. Στο έργο αυτό καταδικάζει την αναλγησία και τη σκληρότητα της αγγλικής κυριαρχίας κατά του ιρλανδικού λαού.
Έγραψε διηγήματα και σενάρια για την ιρλανδική ραδιοφωνία. Τα τελευταία του έργα, τα οποία ηχογράφησε ο ίδιος σε μαγνητοταινία, είναι “Το νησί του Brendan Behan”, “The Scarperer”, “Η Νέα Υόρκη του Brendan Behan” και “Εκμυστηρεύσεις ενός Ιρλανδού επαναστάτη”.
O Brendan Behan είχε όμως μια αχίλλειο πτέρνα, την εξάρτηση από το ποτό. Η γνήσια ιρλανδέζικη ψυχή, βλέπετε. Παρ’ όλα αυτά ήταν ένας άνθρωπος γεμάτος ζωντάνια, που διατήρησε βαθιά μέσα του τις ηθικές και θρησκευτικές αρχές με τις οποίες μεγάλωσε, που τα χρόνια της βίας στις φυλακές και στα σωφρονιστήρια δεν αλλοίωσαν την ψυχή του και η σκιά του πολέμου γύρω του δεν αποξήρανε το χιούμορ του και την αγάπη του για τη ζωή.
Michael John Collins
Ο Michael John Collins ήταν ηγετικό στέλεχος του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού (IRA), του κόμματος Sinn Fein (Σιν Φέιν, που στα ιρλανδικά σημαίνει «Εμείς μόνοι μας»), των Ιρλανδών Εθελοντών και της Ιρλανδικής Ρεπουμπλικανικής Αδελφότητας (IRB), με συμμετοχή στις εξεγέρσεις για τον απελευθερωτικό αγώνα αλλά και με δράση στο διπλωματικό πεδίο. Το 1921 ως υπουργός Οικονομικών υπογράφει την Αγγλο-Ιρλανδική Συνθήκη πιστεύοντας ότι ενδεχομένως υπογράφει ταυτόχρονα και το θάνατό του. Το 1922 ο IRA διασπάται, ξεκινάει εμφύλιος πόλεμος και ο M. J. Collins δολοφονείται από συμπατριώτες του σε ενέδρα στη γενέτειρα πόλη του (Cork, 22 Αυγούστου). Η μητέρα του B. Behan, που υπήρξε προσωπική φίλη του M. Collins, συνήθιζε να τον αποκαλεί «το γελαστό παιδί». Ο B. Behan έγραψε το ποίημα γι’ αυτόν μόλις στα δεκατρία του χρόνια.
Το γελαστό παιδί
Ήταν πρωί του Αυγούστου, κοντά στη ροδαυγή,
βγήκα να πάρω αέρα στην ανθισμένη γη.
Βλέπω μια κόρη κλαίει, σπαραχτικά θρηνεί
σπάσε καρδιά μου εχάθη το γελαστό παιδί
Είχε αντρεία, είχε θάρρος κι αιώνια θα θρηνώ
το ζωηρό του βήμα, το γέλιο το γλυκό.
Ανάθεμα την ώρα, κατάρα τη στιγμή
σκοτώσαν οι εχθροί μας το γελαστό παιδί
Κάλλιο να είχε πέσει στου αρχηγού το πλάι,
καλύτερα από βόλι Εγγλέζου να ‘χε πάει,
απ’ απεργία πείνας μέσα στη φυλακή,
θα ‘ταν τιμή μου που ‘χασα, το γελαστό παιδί
Βασιλικιά μου αγάπη, μ’ αγάπη θα στο λέω
για το τι έχεις κάνει αιώνια θα σε κλαίω.
Γιατί όλους τους εχθρούς μας θα ξέκανες εσύ,
δόξα τιμή στ’ αξέχαστο το γελαστό παιδί.
Το τραγούδι δεν αναφέρεται μόνο στη βρετανική κατοχή των Ιρλανδών αλλά, κυρίως, στην εμφύλια διαμάχη που ακολούθησε μετά την αυτονομία της Ιρλανδίας. Γι’ αυτό και ο αρχικός στίχος του ήταν “σκοτώσαν οι δικοί μας το γελαστό παιδί”, αφού το “γελαστό παιδί” σκοτώθηκε από σφαίρα συμπατριώτη του Ιρλανδού και όχι από “βόλι Εγγλέζου”. Το τραγούδι, δηλαδή, είναι ένας θρήνος των συμπολεμιστών του, γιατί το γελαστό παιδί δεν πέθανε τιμημένα στη φυλακή από απεργίας πείνας ή από βόλι των Εγγλέζων, αλλά από το “άτιμο βόλι” των ομοεθνών του Ιρλανδών (εμφύλιος πόλεμος). Αυτό που είναι μοναδικό και ανεπανάληπτο σε τούτο το τραγούδι είναι ο επαναστατικός ρυθμός και η έντονη μουσική σύνθεση του Μίκη Θεοδωράκη. Γραμμένο στην καλύτερη και δημιουργικότερη εποχή του μεγάλου Έλληνα συνθέτη, αποτέλεσε τον ύμνο των επαναστατών σε όλο τον πλανήτη μέχρι και σήμερα.
* Το «Τρένο στο Ρουφ» βρίσκεται στο σταθμό Ρουφ, στην οδό Κωνσταντινουπόλεως. Η παράσταση παρουσιάζεται από Τετάρτη έως Κυριακή. Κάθε Πέμπτη, στις 8 μ.μ., η θεατρολόγος – ηθοποιός Σοφία Γαλανάκη εισάγει με ευχάριστο τρόπο το θεατή στον κόσμο της Ιρλανδίας και το έργο του Μπ. Μπίαν. Είσοδος 22 ευρώ. Φοιτητικό 15 ευρώ.
* Στη φωτογραφία Εβελίνα Αραπίδη, Κωνσταντίνος Κωτσαδάμ και Έλενα Χατζηαυξέντη.