Της Ειρήνης Αϊβαλιώτου
Έχω ακόμα στη μνήμη μου σαν όνειρο μια παράσταση που κινείτο ανάμεσα στην αφήγηση και στην υπόκριση. Μια θύμηση δεκαπενταετίας. Ένα λιτό σκηνικό από δύο καθρέφτες που κινούνταν σαν πόρτες και δημιουργούσαν προοπτικές και έναν τρίτο, στο βάθος. Στο πάτωμα υπήρχε νερό και στη μέση ένα νησάκι, όπου βρισκόταν εγκλωβισμένη μια γυναίκα, η γκουβερνάντα (Άννα Μάσχα), φορώντας μαύρο κρινολίνο βικτωριανής εποχής, ενώ στα μαύρα ήταν ντυμένος και ο άνδρας. Τα επίπεδα πολλαπλά, οι αντανακλάσεις ευαίσθητες. Να ακούς ακόμα και τις σκέψεις, ηθοποιών και θεατών. Η παράσταση ήταν «Το στρίψιμο της βίδας» (Θέατρο του Νότου, 2000) του Χένρι Τζέημς σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου. Ο άνδρας με τα μαύρα σήμερα μου δίνει συνέντευξη. Ένας από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς που εργάζονται εδώ και χρόνια στο ελληνικό θέατρο αλλά και στον εθνικό μας κινηματογράφο και στην τηλεόραση. Έχουμε δει τον Αργύρη Ξάφη επί σκηνής σε ανθρώπινες σχέσεις απογυμνωμένες, με τον έρωτα ως έξωθεν αλλά και ως έσωθεν μαρτυρία, με διαβρωτικό χιούμορ και πλούσια ερμηνευτική γλώσσα. Τον έχουμε χαρεί ως κλόουν, ως Ορέστη, ως τρελό, ως «άνδρα με θλιμμένα μάτια», ως Ηρακλή στην Επίδαυρο. Απαλλαγμένος από οτιδήποτε περιττό, μόνο με τη θέρμη της υποκριτικής του δεξιότητας, μας υποδέχτηκε φέτος ως ταξιθέτης του «Mojo» στο θέατρο «Πόρτα», πριν μας παραδώσει στη γοητευτική θεατρική του ψευδαίσθηση. Όπως και τότε που, ως εισηγητής των θρησκευτικών μυστηρίων σε μία «εισαγωγή» θεατρικής ιστορίας («Mistero Buffo») και έπειτα ως υποκριτής των σκετς του Ντάριο Φο, έδινε ρεσιτάλ ερμηνείας φλερτάροντας τη γυναίκα – Χάρο για να μην τον πάρει. Ζήσαμε το θαύμα μαζί του, ξεσπώντας άλλοτε σε λυγμούς γέλιου κι άλλοτε σε δάκρυα συγκίνησης και αναγνωρίσαμε στη δεινότητα των ερμηνειών του οικείες αδυναμίες. Στο “Shopping and Fucking” το 1997 έκανε την πρώτη του εμφάνιση και κατέπληξε. Από την εποχή εκείνη έχει συνεργαστεί δεκάδες φορές με τον Θωμά Μοσχόπουλο και άλλες τόσες με την Άννα Μάσχα. Στο «H ζωή είναι ένα όνειρο» του Καλντερόν άνοιγε έναν εμβληματικά αξέχαστο διάλογο με το κοινό, χρησιμοποιώντας το κείμενο του 16ου αιώνα για να επικοινωνήσει μαζί του. Σκηνοθέτης και δάσκαλος, μας έχει χαρίσει ανεκτίμητες στιγμές μαγείας και οι θεατές τον αγαπάμε γι’ αυτό. Ο Αργύρης Ξάφης είναι άνθρωπος οξυδερκής, αντισυμβατικός, ουσιαστικός, σεβαστικός και σεβαστός, που αντιπαθεί τον εύκολο εντυπωσιασμό και απεχθάνεται τα τρικ επιτήδευσης. Η ευελιξία και η άνεση που εκδηλώνει πάνω στο σανίδι του δίνουν άπειρες δυνατότητες δουλειάς. Η πυκνότητα και η πολυπλοκότητα της ερμηνείας του συχνά φτάνει ως ένα όριο που, με τις δυνατότητες του λόγου και της έκφρασης, είναι σχεδόν αξεπέραστο. Έχει την εσωτερικότητα, το ένστικτο και την ικανότητα που χρειάζεται για να χτίσει ένα ρόλο χωρίς να αφήνεται μόνο στην παρόρμηση. Όταν υποδύθηκε τον Μακμπέθ, μας έδωσε πραγματικά μιαν αίσθηση ότι εγκλωβίζεται σε ένα σύμπαν ζοφερό και αδιάβατο. Στο «Γλέντι στον καιρό της πανούκλας», ξεκάθαρος, γεμάτος εύγλωττη ένταση και εσωτερική δύναμη, μας συγκλόνισε. Θριαμβευτικά αστείο και επιτυχημένα συγκινητικό τον θυμόμαστε να παίζει τη Σουζάν στις «Οκτώ γυναίκες κατηγορούνται» του Νίκου Καραθάνου και να εστιάζει στην ουδετερότητα του ανθρώπινου όντος. Μεταμορφώσεις, περγαμηνές, μαγνητισμοί, εύσημα, διθύραμβοι, σημασιολογικές προεκτάσεις. Θα δούμε πολλά και δημιουργικά ακόμη από τον Αργύρη Ξάφη. Προς το παρόν τον Ιούνιο θα παίξει στην παράσταση «Ένα… Δύο… Τρία…» του Νίκου Χατζόπουλου, σε κείμενο της Μαρίας Λαϊνά, στο Φεστιβάλ Αθηνών. Κατόπιν θα σκηνοθετήσει την όπερα «Λεόντιος και Λένα» του Κορνήλιου Σελαμσή πάλι για το Φεστιβάλ. Τον φοβίζει η ευκολία διάλυσης, διχόνοιας και διάσπασης και το ίδιο πράγμα τον θυμώνει γιατί καλοπροαίρετα -«ενδεχομένως βλακωδώς», λέει ο ίδιος- πιστεύει στην ένωση και τη δύναμή της. Εκτιμά πως πρέπει να υπάρχει μια κοινή αλήθεια και μια συνενοχή για να δουλέψει σωστά ο μηχανισμός της παράστασης. Λέει με περίσκεψη και γνώση πως όσο κοιτάμε την Επίδαυρο και το αρχαίο δράμα σαν ευκαιρία καριέρας, τόσο δεν προχωράμε προς το βάθος τους και την ουσία τους. Αγαπημένο του βιβλίο είναι «Οι αδερφοί Καραμάζοφ» και για το μέλλον ο Αργύρης ονειρεύεται κάτι όμορφο και απλό: όλα τα παιδιά των φίλων και των συγγενών του να τον φωνάζουν… θείο. Δεν θα απορήσω όταν θα συμβεί!
Διαβάστε τη συνέντευξη.
Φωτογραφίες: Δημήτρης Πιτσάκης
* Γεννήθηκα στη Νάουσα Ημαθίας και μεγάλωσα στο Περιστέρι και αργότερα στο Μαρούσι. Οι αστείρευτες και πάντα δροσερές πηγές της Νάουσας, το τσιμέντο στο Περιστέρι και ο φοίνικας που είχε το πρώτο μας σπίτι στο Μαρούσι είναι κομμάτια της ζωής μου. Και πολλές φάρσες. Στις διακοπές, μετά το σχολείο, πριν από τον ύπνο. Παντού και πάντα. Σαν ένα βασικό μοτίβο που δεν σταμάτησε μάλλον ποτέ.
Πώς μπήκαν η υποκριτική και το θέατρο στη ζωή σου;
* Εντελώς τυχαία μιας και δεν υπάρχει θεατρική παιδεία στα σχολεία. Όταν ήμουνα 3η Γυμνασίου ήταν η εποχή των μεγάλων καταλήψεων, παιδί των οποίων είναι και ο σημερινός πρωθυπουργός μας. Για να μπορώ να βρίσκομαι περισσότερες ώρες με τους συμμαθητές μου, μπήκαμε στη θεατρική ομάδα και εκεί ξεκίνησαν όλα, παρόλο που ποτέ μέχρι και μετά τις Πανελλήνιες δεν σκέφτηκα να δώσω σε δραματική σχολή. Μετά τις Πανελλήνιες, λοιπόν, απογοητευμένος από το Πολυτεχνείο, πήγα μια φίλη μου από τη θεατρική ομάδα του σχολείου να δώσει στο Εθνικό. Αντί να περάσει αυτή, πέρασα εγώ με σχεδόν μηδενική προετοιμασία και τα υπόλοιπα είναι κάπως πιο γνωστά.
Κάνεις και θέατρο και κινηματογράφο. Έχεις βραβευτεί και στους δύο χώρους. Σε ποιο χώρο νομίζεις πως έχεις κάνει την καλύτερή σου ερμηνεία;
* Σίγουρα στο θέατρο. Είναι μια τέχνη που δεν σταματάς να την εξασκείς. Στον κινηματογράφο, ο συνδυασμός του πόσο αραιά κάνεις ταινίες με το ότι μεγάλος αριθμός των σκηνοθετών δεν ξέρουν πώς να καθοδηγήσουν έναν ηθοποιό, δυσκολεύει την πιθανότητα μοναδικής ερμηνείας.
Τι σου λείπει από τα χρόνια του «Αμόρε»;
* Η συνεργασία με πολλούς ανθρώπους που δεν είναι εύκολο πια να είσαι μαζί. Δουλεύω πολύ συχνά με τον Θωμά Μοσχόπουλο που πάντα ήμασταν και είμαστε βασικοί συνεργάτες, αλλά μου λείπουν και οι υπόλοιποι, καθώς και οι απίθανες συνεργασίες που γεννιόντουσαν από τον Γιάννη Χουβαρδά.
Μπορείς να ζήσεις χωρίς να κάνεις θέατρο;
* Νομίζω ναι.
Είσαι και δάσκαλος υποκριτικής. Ποιο είναι το κυριότερο προσόν για ένα νέο ηθοποιό σήμερα, εκτός από τη γερή παιδεία;
* Η διαθεσιμότητα και η υπομονή.
Πώς θα χαρακτήριζες τη νέα γενιά των ηθοποιών;
* Υπερταλαντούχους, πολύ πιο συνειδητοποιημένους για τη σκληρή πραγματικότητα της δουλειάς από μας αλλά πολλές φορές εύκολοι και ακόπιαστοι. Σίγουρα τους ζηλεύω παρ’ όλα αυτά.
Από τότε που ξεκίνησες να κάνεις θέατρο, ποιες από τις προσδοκίες σου έχουν επαληθευτεί και ποιες έχουν διαψευστεί;
* Έχει επαληθευτεί η μακρόχρονη και με φοβερή εμπιστοσύνη και δημιουργηκότητα συνεργασία. Έχει διαψευστεί το ότι πολλοί ενδιαφέρονται για το ίδιο πράγμα με μένα στο θέατρο ή το αγαπούν για τους ίδιους λόγους -εφηβικές φαντασιώσεις…
Με την κρίση γίναμε πιο εφευρετικοί;
* Πάντα ήμασταν, απλώς τώρα το χρειαζόμαστε επιτακτικά. Είμαστε επιβιωτικός λαός.
Ποια είναι η δική σου κινητήριος δύναμη;
* Η αγάπη και η περιέργεια.
Τι θα ήθελες να πεις στους αναγνώστες για το «Μότζο» και για το ρόλο σου, τον Μίκυ;
* Ότι υπάρχουν τρομακτικά ενδιαφέροντες ρόλοι που δεν χρειάζεται να είναι βιρτουόζοι της ζωής, αλλά είναι γκρι, άχρωμοι και παρ’ όλα αυτά γεμάτοι όνειρα και συναισθήματα. Οι πιο πολλοί μπορεί να ταυτιστούν πιο πραγματικά με έναν τέτοιο άνθρωπο.
Στην παράσταση υπάρχει σκληρότητα και γιατί;
* Υπάρχει ανελέητη σκληρότητα. Οι ήρωες απλά, χωρίς να μπορούν ξεφύγουν από αυτό, αναπαράγουν τη βία που έχουν δεχτεί και πάντα προσπαθούν να επιβιώσουν σε ένα πραγματικά δύσκολο και άδικο περιβάλλον.
Στο «Μότζο» υπάρχουν και μοτίβα που συναντάς στο σαιξπηρικό σύμπαν;
* Το κυρίαρχο μοτίβο που υπάρχει και στους δύο κόσμους είναι οι σχέσεις εξουσίας. Ποιος είναι πάνω από ποιον και πως πατάει επί πτωμάτων για να επιζήσει. Επίσης υπάρχουν και εδώ έντονα και οι κοινωνικές διαφορές που δυναμιτίζουν τις επιλογές των ηρώων.
Η αίσθηση της φιλίας πόσο επηρεάζει μια θεατρική δουλειά;
* Αυτή την ψευδαίσθηση την αναπαράγουμε συνεχώς, αλλά δεν γίνεται να συνεργάζεσαι απλώς με τον υπόλοιπο θίασο. Υπάρχει μια κοινή αλήθεια και μια συνενοχή που πρέπει να είναι εκεί για να δουλέψει σωστά ο μηχανισμός της παράστασης. Όλοι ξέρουμε όμως ότι με το τέλος, πολλές σχέσεις δεν θα κρατήσουν. Εγώ ειδικά προσπαθώ και μέσα στα χρόνια έχω καταφέρει να έχω πολλούς πραγματικούς φίλους απ’ τη δουλειά.
Πόσο δύσκολο είναι να επιβιώνεις ως καλλιτέχνης σήμερα;
* Είναι αδύνατον. Μισθός πια νοείται μόνο στις κρατικές σκηνές, στο Φεστιβάλ Αθηνών και στη Στέγη. Πρέπει δυστυχώς να κάνεις πολλά πράγματα παράλληλα για να τα καταφέρεις. Τα δύο προηγούμενα χρόνια υπήρχαν βδομάδες που είχα 17 παραστάσεις. Εξοντωτικό αλλά πραγματικότητα.
Έχει χρειαστεί ποτέ να μαγειρέψεις για όλο το θίασο;
* Δεν μαγειρεύω ιδιαίτερα, η μάνα μου όμως έχει στείλει πίτες, ροδάκινα, κεράσια, μελομακάρονα και κουραμπιέδες στις γιορτές για τους πάντες. Να ‘ναι καλά.
Γιατί τόσα πολλά θέατρα στην Αθήνα, κατά τη γνώμη σου;
* Γιατί έχουμε άπειρες δραματικές σχολές. Πρέπει να κλείσουν πάνω απ’ τις μισές. Είμαστε η μοναδική χώρα στην Ευρώπη που βγάζει 600-800 ηθοποιούς το χρόνο. 600-800 ανέργους το χρόνο που, προκειμένου να μην τα παρατήσουν, δουλεύουν άλλες δουλειές και κυριολεκτικά πληρώνουν για να κάνουν μια παράσταση και να παίξουν. Εξού και 1.000 παραστάσεις φέτος.
Η ταχύτητα συμβαδίζει με την τέχνη;
* Η ρώσικη σχολή έχει ένα ρητό που λέει ότι για να γίνει μια παράσταση χρειάζονται «ή 7 μέρες, ή 7 μήνες, ή 7 χρόνια». Δεν υπάρχει σωστή απάντηση σε κάτι τόσο σχετικό σαν την τέχνη.
Σε ποιες περιπτώσεις αισθάνεσαι την ανάγκη να ταπεινωθείς και να θαυμάσεις;
* Οποτεδήποτε αναγνωρίζω γνήσιο πάθος στη δουλειά κάποιου. Είτε στο θέατρο είτε οπουδήποτε. Οι ταγμένοι άνθρωποι που δεν χάνουν και τον εαυτό τους μέσα σε αυτό, είναι για μένα άξιοι θαυμασμού.
Ένας καλλιτέχνης τι βλέπει σήμερα γύρω του;
* Βλέπει τη σχετικοποίηση των πάντων σε βαθμό που διαλύονται βασικές έννοιες καλό – κακό. Βλέπει ένα χάος και πρέπει να ψάχνει τους δρόμους για να οδηγήσει τους συνανθρώπους του μακριά και έξω από αυτό.
Τι σημαίνει για σένα η λέξη “λάθος”;
* Σημαίνει καινούργια προσπάθεια.
Και η λέξη “ψέμα”;
* Σημαίνει «λάθος» προσπάθεια.
Οι λέξεις «έρωτας» και αγάπη»;
* Για μένα ο έρωτας είναι τα κύματα και θάλασσα η αγάπη.
Τι σε φοβίζει και τι σε θυμώνει; Υπάρχει κάτι κοινό ανάμεσα στο φόβο και στο θυμό;
* Με φοβίζει η ευκολία διάλυσης, διχόνοιας, διάσπασης και το ίδιο με θυμώνει γιατί -ενδεχομένως βλακωδώς- πιστεύω στην ένωση και τη δύναμή της.
Τι ονειρεύεσαι για το μέλλον;
* Όλα τα παιδιά των φίλων και συγγενών μου να με φωνάζουν θείο.
Έχεις ελεύθερο χρόνο και πώς τον αξιοποιείς;
* Ακούω πολλή, πάρα πολλή μουσική. Βλέπω ταινίες. Διαβάζω. Με αυτή τη σειρά. Α, και τώρα τελευταία παίζω και ένα παιχνίδι, το Hearthstone.
Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σου συγγραφείς και ποιο το αγαπημένο σου βιβλίο;
* Για να μην αραδιάζω ονόματα, θα πω μόνο ένα. Ντοστογιέφσκι. «Οι αδερφοί Καραμάζοφ».
Ποιο στίχο αγαπάς και σκέπτεσαι συχνά;
* “Essaie pas de refaire l’histoire,
t’y arriveras jamais c’est trop tard,
c’est baisé, c’est imprimé dans les mémoires”.
«Μην προσπαθείς να ξαναγράψεις την ιστορία,
δεν θα τα καταφέρεις,
είναι πολύ αργά, έχει ήδη γίνει, είναι ήδη τυπωμένη στη μνήμη».
Από το τραγούδι Blizzard του συγκροτήματος Fauve.
Οι Έλληνες είμαστε δημοκράτες στην πράξη;
* Είμαστε βαθιά δημοκράτες αλλά το περίφημο πάθος μας και η αυξανόμενη αγραμματοσύνη, μας μετατρέπει σε φασίστες.
Μετά το «Μότζο» πού θα σε δούμε;
* Τον Ιούνιο θα παίξω στην παράσταση «Ένα… Δύο… Τρία…» του Νίκου Χατζόπουλου, σε κείμενο της Μαρίας Λαϊνά, στο Φεστιβάλ Αθηνών. Επίσης αργότερα, θα σκηνοθετήσω την όπερα «Λεόντιος και Λένα» του Κορνήλιου Σελαμσή πάλι στο Φεστιβάλ. Τα επόμενα στο μέλλον…
Ποιον άλλον ήρωα του αρχαίου δράματος θα ήθελες να υποδυθείς;
* Αυτό που έχει βασική αξία στο αρχαίο δράμα, είναι η ανάγνωση που θα γίνει στον Χορό. Όχι οι ρόλοι. Όσο κοιτάμε την Επίδαυρο και αυτά τα έργα σαν ευκαιρία καριέρας τόσο δεν προχωράμε προς το βάθος τους και την ουσία τους.
Ποια είναι η σχέση σου με τα ζώα; Έχεις κατοικίδιο;
* Δεν έχω όχι. Αν είχα όμως, θα σε στενοχωρήσω λίγο και θα σου πω, πως θα ήταν σκύλος!
* Το cat is art ευχαριστεί τον Δημήτρη Πιτσάκη για τη φωτογράφιση του Αργύρη Ξάφη.