«H ζωή δεν έχει καμιά υποχρέωση να μας δώσει αυτά που περιμένουμε».
Μάργκαρετ Μίτσελ
Ένα μυθιστόρημα που σαγηνεύει και θα σαγηνεύει για πάντα σαν μοναδική εμπειρία το παγκόσμιο αναγνωστικό κοινό, το «Όσα Παίρνει ο Άνεμος», παρουσιάστηκε για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων, τον Ιούνιο, από την ομάδα The Healers, στην Κεντρική Σκηνή του θεάτρου «Επί Κολωνώ», σε πρωτότυπη διασκευή και σκηνοθεσία του Γρηγόρη Χατζάκη.
Πρόκειται για τη μεγαλύτερη ερωτική ιστορία της εποχής μας, την ιστορία της Σκάρλετ Ο’ Χάρα και του Ρετ Μπάτλερ που διαδραματίζεται μέσα στη φωτιά του αμερικανικού εμφυλίου. Το μοναδικό έπος του Νότου, το “Όσα Παίρνει ο Άνεμος” της Μάργκαρετ Μίτσελ, κέρδισε ένα βραβείο Πούλιτζερ και γέννησε την πιο δημοφιλή ταινία της εποχής μας. Ένα από τα πιο πολυδιαβασμένα βιβλία όλων των εποχών, με παραπάνω από 28 εκατομμύρια αντίτυπα του βιβλίου να έχουν πωληθεί σε περισσότερες από 37 χώρες.
Οι “Healers” στη δεύτερη παραγωγή τους (μετά τον περσινό “Οίκο των Άσερ”, πάλι στο “Επί Κολωνώ”), σε ένα εικαστικό τοπίο, με ξεβαμμένα έπιπλα, χώμα που συμβολίζει την αγάπη των Νοτίων για τη γη τους, βαμβάκι που επί το πλείστον καλλιεργείτο και απέφερε πλούτο, ασπρόμαυρα κρινολίνα και τον Αβραάμ Λίνκολν να περιφέρεται ανάμεσά τους απαγγέλλοντας την ιστορική ομιλία στο Γκέτισμπεργκ, δημιούργησαν ένα δικό τους κόσμο και αναμετρήθηκαν με το διαχρονικό αυτό αριστούργημα, ξανασυστήνοντάς το από την αρχή.
«Η γη είναι το μόνο πράγμα στον κόσμο που μετράει, επειδή είναι το μόνο πράγμα στον κόσμο που διαρκεί, το μόνο πράγμα που αξίζει να δουλεύεις γι’ αυτό, που αξίζει να αγωνίζεσαι γι’ αυτό, που αξίζει να πεθάνεις γι’ αυτό» (Μάργκαρετ Μίτσελ).
Ο Γρηγόρης Χατζάκης με τη θεατρική του ανάγνωση, τους ήχους, τις αισθήσεις, τη μουσική, τα χρώματα, έδωσε μια νέα διάσταση στο κλασικό αριστούργημα. Με σαφήνεια στην έκφραση και λιτότητα στα μέσα παρουσίασε μία από τις πιο ώριμες δουλειές του και απέδωσε ανάγλυφα και την πολιτική ατμόσφαιρα της εποχής αλλά και τη γεμάτη πάθος ιδιοσυγκρασία των κεντρικών ηρώων.
Το αποτέλεσμα ήταν ευχάριστο, συγκινητικό και συναρπαστικό, με δεξιοτεχνική ανάδυση όλων των κρυφών λεπτομερειών του μυθιστορήματος, φανέρωνε δε όλο το θαυμασμό και την αφομοιωμένη γνώση του σκηνοθέτη για την κλασική λογοτεχνία.
Τα νοήματα και τα γεγονότα συμπυκνώθηκαν σε μια θαυμάσια διασκευή, παραγωγική και δημιουργική, που αποτελεί ένα αυτόνομο έργο.
Μέσα από τους καμένους αγρούς, τις λεηλατημένες επαύλεις, την ερημωμένη ύπαιθρο και τις πόλεις του αμερικανικού Νότου, του μεγάλου πρωταγωνιστή του έργου, αναδύεται μια χώρα που δεν θα είναι πια ποτέ η ίδια και σκιαγραφούνται αθάνατοι χαρακτήρες που κανείς ποτέ δεν λησμονεί: η κακομαθημένη και πεισματάρα Σκάρλετ που ενηλικιώνεται τη στιγμή ακριβώς που ο κόσμος για τον οποίο την προόριζαν γκρεμίζεται, η καλή και ειλικρινής Μελανία, ο ονειροπόλος Άσλεϊ, ο κυνικός, καιροσκόπος αλλά ακαταμάχητος Ρετ Μπάτλερ. Η Σκάρλετ Ο’ Χάρα είναι μια ματαιόδοξη νέα γυναίκα που είναι συνηθισμένη στο θαυμασμό και εγωίστρια από την πολλή προσοχή που της δίνει το αντίθετο φύλο. Είναι η καλλονή της πολιτείας και κανένας άντρας δεν μπορεί να ξεφύγει όταν αποφασίσει να τον σαγηνεύσει, εκτός από τον Άσλεϊ. Είναι ο μοναδικός που της είπε όχι, και αυτός είναι και ο λόγος που έχει μια εμμονή μ’ αυτόν σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας. Στο τέλος όμως συνειδητοποιεί, έστω και αργά, πως δεν αγαπά αυτόν, αλλά το σύζυγό της Ρετ.
Η δράση τοποθετείται στα χρόνια του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου. Με την οπτική ενός Νότιου, η Μάργκαρετ Μίτσελ αποδίδει μοναδικά την κορυφαία και σκληρότερη πολιτική και ηθική σύγκρουση των Αμερικανών και την προσπάθεια των ανθρώπων να επιβιώσουν και να ζήσουν. Το σκηνικό της δυστυχίας, του πόνου και της κατάρρευσης εναλλάσσεται με το παιχνίδι της έλξης και της άπωσης, το αιώνιο ερωτικό δίπολο, μ’ ένα μοναδικό ζευγάρι εραστών που, χωρίς να είναι θετικοί χαρακτήρες, είναι ανθρώπινοι -γεμάτοι αδυναμίες αλλά ποτέ αδύναμοι-, ήρωες αγέραστοι οι οποίοι, όπως παρατηρήθηκε με την πάροδο του χρόνου, συνθέτουν ίσως το πιο λαμπερό και δοξασμένο ζευγάρι της αγγλόφωνης λογοτεχνίας από την εποχή του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας.
Το εμβληματικό μυθιστόρημα μεταμορφώθηκε σε μία ιδιαίτερη παράσταση, με υπερρεαλιστική προσέγγιση, που εμβάθυνε στους εσωτερικούς δεσμούς των ηρώων και στο πώς αυτοί κλυδωνίζονται από τα υπόγεια ρεύματα του έρωτα και του πολέμου. Η επιτυχημένη αυτή προσέγγιση πραγματοποιήθηκε δίχως η σκηνοθεσία και η δραματουργική επεξεργασία να σταθούν ανώφελα σε μια στείρα αναπαράσταση της τοιχογραφίας της εποχής. Το σημαντικότερο στοιχείο του έργου, στο οποίο με έμπνευση και καλλιτεχνική διαίσθηση δόθηκε έμφαση, ήταν η αστάθεια της ανθρώπινης ευημερίας. Στο σημείο αυτό η Σκάρλετ, τηρουμένων των αναλογιών, ομοιάζει με την τραγική βασίλισσα της Τροίας, την Εκάβη, που από τις τιμές, την πολυτέλεια και την ευμάρεια, χάνει τα πάντα. Έστω και αν η συνέχεια της πορείας των δύο γυναικών παίρνει μια εντελώς διαφορετική τροπή.
“Μέχρι να χάσεις την υπόληψή σου, δεν συνειδητοποιείς πόσο μεγάλο φορτίο είναι και τι σημαίνει πραγματικά ελευθερία”, γράφει η Μάργκαρετ Μίτσελ. Μήνυμα διαχρονικό και τεράστια αλήθεια, που ταιριάζει γάντι και στην εποχή μας. Άλλωστε πρέπει να διδαχτούμε ότι τις μεταβολές της μοίρας οφείλουμε γενναία να τις αντιμετωπίζουμε. Το μέλλον είναι πάντα άγνωστο και ασταθές.
Ένα άλλο επίτευγμα της παράστασης ήταν η εκφραστικότατη εικαστική εικόνα, η οποία βασίστηκε σε έναν απλό και καλαίσθητο εικαστικό χώρο και στα καλοραμμένα κοστούμια, που πρωταγωνιστούσαν αλώβητα από φλυαρία και περιττά στολίδια. Αξίζουν πολλοί έπαινοι στη σκηνογράφο – ενδυματολόγο Ζωή Αρβανίτη που τα επιμελήθηκε.
Έντονα εντυπωσιακή και αισθητικά άρτια η μελέτη της κίνησης από τη χορογράφο Μαρία Καραγεώργου.
Οι ηθοποιοί Ηλίας Βλάχος, Χρήστος Τσαρμακλής, Δάφνη Δημοπούλου, Δημήτρης Ρηγόπουλος, Σοφία Βλαστού, Ελένη Εγγλέζου, Δώρα Τσόλη, Χριστίνα Φαρμάκη, Στέλλα Κεχαγιά, Εύη Χατζηευφραιμίδου, αν και ερασιτέχνες, απέδειξαν περίτρανα την αγάπη τους για την τέχνη του θεάτρου.
Ευρηματική, για άλλη μια φορά, η σκηνοθεσία του Γρηγόρη Χατζάκη, ενός σκηνοθέτη που μας έχει συνηθίσει σε ευγενείς καινοτομίες.
Μια παράσταση που εστιάζει στο θάρρος, την ελπίδα, τη θέληση που δίνουν δύναμη και εμπνέουν τους ανθρώπους.
* Η Σκάρλετ έχει μόλις κλείσει τα δεκάξι. Ένα ανέμελο κορίτσι που ξοδεύει το χρόνο του φλερτάροντας και διασκεδάζοντας. Την κουράζουν οι συζητήσεις για τον επερχόμενο πόλεμο και βρίσκει δύσκολη την επικοινωνία με τους άντρες, καθώς μόνον αυτό έχουν τελευταία στο μυαλό τους. Είναι ερωτευμένη με τον Άσλεϊ, μα μόλις έμαθε πως εκείνος ετοιμάζεται να παντρευτεί. Στη δεξίωση των αρραβώνων του, θα γνωρίσει τον Ρετ Μπάτλερ, θα υποσχεθεί γάμο στον Τσάρλι -ένα νέο που περιφρονεί- μόνο και μόνο για να κάνει τον Άσλεϊ να ζηλέψει, και θα ανακοινωθεί η άμεση επιστράτευση. Σύντομα θα μείνει χήρα, θα συνεχίσει να βομβαρδίζει τον Άσλεϊ με την αγάπη της, θα δέχεται την πολιορκία του Ρεττ, που φαίνεται να την έχει ερωτευτεί και, σιγά σιγά, θα αντιλαμβάνεται όλο και πιο έντονα την επίδραση του πολέμου, που αργά και σταθερά αναδιαμορφώνει τον κάθε άνθρωπο.
Συντελεστές
Διασκευή – Σκηνοθεσία – Φωτισμοί: Γρηγόρης Χατζάκης
Σκηνικά – Κοστούμια: Ζωή Αρβανίτη
Κίνηση: Μαρία Καραγεώργου
Μουσική Επιμέλεια: Γρηγόρης Χατζάκης
Φωτογραφίες: Μάριος Βούρος
Παίζουν: Ηλίας Βλάχος, Χρήστος Τσαρμακλής, Δάφνη Δημοπούλου, Δημήτρης Ρηγόπουλος, Σοφία Βλαστού, Ελένη Εγγλέζου, Δώρα Τσόλη, Χριστίνα Φαρμάκη, Στέλλα Κεχαγιά, Εύη Χατζηευφραιμίδου
Ομάδα The Healers
Η θεατρική ομάδα The Healers ιδρύθηκε το φθινόπωρο του 2012 από τρία παλιά μέλη της θεατρικής ομάδας της Ιατρικής Αθηνών, τον Ηλία Βλάχο, τη Μαρία Μαραγκουδάκη και τον Αχιλλέα Δημητρόπουλο. Οι τρεις τους προσέγγισαν το σκηνοθέτη Γρηγόρη Χατζάκη και έπειτα από αφίξεις νέων μελών, η ομάδα σε επταμελές πλέον σχήμα, ανέβασε το καλοκαίρι του 2013 τον «Οίκο των Άσερ» σε διασκευή και σκηνοθεσία Γρ. Χατζάκη στο θέατρο “Επί Κολωνώ”.
Ενώ ο πυρήνας της ομάδας αποτελείται από ψυχιάτρους και ψυχολόγους -εξ ου και η ονομασία “Healers”- στους κόλπους της εντάχθηκαν διαφορετικών ειδικοτήτων γιατροί αλλά και επαγγελματίες από άλλους χώρους, με κοινό παρανομαστή την αγάπη για το θέατρο και την αναζήτηση του μη συμβατικού.
Με μία πολυδύναμη σύνθεση, η δεκαμελής πλέον ομάδα, φέτος προσεγγίζει μέσω θεατρικής διασκευής του Γ. Χατζάκη το α’ μέρος του θρυλικού μυθιστορήματος της Μάργκαρετ Μίτσελ «Όσα Παίρνει ο Άνεμος».
Πληροφορίες
Επί Κολωνώ, 210 5138067
Χώρος: Κεντρική Σκηνή
www.epikolono.gr
e-mail: [email protected]
Ναυπλίου 12 και Λένορμαν 94, Κολωνός – Αθήνα
Στάση Μεταξουργείο
Ομιλία στο Γκέτισμπεργκ
Η ομιλία στο Γκέτισμπεργκ έγινε από τον πρόεδρο των ΗΠΑ Αβραάμ Λίνκολν την Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 1863, στα εγκαίνια του μνημείου των πεσόντων στην μάχη του Γκέτισμπεργκ, στην Πενσυλβάνια, που διεξήχθη τεσσεράμισι μήνες νωρίτερα (1-3 Ιουλίου 1863), στo πλαίσιo του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου, με συντριπτική νίκη των στρατευμάτων του Βορρά έναντι των Νοτίων.
“Πριν από ογδόντα και εφτά χρόνια οι πρόγονοί μας δημιούργησαν στην ήπειρο αυτή ένα νέο έθνος, που γεννήθηκε ελεύθερο και αφοσιώθηκε στην ιδέα ότι όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται ίσοι.
Τώρα έχουμε εμπλακεί σε φοβερό εμφύλιο πόλεμο, που θέτει σε δοκιμασία το κατά πόσον αυτό το έθνος, ή οποιοδήποτε άλλο έθνος, που γεννήθηκε και αφοσιώθηκε με τον τρόπο αυτό, μπορεί να επιβιώσει για πολύ. Συναντιόμαστε σε ένα σπουδαίο πεδίο μάχης αυτού του πολέμου. Έχουμε έλθει για να αφιερώσουμε ένα μέρος του πεδίου αυτού ως τελευταία κατοικία για αυτούς που έδωσαν εδώ τις ζωές τους έτσι ώστε το έθνος αυτό να μπορέσει να ζήσει. Αυτή η ενέργειά μας είναι απολύτως ταιριαστή και πρέπουσα.
Όμως, με την ευρύτερη έννοια, δεν μπορούμε να αφιερώσουμε, δεν μπορούμε να καθαγιάσουμε τα χώματα αυτά. Οι γενναίοι άνδρες, ζωντανοί και νεκροί, που πολέμησαν εδώ, τα έχουν ήδη αγιάσει, πολύ πέρα των φτωχών δυνατοτήτων μας να εξάρουμε ή να μειώσουμε. Ο κόσμος θα ασχοληθεί λίγο και δεν θα θυμάται για πολύ τα όσα πούμε εδώ, αλλά ποτέ δεν μπορεί να λησμονήσει τι έπραξαν εδώ. Εναπόκειται σε εμάς τους ζωντανούς, όμως, να αφιερωθούμε στο έργο που έχουν φέρει, με τόση αριστεία, εις ατελές πέρας, μέχρι σήμερα, αυτοί που έπεσαν εδώ. Εναπόκειται σε εμάς, όμως, να αφιερωθούμε, εδώ, στο μεγάλο καθήκον που στέκει ενώπιον μας – να εντείνουμε την αφοσίωσή μας στον αγώνα για τον οποίο έδωσαν το τελευταίο μέτρο αφοσίωσης αυτοί οι τιμημένοι νεκροί, να διακηρύξουμε ξεκάθαρα εδώ ότι οι νεκροί αυτοί δεν πέθαναν μάταια, ότι αυτό το έθνος, υπό την σκέπη του Θεού, θα βιώσει μια αναγέννηση της ελευθερίας, και ότι η διακυβέρνηση του λαού, από τον λαό, για τον λαό δεν θα εκλείψει από τη γη”.
Μάργκαρετ Μίτσελ
Η Μάργκαρετ Μίτσελ ήταν μια μικροσκοπική γυναίκα, που δεν ξεπερνούσε το 1μ.50 και ζύγιζε μόνο 45 κιλά, και είχε μια τόσο έντονη προσωπικότητα που κατακτούσε αμέσως όσους τη γνώριζαν.
«Το πιο παράξενο αλλά και το πιο θαυμάσιο πλάσμα του κόσμου», είπε γι’ αυτήν μια άλλη γνωστή Αμερικανίδα συγγραφέας, η Αυγούστα Έντουαρντς, που ήταν η στενή φίλη της Μάργκαρετ Μίτσελ. Και πραγματικά, όσοι τη γνώρισαν από κοντά τα ίδια λένε.
«Η Σκάρλετ Ο’Χάρα είχε ένα από εκείνα τα πρόσωπα, που τραβούν την προσοχή, το πηγούνι της ήταν μυτερό, το σαγόνι δυνατό και γεμάτο θέληση. Τα πράσινα μάτια της, στεφανωμένα από κατάμαυρα φρύδια, χάραζαν μια απροσδόκητη λοξή γραμμή στο λείο μέτωπο, που είχε τη λευκότητα της μανόλιας».
Έτσι περιγράφει η Μάργκαρετ Μίτσελ την ηρωίδα του περίφημου μυθιστορήματός της «Όσα παίρνει ο άνεμος», και χωρίς ίσως να το θέλει, δίνει την ίδια την εικόνα της.
Ατρόμητη και θερμή, δύσπιστη αλλά και γεμάτη αγάπη για τους άλλους, απεχθανόταν τη συμβατικότητα και η συμπάθειά της προς τους αδικημένους της ζωής ήταν κάτι αναπόσπαστο απ’ την ψυχή της.
Η Αυγούστα Ντήαρμποπντ Έντουαρντς γράφει σχετικά γι’ αυτήν: «Το μέρος όπου πρωτοείδα τη Μάργκαρετ Μίτσελ θυμίζει το περίφημο βιβλίο, που έμελλε να γράψει ύστερα από πολλά χρόνια.
Όλα υπήρχαν εκεί: η γλυκιά νύχτα της Γεωργίας, το επιβλητικό σπίτι με τις άσπρες κολόνες, η λυγερή σιλουέτα της νεαρής κοπέλας των δεκαεννιά χρόνων, μέσα σ’ ένα χαρούμενο τυρκουάζ φόρεμα, που κατέβαινε ελαφρή και γρήγορη τη σκάλα, για να υποδεχτεί τους καλεσμένους της. Ήμασταν τότε στην άνοιξη του 1920».
Στα περιθώρια του “Όσα παίρνει ο άνεμος”
Ένα παγκόσμιο μπεστ σέλερ, αλλά και η εμπορικότερη ταινία όλων των εποχών, το “Όσα παίρνει ο άνεμος” προκάλεσε αίσθηση στην εποχή του, αναπλάθοντας μια ρομαντική εικόνα ενός αιματηρού και αδυσώπητου εμφυλίου πολέμου, ενώ αποτελεί σημείο αναφοράς μέχρι και σήμερα. Ποια ήταν όμως η πραγματική ιστορία πίσω από αυτό;
Σε συνέντευξή της στο περιοδικό «Yank» του αμερικανικού στρατού, στις 19 Οκτωβρίου 1945, η συγγραφέας του βιβλίου, Μάργκαρετ Μίτσελ, παραδέχτηκε ότι χωρίς την επιμονή του συζύγου της να ασχοληθεί σοβαρά με τη συγγραφή, η ίδια δεν θα έγραφε ποτέ το μοναδικό, αλλά τόσο πετυχημένο μυθιστόρημα της. Η ίδια ήταν μια «παμφάγος αναγνώστρια» κατά δήλωσή της και ο σύζυγός της, στρατηγός εν αποστρατεία Τζον Μαρς, πήγαινε καθημερινά στη Δημόσια Βιβλιοθήκη της Ατλάντα και δανειζόταν βιβλία για τη σύζυγό του, μέχρι που κάποια στιγμή, ύστερα από δέκα μήνες γάμου, ο Μαρς βαρέθηκε. «Για όνομα του Θεού, Πέγκι, δεν μπορείς να γράψεις ένα βιβλίο, αντί να διαβάζεις χιλιάδες;».
Αυτή η φράση ήταν αρκετή για να γίνει το «κλικ» και να στρωθεί η Πέγκι, δηλαδή η Μίτσελ, στο γράψιμο. Αν και το πραγματικό της όνομα ήταν Μάργκαρετ, η ίδια ήταν περισσότερο γνωστή ως Πέγκι», μια αναφορά στο μυθικό «Πήγασο», που ενέπνεε τους ποιητές. Από ένα ποίημα, άλλωστε, εμπνεύστηκε τον τίτλο του βιβλίου, και πιο συγκεκριμένα από το ποίημα «Cynara» του Έρνεστ Ντόσον: «I have forgotten much Cynara! gone with the wind» («Ξέχασα πολύ τη Σαινάρα! την πήρε ο άνεμος»).
Πρώτα έγραψε το τελευταίο κεφάλαιο, δηλαδή το χωρισμό της Σκάρλετ Ο’Χάρα από το Ρετ Μπάτλερ, και στη συνέχεια κεφάλαια από διάφορες στιγμές, χωρίς να τηρεί κάποια χρονολογική σειρά, ανάλογα με τη διάθεσή της. Μάλιστα, για πολλά χρόνια έγραφε μόνο περιστασιακά, όταν είχε έμπνευση. Εξάλλου, έκανε αρκετή ιστορική έρευνα, ενώ χρειάστηκε να ξαναγράψει πολλές φορές τα κεφάλαια του βιβλίου της. Λέγεται ότι το πρώτο κεφάλαιο το ξανάγραψε 70 φορές.
Από το Μάιο του 1926, όταν η Μίτσελ ξεκίνησε να γράφει το βιβλίο της για τα χρόνια του Αμερικανικού Εμφυλίου, θα περνούσαν 10 χρόνια μέχρι την έκδοσή του, όμως το «Όσα παίρνει ο άνεμος» θα γινόταν επιτυχία αμέσως πουλώντας 1.376.000 αντίτυπα μέσα σ’ ένα χρόνο, ενώ στις 3 Μαΐου 1937 της απονεμήθηκε το βραβείο Πούλιτζερ για το καλύτερο μυθιστόρημα της χρονιάς.
Όταν ένα χρόνο αργότερα θα ξεκινούσαν οι προετοιμασίες για τη μεταφορά του βιβλίου στη μεγάλη οθόνη, για την οποία πληρώθηκε κατ’ αρχήν 50.000 δολάρια, η Μίτσελ ξεκαθάρισε στους δημοσιογράφους ότι δεν θα είχε καμία απολύτως ανάμειξη ως προς την επιλογή των ηθοποιών, καθώς «οι προτιμήσεις μου ξεκινούν από τον Ντόνταλντ Ντακ και φτάνουν μέχρι τους τέσσερις αδερφούς Μαρξ. Πιστεύω ότι κανείς από αυτούς δεν θα μπορούσε να αποδώσει πειστικά τη Σκάρλετ ή τον Ρετ».
Γιατί αποφάσισε ν’ ασχοληθεί με την εποχή του Αμερικανικού Εμφυλίου, αντί να γράψει κάτι πιο σύγχρονο; Σύμφωνα με σχετικό αφιέρωμα του περιοδικού «Coronet» το Φεβρουάριο του 1961, η ίδια η Μίτσελ φερόταν να είχε δηλώσει σε συνέντευξή της ότι το έκανε, γιατί πολύ απλά μεγάλωσε με ιστορίες από εκείνη την εποχή. «Σαν παιδί είχα ακούσει τα πάντα γι’ αυτόν, εκτός από το ότι η Συνομοσπονδία έχασε».
Εξάλλου, σύμφωνα με το ίδιο περιοδικό, μια παιδική ανάμνηση ήταν εκείνη που πυροδότησε εξαρχής την έμπνευση για την ιστορία του βιβλίου. Ένα μεσημέρι, είχε βγει αμαξάδα με τη μητέρα της στην περιοχή γύρω από την Ατλάντα και εκείνη έδειχνε στο νεαρό κορίτσι τα μισογκρεμισμένα σπίτια, που άλλοτε έστεκαν περήφανα και αρχοντικά, απομεινάρια του Εμφυλίου Πολέμου, δίπλα σε άλλα, νεότερα σπίτια, σύμβολα της προόδου και της εξέλιξης. Η εικόνα εκείνη εντυπώθηκε στη Μίτσελ και δεν έφυγε ποτέ από το μυαλό της. Όπως, άλλωστε είχε παραδεχτεί και η ίδια σε συνέντευξη της, το «Όσα παίρνει ο άνεμος» είναι ένα βιβλίο «για τους κατοίκους της Τζόρτζια που επιβίωσαν και για εκείνους που δεν τα κατάφεραν».
Όσον αφορά το περιβόητο αινιγματικό τέλος του βιβλίου, όταν ο Ρετ εγκαταλείπει τη Σκάρλετ κι εκείνη ορκίζεται να ξεκινήσει από την αρχή, αφού στο κάτω κάτω «αύριο ξεκινάει μια άλλη μέρα», η Μάργκαρετ Μίτσελ δεν το μετάνιωσε ποτέ. Αντίθετα, το έβρισκε άκρως ικανοποιητικό και αναμενόμενο. Σύμφωνα με τον αδερφό της, Στίβενς Μίτσελ, η Μάργκαρετ «πάντα έλεγε ότι δεν είχε την παραμικρή ιδέα για το τι απέγιναν μετά το χωρισμό. Έγραψε αυτό που ένιωθε ότι ήταν το πιθανότερο τέλος».
Αντίθετη άποψη είχαν οι αναγνώστες του βιβλίου, οι οποίοι απαιτούσαν από τη Μίτσελ να τους αποκαλύψει τι γινόταν στη συνέχεια. Και οι απαιτήσεις τους δεν περιορίζονταν μόνο σε επιστολές, αλλά και σε απειλές δια ζώσης. Πάντως, στη συνέντευξή της στο περιοδικό «Yank» το 1945, η Μάργκαρετ Μίτσελ έπλασε ένα υποθετικό σενάριο, που μάλλον δεν θα ικανοποιούσε το κοινό: «Απ’ όσο ξέρω, ο Ρετ μπορεί να βρήκε κάποια άλλη, που ήταν λιγότερο δύσκολη. Γιατί, χρυσέ μου, σκέψου ότι από αυτήν την υποθετική ένωση, θα μπορούσε να γεννηθεί κάποιος γεροδεμένος τύπος, που θα γινόταν ένας καταπληκτικός ανθυπολοχαγός».
Ρατσισμός και φυλετικές διακρίσεις
Το βιβλίο, όμως έχει γεννήσει και πολλές ιδεολογικές διαφωνίες. Η αλήθεια είναι πως διαβάζοντάς το κάποιος μπορεί να διαπιστώσει πως η ζωή της Scarlett O’Hara, όπως περιγράφεται στις σελίδες του, δεν είναι παρά το πρόσχημα για να αφηγηθεί η συγγραφέας την πάλη μεταξύ των λευκών και των μαύρων και τη γέννηση της Ku Klux Klan, ως αναγκαιότητα της εποχής απέναντι στη φοβερή εγκληματικότητα των μαύρων που «χειραφετήθηκαν» και τριγυρνούσαν ελεύθεροι, άεργοι και γεμάτοι όρεξη για εγκληματικότητα.
Υπάρχουν ακόμη ολόκληρα αποσπάσματα μέσα στο βιβλίο όπου η Νότια Mitchell -που είχε γεννηθεί το 1900 και άκουγε σπίτι της μαρτυρίες από βετεράνους του πολέμου, συγγενείς της- περιγράφει τη βία και τον τρόμο που είχαν σκορπίσει οι ελεύθεροι πλέον μαύροι στο Νότο και την αγωνία και το φόβο που βίωναν οι λευκοί.
Ο ρατσισμός της Mitchell και οι συντηρητικές απόψεις της για τις φυλετικές διακρίσεις είναι πασιφανείς και σχεδόν απροκάλυπτες σε πολλές σελίδες του βιβλίου, όμως το γεγονός αυτό όσο και αν μας φαίνεται δύσκολο να το παραδεχθούμε, δεν κατορθώνει να μειώσει στο ελάχιστο την ευχαρίστηση και την απόλαυση της ανάγνωσης που αισθάνεται κάποιος όταν διαβάζει αυτό το συναρπαστικό ερωτικό ρομάντζο.