Πάνω: Photo: Robert Capa
Θέλω να πω τα μάτια σου. Σωπαίνω.
Πώς την ηδύτητα να πεις, πώς την αρμύρα,
αν τύχει και συγκατοικούν. Μαθαίνω
απ’ την αρχή τη θάλασσα, απ’ την αρχή την πύρα.
Θέλω να πω τα χέρια σου. Μ’ αγγίζουν
και λες πεζεύει ο χάροντας, λες ξαναρχίζει ο χρόνος.
Τα δόντια σου θέλω να πω. Με ορίζουν
με κόβουν και μ’ αλέθουνε. Με ακεραιώνει ο πόνος.
Τα χείλη σου θέλω να πω. Πώς νεύουν,
πώς με καλούν, πώς με ζωγρούν, πώς περιέχουν
το φόβο, πώς τον έρωτα τελούν, πώς θαλασσεύουν.
Ό, τι κι αν πω, τα λόγια σου λέω, που με κατέχουν.
Στον έρωτα τα χέρια μας πληθαίνουν
τα μάτια γίνονται ουρανός αστερωμένος
το σώμα σύμπαν που διαστέλλεται αενάως
και κόσμος γίνεται του άθλιου νου το χάος
Βαραίνουνε στον έρωτα οι λέξεις κι ομορφαίνουν
Κι ο πόθος πάντοτε σκιρτά σαν πτόρθος διψασμένος.
Παντελής Μπουκάλας
Ρήματα, 2009
* πτόρθος
και πόρθος, ὁ, Α
1. νέος, τρυφερός κλάδος φυτού, βλαστάρι (α. «ἐκ πυκίνης δ’ ὕλης πτόρθον κλάσε χειρὶ παχείῃ φύλλων», Ομ. Οδ.
β. «πτόρθους ἁπαλοὺς ἀποτρώγουσαι», Εύπ.)
2. η βλάστηση, η έκφυση κλώνων («φύλλα δ’ ἔραζε χέει, πτόρθοιό τε λήγει», Ησίοδ.)
3. φρ. «πτόρθος μέγας» — το μεγάλο ρόπαλο τού Ηρακλή, η μεγάλη κλάρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Έχουν διατυπωθεί διάφορες υποθέσεις, οι οποίες όμως παραμένουν ανεπιβεβαίωτες, όπως η σύνδεση της λ. με τους τ. πόρτις, παρθένος ή με το γερμ. Bart «γενειάδα, μούσι»].