Το Μορφωτικό της Ιρανικής Πρεσβείας με αφορμή τον ερχομό του Ραμαζανιού δημιούργησε μια νέα πλατφόρμα στην οποία μπορείτε να απολαύσετε τα Ιρανό-Κορανικά έργα καλλιγραφίας.
Αυτή η ψηφιακή έκθεση αποτελείται από 40 έργα καλλιγραφίας σε τρεις τομείς:
1-Κορανικά
2-Περσικά ποιήματα
3-Διακόσμηση χειρογράφων
Τα έργα αυτά είναι του γνωστού Ιρανού καλλιγράφου κυρίου Σαμπζέ και προβλήθηκαν για πρώτη φορά το 2018 με αφορμή την από κοινού συνεργασία στο πλαίσιο μιας έκθεσης στο μουσείο ισλαμικής τέχνης στην Αθήνα με την παρουσία του ίδιου του καλλιγράφου.
Μπορείτε τώρα να δείτε τα έργα δωρεάν και να μάθετε πολλά για την ιρανική καλλιγραφία.
Ιρανό-κορανική καλλιγραφία
Η καλλιγραφία είναι μια μορφή τέχνης που στον ισλαμικό κόσμο θεωρείται ιερή. Ο θαυμασμός για την ισλαμική καλλιγραφία πηγάζει κυρίως από τη σύνδεσή της με το Κοράνι, το ιερό βιβλίο του Ισλάμ. Σύμφωνα με την ισλαμική θρησκεία, το κείμενο του Κορανίου είναι κατά λέξη ο λόγος του Θεού, έτσι όπως αποκαλύφθηκε μέσω του αρχάγγελου Γαβριήλ στον προφήτη Μωάμεθ στα αραβικά και κωδικοποιήθηκε σε 114 κεφάλαια στα χρόνια του χαλίφη Ουθμάν (644-656). Η ισλαμική καλλιγραφία πρωτοεμφανίζεται τις τελευταίες δεκαετίες του 7ου αιώνα, την περίοδο της δυναστείας των Ομαγιαδών. Από τότε, συνεχίζει να ακμάζει μεταβαλλόμενη και εξελισσόμενη.
Στο Ιράν, μια χώρα με τη δική της πλούσια λογοτεχνική παράδοση, η καλλιγραφία κατέχει μια ξεχωριστή θέση. Κατά τη διάρκεια του 16ου αιώνα, ο καλλιγραφικός τύπος νάσταλικ γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση, καθώς είχε σχεδιαστεί για να ανταποκρίνεται στις φωνητικές ανάγκες της περσικής γλώσσας. Η ρέουσα γραφή νάσταλικ, διαμορφώθηκε κατά τον 14ο αιώνα, για την εξυπηρέτηση της ποίησης ενσωματώνοντας χαρακτήρες με καμπύλες γραμμές. Η δημιουργία αυτής της ξεχωριστής μορφής καλλιγραφίας αποδίδεται σε έναν γραφέα από την πόλη Ταμπρίζ, με το όνομα Μιρ Αλί. Το έργο του θεωρήθηκε τόσο σημαντικό ώστε δύο περίπου αιώνες αργότερα, ο διακεκριμένος καλλιγράφος της σαφαβιδικής αυλής Σαχ Μαχμούντ Νισαπουρί θα καταγράψει ένα εκτενές εγκώμιο προς αυτόν στο πρώτο αντίγραφο του Κορανίου γραμμένο σε νάσταλικ, το οποίο φιλοτέχνησε το 1538 για τον σαφαβίδη σάχη Tαχμάσπ (1514 – 1576). Ο Νισαπουρί δραστηριοποιείτο επίσης στην πόλη Ταμπρίζ και, σύμφωνα με σύγχρονές του πηγές, θεωρείτο ο πιο αξιόλογος καλλιγράφος ανάμεσα στους πέντε του βασιλικού εργαστηρίου. Η πρώτη αυτή αντιγραφή του Κορανίου, και μάλιστα σε έναν μόνο τόμο, υπήρξε ιδιαίτερα σημαντική καθώς η νάσταλικ επιλεγόταν μέχρι τότε κυρίως για την ποίηση. Για πολλούς, ο συγκεκριμένος τόμος θεωρείται το πιο όμορφο αντίγραφο του Κορανίου. Επιπλέον, ο Νισαπουρί, έπειτα από βασιλική παραγγελία, έγραψε ποιήματα του Νιζαμί σε νάσταλικ, δημιουργώντας μια ρυθμική και κομψή παραλλαγή της γραφής. Εκτός από την αντιγραφή λογοτεχνικών κειμένων, η νάσταλικ χρησιμοποιήθηκε αργότερα και για τον πεζό λόγο καθώς και σε διοικητικά έγγραφα. Η γραφή νάσταλικ έχει χαρακτηριστεί ως «το πιο φρέσκο βότανο στον καλλιγραφικό κήπο».
Κανόνες γεωμετρίας εφαρμόζονταν για την επίτευξη συμμετρίας και αρμονίας στα καλλιγραφικά κείμενα, οι οποίες ήταν εμπνευσμένες από τις μουσικές αναλογίες. Άλλωστε, ο μουσικός ρυθμός θεωρείτο άρρηκτα συνδεδεμένος με την προσέγγιση του θείου. Με το καλέμι ανά χείρας, καθισμένος στο έδαφος και έχοντας το αντικείμενο ή την περγαμηνή στηριγμένη σε ένα χαμηλό τραπέζι, ο καλλιγράφος δημιουργούσε τους καλλιτεχνικούς χαρακτήρες με σταθερές κινήσεις, οι οποίες σηματοδοτούν τον ψυχικό και σωματικό έλεγχο που απαιτεί η χρήση του καλάμου ‒ δεξιότητα που επιτυγχάνεται έπειτα από μακροχρόνια προσπάθεια και εξάσκηση. Το βασικότερο εργαλείο του καλλιγράφου ήταν το καλάμι, το εργαλείο γραφής. Όσα μάλιστα ήταν κατασκευασμένα από καλάμια του Περσικού Κόλπου αξιολογούνταν ως ανώτερης ποιότητας. Μαχαίρια χρησιμοποιούνταν για την εκλέπτυνση της μύτης του καλάμου, ενώ πληθώρα χρωμάτων επιλεγόταν για τη δημιουργία των γραμμάτων, των διακριτικών, αλλά και των διακοσμητικών στοιχείων. Εκτός από το μαύρο και το σκούρο καφέ μελάνι, χρυσό και ασημένιο, κόκκινο, μπλε, λευκό και κίτρινο προτιμούνταν για τη δημιουργία καλλιγραφικών κειμένων. Μολονότι η διαδικασία κατασκευής των χρωμάτων θεωρούνταν πολύτιμη γνώση και ως εκ τούτου πολλές φορές παρέμενε μυστική, σε ορισμένες περιπτώσεις κυκλοφορούσαν εγχειρίδια που προσέφεραν πληροφορίες για την κατασκευή τους.
Στόχος της παρούσας έκθεσης είναι η εξοικείωση των επισκεπτών με την ιρανική καλλιγραφία, παράλληλα με τη μεταφορά της αγάπης που είχαν οι καλλιγράφοι για την τέχνη τους. Η καλλιγραφία άνθησε στο πλαίσιο του πλούσιου πολιτισμού του Ιράν, έργα του οποίου βρίσκουμε και στις χώρες της Κεντρικής Ασίας, στο Αφγανιστάν και στην Ινδική Χερσόνησο. Η συμβολή των Ιρανών καλλιγράφων στην αναγωγή της καθημερινής γραφής σε καλλιτεχνική έκφραση στον κόσμο του ισλάμ υπήρξε κομβική. Ήταν εκείνοι οι οποίοι στο πέρασμα των αιώνων επινόησαν ξεχωριστές τεχνικές και σχέδια μοναδικά.
Η ιρανική καλλιγραφία χρησιμοποιήθηκε κυρίως σε μη θρησκευτικά κείμενα, όπως στην ποίηση, σε διοικητικά έγγραφα και στον διάκοσμο έργων τέχνης, ενώ η αραβική και η οθωμανική καλλιγραφία μεταφέρουν συνήθως ιερά και θρησκευτικά κείμενα. Στην αντιγραφή θρησκευτικών κειμένων, όπως του Κορανίου ή των Παραδόσεων του Προφήτη (αφηγήσεις από τη ζωή του προφήτη Μωάμεθ), καθώς και σε επιγραφές που διακοσμούν τα τζαμιά και τα ιεροδιδασκαλεία, οι Ιρανοί χρησιμοποιούσαν τη γραφή θούλουθ και τη ρέουσα νασκί, στις οποίες ο κάθε καλλιγράφος προσέθετε το δικό του προσωπικό ύφος. Παρακάτω περιγράφονται ορισμένες από τις γνωστότερες γραφές ιρανικής καλλιγραφίας.
Η γραφή ταλίκ
Η γραφή ταλίκ (ή ταρασούλ), η πρωιμότερη μορφή ιρανικής καλλιγραφίας, αναπτύχθηκε από τις αρχές του 14ου έως τον 19ο αιώνα. Δημιουργήθηκε από τον καλλιγράφο Κατζέ Ταζ αλ-Ντιν Σαλμανί (π. 1491), ο οποίος συνδύασε στοιχεία της ρέουσας νασκί και της ρεϊχάν. Αργότερα ο Κατζέ Αμπ αλ-Χέι Μουνσί (π. 1501) προσέθεσε κι άλλους κανόνες. Η γραφή ταλίκ, στην οποία αποτυπώθηκαν κυρίως κυβερνητικές αποφάσεις, επέτρεπε με τις πολλές καμπύλες των στοιχείων της σύνθετους συνδυασμούς και περίπλοκες συνθέσεις. Υπήρξε ιδιαίτερα δημοφιλής στους κύκλους των λογίων και όσων γνώριζαν καλλιγραφία.
Η γραφή νάσταλικ
Μετά τη γραφή ταλίκ δημιουργήθηκε η ανώτερη και ωραιότερη/ κομψότερη νάσταλικ, η «νύφη των ισλαμικών γραφών». Καθώς συνδύαζε τη ρέουσα νασκί με την ταλίκ, αρχικά λεγόταν νασχταλίκ. Στα τέλη του 14ου αιώνα ο Μιρ Αλή από το Ταμπρίζ δημιούργησε τη γραφή αυτή, που σταδιακά αντικατέστησε όλες τις παλαιότερες. Γρήγορα έγινε δημοφιλής και αναγνωρίστηκε ως η πιο εξελιγμένη μορφή της καλλιγραφικής τέχνης. Σημαντικοί δάσκαλοι, όπως ο γνωστός καλλιγράφος Μιρ Αλή Χεραβί (π. 1544), ο Μιρ Εμαντ Χασανί (1552-1615), μέλος της αυλής, και ο σαφαβίδης σάχης Αμπάς (1571-1629), πραγματοποίησαν σημαντικές αλλαγές στον τρόπο γραφής, που συνέβαλαν καθοριστικά στην εξέλιξη της νάσταλικ και ενέπνευσαν πολλούς καλλιγράφους τους επόμενους αιώνες.
Ο Μιρ Αλή Χεραβί εξέλιξε τη γραφή σε τέτοιο βαθμό, ώστε πολλοί υποστηρίζουν ότι από τη γέννηση της νάσταλικ μέχρι σήμερα κανένας καλλιγράφος δεν κατάφερε να τον ξεπεράσει. Ανταγωνιστής του υπήρξε ο σύγχρονός του σπουδαίος καλλιγράφος Αλί-Ρεζά Αμπασί, ο οποίος, εκτός από τις γραφές νάσταλικ, χάφιζ και τζαλί, χρησιμοποιούσε στις καλλιγραφίες του και τη θούλουθ. Οι περισσότερες επιγραφές που κοσμούν τεμένη και μνημεία στο Ισπαχάν είναι δικές του δημιουργίες ή του εργαστηρίου του.
Πέρα από την περιοχή του σημερινού Ιράν, η νάσταλικ γνώρισε άνθηση στο Χορασάν, την κεντρική Ασία, το Αφγανιστάν και κυρίως την Ινδία των Μεγάλων Μογγόλων, όπου ο ιρανικός πολιτισμός είχε ιδιαίτερη απήχηση. Γενικά η περίοδος από τον 15ο έως τον 17ο αιώνα θεωρείται η χρυσή εποχή της ιρανικής καλλιγραφίας.
Η γραφή σικαστά νάσταλικ
Η αγάπη των Ιρανών για τις καινοτομίες και την καλλιγραφία οδήγησε στα μέσα του 17ου αιώνα στη δημιουργία μιας τρίτης γραφής, της σικαστά νάσταλικ. Ο Μουρταντά Κουλί Χαν Σαμλού (π. 1688), ηγεμόνας της περιοχής Χεράτ, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στον σχεδιασμό και την καθιέρωση της συγκεκριμένης γραφής. Ο λόγος για την ανάπτυξή της ήταν ουσιαστικά η ανάγκη για μια πιο εύκολη και γρήγορη γραφή. Καθώς η όμορφη γραφή νάσταλικ απαιτούσε χρόνο και συγκέντρωση, η σικαστά νάσταλικ, με χαρακτήρες ταλίκ και νασταλίκ, εξασφάλιζε ταχύτητα και χάρη στο καλλιγραφικό κείμενο. Οι δάσκαλοι της σικαστά νάσταλικ Μοχάμαντ Σαφί Χαραβί Χοσεϊνί (π. 1670) και Νταρβίς Αμπντ αλ-Μάτζιντ Ταλικανί (π. 1771) όρισαν νέους κανόνες και εξέλιξαν τη γραφή στο απόγειο της καλλιγραφικής δεξιότητας.
Τα κείμενα αποτελούν αποσπάσματα από τον κατάλογο της έκθεσης: Ισλαμική καλλιγραφία: η τέχνη της ιρανικής γραφής, Μουσείο Μπενάκη – Μορφωτικό Κέντρο της Πρεσβείας της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν, Αθήνα 2018
Τα έργα της έκθεσης είναι γραμμένα σε νάσταλικ από τον Ιρανό Μοσταμπά Σαμπζέ.
Ο λεπτεπίλεπτος διάκοσμος, που φέρουν ορισμένα από αυτά, οφείλεται στη Φατιμά Κεϊκαβουσί.
Το βιογραφικό του καλλιτέχνη
- Ο Μοτζταμπά Σαμπζέ γεννήθηκε στην πόλη Εσφαράγιεν του Ιράν όπου σπούδασε την τέχνη της καλλιγραφίας και απέκτησε τον ανώτατο τίτλο σπουδών. Έχει διδάξει στο Πανεπιστήμιο Σουρέ της Τεχεράνης και σε άλλες σχολές, ενώ είναι ο ιδρυτής της ένωσης καλλιγράφων της Δυτικής Τεχεράνης. Από το 1996, τα έργα του εκτίθενται σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στο Ιράν και στο εξωτερικό και έχει τιμηθεί πολλές φορές σε διεθνείς καλλιγραφικούς διαγωνισμούς. Είναι συγγραφέας βιβλίων για την καλλιγραφική γραφή νάσταλικ και διατελεί υπεύθυνος τηλεοπτικών εκπομπών για την καλλιγραφία.
-Φωτογραφία: Ποίημα του Χάφεζ Σιραζί (1315 – 1390) σε γραφή νάσταλικ