Όλοι γνωρίζουμε για την επέτειο της Εξέγερσης του Πολυτεχνείου και πώς το τελευταίο έγινε Σύμβολο Δημοκρατίας. Ωστόσο, σχετικά άγνωστη είναι η ιστορία της σχολής αλλά και του εντυπωσιακού κτηρίου, το οποίο βρίσκεται επί της οδού Πατησίων και στεγάζει το αρχαιότερο τεχνολογικό ίδρυμα της χώρας.
Ακολουθεί ένα μικρό αφιέρωμα στην ιστορία και τα αρχιτεκτονικά στοιχεία που δίχασαν τους Αθηναίους.
Το «Βασιλικό Σχολείο των Τεχνών»
Το 1836 δημοσιεύτηκε διάταγμα του πρώτου βασιλιά της σύγχρονης Ελλάδας, Όθωνα, το οποίο είχε τον τίτλο “περί εκπαιδεύσεως εις την αρχιτεκτονικήν” και αφορούσε την ίδρυση, στην Αθήνα (πρωτεύουσα της χώρας από το 1834), σχολείου τεχνιτών.
Το σχολείο έφερε τον τίτλο “Βασιλικό Σχολείο των Τεχνών” και ήταν μία κυριακάτικη τεχνική σχολή που κατάρτιζε τους τεχνίτες (μάστορες, οικοδόμους κτλ.). Η σχολή αυτή άρχισε να λειτουργεί το 1837, είναι δηλαδή σχεδόν συνομήλικη με το νεότερο ανεξάρτητο Ελληνικό Κράτος (το οποίο ιδρύθηκε την 3η Φεβρουαρίου 1830 με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου).
Η συρροή των υποψηφίων μαθητών ήταν τόσο μεγάλη ώστε την άνοιξη του 1840 προστίθεται και Σχολείο συνεχούς (καθημερινής) λειτουργίας, παράλληλα με το κυριακάτικο, ενώ η σχολή εγκαθίσταται σε δικό της κτήριο στην οδό Πειραιώς.
Οι «Καλές» και οι «Βιομηχανικές» Τέχνες
Από το προαναφερόμενο σχολείο των τεχνιτών προήλθε το σημερινό Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, που λειτούργησε με την αρχική μορφή του μέχρι το 1843. Μετά την παραχώρηση Συντάγματος από τον Όθωνα, την 3η Σεπτεμβρίου 1844, το σχολείο διαμορφώθηκε σε ίδρυμα, όπου η παράδοση μαθημάτων ήταν καθημερινή, ενώ χωρίστηκε σε δύο τμήματα: Βιομηχανικών Τεχνών και Καλών Τεχνών.
Το Συγκρότημα της οδού Πατησίων
Έτος – σταθμός στην εξέλιξη της λειτουργίας του ΕΜΠ είναι το 1863, οπότε έγινε πιο ριζική αναδιοργάνωση του ιδρύματος. Την ίδια περίοδο, η περιορισμένη χωρητικότητα της οικίας Γ. Βλαχούτση στην οδό Πειραιώς (όπου αργότερα στεγάστηκε το Ωδείο Αθηνών) δεν επιτρέπει την εκπλήρωση των φιλόδοξων στόχων της Σχολής.
Έτσι άρχισε η κατασκευή του σημερινού κτηρίου του Πολυτεχνείου επί της οδού Πατησίων, από τον αρχιτέκτονα Λύσανδρο Καυταντζόγλου. Το αρχικό σχέδιο του κτηρίου εκπονήθηκε το 1859. Το 1861 συμπληρώθηκε η μελέτη και το 1862 τέθηκε ο θεμέλιος λίθος.
Το 1870, λόγω των δαπανών που χρειαζόταν η κατασκευή του κτηρίου, ο μέγας εθνικός ευεργέτης Γεώργιος Αβέρωφ συγχρηματοδότησε τις εργασίες. Την ίδια χρονιά, ο Καυταντζόγλου παραιτήθηκε από την επίβλεψη της κατασκευής, εξαιτίας αυθαιρεσιών της επιτροπής κατασκευής του κτηρίου.
Το «Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο»
Το 1871, η σχολή εγκαταστάθηκε στο μισοτελειωμένο ακόμη κτήριο της οδού Πατησίων και ονομάστηκε “Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο” προς τιμήν των μεγάλων ευεργετών Γεωργίου Aβέρωφ, Nικολάου Στουρνάρη, Eλένης Tοσίτσα και Μιχαήλ Τοσίτσα, των οποίων η γενέτειρα είναι το Μέτσοβο, στην Ήπειρο. Η κατασκευή του κτηρίου ολοκληρώθηκε το 1878, ενώ την περίοδο 1903-1916 έγιναν εργασίες επέκτασης των κτηριακών εγκαταστάσεων.
Πρώτος οραματίστηκε το ιστορικό κτήριο ο Νικόλαος Στουρνάρης, που έγραψε το 1852 στη διαθήκη του: “Με τα υπόλοιπα χρήματα της καταστάσεώς μου, να κτισθή εις τας Αθήνας εν λαμπρόν Πολυτεχνείον”. Ο Στουρνάρης οδήγησε έτσι τους συγγενείς και τους συμπολίτες του από το Μέτσοβο να ενστερνιστούν την ιδέα του και να ακολουθήσουν το παράδειγμά του.
Έντονη κριτική για την «πολυτέλεια»
Πάντως, οι απόψεις για το κτήριο του Πολυτεχνείου την εποχή που κτιζόταν ήταν αντικρουόμενες. Από τη μια πλευρά, ασκήθηκε έντονη κριτική για την “πολυτέλεια” ενός τόσο ασυνήθιστου σε μέγεθος δημόσιου έργου, ενώ από την άλλη εκτιμήθηκε ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του, που το έκανε να ξεχωρίζει αισθητά ανάμεσα στα σύγχρονά του μνημεία της Αθήνας. Η διχογνωμία αυτή αναβίωσε προπολεμικά, όταν στη δεκαετία του ’30 δημοσιεύτηκαν άρθρα υπέρ και κατά της καλλιτεχνικής αξίας του κτηριακού συγκροτήματος.
Αυτοί που απέρριπταν το συγκρότημα, περιστράφηκαν γύρω από τον δυσανάλογα ψηλό όγκο του κεντρικού κτηρίου, τη μίξη αναγεννησιακών στοιχείων και την ακατάλληλη χρήση των ρυθμών της αρχαιότητας. Αυτοί που υποστήριζαν το κτίήριο βασίστηκαν στη δυναμική σύνθεση των όγκων και στους συνδυασμούς της διακοσμητικής του τέχνης.
Πηγή: cultureloversgr.blogspot.com