Τo “1Q84” είναι ένα μοναδικό βιβλίο, από εκείνα που μόνον ο χαρισματικός Ιάπωνας συγγραφέας Χαρούκι Μουρακάμι ξέρει να γράφει. Πρόκειται για ένα θηριώδες έργο τριών τόμων, μια τριλογία δηλαδή και μάλιστα μια τριλογία συναρπαστική, που ανεβάζει στα ύψη την αδρεναλίνη των απανταχού της Γης πιστών αναγνωστών του. Παράλληλες πραγματικότητες αναμειγνύουν την απώλεια, τον έρωτα και την οικογένεια με τις εξομολογήσεις, τη μοναξιά, τη βία. Tο παρακάτω διήγημα, “Η Πόλη των Γάτων”, είναι από το δεύτερο τόμο του “1Q84”. Ανήκει σε έναν επινοημένο από τον Μουρακάμι Γερμανό συγγραφέα. Ο Τένγκο, ο ήρωας-πρωταγωνιστής, το διαβάζει από μία συλλογή διηγημάτων στο τρένο καθώς πηγαίνει να δει τον πατέρα του στο γηροκομείο. Το διήγημα διαπερνά όλο το υπόλοιπο βιβλίο με έμμεσες ή άμεσες αναφορές.
Η Πόλη των Γάτων
Μόλις το τρένο άφησε πίσω του το σταθμό του Τόκιο, ο Τένγκο έβγαλε το βιβλιαράκι από την τσέπη του και άρχισε να διαβάζει μιαν ανθολογία ταξιδιωτικών διηγημάτων. Ένα αναφερόταν σε κάποιο νεαρό που είχε φτάσει σε μια πολιτεία όπου είχαν κάνει κατάληψη οι γάτες. Ήταν ένα φανταστικό διήγημα με τίτλο Η Πόλη των γάτων, έργο ενός άγνωστου σε εκείνον Γερμανού συγγραφέα και το εισαγωγικό σημείωμα έλεγε πως το είχε γράψει την εποχή του μεσοπολέμου.
Ο νεαρός ταξίδευε μόνος του, με μια ταξιδιωτική τσάντα. Δεν είχε κάποιο συγκεκριμένο προορισμό στο μυαλό του. Έπαιρνε το τρένο και κατέβαινε σε όποια στάση του κινούσε το ενδιαφέρον. Νοίκιαζε το δωμάτιο, έβλεπε τα αξιοθέατα, έμενε όσο ήθελε και μόλις βαριόταν, ξανάπαιρνε το τρένο. Έτσι περνούσε πάντα τις διακοπές του.
Κάποτε είδε από το παράθυρο του τρένου ένα όμορφο ποτάμι. Η κοίτη του φιδογύριζε στις παρυφές των χαμηλών λόφων και κάτω εκεί υπήρχε μια ήσυχη και συμπαθητική πόλη σε μια παλιά πέτρινη γέφυρα που ένωνε τις δύο όχθες. Βρήκε το σκηνικό ενδιαφέρον. Θα έχουν και νόστιμα ποταμίσια ψάρια να δοκιμάσω, σκέφτηκε ο νεαρός και μόλις το τρένο σταμάτησε στο σταθμό, κατέβηκε με την τσάντα του. Κανείς άλλος δεν κατέβηκε μαζί του. Το τρένο τον άφησε και αναχώρησε αμέσως.
Στο σταθμό δεν υπήρχε κανένας υπάλληλος. Ίσως να μην είχε πολλή κίνηση. Ο νεαρός πέρασε τη γέφυρα και περπάτησε μέχρι την πόλη. Γύρω επικρατούσε μεγάλη ησυχία. Κανείς στους δρόμους. Όλα τα ρολά των καταστημάτων κατεβασμένα. Ψυχή στα δημοτικά γραφεία. Στο μοναδικό ξενοδοχείο δε βρήκε κανέναν στην υποδοχή. Χτύπησε το κουδούνι. Δεν εμφανίστηκε κανείς, σαν μία ακατοίκητη χώρα. ‘Η μήπως όλοι οι κάτοικοι είχαν πέσει για τον μεσημεριανό τους ύπνο; Όμως η ώρα ήταν 10:30 το πρωί. Πολύ νωρίς για σιέστα. Πιθανόν οι κάτοικοι να είχαν εγκαταλείψει την πόλη. Όπως και να ‘χε πάντως, το επόμενο τρένο θα ερχόταν την άλλη μέρα το πρωί – οπότε, έπρεπε να διανυκτερεύσει εκεί. Αποφάσισε να περιπλανηθεί στην πόλη για να περάσει την ώρα του.
Τελικά, είχε έρθει σε μια γατούπολη. Μόλις έπεσε ο ήλιος, ένα κοπάδι γάτες διαφόρων ειδών και χρωμάτων ήρθε στην πόλη περνώντας από την γέφυρα. Πιο μεγαλόσωμες από τις κοινές, αλλά γάτες πάντως. Ο νεαρός ξαφνιάστηκε που τις είδε. Έφυγε τρέχοντας για το κέντρο της πόλης και σκαρφάλωσε στο καμπαναριό για να κρυφτεί. Οι γάτες, λες κι έκαναν κινήσεις ρουτίνας, άνοιξαν τα ρολά των καταστημάτων, κάθισαν στα δημοτικά γραφεία και άρχισαν να δουλεύουν. Έπειτα από λίγη ώρα, άλλο ένα κοπάδι γάτες έφτασε στην πόλη από τη γέφυρα. Αυτές πήγαν στα μαγαζιά και ψώνισαν, πήγαν στα δημοτικά γραφεία να διεκπεραιώσουν τις υποθέσεις τους κι έφαγαν στο εστιατόριο του ξενοδοχείου. Κάθισαν στα ταβερνεία, ήπιαν μπύρα και τραγούδησαν χαρούμενα
γατοτράγουδα. Ένας γάτος μάλιστα έπαιζε ακορντεόν, ενώ διάφοροι άλλοι χόρευαν στο ρυθμό. Καθώς οι γάτες βλέπουν καλά τη νύχτα, δε χρειάζονταν σχεδόν καθόλου φως. Όμως εκείνη τη νύχτα το ολόγιομο φεγγάρι έλουζε τα πάντα με το φως του κι έτσι ο νεαρός μπόρεσε να τα δει όλα με κάθε λεπτομέρεια από το καμπαναριό. Όταν πια κόντευε να χαράξει οι γάτες έκλεισαν τα μαγαζιά τους, τελείωσαν τις δουλειές τους, τα μάζεψαν και ξεχύθηκαν προς τη γέφυρα για να γυρίσουν εκεί απ’ όπου είχαν έρθει.
Το πρωί που οι γάτες είχαν φύγει και η πόλη ερήμωσε, ο νεαρός κατέβηκε από την κρυψώνα του, βρήκε ένα κρεβάτι στο ξενοδοχείο και έπεσε να κοιμηθεί. Όταν πείνασε, πήγε στην κουζίνα του ξενοδοχείου κι έφαγε το ψωμί και τα ψάρια που είχαν περισσέψει από την προηγουμένη. Μόλις άρχισε να σκοτεινιάζει, ξανανέβηκε στο καμπαναριό να κρυφτεί και παρατηρούσε τις γάτες ως την άλλη μέρα τα ξημερώματα. Τα τρένα σταματούσαν στο σταθμό πριν από το μεσημέρι και πριν από το βράδυ. Αν έπαιρνε το πρωινό τρένο, μπορούσε να συνεχίσει το ταξίδι του – αν έπαιρνε το απογευματινό, θα επέστρεφε εκεί από όπου ξεκίνησε. Πάντως, δεν είδε κανέναν επιβάτη να κατεβαίνει ή να ανεβαίνει από το τρένο, μολονότι σταματούσαν κανονικά και αναχωρούσαν ύστερα από ένα λεπτό. Θα μπορούσε να πάρει το τρένο αν ήθελε και να αφήσει πίσω του τη στοιχειωμένη Πόλη των γάτων, αλλά δεν το έκανε. Ήταν νέος και περίεργος, γεμάτος φιλοδοξίες και όρεξη για περιπέτεια. Ήθελε να δει την παράξενη Πόλη των γάτων από κάθε άποψη. Επιθυμούσε να μάθει πότε και πώς ιδρύθηκε, πώς είχε οργανωθεί, τι έκαναν οι γάτες εκεί. Πρέπει να ήταν ο μόνος που είχε δει με τα μάτια του ένα παρόμοιο σκηνικό.
Το βράδυ της τρίτης μέρας, άκουσε μια φασαρία κάτω στην πλατεία, γύρω από το καμπαναριό. «Εμένα, πάντως, μου μυρίζει άνθρωπος», έλεγε ένας γάτος. «Τώρα που μου το λες, κάτι παράξενο μου μυρίζει και μένα εδώ και λίγες μέρες», πρόσθεσε ένας άλλος και βάλθηκε να οσφραίνεται το χώρο με ζαρωμένη τη μουσούδα του. «Κι εμένα το ίδιο», μπήκε στο χορό ένας τρίτος. «Πολύ παράξενο», έκανε κάποιος άλλος. «Αφού δεν έρχονται άνθρωποι εδώ». Στο μεταξύ, οι άλλοι συνέχιζαν: «Α, έτσι όπως το λες! Δεν έρχονται βέβαια άνθρωποι στην Πόλη των γάτων. Ό, τι και να λέτε, εμένα σίγουρα μου μυρίζει άνθρωπος”.
Οι γάτες έφτιαξαν ομάδες περιφρούρησης κι έψαξαν την πόλη σπιθαμή προς σπιθαμή. Άμα θέλουν, οσφραίνονται και το παραμικρό. Δεν άργησαν λοιπόν να ανακαλύψουν πως η μυρωδιά ερχόταν από το καμπαναριό. Ο νεαρός άκουγε τις μαλακές πατούσες τους να ανεβαίνουν τα σκαλιά. Τώρα τα παίζω όλα για όλα, σκέφτηκε. Πίστευε πως η ανθρώπινη μυρωδιά είχε ερεθίσει τις γάτες, τις είχε εξοργίσει. Είχαν μεγάλα και κοφτερά νύχια και άσπρους σουβλερούς κυνόδοντες. Και στη Πόλη δεν υπήρχε άνθρωπος ούτε για δείγμα. Ο νεαρός δεν ήξερε τι τον περίμενε αν τον ανακάλυπταν, αλλά ήταν σίγουρος πως δεν θα τον άφηναν εύκολα από την πόλη τώρα που ήξερε τα μυστικά τους.
Τρεις γάτες ανέβηκαν στο καμπαναριό και βάλθηκαν να οσφραίνονται τον αέρα ολόγυρα. «Παράξενο», είπε η μία κουνώντας τα μουστάκια τους, «μυρίζω άνθρωπο, αλλά δε βλέπω κανέναν εδώ». «Όντως περίεργο», συμφώνησε η δεύτερη γάτα. «Όμως πραγματικά κανείς δεν είναι εδώ. Πάμε αλλού να ψάξουμε». «Πάντως, εγώ δεν καταλαβαίνω τι γίνεται». Αυτά έλεγαν οι γάτες καθώς έφευγαν με το κεφάλι γερμένο λοξά από την απορία. Ο ήχος των ποδιών τους όπως κατέβαιναν χάθηκε μέσα στο σκοτάδι της νύχτας. Ο νεαρός αναστέναξε με ανακούφιση, αλλά κι αυτός δεν καταλάβαινε τι είχε γίνει. Δεν μπορεί να μην τον είχαν δει, αφού είχαν έρθει κυριολεκτικά μύτη με μύτη σε έναν τόσο στενό χώρο. Και όμως οι γάτες για κάποιο λόγο φαίνεται πως δεν τον είδαν. Πέρασε το χέρι του μπροστά από τα μάτια του. Ορίστε, το βλέπω καθαρά. Δεν είναι διαφανές. Μυστήριο. Πάντως, αύριο πρωί θα πάω στο σταθμό και θα πάρω το τρένο να φύγω από την πόλη. Είναι πολύ επικίνδυνο να μείνω κι άλλο. Μην προκαλέσω και την καλή μου τύχη.
Την επομένη όμως το τρένο δε σταμάτησε στο σταθμό. Το είδε να περνάει μπροστά από τα μάτια του και να φεύγει, χωρίς να κόβει ταχύτητα. Το ίδιο έγινε και με το απογευματινό τρένο. Είδε το μηχανοδηγό που καθόταν στη θέση του. Είδε και τα πρόσωπα των επιβατών από τα παράθυρα. Το τρένο όμως δεν έδειξε κανένα σημάδι πως θα σταματούσε, σαν να μην έβλεπαν ούτε τον νεαρό που περίμενε ούτε και τον σταθμό. Ο ήλιος άρχισε να πέφτει. Όπου να ‘ναι θα έρχονταν οι γάτες. Τότε κατάλαβε πως είχε χαθεί οριστικά. Δεν είναι η Πόλη των γάτων εδώ, συνειδητοποίησε τελικά. Ήταν ο τόπος όπου του έμελλε να χαθεί αμετάκλητα. Ένα μέρος που είχε σταματήσει ειδικά γι αυτόν, ένα μέρος που δεν ανήκε στον κόσμο του. Και το τρένο που θα τον πήγαινε στον προηγούμενο κόσμο δε θα σταματούσε πια σε κείνο το σταθμό στον αιώνα των άπαντα.
Διάβασε το διήγημα δύο φορές. Η φράση «ο τόπος όπου του έμελλε να χαθεί» του είχε τραβήξει την προσοχή. Έκλεισε το βιβλίο και άφησε τα μάτια του να πλανηθούν στο πληκτικό βιομηχανικό τοπίο της παραλίας. Έβλεπε τη φλόγα ενός διυλιστηρίου πετρελαίου, της τεράστιες δεξαμενές αερίου, τις εξίσου τεράστιες και κοντόχοντρες καμινάδες σαν κανόνια μακράς βολής, τη γραμμή των τρακτέρ και των βυτιοφόρων που ταξίδευαν στο δρόμο. Εκείνες εκ διαμέτρου αντίθετες από την Πόλη των γάτων, που όμως είχαν το δικό τους φανταστικό υπόστρωμα, κι αυτό έκανε τη ζωή της πόλης να φαίνεται πως υποβασταζόταν από έναν κάτω κόσμο.
Λίγο αργότερα ο Τένγκο έκλεισε τα μάτια του και φαντάστηκε την Κιόκο Γιασούντα κλεισμένη στο δικό της «χαμένο κόσμο». Εκεί όπου τα τρένα δε σταματούν, όπου δεν υπάρχουν τηλέφωνα, ούτε ταχυδρομεία. Εκεί όπου τη μέρα βασιλεύει μόνο η απόλυτη μοναξιά, ενώ με το σκοτάδι της νύχτας έρχονται οι γάτες να αναλάβουν το ανελέητο κυνηγητό. Σε μία κατά τα φαινόμενα αδιάκοπα κυκλική επανάληψη. Ο Τένγκο αποκοιμήθηκε χωρίς να το καταλάβει. Όχι για πολλή ώρα αλλά πολύ βαθιά. Όταν ξύπνησε, ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα. Το τρένο, μες στην καρδιά του καλοκαιριού, ακολουθούσε την ακτογραμμή του Μινάμι Μπόσο.
Πηγή: Vivliodiadromes.blogspot