Επιμέλεια: Ειρήνη Αϊβαλιώτου / catisart.gr
Οι Αλαουίτες (αραβικά: علوية) γνωστοί και ως Νουσαϊρίτες ή Ανσαρίτες, είναι μια σημαντική μυστικιστική θρησκευτική ομάδα, η οποία επικεντρώνεται στη Συρία και ακολουθεί έναν κλάδο του Σιιτικού Ισλάμ, σχετικά με τους Δώδεκα Ιμάμηδες των Σιιτών. Οι Αλαουίτες τιμούν τον Αλί (Αλί Ιμπν Αμπί Τάλιμπ), ενώ το όνομά τους Αλαουίτες, σημαίνει ακόλουθοι του Αλί. Η ομάδα πιστεύεται ότι ιδρύθηκε από τον Ιμπν Νουσαΐρ κατά τη διάρκεια του 8ου αιώνα.
Οι Αλαουίτες ή Νουσαϊρί της Συρίας ήταν παραδοσιακά μια ορεσίβια κοινότητα και μάλιστα αρκετά περιθωριακή, καθώς ζούσε σχετικά απομονωμένη και μακριά από τις πόλεις π.χ. η άτυπη “πρωτεύουσα” της περιοχής τους, η Λατάκια, είχε ως το 1920 κατοίκους κυρίως Σουνίτες και Χριστιανούς.
Ήταν κυνηγημένοι επί αιώνες και γι’ αυτό κατέφυγαν στα βουνά, ενώ οι Σουνίτες εξαπέλυαν κατά περιόδους διάφορες τιμωρητικές εκστρατείες εναντίον τους, “φυτεύοντας” μάλιστα πολλά τζαμιά στις περιοχές τους, που ωστόσο έμεναν πάντα άδεια, διότι οι ντόπιοι δεν τα χρησιμοποιούσαν παρά μόνον οι επισκέπτες.
Όπως αναφέρει ο συγγραφέας Γιώργος Στάμκος, άρχισαν να βγαίνουν από το περιθώριο και να αναρριχώνται στην εξουσία μετά την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την ανεξαρτησία της Συρίας αρχικά υπό Γαλλική Εντολή. Οι Γάλλοι, που ακολουθούν το δόγμα του διαίρει και βασίλευε, τους χρησιμοποίησαν εξαρχής ως στρατιώτες για να προστατεύσουν την επικυριαρχία τους απέναντι στη μονίμως εξεγερμένη Σουνιτική πλειονότητα, που παραδοσιακά καταπίεζε τους Αλαουίτες. Οι Γάλλοι τους υποσχέθηκαν μάλιστα και ανεξάρτητο Αλαουιτικό κρατίδιο στo πλαίσιo μιας μεγάλης ομοσπονδιακής Συρίας που σχεδίαζαν.
Πράγματι η ιστορική περιοχή της Λατάκιας, όπου ζουν κυρίως οι Αλαουίτες, από την 5η Δεκεμβρίου 1924 και για κάποια χρόνια αποτέλεσε αυτόνομη περιοχή, με έκταση 4.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων περίπου και μεγάλη ακτογραμμή, στο πλαίσιο της Συρίας που βρισκόταν τότε υπό Γαλλική Εντολή. Η αλήθεια είναι πως πολλοί Αλαουίτες έτρεφαν εκείνη την εποχή την ελπίδα της ενσωμάτωσής τους σ’ έναν “Μεγάλο Λίβανο”, κάτι που τελικά δεν έγινε εφικτό.
Τον Ιούνιο του 1936, έξι Αλαουίτες προύχοντες απευθύνουν στον Λέον Μπλουμ, πρόεδρο του υπουργικού συμβουλίου της τότε γαλλικής κυβέρνησης, μια επιστολή με την οποία δηλώνουν πως “οι Αλαουίτες αρνούνται να προσαρτηθούν στη Συρία, της οποίας το θρήσκευμα είναι το Σουνιτικό Ισλάμ” και πως “σύμφωνα με το Ισλάμ, οι Αλαουίτες είναι άπιστοι. Το μίσος κι ο φανατισμός βρίσκεται στην καρδιά των Αράβων για ό,τι δεν είναι ισλαμικό, και κατά συνέπεια το τέλος της Γαλλικής Αρμοστείας θα εκθέσει τις θρησκευτικές μειονότητες στο θάνατο και την καταστροφή”. Ανάμεσα στους προσυπογράφοντες αυτής της επιστολής βρίσκουμε και τον Αλή Σουλεϊμάν αλ Άσσαντ, πατέρα του Χαβέζ –πρόεδρος από το 1971 μέχρι το 2000- και παππού του σημερινού Μπασάρ αλ Άσσαντ.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα πολλοί Αλαουίτες να επιλέξουν ως επάγγελμα το Στρατό και να κάνουν σταδιοδρομία ως στρατιωτικοί, σχηματίζοντας μάλιστα ένα είδος “συνωμοτικής αδελφότητας” στους κόλπους του Συριακού Στρατού. Όταν δημιουργήθηκε το κόμμα Μπάαθ πολλοί Αλαουίτες στρατιωτικοί, όπως άλλωστε και πολλοί Σύριοι Χριστιανοί, εντάχθηκαν στις τάξεις του. Την ίδια περίοδο, και ειδικά μεταξύ του 1948 και 1963, η παραδοσιακή ελίτ της χώρας έχανε τη δύναμή της εξαιτίας κυρίως των συγκρούσεων μεταξύ των Σουνιτών για τη νομή της εξουσίας, ενώ οι Αλαουίτες συνέχιζαν να είναι ενωμένοι.
To 1970, αφού το κόμμα Μπάαθ (ένα αραβικό σοσιαλιστικό κόμμα με εκσυγχρονιστικές και εθνικιστικές τάσεις και σύνθημα το “Ενότητα, Ελευθερία, Σοσιαλισμός”) κατέλαβε την εξουσία (αρχής γεννομένης από το πραξικόπημα του 1963), ο Αλαουίτης στρατηγός Χαφέζ αλ Άσαντ, γεννημένος στο αλαουίτικο χωριό Καρντάχα της βορειοδυτικής Συρίας, κατάφερε το 1971 να γίνει ισόβιος πρόεδρος της Συρίας μέχρι το θάνατό του το 2000, οπότε και τον διαδέχθηκε ο γιος του Μπασάρ αλ Άσαντ. Για τους Σουνίτες της Συρίας και ειδικά για τη Μουσουλμανική Αδελφότητα ο Αλαουίτης Σύριος δικτάτορας Άσαντ (το όνομα του οποίου σημαίνει “Λιοντάρι” στα αραβικά) ήταν ένας “εχθρός του Αλλάχ” κι εξαρχής κήρυξαν ανένδοτο πόλεμο εναντίον του, αλλά όμως δεν κατάφεραν να τον εκδιώξουν. Ο Αμερικανός συγγραφέας Ρόμπερτ Κάπλαν παρομοίασε τη μετεωρική άνοδο στην εξουσία του Αλαουίτη Άσαντ με το “ένας Ανέγγιχτος να γίνει Μαχαραγιάς στην Ινδία ή ένας Εβραίος να γίνει Τσάρος στη Ρωσία -ένα απροσδόκητο σοκ για τη Σουνιτική πλειονότητα της Συρίας που μονοπωλούσε επί αιώνες την εξουσία στη χώρα”. Το πραξικόπημα που έφερε το κόμμα Μπάαθ και τρεις γενιές των Αλαουιτών Άσαντ στην εξουσία το 1963, έφερε ταυτόχρονα στο πολιτικό και θρησκευτικό προσκήνιο και τη νομή της εξουσίας την πλέον καθυστερημένη, φτωχή θεολογικά, περιφρονημένη, και κοινωνικά εξοστρακισμένη μειονότητα της Συρίας, μετατρέποντάς την έτσι στην κυρίαρχη ελίτ της Δαμασκού, κάτι που προκάλεσε ακόμη περισσότερη έχθρα εκ μέρους των Σουνιτών. Και πράγματι, μια δεκαετία αφού ο Άσαντ ανέβηκε στην εξουσία, οι Αλαουίτες ανέλαβαν τα περισσότερα ανώτατα αξιώματα στο στρατό και στις υπηρεσίες ασφαλείας καθώς και όλες τις νευραλγικές θέσεις στην κρατική μηχανή της Συρίας.
Το 1973 εκδίδεται από τον Λιβανέζο σεΐχη Μουσά Σάντρ μια νέα φάτβα, που ήταν πολύ σημαντική για την ενίσχυση των Αλαουιτών, καθώς τους αναγνωρίζει για πρώτη φορά ως μουσουλμάνους σε αντάλλαγμα να υποστηρίξουν τη Σιιτική μειονότητα στο Λίβανο. Έτσι οι Αλαουίτες αναγνωρίζονται επίσημα ως ανορθόδοξος κλάδος του Σιιτισμού κι αποκτούν προστασία κι εκ μέρους του Ιράν. Τα αποτελέσματα αυτής της “σιιτικοποίησης” των Αλαουιτών ή Νουσαϊρι ήταν πενιχρά: τα πέντε αλαουιτικά τεμένη που έχτισε ο Χαφέζ αλ Άσσαντ στη γενέτειρά του Καρντάχα, παρέμειναν άδεια, ενώ οι Σουνίτες εξακολουθούσαν να τους βλέπουν αν όχι ως “απίστους”, τουλάχιστον ως “ψευδο-μουσουλμάνους”…
Πηγές πλροφοριών: ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ, Tvxs