Πάνω: Henri Cartier Bresson
Ερωτευμένη
[Ένας δειλός, έφεδρος γλόμπος προσπαθεί να φωτίσει το μοναδικό δωμάτιο του μικρού διαμερίσματος. Οι τοίχοι γυμνοί. Ούτε ένα παλιό ανώνυμο τοπίο, ούτε μιά φωτογραφία γάμου, με σκουριασμένα πρόσωπα και υγρασιασμένα χέρια. Στο ένα από τα δύο μεγάλα ξύλινα κρεβάτια, ένας νεαρός τραυματισμένος βαριά. Στο άλλο, μιά νέα γυναίκα λεπτή, όμορφη σαν ανοιξιάτικη βροχή, σχεδόν κορίτσι, στηρίζει ένα μπλοκ αλληλογραφίας στα γόνατά της και γράφει. Τα δάχτυλά της κρατούν το στιλό με μιάν αριστοκρατική άνεση, σπούδαζε Ψυχολογία άλλωστε. Ωστόσο, φαίνονται ταλαιπωρημένα. Το ίδιο και το βλέμμα της, καθώς κοιτάζει με τρόμο το νεαρό τραυματία. Τα χείλια της, κόκκινα σαν κεράσια, δείχνουν πως πρέπει να αγαπήθηκε πολύ. Δεν έχει σημασία πως βρέθηκε μόνη σ’ αυτό το άθλιο δωμάτιο, με ένα σχεδόν νεκρό άγνωστο. Σημασία έχει πως ο μόνος άντρας που αγάπησε πραγματικά υπήρξε σπουδαστής της Θεολογίας, τώρα κατηγορούμενος για εγκλήματα πολέμου. Σ’ αυτόν γράφει. Το γράμμα έπεσε στο πάτωμα και πατήθηκε και σκίστηκε και κομματιάστηκε, όταν ο στρατός άδειασε βεβιασμένα τον καταυλισμό προσφύγων. Εξάλλου, ακόμη κι αν το ταχυδρομούσε, θα ήταν μάλλον απίθανο να έφτανε στον προορισμό του. Η τύχη της γυναίκας αγνοείται. Κάπου στα Βαλκάνια. Νύχτα.]
Επειδή σ’ αγάπησα, σαν όνειρο με αμέτρητες φωτιές
πίσω απ’ τις ράχες των βουνών,
σου γράφω καίγοντας την τελευταία μου σπίθα·
εγώ, μιά πορφυρή, παράξενη φυγή,
πυρπολημένη από ατέλειωτη λύπη.
Θυμάσαι; «Φεύγεις σαν ελάφι κυνηγημένο·
αν γλυτώσεις σαν σπουργίτι θά ‘ναι θαύμα!»
Επιβίωσα απλά σαν άνθρωπος
αποφασισμένος να εκδικηθεί την αδικία της βαρύτητάς του.
Άρχισα να περιφέρομαι στην πόλη
που θα φώλιαζα τη σκόνη της υπόλοιπης ζωής μου
και την υγρασία της υπόλοιπης ζωής μου.
Όλα μου έδιναν ταυτόχρονα μιάν εντύπωση
που θα ρίζωνε και μιάν άλλη που θα ταξίδευε συνεχώς.
Έβλεπα, κάθε μέρα, τα ίδια σπίτια και,
καθώς ήξερα πως ήταν τα ίδια,
τ’ αγαπούσα σταθερά με το ίδιο όνομα.
Ύστερα, ένιωσα πως είχα φέρει μαζί μου περισσότερα
απ’ όσα δάκρυσα ή δεν έφτασα ποτέ!
Πολύ αργότερα κατάλαβα πως ήσουν κοντά μου
ή πως ήμουν μαζί σου – από μιάν άποψη
το ίδιο κάνει· από μιάν άλλη κινδύνεψα να τρελαθώ.
Νόμιζα πως το σώμα μου δεν ταίριαζε με το δικό σου,
ωστόσο τώρα ξέρω τί προσπαθούσε να ξεχάσει
εκείνη η δίψα που άναβε μέσα μου,
κάθε φορά που ξεδιψούσα άλλο σώμα.
Με είχα ξεχάσει στην αγκαλιά σου και καθώς
δεν σ’ αγκάλιασα ποτέ, δεν ήξερα τί έπρεπε να θυμηθώ,
ν’ αναζητήσω, να πάρω πίσω ή να δώσω
κι ας έμενα ένα τίποτε που δε σε πόθησε ποτέ.
Κοιτούσα τον ουρανό – πόσο αίμα
σπατάλησα στις φλέβες μου για να ξεφύγω
τα γαλάζια ψέματά του – κι αφηνόμουν να φτωχαίνω
τη φτώχεια όλων. Μα είναι απίστευτο πόσο διαφέρουν
οι άνθρωποι στον τρόπο που σκορπάνε τις ελπίδες τους.
Οι περισσότεροι αυτοσχεδιάζουν: φαντάζονται
ό, τι μπορεί να περάσει απ’ το μυαλό τους,
προκειμένου να κρατηθούν στο ναυάγιο της εικόνας τους·
ορισμένοι αποδέχονται την κατάντια τους
σαν να την περίμεναν για να υπάρξουν επιτέλους
ακέραιοι. Μετά ήρθε η φωτιά να κατοικήσει
τα σπίτια που δεν έκαιγαν οι ίδιοι
από μιάν ανεξήγητη αυτοσυγκράτηση
ή μιάν εντελώς δικαιολογημένη
αίσθηση ματαιότητας. Κι ενώ η πόλη
γινόταν ακατάσχετη στάχτη
κι όσοι θυμούνταν ξαφνικά πως ζουν ακόμη
προσπαθούσαν να γλυτώσουν
από το θάνατο το θάνατό τους,
εγώ κοιμόμουν μιάν αυλή γεμάτη τριαντάφυλλα.
Είχα γυρίσει σπίτι. Φύτευες δυό χέρια ευκάλυπτο,
κι ανάσαινα ένα στήθος απόγευμα
γεμάτο ψυχές εργατικές και τεμπέλικα μωρά.
Άνοιξες το βράδυ· φορούσα κατάσαρκα δροσιά
γεμάτη τριαντάφυλλα απ’ τη μικρή αυλή. Κατάπια
δυό γλυκόξινα κεράσια, όταν μ’ αγκάλιασες…
Ξέρω πως ο γέροντας ευκάλυπτος
δεν παλεύει με τον άνεμο πια,
μα ούτε εγώ με τα όνειρά μου.
Είμαι βέβαιη: η ψυχή πεθαίνει
όταν χάσει την αυλή, που ονειρεύτηκε συχνά
από χαρά ή απελπισία, από έρωτα ή δειλία.
Συντόμευε! Δική σου!
(Γιώργος Μπλάνας)