Γκάγκαροι εναντίον μετοίκων και επήλυδων. Ένα προσωνύμιο που έρχεται από την παλιά Αθήνα και που σήμερα το διεκδικούν οι «βέροι», οι «γνήσιοι» Αθηναίοι. Αν κάποιος όμως θέλει να περιγράψει την Αθήνα πριν ιδρυθεί το ελληνικό κράτος, δηλαδή πριν από το 1834, θα πρέπει να απαλλαγεί τελείως από τις γραφικές εικόνες και απλώς να σκεφτεί πώς είναι ένα μεγάλο χωριό. Η Αθήνα είχε γύρω στους 2.000 κατοίκους και περίπου 400 σπίτια. Όλα ήταν κάτω από την Ακρόπολη, εκεί που σήμερα βρίσκονται η Πλάκα και το Μοναστηράκι. Η υπόλοιπη περιοχή ήταν ακαλλιέργητα χωράφια και κακοτράχαλα υψώματα. Δρόμοι δεν υπήρχαν. Οι κάτοικοι περπατούσαν μέσα από μονοπάτια και έπρεπε να βάζουν πέτρες για να βρουν τρόπο να γυρίσουν στα σπίτια τους, ακόμα και την ημέρα. Οι αθηναιογράφοι πιστεύουν ότι και γι’ αυτό το λόγο, οι γυναίκες δεν μπορούσαν να περπατήσουν και έμεναν στα σπίτια τους.
Στη νεοσύστατη πρωτεύουσα της οθωνικής περιόδου ο πληθυσμός μπορούσε να διακριθεί σε δύο μεγάλες ομάδες με διακριτή καταγωγή, κουλτούρα, ενίοτε και αντικρουόμενα συμφέροντα. Από τη μια ήταν οι γηγενείς Αθηναίοι και από την άλλη οι Έλληνες της διασποράς, προερχόμενοι από το Φανάρι και τις μεγάλες πόλεις της κεντρικής Ευρώπης και των Βαλκανίων. Οι δεύτεροι, σαφώς πιο πλούσιοι, προοδευμένοι και εκλεπτυσμένοι, έβλεπαν τους ντόπιους, ακόμη και τις αρχοντικές οικογένειες, με υπεροψία. Αυτοί αποκαλούσαν τους παλαιούς Αθηναίους «γκαγκαραίους». Γιατί τους αποκαλούσαν έτσι μας εξηγεί ο αθηναιογράφος, ποιητής και συγγραφέας Δημήτριος Καμπούρογλου στο βιβλίο του «Αι Παλαιαί Αθήναι»:
«Οι φερτοί απεκάλουν τους τοπικάρηδες γκαγκαραίους. Αλλά τι σημαίνει αυτό; Οι αγνοούντες τα πράγματα προσέτρεξαν πάλιν να εύρουν κάποιαν σλαβικήν επίδρασιν, ενώ πρόκειται απλούστατα περί της παραδόξου λέξεως γκάγκαρο εκ του ιταλικού ganghero και gangaro, δι ης ωνόμαζον εν Αθήναις την γενικής χρήσεως στρόφιγγα της θύρας, το στροφάδι. Ίσως δε να ενέχη η παρωνυμία αύτη την μεταφορικήν έννοιαν, αναφερομένην εις ανθρώπους οι οποίοι έζων αμπαρωμένοι μέσα εις τα σπίτια των, κυρίως από έλλειψιν κοινωνικής διαχυτικότητος.»
Σύμφωνα με το έργο «Le Origini della Lingua Italiana», εκδοθέν στη Γενεύη το 1685, στο λήμμα gangaro – ganghero αναφέρεται ότι η λέξη προέρχεται από την ελληνική κάγχαλος: κρίκος ο επί ταις θύραις. Από τους Σικελούς η λέξη πέρασε στους Λατίνους και από αυτούς στους Ιταλούς, μετασχηματιζόμενη από κάγχαλος σε canchalus, gangalus, gangarus, στο τέλος δε gangaro και ganghero.
- Αρχική εικόνα: Tο παζάρι της Αθήνας. Edward Dodwell (1767-1832), Views in Greece from drawings by Edward Dodwell. London: Rodwell and Martin, 1821