29.5 C
Athens
Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2024

Περικλέους Ἐπιτάφιος Λόγος του Θουκυδίδου – Ο φλογερός ύμνος στη Δημοκρατία και την Ελευθερία

 

Ο Περικλέους Επιτάφιος ή Επιτάφιος του Περικλή είναι το απόσπασμα από το έργο «Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου» του αρχαίου Αθηναίου ιστορικού Θουκυδίδη στο οποίο παρατίθεται ο λόγος που ο Περικλής εκφώνησε το 430 π.Χ. για τους πρώτους νεκρούς του Πελοποννησιακού Πολέμου.

Ο λόγος βρίσκεται στο δεύτερο βιβλίο του έργου (2.35 έως 2.44) και περιλαμβάνει ένα φλογερό ύμνο στην Αθηναϊκή δημοκρατία και στην αγάπη του Αθηναίου προς την ελευθερία. Το παρακάτω απόσπασμα αναφέρεται συχνά σε πολεμικούς επικήδειους, καθώς είναι εξαιρετικό παράδειγμα απόδοσης τιμών στους νεκρούς:

Ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος, καὶ οὐ στηλῶν μόνον ἐν τῇ οἰκεία σημαίνει ἐπιγραφή, ἀλλὰ καὶ ἐν τῇ μὴ προσηκούσῃ ἄγραφος μνήμη παρ’ ἑκάστω τῆς γνώμης μᾶλλον ἢ τοῦ ἔργου ἐνδιαιτᾶται. (2. 43)
(Διότι τάφος των επιφανών ανδρών είναι κάθε τόπος, και δε σώζεται το όνομά τους μόνο σε επιγραφές στην πατρίδα τους, αλλά διατηρείται η ανάμνησή τους και στις ξένες χώρες, πιο πολύ στη μνήμη και στις καρδιές των ανθρώπων παρά στα γραπτά μνημεία και στους τάφους.) (ελεύθερη απόδοση)

Το ιστορικό πλαίσιο

Μετά το πρώτο έτος του πολέμου, ενός πολέμου του οποίου τότε κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει τη διάρκειά του αλλά ήταν φανερό πως δεν είχε τελειώσει, έθιμο ήταν να γίνεται στις αρχές του χειμώνα η κηδεία των πεσόντων με εκφώνηση επιταφίου από έναν διακεκριμένο άνδρα. Συγκεκριμένα οι νεκροί καίγονταν πλέον συνήθως επί τόπου (στα πεδία των μαχών) και στην Αθήνα μεταφέρονταν τα οστά για ταφή. Αυτό είχε αφορμή τον «πάτριο νόμο» που ίσχυε ειδικά στην Αθήνα για λόγους καθαρά πρακτικούς, αλλά και πολιτικούς. Σύμφωνα με το έθιμο τα οστά μεταφέρονταν σε λάρνακα από κυπαρίσσι σε μία άμαξα για κάθε φυλή των Αθηναίων και στο τέλος τιμητικά μια λάρνακα μεταφερόταν με τα χέρια και σκεπασμένη με σεντόνι, για όσους τα σώματα δεν μπόρεσαν να περισυλλεγούν και να ταφούν («τῶν ἀφανῶν», όπως αναφέρει ο Θουκυδίδης, για αυτή την τόσο ευαίσθητη ή πολιτικά ευφυή μεταχείριση που προσέφερε παρηγοριά στους συγγενείς και κουράγιο στους στρατιώτες, ότι ακόμα κι αν δεν βρεθεί το νεκρό σώμα τους αν σκοτωθούν σε μάχη ή ναυμαχία, δεν θα μείνουν ακήδευτοι). Στον χώρο του Κεραμεικού βρίσκονταν γυναίκες που θρηνούσαν όπως ήταν τα έθιμο. Σύμφωνα με τα ισχύοντα, ένας εκλεγμένος πολίτης που η γνώμη του ήταν συνετή και άξια, έλεγε τον έπαινο τον πρέποντα και η τελετή έληγε. Στην περίπτωση αυτή «ορίστηκε να μιλήσει ο Περικλής, ο γιος του Ξανθίππου, που ανέβηκε στο βήμα ώστε η φωνή του να φτάνει στα αυτιά όσο το δυνατόν περισσότερων. Μίλησε περίπου ως εξής:

Προοίμιο

Ο Περικλής λέει ότι έχει επιφυλάξεις για την εκφώνηση επαίνων για τους νεκρούς επειδή «σε άνδρες που αποδείχτηκαν γενναίοι με έργα, πρέπει με έργα να τους αποδίδονται τιμές». (Ουσιαστικά εισηγείται στους παρόντες να τιμήσουν έμπρακτα τους νεκρούς και όπως διαφαίνεται από τη δομή του υπόλοιπου λόγου, το έμμεσο προσκλητήριο αφορά την έμπρακτη υπεράσπιση των λόγων για τους οποίους θυσιάστηκαν οι ήδη πεσότες, δηλαδή την προάσπιση της δημοκρατίας και της ηγετικής θέσης του αθηναϊκού πολιτισμού, σε περίπτωση που θα χρειαστούν και άλλες θυσίες για την πατρίδα). Όμως καταλήγει ότι θα αγορεύσει από σεβασμό για το νόμο, όσο κι αν θεωρεί τα λόγια ακατάλληλα, καθώς άλλοι θα τα βρουν κατώτερα των περιστάσεων καθώς ξέρουν τι έγινε ενώ άλλοι, που δεν ξέρουν, θα τα βρουν ίσως υπερβολικά. Αναφέρεται και στο φθόνο, μια που η φύση του ανθρώπου τέτοια είναι, να αντέχει να ακούει καλά λόγια για τα έργα των άλλων, όσο θεωρεί ότι αυτά τα έργα θα μπορούσε να τα είχε κάνει κι αυτός και ζηλεύει τον έπαινο για κάτι που ξεπερνά τις δικές του δυνάμεις.

Το κράτος δικαίου

Στο πρώτο μέρος το έθιμο ήταν να γίνεται μακρά αναφορά στα κατορθώματα των ηρώων, στην Τροία και σε πολλά άλλα. Έτσι συνδέονταν τα ανδραγαθήματα της τωρινής γενιάς με τους αυτόχθονες της Αττικής. Όμως ο Περικλής που θέλει να επιμείνει στη σημερινή πραγματικότητα και σε όσα πρέπει να γίνουν μελλοντικά, αντιπαρέρχεται το μακρινό παρελθόν με σεβασμό αλλά πάντως εν τάχει λέγοντας απλά ότι θα αρχίσει από τους μακρινούς προγόνους των Αθηναίων αναφέροντας ότι τους αξίζει η τιμή, αφού με την αρετή τους “την χώραν ἐλευθέραν παρέδοσαν σε εμάς” και πάει κατ’ ευθείαν στη γενιά των πατεράδων της γενιάς του (ίσως επειδή πολέμησαν στους Περσικούς Πολέμους αλλά ίσως κυρίως για τους κοινωνικούς αγώνες τους) «που αξίζουν τις ίδιες αν όχι και μεγαλύτερες τιμές, αφού αυτά που πήραν με πολύ μόχθο τα κληροδότησαν σε εμάς προσθέτοντας και τα δικά τους επιτεύγματα». Ύστερα περνάει αμέσως στην τωρινή γενιά για να πει ότι ακόμα περισσότερα πέτυχαν με τους αγώνες τους οι σημερινοί Έλληνες γιατί «ἐπηυξήσαμεν τήν πόλιν τοῖς πᾶσι παρεσκευάσαμεν καὶ ἐς πόλεμον καὶ ἐς εἰρήνη αὐταρκεστάτην» (ώστε να είναι αυτοδύναμη και αυτάρκης και σε καιρό πολέμου και στην ειρήνη). Εξηγεί ότι τα πολεμικά κατορθώματα του παρελθόντος δεν θα τον απασχολήσουν στο λόγο του επειδή δεν θέλει να μακρηγορεί σε ακροατήριο που αυτά τα ξέρει από πρώτο χέρι, αλλά θα επιμείνει «στο πώς φτάσαμε στο σημερινό μεγαλείο, στις αρχές που έχουν εμφορήσει αυτούς τους αγώνες, στο πολίτευμα και στον τρόπο ζωής με τον οποίο επιτεύχθηκαν αυτά». “Μετά” –λέει- “θα αναφερθώ στον έπαινο των νεκρών –γιατί δεν είναι καθόλου άπρεπο να αναφερθούν όλα αυτά και είναι προς το συμφέρον μας να ακουστούν από ντόπιους κι από ξένους”. Με αυτό τον τρόπο αιτιολογεί τη μη καθιερωμένη, τη μη συμβατική δομή του Επιταφίου που απαιτούσε μακροσκελή μνεία σε μυθικά ανδραγαθήματα. Σε όσα αναφέρεται στη συνέχεια συχνά υπάρχουν έμμεσοι υπαινιγμοί για τις ουσιαστικές διαφορές που χωρίζουν βαθύτατα τους Αθηναίους από τους Σπαρτιάτες.

Μιλά για το κράτος δικαίου της πόλης, για το σύστημα διακυβέρνησης, το πολίτευμα, το οποίο δημιούργησε νόμους, τους οποίους όχι μόνον δεν αντέγραψε από άλλους, αλλά που απεναντίας τους μιμούνται οι άλλοι πρόθυμα (εννοεί ίσως τις ιωνικές πόλεις, το Άργος, η Κυρήνη κ.α.):

«καὶ ὄνομα μὲν διὰ τὸ μὴ ἐς ὀλίγους ἀλ᾽ ἐς πλείονας οἰκεῖν δημοκρατία κέκληται»

Επειδή όπως συνεχίζει, δεν στηρίζεται στους λίγους (εννοεί όπως της Σπάρτης) αλλά στους πολλούς και απέναντι στο νόμο όλοι είναι ίσοι:

«κατά τους νόμους μέτεστι πᾶσι τό ἴσον»

Και για την αξιοκρατία, ότι δηλαδή είναι μεν όλοι ίσοι απέναντι στο δίκαιο και το νόμο, αλλά στα αξιώματα ανέρχεται με την ικανότητα, την προκοπή του, και όχι επειδή έτυχε να γεννηθεί σε μια ορισμένη κοινωνική τάξη (για να τονίσει και πάλι τις διαφορές με τους ολιγαρχικούς Σπαρτιάτες).

Τονίζει επίσης ότι απολαμβάνουν όλοι ελευθερία τόσο στη δημόσια όσο και στην ιδιωτική τους ζωή (στηλιτεύοντας έτσι έμμεσα και πάλι την ανελευθερία της Σπάρτης αλλά και την καχυποψία που κυριαρχούσε στην κοινωνική της ζωή) χωρίς να έχουν σαν στόχο το κακό του συνανθρώπου τους. «Σεβόμαστε -λέει- ο ένας τον άλλο νόμο για τους άγραφους νόμους της ζωής και για να αποφύγουμε την αισχύνη κι όχι από φόβο» (υπαινιγμός ότι οι Σπαρτιάτες τηρούν το νόμο επειδή τρέμουν τη νομοθεσία τους).

Μετά θυμίζει στους Αθηναίους όλα τα καλά που απολαμβάνουν (και αυτά σε αντιδιαστολή προς τη λιτή ζωή των Σπαρτιατών), τα όμορφα σπίτια τους, τις συνεχείς εορταστικές εκδηλώσεις της πόλης, το γεγονός ότι βρίσκουν στο εμπόριο όλα τα καλά του κόσμου που έρχονται από τα πέρατα της οικουμένης ακόμα και σε καιρό πολέμου. Σε αυτό το σημείο κάποιοι βλέπουν να λείπει η αναφορά στα μεγαλοπρεπή κτίσματα της Αθήνας και εικάζουν ότι «τα έκοψε» ο Θουκυδίδης, αλλά η λογική υπαγορεύει ότι ο Περικλής δεν ήθελε να αναφερθεί σε μέρα κηδείας σε εκείνο ακριβώς που έδωσε μια σημαντική αφορμή για τον πόλεμο, δηλαδή το ξόδεμα χρημάτων από το συμμαχικό ταμείο για έργα στολισμού της Αθήνας, συν το γεγονός ότι και ο ίδιος αντιμετώπιζε κατηγορίες για σπατάλες (δικές του ή φίλων του) που τις χρέωναν στα έργα καλλωπισμού της πόλης.

Στη συνέχεια αφήνει τα υπονοούμενα και επιτίθεται ευθέως στον τρόπο ζωής των Σπαρτιατών, μιλά για την ξενηλασία (έμμεσα και για την κρυπτεία και τα κλέμματα), λέγοντας ότι οι Αθηναίοι έχουν απεναντίας τις πόρτες τους ανοιχτές σε όλους, στηλιτεύει τον σκληρό τρόπο εκπαίδευσης των στρατιωτών στη Σπάρτη, και λέει ότι «εμείς έχουμε θαυμάσιο στρατό χωρίς να χρειάζεται να ακολουθούμε τέτοια εκπαίδευση» και συμπληρώνει ότι παρ’ όλη την εκπαίδευσή τους οι Λακεδαιμόνιοι εκστρατεύουν πάντα με συμμάχους ενώ «εμείς εύκολα νικάμε και μόνοι μας» και ότι «αν τύχει να νικήσουν ένα δικό μας μικρό τμήμα στρατού καυχιούνται ότι μας νίκησαν όλους, κι αν τύχει να νικηθούν από αυτό το μικρό τμήμα στρατού το δικό μας, λένε ότι νικήθηκαν από ολόκληρο το στράτευμά μας». Εμείς -λέει- έχουμε την ανδρεία από την ανατροφή μας και όχι επειδή μας την επιβάλλει ο νόμος και κάνουμε οικονομία δυνάμεων για σκληρές συνθήκες όταν πράγματι πρέπει να τις αντιμετωπίσουμε και όχι εκ των προτέρων απλά για γυμναστική του στρατιώτη.

Στη συνέχεια μιλά και για άλλα χαρακτηριστικά του Αθηναίου πολίτη, ότι δηλαδή απολαμβάνει το όμορφο και με λιτό τρόπο, δίχως πολλά χρήματα και πολυτέλειας, και παράλληλα φιλοσοφεί χωρίς να γίνεται μαλθακός:

«φιλοκαλοῦμέν τε γάρ μετ’ εὐτελείας και φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας»

Μετά μιλά για το πόσο σημαντική είναι στην Αθήνα η συμμετοχή στα κοινά, ώστε κάποιος και να εργάζεται και να ασχολείται με την πολιτική, κι αυτό οφείλεται στο ότι «μόνον εμείς οι Αθηναίοι θεωρούμε ότι όποιος μένει αμέτοχος στα κοινά δεν είναι φιλήσυχος αλλά άχρηστος»:

«μόνοι γάρ τον τε μηδέν τῶνδε μετέχοντα οὐκ ἀπράγμονα, ἀλλ᾽ ἀχρεῖον νομίζομεν»

Μετά μιλά για την αίσθηση του κινδύνου, την περίσκεψη και την τόλμη και λέει ότι οι Αθηναίοι και σε αυτό ξεχωρίζουν, καθώς είναι πάντα ενήμεροι και ως εκ τούτου η τόλμη τους δεν οφείλεται στην άγνοια του κινδύνου. «Και όσο κι αν αγαπάμε τα καλά της ειρήνης, δεν κοιτάμε να αποφύγουμε τον πόλεμο».

Θίγει μετά το θέμα της οφειλής και της ευγνωμοσύνης, και αναφέρει ότι αυτός που ευεργετεί κάποιον είναι καλύτερος φίλος από εκείνον που ευεργετήθηκε και γι’ αυτό οι Αθηναίοι προσπαθούν να βοηθούν παρά να βοηθούνται:

«βεβαιότερος δε ὁ δράσας την χάριν ὥστε ὀφειλομένην δι᾽ εὐνοίας ᾧ δέδωκε σῴζειν:
ὁ δὲ ἀντοφείλων ἀμβλύτερος, εἰδὼς οὐκ ἐς χάριν, ἀλλ’ ἐς ὀφείλημα τὴν ἀρετὴν ἀποδώσων».

Στη συνέχεια, προτού μπει στο επόμενο μέρος του Επιταφίου για τον έπαινο των νεκρών, ανακεφαλαιώνει όσα είπε με τη φράση:

ξυνελών τε λέγω την τε πᾶσαν πόλιν τῆς Ἑλλάδος παίδευσιν εἶναι»

(:με δυο λόγια, η Αθήνα είναι σχολείο-το πνευματικό κέντρο όλης της Ελλάδας). Αναφέρει τις ατομικές ικανότητες του κάθε πολίτη χωριστά και της πόλης εν γένει και τονίζει ότι αυτό δεν αποτελεί κομπασμό, γιατί το αποδεικνύει η πραγματικότητα, η δύναμη της πόλης, όλα όσα πέτυχαν οι Αθηναίοι με τη νοοτροπία που έχουν (εννοεί τα προαναφερθέντα περί ελευθερίας, φιλοσοφίας, εκπαίδευσης), που «έχουμε τη μόνη πολιτεία η οποία όταν δοκιμάζεται αποδεικνύεται ανώτερη από τη φήμη της»:

«μόνη γάρ τῶν νῦν ἀκοῆς κρείσσων ἐς πεῖραν ἔρχεται»

Τη μόνη πολιτεία -συνεχίζει- που δεν δίνει λαβή παραπόνων ούτε στον εχθρό από την κακή της στάση αλλά ούτε και στον υπήκοό της (ότι βρίσκονται στην ηγεσία ανάξιοι) και η οποία θα είναι θαυμαστή και στα κατοπινά χρόνια, δίχως να έχει την ανάγκη να την υμνήσει κάποιος Όμηρος, που με τα λόγια του μπορεί να υπερβάλει της πραγματικότητας. “Η δική μας πολιτεία είναι θαυμαστή γιατί κάναμε όλα τα λιμάνια και όλες τις στεριές προσιτές στην τόλμη μας και παντού ιδρύσαμε αθάνατα μνημεία τόσο των επιτυχιών όσο και των ατυχιών μας. Υπέρ μιας τέτοιας πολιτείας λοιπόν και αυτοί που κείνται μπροστά μας (εννοεί τους νεκρούς) πολέμησαν γενναία και φονεύθηκαν, γιατί αναγνώρισαν το καθήκον τους να μην την στερηθούν, και πρέπει όσοι επιζήσαμε να κάνουμε πρόθυμα θυσίες για χάρη της».

Στο δεύτερο μέρος επαινεί τους νεκρούς και δίνει συμβουλές στους ζωντανούς

Στο τρίτο μέρος παρηγορεί τους συγγενείς των νεκρών. Ακολουθεί ο επίλογος.

Ο συγγραφέας

Η πατρότητα του Επιταφίου αμφισβητείται, καθώς μέρος της ιστορικής κοινότητας θεωρεί ότι είναι δημιούργημα του Θουκυδίδη και όχι του Περικλή. Ο Επιτάφιος που έφτασε σε εμάς, καταγράφεται από τον Θουκυδίδη αλλά δεν μπορεί να τεκμηριωθεί ότι πρόκειται για λέξη προς λέξη μεταφορά όσων πράγματι εκφωνήθηκαν εκείνη τη φορτισμένη μέρα, με την Αθήνα να θρηνεί τους νεκρούς της και με το μέλλον της να διαφαίνεται ζοφερό. Εξάλλου ο ίδιος ο Θουκυδίδης αναφέρει προηγουμένως (στο 1.22) ότι γενικά οι ομιλίες που παραθέτει στο έργο του “δεν ήταν δυνατόν να μεταφερθούν λέξη προς λέξη”. Επίσης ο Περικλής δέκα χρόνια πρωτύτερα είχε εκφωνήσει άλλον έναν επικήδειο για τους νεκρούς στο Σαμιακό Πόλεμο και ίσως στοιχεία του ενός έχουν περιληφθεί στον άλλον. Αν βέβαια ευσταθεί η άποψη ότι ο Επιτάφιος για τους πρώτους νεκρούς του Πελοποννησιακού Πολέμου γράφτηκε από τον ίδιο τον Θουκυδίδη, τότε δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το κείμενο είναι αρκετά πιστό (εκτός και αν ο Περικλής έκανε αλλαγές στο κείμενο καθώς μιλούσε και ο Θουκυδίδης στο βιβλίο του περιέλαβε την εκδοχή με την οποία συμφωνούσε περισσότερο). Για την πατρότητα του Επιταφίου έχουν εκφραστεί πολλές απόψεις με δύο βασικές: τη μία να θεωρεί συγγραφέα τον Περικλή και την άλλη, τον Θουκυδίδη, δίχως κανένα μέλος της ελληνικής και διεθνούς ακαδημαϊκής κοινότητας να μπορέσει να αποδείξει ικανοποιητικά είτε τη μία είτε την άλλη, αφού και οι δύο άνδρες είχαν την παιδεία, την ευαισθησία και το πολιτικό κριτήριο να συντάξουν παρόμοια κείμενα. Παρότι αναπόδεικτες και οι δύο θεωρίες, για πολλά χρόνια κυριάρχησε η άποψη ότι συγγραφέας ήταν ο ιστορικός, ίσως επειδή αυτή τη γνώμη είχε εκφράσει αρχικά ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς και αρκετοί ακαδημαϊκοί. Στο βιβλίο που διδάσκεται σήμερα στα ελληνικά σχολεία αναφέρεται ότι στη διαμάχη αυτή δόθηκε χρόνος και χώρος που δεν της άξιζε και στην περίπτωση του Επιταφίου έχουμε μία σπάνια αλλά ιδιαίτερα ευτυχή σύμπτωση, δηλαδή να συμπίπτουν δύο μεγάλες προσωπικότητες -προσωπικότητες που εισχωρούν στη βαθύτερη ουσία των θεσμών και των γεγονότων και που «η ψυχή και των δύο φωτίζεται από τη λάμψη του ίδιου ανώτερου ιδανικού, θερμαίνεται από την ίδια αγάπη για το μεγαλείο στο οποίο έφτασε η δημοκρατική Αθήνα». Επίσης: «το κείμενο που έχουμε μπροστά μας είναι αντάξιο της πνευματικής προσωπικότητας τόσο του Θουκυδίδη όσο και του Περικλή. Συμβάλλει στη θετική αποτίμηση και των δύο, χωρίς, αντίθετα να δίνει αφορμή να υποτιμηθεί με όποιο τρόπο είτε ο ιστορικός είτε ο πολιτικός».

 

Όστρακο με το όνομα του Περικλή

 

[35] Οἱ μὲν πολλοὶ τῶν ἐνθάδε ἤδη εἰρηκότων ἐπαινοῦσι τὸν προσθέντα τῷ νόμῳ τὸν λόγον τόνδε, ὡς καλὸν ἐπὶ τοῖς ἐκ τῶν πολέμων θαπτομένοις ἀγορεύεσθαι αὐτόν. ἐμοὶ δὲ ἀρκοῦν ἂν ἐδόκει εἶναι ἀνδρῶν ἀγαθῶν ἔργῳ γενομένων ἔργῳ καὶ δηλοῦσθαι τὰς τιμάς, οἷα καὶ νῦν περὶ τὸν τάφον τόνδε δημοσίᾳ παρασκευασθέντα ὁρᾶτε, καὶ μὴ ἐν ἑνὶ ἀνδρὶ πολλῶν ἀρετὰς κινδυνεύεσθαι εὖ τε καὶ χεῖρον εἰπόντι πιστευθῆναι. χαλεπὸν γὰρ τὸ μετρίως εἰπεῖν ἐν ᾧ μόλις καὶ ἡ δόκησις τῆς ἀληθείας βεβαιοῦται. ὅ τε γὰρ ξυνειδὼς καὶ εὔνους ἀκροατὴς τάχ᾿ ἄν τι ἐνδεεστέρως πρὸς ἃ βούλεταί τε καὶ ἐπίσταται νομίσειε δηλοῦσθαι, ὅ τε ἄπειρος ἔστιν ἃ καὶ πλεονάζεσθαι, διὰ φθόνον, εἴ τι ὑπὲρ τὴν αὑτοῦ φύσιν ἀκούοι. μέχρι γὰρ τοῦδε ἀνεκτοὶ οἱ ἔπαινοί εἰσι περὶ ἑτέρων λεγόμενοι, ἐς ὅσον ἂν καὶ αὐτὸς ἕκαστος οἴηται ἱκανὸς εἶναι δρᾶσαί τι ὧν ἤκουσεν· τῷ δὲ ὑπερβάλλοντι αὐτῶν φθονοῦντες ἤδη καὶ ἀπιστοῦσιν. ἐπειδὴ δὲ τοῖς πάλαι οὕτως ἐδοκιμάσθη ταῦτα καλῶς ἔχειν, χρὴ καὶ ἐμὲ ἑπόμενον τῷ νόμῳ πειρᾶσθαι ὑμῶν τῆς ἑκάστου βουλήσεώς τε καὶ δόξης τυχεῖν ὡς ἐπὶ πλεῖστον. Οἱ περισσότεροι ἀπὸ ὅσους ὡς τώρα ἔχουν μιλήσει ἀπὸ τὸ βῆμα αὐτὸ συνηθίζουν νὰ ἐπαινοῦν ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος στὸν νόμο ποὺ διέπει τὴν ταφὴ τῶν νεκρῶν πρόσθεσε τὴν διάταξη αὐτὴ περὶ ἐπιταφίου λόγου, γιατὶ θεωροῦν ὅτι ἀξίζει τὸν κόπο νὰ ἀπονέμεται μιὰ τέτοια τιμὴ στοὺς νεκροὺς τῶν πολέμων κατὰ τὸν ἐνταφιασμό τους. Σὲ μένα ἐν τούτοις θὰ φαινόταν ὅτι εἶναι προτιμότερο, οἱ τιμὲς ποὺ ἀπονέμονται σὲ ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι ἀναδείχθηκαν γενναῖοι με τὰ ἔργα τους, νὰ ἐκδηλώνονται καὶ αὐτὲς μὲ ἔργα μόνο, ὅπως εἶναι π.χ. αὐτές, τὶς ὁποῖες τώρα βλέπετε γύρω ἀπὸ τὸν ἐνταφιασμό τους, ποὺ ἔγινε δημοσίᾳ δαπάνῃ, καὶ ὄχι νὰ ἐξαρτῶνται οἱ ἀρετὲς τῶν πολλῶν ἀπὸ τὴν ἱκανότητα ἢ τὴν ἀνικανότητα ἑνὸς ἀνθρώπου, νὰ κανονίζεται δηλαδὴ ἡ περὶ αὐτῶν ἐκτίμηση τῶν ἀκροατῶν ἀπὸ τὴν εὐφράδεια ἢ μὴ εὐφράδεια τοῦ ρήτορα. Γιατὶ εἶναι δύσκολο πράγμα νὰ μιλήσει κανεὶς ἀντικειμενικὰ (χωρὶς δηλαδὴ νὰ πεῖ οὔτε λιγότερα οὔτε περισσότερα ἀπὸ ὅ,τι πρέπει) γιὰ κάποιο θέμα, γιὰ τὸ ὁποῖο εἶναι δύσκολο νὰ ἐξακριβωθεῖ καὶ αὐτὴ ἀκόμα ἡ ἁπλὴ ἰδέα, ὅτι τὰ λεγόμενα ἀπὸ τὸν ρήτορα εἶναι ἀληθινά. Γιατὶ ὁ ἀκροατής, ὁ ὁποῖος γνωρίζει τὰ πράγματα καὶ εἶναι εὐνοϊκὰ διατεθειμένος πρὸς αὐτοὺς ποὺ τὰ ἔπραξαν, θὰ σχημάτιζε ἴσως τὴν ἰδέα, ὅτι αὐτὰ ἐκτέθηκαν κάπως κατώτερα ἀπὸ ὅ,τι αὐτὸς γνωρίζει καὶ ἐπιθυμεῖ, ἐνῶ ἀντίθετα, ὅποιος τὰ ἀγνοεῖ, θὰ σκεπτόταν ὅτι μερικὰ ἐκτέθηκαν ἀρκετὰ μεγαλοποιημένα, καὶ αὐτὸ ἀπὸ φθόνο, τὸν ὁποῖο δοκιμάζει ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἀκούει κάτι τὸ ὁποῖο ὑπερβαίνει τὶς δικές του φυσικὲς δυνάμεις. Γιατὶ οἱ ἄνθρωποι ἀνέχονται τοὺς ἐπαίνους ποὺ λέγονται γιὰ ἄλλους μόνο ἐφόσον κάθε ἀκροατὴς ἔχει τὴ γνώμη, ὅτι καὶ αὐτὸς εἶναι ἱκανὸς νὰ πράξει κάτι ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἀκούει. Ἐνῶ γιὰ κάθε τί, τὸ ὁποῖο εἶναι ἀνώτερο ἀπὸ τὶς δυνάμεις του, αἰσθάνεται διὰ μιᾶς φθόνο καὶ δυσπιστία. Ἐφόσον ὅμως οἱ πρόγονοί μας ἔκριναν ὅτι μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο πρέπει νὰ γίνονται τὰ πράγματα αὐτά, πρέπει κι ἐγὼ νὰ ἀκολουθήσω τὸ ἔθιμο αὐτὸ καὶ νὰ προσπαθήσω νὰ ἱκανοποιήσω τὴν ἐπιθυμία καὶ τὴν γνώμη τοῦ καθενός σας ὅσο μπορέσω περισσότερο.
[36] Ἄρξομαι δὲ ἀπὸ τῶν προγόνων πρῶτον· δίκαιον γὰρ αὐτοῖς καὶ πρέπον δὲ ἅμα ἐν τῷ τοιῷδε τὴν τιμὴν ταύτην τῆς μνήμης δίδοσθαι. τὴν γὰρ χώραν οἱ αὐτοὶ αἰεὶ οἰκοῦντες διαδοχῇ τῶν ἐπιγιγνομένων μέχρι τοῦδε ἐλευθέραν δι᾿ ἀρετὴν παρέδοσαν. καὶ ἐκεῖνοί τε ἄξιοι ἐπαίνου καὶ ἔτι μᾶλλον οἱ πατέρες ἡμῶν· κτησάμενοι γὰρ πρὸς οἷς ἐδέξαντο ὅσην ἔχομεν ἀρχὴν οὐκ ἀπόνως ἡμῖν τοῖς νῦν προσκατέλιπον. τὰ δὲ πλείω αὐτῆς αὐτοὶ ἡμεῖς οἵδε οἱ νῦν ἔτι ὄντες μάλιστα ἐν τῇ καθεστηκυίᾳ ἡλικίᾳ ἐπηυξήσαμεν καὶ τὴν πόλιν τοῖς πᾶσι παρεσκευάσαμεν καὶ ἐς πόλεμον καὶ ἐς εἰρήνην αὐταρκεστάτην. ὧν ἐγὼ τὰ μὲν κατὰ πολέμους ἔργα, οἷς ἕκαστα ἐκτήθη, ἢ εἴ τι αὐτοὶ ἢ οἱ πατέρες ἡμῶν βάρβαρον ἢ Ἕλληνα πολέμιον ἐπιόντα προθύμως ἠμυνάμεθα, μακρηγορεῖν ἐν εἰδόσιν οὐ βουλόμενος ἐάσω· ἀπὸ δὲ οἵας τε ἐπιτηδεύσεως ἤλθομεν ἐπ᾿ αὐτὰ καὶ μεθ᾿ οἵας πολιτείας καὶ τρόπων ἐξ οἵων μεγάλα ἐγένετο, ταῦτα δηλώσας πρῶτον εἶμι καὶ ἐπὶ τὸν τῶνδε ἔπαινον, νομίζων ἐπί τε τῷ παρόντι οὐκ ἂν ἀπρεπῆ λεχθῆναι αὐτὰ καὶ τὸν πάντα ὅμιλον καὶ ἀστῶν καὶ ξένων ξύμφορον εἶναι ἐπακοῦσαι αὐτῶν. Θὰ μιλήσω πρῶτα πρῶτα γιὰ τοὺς προγόνους μας. Διότι εἶναι δίκαιο, ἀλλὰ συγχρόνως καὶ πρέπον, σὲ μιὰ τέτοια περίσταση, κατὰ τὴν ὁποία θρηνοῦμε καὶ ἐγκωμιάζουμε τοὺς νεκρούς μας, νὰ τοὺς ἀπονέμεται ἡ τιμὴ αὐτὴ νὰ μνημονεύονται πρῶτοι. Γιατὶ δὲν ὑπῆρξαν οὔτε μία στιγμή, κατὰ τὴν ὁποία νὰ ἔπαυσαν νὰ κατοικοῦν τὴν χώρα αὐτή, καὶ χάρις στὴν ἀνδρεία τοὺς διαφύλατταν τὴν ἐλευθερία της ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεὰ μέχρι τῶν ἡμερῶν μας καὶ μᾶς τὴν παράδωσαν ἐλεύθερη. Καὶ ἐκεῖνοι λοιπὸν εἶναι ἄξιοι ἐπαίνου ἀλλὰ ἀκόμη περισσότερο οἱ πατέρες μας. Γιατὶ ἐπὶ πλέον ἐκείνων, τὰ ὁποῖα κληρονόμησαν, ἀπέκτησαν μὲ πολλοὺς κόπους καὶ κληροδότησαν σὲ μᾶς τοὺς σημερινοὺς ὅλη αὐτὴ τὴν ἐπικράτεια ποὺ κατέχουμε σήμερα. Τὸ δὲ ἔργο τῆς περαιτέρω βελτίωσης, τὸ ἐπιτελέσαμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ποὺ εἴμαστε συγκεντρωμένοι ἐδῶ, οἱ ὁποῖοι βρισκόμαστε ἀκόμη σὲ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἡλικία μας, καὶ ἐμεῖς ἐφοδιάσαμε τὴν πόλη μας μὲ ὅλα τὰ πράγματα, ὥστε νὰ εἶναι αὐταρκέστατη καὶ γιὰ πόλεμο καὶ γιὰ εἰρήνη. Ἀπὸ ὅλα δὲ αὐτὰ ἐγὼ ὅσα μὲν ἀναφέρονται σὲ πολεμικὰ κατορθώματα, μὲ τὰ ὁποῖα ἔγινε ἡ κάθε μιὰ κατάκτηση, ἢ ἀφοροῦν τὴν ἐνεργητικότητα, μὲ τὴν ὁποία ἀποκρούσαμε, εἴτε ἐμεῖς οἱ σημερινοὶ εἴτε οἱ πρόγονοί μας, τοὺς ἑκάστοτε ἐπελθόντες ἐναντίον μας Βαρβάρους ἢ Ἕλληνες, ὅλα αὐτά, θὰ τὰ παραλείψω, γιατὶ δὲν ἐπιθυμῶ νὰ ἀπεραντολογῶ ἐνώπιον ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι τὰ γνωρίζουν.
Ἀλλὰ μὲ ποιὸν τρόπο φθάσαμε στὸ σημεῖο αὐτὸ τῆς δύναμης ποὺ εἴμαστε σήμερα, καὶ μὲ ποιὰ μορφὴ πολιτεύματος καὶ μὲ ποιὲς συνήθειες ἔγινε μεγάλη ἡ δύναμή μας, ὅλα αὐτὰ θὰ ἀναπτύξω πρῶτα, καὶ ἔπειτα θὰ προχωρήσω στὸ ἐγκώμιο αὐτῶν ἐδῶ τῶν νεκρῶν, γιατὶ νομίζω ὅτι δὲν εἶναι ἀνάρμοστο νὰ λεχθοῦν αὐτὰ καὶ γιὰ τὴν παροῦσα περίσταση, καὶ δὲν εἶναι ἀνώφελο νὰ τὰ ἀκούσουν ὅλοι οἱ παρευρισκόμενοι, ἀστοὶ καὶ ξένοι.

[37] Ξρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους, παράδειγμα δὲ μᾶλλον αὐτοὶ ὄντες τισὶν ἢ μιμούμενοι ἑτέρους. καὶ ὄνομα μὲν διὰ τὸ μὴ ἐς ὀλίγους ἀλλ᾿ ἐς πλείονας οἰκεῖν δημοκρατία κέκληται· μέτεστι δὲ κατὰ μὲν τοὺς νόμους πρὸς τὰ ἴδια διάφορα πᾶσι τὸ ἴσον, κατὰ δὲ τὴν ἀξίωσιν, ὡς ἕκαστος ἔν τῳ εὐδοκιμεῖ, οὐκ ἀπὸ μέρους τὸ πλέον ἐς τὰ κοινὰ ἢ ἀπ᾿ ἀρετῆς προτιμᾶται, οὐδ᾿ αὖ κατὰ πενίαν, ἔχων γέ τι ἀγαθὸν δρᾶσαι τὴν πόλιν, ἀξιώματος ἀφανείᾳ κεκώλυται. ἐλευθέρως δὲ τά τε πρὸς τὸ κοινὸν πολιτεύομεν καὶ ἐς τὴν πρὸς ἀλλήλους τῶν καθ᾿ ἡμέραν ἐπιτηδευμάτων ὑποψίαν, οὐ δι᾿ ὀργῆς τὸν πέλας, εἰ καθ᾿ ἡδονήν τι δρᾷ, ἔχοντες, οὐδὲ ἀζημίους μέν, λυπηρὰς δὲ τῇ ὄψει ἀχθηδόνας προστιθέμενοι. ἀνεπαχθῶς δὲ τὰ ἴδια προσομιλοῦντες τὰ δημόσια διὰ δέος μάλιστα οὐ παρανομοῦμεν, τῶν τε αἰεὶ ἐν ἀρχῇ ὄντων ἀκροάσει καὶ τῶν νόμων, καὶ μάλιστα αὐτῶν ὅσοι τε ἐπ᾿ ὠφελίᾳ τῶν ἀδικουμένων κεῖνται καὶ ὅσοι ἄγραφοι ὄντες αἰσχύνην ὁμολογουμένην φέρουσιν. Ἔχουμε δηλαδὴ πολίτευμα, τὸ ὁποῖο δὲν ἀντιγράφει τοὺς νόμους ἄλλων, μᾶλλον δὲ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι εἴμαστε ὑπόδειγμα σὲ μερικοὺς παρὰ μιμούμαστε ἄλλους. Καὶ ὀνομάζεται μὲν δημοκρατία, γιατὶ ἡ διοίκηση εἶναι στὰ χέρια τῶν πολλῶν καὶ ὄχι τῶν ὀλίγων, ἔναντι δὲ τῶν νόμων εἶναι ὅλοι ἴσοι στὶς ἰδιωτικές τους διαφορές, ἐνῶ ὡς πρὸς τὴν θέση τους στὸν δημόσιο βίο κάθε ἕνας προτιμᾶται γιὰ ἕνα ἀπὸ τὰ δημόσια ἀξιώματα ἀνάλογα μὲ τὴν ἐπίδοση τὴν ὁποία σημειώνει σὲ αὐτά, δηλαδὴ ἡ δημόσιά του σταδιοδρομία ἐξαρτᾶται μᾶλλον ἀπὸ τὴν ἀτομική του ἀξία καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν κοινωνικὴ τάξη, ἀπὸ τὴν ὁποία προέρχεται, οὔτε πάλι ἕνας, ὁ ὁποῖος εἶναι μὲν φτωχὸς ἔχει ὅμως τὴν ἱκανότητα νὰ παράσχει κάποια ὑπηρεσία στὴν πατρίδα του, ἐμποδίζεται σὲ αὐτὸ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι εἶναι ἄγνωστος. Ζοῦμε δὲ σὰν ἐλεύθεροι ἄνθρωποι, καὶ σὰν πολίτες στὸν δημόσιο βίο καὶ σὰν ἄτομα στὸν ἰδιωτικό, στὶς ἐπιδιώξεις μας τῆς καθημερινῆς ζωῆς, κατὰ τὶς ὁποῖες δὲν κοιτᾶμε ὁ ἕνας στὸν ἄλλον μὲ καχυποψία, δὲν θυμώνουμε μὲ τὸν γείτονά μας, ὅταν κάνει ὅ,τι τοῦ ἀρέσει, οὔτε παίρνουμε μία φυσιογνωμία σκυθρωπή, ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ μὴν βλάπτει τὸν ἄλλο, πάντως ὅμως εἶναι δυσάρεστη. Ἐνῶ δὲ στὴν ἰδιωτική μας ζωὴ συναναστρεφόμαστε μεταξύ μας χωρὶς νὰ ἐνοχλεῖ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, στὴν δημόσιά μας ζωή, σὰν πολίτες, ἀπὸ σεβασμὸ πρὸ πάντων δὲν παραβαίνουμε τοὺς νόμους, ὑπακοῦμε δὲ στοὺς ἑκάστοτε κατέχοντες τὰ δημόσια ἀξιώματα καὶ στοὺς νόμους, πρὸ περισσότερο σὲ ἐκείνους ἀπὸ τοὺς νόμους, ποὺ ἔχουν θεσπιστεῖ γιὰ ὑποστήριξη τῶν ἀδικούμενων, καὶ σὲ ἄλλους, οἱ ὁποῖοι ἂν καὶ ἄγραφοι, ἡ παράβασή τους φέρνει πανθομολογούμενη ντροπὴ στοὺς παραβάτες.
[38] Καὶ μὴν καὶ τῶν πόνων πλείστας ἀναπαύλας τῇ γνώμῃ ἐπορισάμεθα, ἀγῶσι μέν γε καὶ θυσίαις διετησίοις νομίζοντες, ἰδίαις δὲ κατασκευαῖς εὐπρεπέσιν, ὧν καθ᾿ ἡμέραν ἡ τέρψις τὸ λυπηρὸν ἐκπλήσσει. ἐπεσέρχεται δὲ διὰ μέγεθος τῆς πόλεως ἐκ πάσης γῆς τὰ πάντα, καὶ ξυμβαίνει ἡμῖν μηδὲν οἰκειοτέρᾳ τῇ ἀπολαύσει τὰ αὐτοῦ ἀγαθὰ γιγνόμενα καρποῦσθαι ἢ καὶ τὰ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ πνεῦμα μας ἔχουμε ἐφεύρει πλείστους ὅσους τρόπους νὰ τὸ ἀνακουφίζουμε ἀπὸ τοὺς κόπους, μὲ ἑορταστικοὺς ἀγῶνες καὶ θυσίες, τὶς ὁποῖες ἔχουμε καθιερώσει καθ᾿ ὅλη τὴν διάρκεια τοῦ ἔτους, καὶ μὲ εὐπρεπῆ ἰδιωτικὰ οἰκήματα, ἡ δὲ εὐχαρίστηση τὴν ὁποία καθημερινὰ ἀπολαμβάνουμε ἀπὸ ὅλα αὐτά, διώχνει τὴν μελαγχολία. Λόγω δὲ τοῦ μεγάλου ἀριθμοῦ τῶν κατοίκων τῆς πόλης μας εἰσάγονται σὲ αὐτὴν προϊόντα ὅλου τοῦ κόσμου, καὶ συμβαίνει νὰ ἀπολαμβάνουμε ἔτσι τὰ προϊόντα τῶν ἄλλων χωρῶν μὲ ὅση οἰκειότητα καταναλώνουμε τὰ προϊόντα της Ἀττικῆς (σὰν νὰ εἶναι δηλαδὴ δικά μας).
[39] Διαφέρομεν δὲ καὶ ταῖς τῶν πολεμικῶν μελέταις τῶν ἐναντίων τοῖσδε. τήν τε γὰρ πόλιν κοινὴν παρέχομεν, καὶ οὐκ ἔστιν ὅτε ξενηλασίαις ἀπείργομέν τινα ἢ μαθήματος ἢ θεάματος, ὃ μὴ κρυφθὲν ἄν τις τῶν πολεμίων ἰδὼν ὠφεληθείη, πιστεύοντες οὐ ταῖς παρασκευαῖς τὸ πλέον καὶ ἀπάταις ἢ τῷ ἀφ᾿ ἡμῶν αὐτῶν ἐς τὰ ἔργα εὐψύχῳ· καὶ ἐν ταῖς παιδείαις οἱ μὲν ἐπιπόνῳ ἀσκήσει εὐθὺς νέοι ὄντες τὸ ἀνδρεῖον μετέρχονται, ἡμεῖς δὲ ἀνειμένως διαιτώμενοι οὐδὲν ἧσσον ἐπὶ τοὺς ἰσοπαλεῖς κινδύνους χωροῦμεν. τεκμήριον δέ· οὔτε γὰρ Λακεδαιμόνιοι καθ᾿ ἑαυτούς, μεθ᾿ ἁπάντων δὲ ἐς τὴν γῆν ἡμῶν στρατεύουσι, τήν τε τῶν πέλας αὐτοὶ ἐπελθόντες οὐ χαλεπῶς ἐν τῇ ἀλλοτρίᾳ τοὺς περὶ τῶν οἰκείων ἀμυνομένους μαχόμενοι τὰ πλείω κρατοῦμεν. ἁθρόᾳ τε τῇ δυνάμει ἡμῶν οὐδείς πω πολέμιος ἐνέτυχε διὰ τὴν τοῦ ναυτικοῦ τε ἅμα ἐπιμέλειαν καὶ τὴν ἐν τῇ γῇ ἐπὶ πολλὰ ἡμῶν αὐτῶν ἐπίπεμψιν· ἢν δέ που μορίῳ τινὶ προσμείξωσι, κρατήσαντές τέ τινας ἡμῶν πάντας αὐχοῦσιν ἀπεῶσθαι καὶ νικηθέντες ὑφ᾿ ἁπάντων ἡσσῆσθαι. καίτοι εἰ ῥᾳθυμίᾳ μᾶλλον ἢ πόνων μελέτῃ καὶ μὴ μετὰ νόμων τὸ πλέον ἢ τρόπων ἀνδρείας ἐθέλομεν κινδυνεύειν, περιγίγνεται ἡμῖν τοῖς τε μέλλουσιν ἀλγεινοῖς μὴ προκάμνειν, καὶ ἐς αὐτὰ ἐλθοῦσι μὴ ἀτολμοτέρους τῶν αἰεὶ μοχθούντων φαίνεσθαι, καὶ ἔν τε τούτοις τὴν πόλιν ἀξίαν εἶναι θαυμάζεσθαι καὶ ἔτι ἐν ἄλλοις. Ὑπερέχουμε δὲ ἀπὸ τοὺς ἀντιπάλους μας καὶ στὴν πολεμικὴ προετοιμασία κατὰ τὰ ἑξῆς: Τὴν πόλη μας π.χ. τὴν παρέχουμε ἀνοιχτή σε ὅλον τὸν κόσμο, καὶ ποτὲ δὲν ἀποκλείουμε κανέναν διώχνοντας τοὺς ξένους ἀπὸ ὁποιοδήποτε ἀκρόαμα ἢ θέαμα, ἀπὸ τὸ ὁποῖο, ἂν δὲν τὸ κρατήσουμε μυστικὸ καὶ τὸ δεῖ κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς μας, εἶναι δυνατὸν νὰ ὠφεληθεῖ, καὶ αὐτὸ γιατὶ ἔχουμε ἐμπιστοσύνη ὄχι τόσο στὶς πολεμικὲς προετοιμασίες καὶ τὰ στρατηγήματα ὅσο στὴν ἔμφυτη γενναιότητά μας ὅσον ἀφορᾶ τὰ ἔργα. Στὸ ζήτημα δὲ πάλι τῆς ἀγωγῆς, ἐνῶ ἐκεῖνοι ὑποβάλλονται ἀπὸ τὴν νεαρή τους ἀκόμα ἡλικία σὲ συνεχῆ καὶ ἐπίπονη ἄσκηση, μὲ τὴν ὁποία ἐπιδιώκουν νὰ γίνουν γενναῖοι, ἐμεῖς ζοῦμε μὲ ὅλες τὶς ἀνέσεις καὶ ὅμως εἴμαστε ἐξ ἴσου πρόθυμοι νὰ ἀντιμετωπίσουμε τοὺς κινδύνους, τοὺς ὁποίους ἀντιμετωπίζουν καὶ αὐτοί. Καὶ νὰ ἡ ἀπόδειξη: ἐνῶ οἱ Λακεδαιμόνιοι ἐκστρατεύουν κατὰ τῆς χώρας μας μὲ ὅλους τοὺς τοὺς συμμάχους καὶ ποτὲ μόνοι, ἐμεῖς ἐπερχόμαστε κατὰ τῶν ἄλλων ἐντελῶς μόνοι, καὶ τὶς περισσότερες φορὲς νικᾶμε χωρὶς καμία δυσκολία τοὺς ἀντιπάλους μας, μολονότι ἐκεῖνοι μὲν μάχονται ὑπὲρ βωμῶν καὶ ἑστιῶν, ἐμεῖς δὲ εἴμαστε σὲ ξένο ἔδαφος. Καὶ κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς μας δὲν ἀντιμετώπισε μέχρι σήμερα τὶς δυνάμεις μας ἑνωμένες, γιατὶ ἀφ᾿ ἑνὸς καταβάλλουμε πολλὲς φροντίδες ταυτόχρονα καὶ γιὰ τὸ ναυτικό μας, καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου κατατέμνουμε τὶς δυνάμεις μας τοῦ πεζικοῦ καὶ τὶς στέλνουμε σὲ πολλὰ σημεῖα τῆς ἐπικράτειάς μας. Ἂν δὲ κάπου μὲ μέρος μόνο τῆς δύναμής μας συμπλακοῦν οἱ ἀντίπαλοί μας, τότε, ἂν μὲν νικήσουν, καυχῶνται ὅτι μᾶς νίκησαν ὅλους, ἂν δὲν νικηθοῦν, διακηρύσσουν ὅτι νικήθηκαν ἀπὸ ὅλους. Καὶ βέβαια, ἂν ἐμεῖς ἀντιμετωπίζουμε μὲ πολλὴ προθυμία τοὺς κινδύνους, μᾶλλον μὲ μιὰ ἀφροντισιὰ καὶ ἄνεση παρὰ μετὰ ἀπὸ ἐπίπονη ἄσκηση, καὶ μὲ ἀνδρεία, ἡ ὁποία ὀφείλεται ὄχι τόσο στὴν ἐπιβολὴ τῶν νόμων ὅσο στὴν φυσική μας εὐψυχία, ἔχουμε τὸ πλεονέκτημα ὅτι δὲν καταπονούμεθα προκαταβολικὰ γιὰ δεινά, τὰ ὁποῖα ἀνήκουν ἀκόμα στὸ μέλλον, καὶ ὅτι, ὅταν φθάσει ἡ ὥρα τῶν δεινῶν αὐτῶν, ἀποδεικνυόμαστε ὅτι δὲν εἴμαστε λιγότερο τολμηροὶ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ μοχθοῦν ἀδιάκοπα. Δὲν εἶναι δὲ σὲ αὐτὰ μόνο ἀξιοθαύμαστη ἡ πόλη μας ἀλλὰ καὶ σὲ πολλὰ ἀκόμη.
[40] Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ᾿ εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας· πλούτῳ τε ἔργου μᾶλλον καιρῷ ἢ λόγου κόμπῳ χρώμεθα, καὶ τὸ πένεσθαι οὐχ ὁμολογεῖν τινὶ αἰσχρόν, ἀλλὰ μὴ διαφεύγειν ἔργῳ αἴσχιον. ἔνι τε τοῖς αὐτοῖς οἰκείων ἅμα καὶ πολιτικῶν ἐπιμέλεια, καὶ ἑτέροις πρὸς ἔργα τετραμμένοις τὰ πολιτικὰ μὴ ἐνδεῶς γνῶναι· μόνοι γὰρ τόν τε μηδὲν τῶνδε μετέχοντα οὐκ ἀπράγμονα, ἀλλ᾿ ἀχρεῖον νομίζομεν, καὶ οἱ αὐτοὶ ἤτοι κρίνομέν γε ἢ ἐνθυμούμεθα ὀρθῶς τὰ πράγματα, οὐ τοὺς λόγους τοῖς ἔργοις βλάβην ἡγούμενοι, ἀλλὰ μὴ προδιδαχθῆναι μᾶλλον λόγῳ πρότερον ἢ ἐπὶ ἃ δεῖ ἔργῳ ἐλθεῖν. διαφερόντως γὰρ δὴ καὶ τόδε ἔχομεν ὥστε τολμᾶν τε οἱ αὐτοὶ μάλιστα καὶ περὶ ὧν ἐπιχειρήσομεν ἐκλογίζεσθαι· ὃ τοῖς ἄλλοις ἀμαθία μὲν θράσος, λογισμὸς δὲ ὄκνον φέρει. κράτιστοι δ᾿ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων. καὶ τὰ ἐς ἀρετὴν ἐνηντιώμεθα τοῖς πολλοῖς· οὐ γὰρ πάσχοντες εὖ, ἀλλὰ δρῶντες κτώμεθα τοὺς φίλους. βεβαιότερος δὲ ὁ δράσας τὴν χάριν ὥστε ὀφειλομένην δι᾿ εὐνοίας ᾧ δέδωκε σῴζειν· ὁ δὲ ἀντοφείλων ἀμβλύτερος, εἰδὼς οὐκ ἐς χάριν, ἀλλ᾿ ἐς ὀφείλημα τὴν ἀρετὴν ἀποδώσων. καὶ μόνοι οὐ τοῦ ξυμφέροντος μᾶλλον λογισμῷ ἢ τῆς ἐλευθερίας τῷ πιστῷ ἀδεῶς τινὰ ὠφελοῦμεν. Γιατὶ εἴμαστε λάτρεις τοῦ ὡραίου, ὅμως χωρὶς σπατάλη χρήματος, καὶ καλλιεργοῦμε τὸ πνεῦμα χωρὶς νὰ χάνουμε τὴν ἀνδρεία μας. Καὶ μεταχειριζόμαστε τὸν πλοῦτο περισσότερο σὰν μία εὐκαιρία δράσης παρὰ σὰν ἀφορμὴ κομπορρημοσύνης, τὸ νὰ ὁμολογεῖ δὲ κανεὶς τὴν φτώχειά του δὲν εἶναι ντροπή, εἶναι ὅμως αἰσχρότερο τὸ νὰ μὴν προσπαθεῖ νὰ τὴν ἀποφύγει μὲ τὴν ἐργασία. Ἐπὶ πλέον, οἱ ἴδιοι ἐμεῖς ὅλοι εἴμαστε σὲ θέση νὰ φροντίζουμε ταυτόχρονα γιὰ τὶς ἰδιωτικές μας ὑποθέσεις καὶ γιὰ τὶς ὑποθέσεις τῆς πόλης μας, καὶ ὅσοι ἀπὸ ἐμᾶς εἶναι απασχολημενοι μὲ ἰδιωτικὲς ἐπιχειρήσεις καὶ αὐτοὶ ἀκόμα κατέχουν τὰ πολιτικὰ ζητήματα στὴν ἐντέλεια. Γιατὶ εἴμαστε ὁ μόνος λαὸς ποὺ τὸν μὴ ἀναμειγνυόμενο καθόλου στὰ κοινὰ δὲν τὸν θεωροῦμε φιλήσυχο ἀλλὰ ἄχρηστο, καὶ οἱ μόνοι ποὺ ὅποτε δὲν τὰ ἐπινοοῦμε καὶ δὲν τὰ προτείνουμε οἱ ἴδιοι πάντως ἔχουμε τὴ δύναμη νὰ κρίνουμε σωστὰ τὰ λαμβανόμενα μέτρα, τοὺς δὲ λόγους δὲν τοὺς θεωροῦμε καθόλου ἐμπόδιο τῶν ἔργων, ἀλλὰ μᾶλλον θεωροῦμε σὰν ἐμπόδιο τὸ νὰ μὴν ἔχουμε κατατοπισθεῖ προφορικὰ σὲ ὅσα ἔχουμε νὰ κάνουμε, πρὶν καταπιαστοῦμε μὲ αὐτά. Γιατὶ ὑπερέχουμε ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ ὡς πρὸς αὐτὸ ἀκόμη, ὅτι δηλαδὴ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ἀποφασίζουμε γιὰ ὅσα πρόκειται νὰ ἐπιχειρήσουμε καὶ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι τὰ ἐπιχειροῦμε. Ἐνῶ ὡς πρὸς αὐτὸ οἱ ἄλλοι… σὲ αὐτοὺς ἡ μὲν ἀμάθεια τοὺς κάνει νὰ ἀποφασίζουν ἡ δὲ σκέψη τοὺς κάνει νὰ διστάζουν. Πιὸ τολμηροὶ ὅμως ἀπὸ ὅλους εἶναι σωστὸ νὰ θεωροῦνται ὅσοι γνωρίζουν μὲ σαφήνεια ποιὲς εἶναι οἱ συμφορὲς καὶ ποιὰ τὰ εὐχάριστα, καὶ ὅμως ἡ γνώση αὐτὴ δὲν τοὺς κάνει νὰ ἀποφεύγουν τοὺς κινδύνους. Ἀλλὰ καὶ στὰ ζητήματα τῆς καλωσύνης διαφέρουμε ἀπὸ τὴν πλειονότητα τῶν ἀνθρώπων. Γιατὶ ἐμεῖς τοὺς φίλους τους ἀποκτᾶμε μᾶλλον εὐεργετώντας παρὰ εὐεργετούμενοι ἀπὸ αὐτούς. Σταθερότερος δὲ φίλος εἶναι ὁ εὐεργετῶν τὸν ἄλλον, γιατὶ εἶναι φυσικὸ νὰ προσπαθεῖ νὰ διατηρεῖ τὴν ἀνάμνηση τῆς εὐεργεσίας μὲ τὸ νὰ φέρεται πάντοτε καλὰ πρὸς τὸν εὐεργετούμενο. Ἐνῶ ἀντιθέτως αὐτὸς ποὺ ὀφείλει τὴν εὐεργεσία εἶναι ψυχρότερος στὶς σχέσεις του, γιατὶ γνωρίζει, ὅτι πρόκειται νὰ ἀνταποδώσει τὴν καλωσύνη σὰν πληρωμὴ χρέους καὶ ὄχι γιὰ νὰ ἐξασφαλίσει τὴν εὐγνωμοσύνη τοῦ ἄλλου. Καὶ εἴμαστε οἱ μόνοι ποὺ βοηθᾶμε τὸν ἄλλο χωρὶς τὴν ἐλάχιστη ἀνησυχία, καὶ αὐτὸ μᾶλλον ἀπὸ τὴν ἐμπιστοσύνη ποὺ ἐμπνέει ἡ ἐλευθερία παρὰ ἀπὸ συμφεροντολογικοὺς ὑπολογισμούς.
[41] Ξυνελών τε λέγω τήν τε πᾶσαν πόλιν τῆς Ἑλλάδος παίδευσιν εἶναι καὶ καθ᾿ ἕκαστον δοκεῖν ἄν μοι τὸν αὐτὸν ἄνδρα παρ᾿ ἡμῶν ἐπὶ πλεῖστ᾿ ἂν εἴδη καὶ μετὰ χαρίτων μάλιστ᾿ ἂν εὐτραπέλως τὸ σῶμα αὔταρκες παρέχεσθαι. καὶ ὡς οὐ λόγων ἐν τῷ παρόντι κόμπος τάδε μᾶλλον ἢ ἔργων ἐστὶν ἀλήθεια, αὐτὴ ἡ δύναμις τῆς πόλεως, ἣν ἀπὸ τῶνδε τῶν τρόπων ἐκτησάμεθα, σημαίνει. μόνη γὰρ τῶν νῦν ἀκοῆς κρείσσων ἐς πεῖραν ἔρχεται, καὶ μόνη οὔτε τῷ πολεμίῳ ἐπελθόντι ἀγανάκτησιν ἔχει ὑφ᾿ οἵων κακοπαθεῖ οὔτε τῷ ὑπηκόῳ κατάμεμψιν ὡς οὐχ ὑπ᾿ ἀξίων ἄρχεται. μετὰ μεγάλων δὲ σημείων καὶ οὐ δή τοι ἀμάρτυρόν γε τὴν δύναμιν παρασχόμενοι τοῖς τε νῦν καὶ τοῖς ἔπειτα θαυμασθησόμεθα, καὶ οὐδὲν προσδεόμενοι οὔτε Ὁμήρου ἐπαινέτου οὔτε ὅστις ἔπεσι μὲν τὸ αὐτίκα τέρψει, τῶν δ᾿ ἔργων τὴν ὑπόνοιαν ἡ ἀλήθεια βλάψει, ἀλλὰ πᾶσαν μὲν θάλασσαν καὶ γῆν ἐσβατὸν τῇ ἡμετέρᾳ τόλμῃ καταναγκάσαντες γενέσθαι, πανταχοῦ δὲ μνημεῖα κακῶν τε κἀγαθῶν ἀΐδια ξυγκατοικίσαντες. περὶ τοιαύτης οὖν πόλεως οἵδε τε γενναίως δικαιοῦντες μὴ ἀφαιρεθῆναι αὐτὴν μαχόμενοι ἐτελεύτησαν, καὶ τῶν λειπομένων πάντα τινὰ εἰκὸς ἐθέλειν ὑπὲρ αὐτῆς κάμνειν. Ἀνακεφαλαιώνοντας λοιπὸν τὰ παραπάνω τονίζω, ὅτι ἡ ὅλη πόλη εἶναι σχολεῖο τῆς Ἑλλάδας καὶ ὅτι, κατὰ τὴ γνώμη μου, ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς ἔχει τὴν ἱκανότητα νὰ προσαρμοστεῖ πρὸς τὶς πλέον διαφορετικὲς μορφὲς δράσεως μὲ τὴν μεγαλύτερη εὐστροφία καὶ χάρη. Καὶ ὅτι αὐτὰ εἶναι μᾶλλον ἡ πραγματικὴ ἀλήθεια καὶ ὄχι ἁπλὴ κομπορρημοσύνη, κατάλληλη γιὰ τὴν παροῦσα περίσταση, τὸ ἀποδεικνύει αὐτὴ ἡ δύναμη τῆς πόλης, τὴν ὁποία ἀποκτήσαμε μὲ τὶς ἱκανότητές μας αὐτές. Γιατὶ εἶναι ἡ μόνη πόλη ἀπὸ τὶς σημερινὲς ποὺ ὅταν δοκιμάζεται ἀποδεικνύεται ἀνώτερή της φήμης της, καὶ ἡ μόνη, ἢ ὁποία οὔτε στὸν ἐχθρό, ποὺ τῆς ἐπιτίθεται, δίνει ἀφορμὴ νὰ ἀγανακτήσει μὲ ὅσα παθαίνει ἀπὸ τέτοιους ἀντιπάλους, οὔτε στοὺς ὑπηκόους της δίνει ἀφορμὴ γιὰ παράπονα, γιατὶ τάχα ἐξουσιάζονται ἀπὸ ἀνάξιους νὰ ἔχουν τὴν ἐξουσία. Ἡ δύναμή μας δὲ αὐτὴ δὲν εἶναι βέβαια χωρὶς ἀποδείξεις, ἀλλὰ ὑπάρχουν μεγαλοπρεπῆ μνημεῖα αὐτῆς, γιὰ τὰ ὁποῖα μᾶς θαυμάζουν» οἱ σύγχρονοί μας καὶ θὰ μᾶς θαυμάζουν καὶ οἱ μελλοντικὲς γενιές, καὶ μάλιστα χωρὶς νὰ χρειαζόμαστε τοὺς ἐπαίνους οὔτε τοῦ Ὁμήρου οὔτε κανενὸς ἄλλου, τοῦ ὁποίου οἱ στίχοι εἶναι δυνατὸν νὰ εὐχαριστήσουν πρὸς στιγμήν, θὰ ἔλθει ὅμως ἡ πραγματικότητα, ἡ ὁποία θὰ ἀποκαλύψει ψεύτικη τὴν ἰδέα ποὺ σχηματίστηκε γιὰ τὰ πράγματα, ἀλλὰ γιατὶ ὁλόκληρη τὴ θάλασσα καὶ τὴν ξηρὰ τὴν ἐξαναγκάσαμε νὰ γίνει προσιτὴ στὴν τόλμη μας, ἱδρύσαμε δὲ παντοῦ αἰώνια μνημεῖα καὶ τῆς φιλίας μας καὶ τῆς ἔχθρας μας. Ὑπὲρ αὐτῆς λοιπὸν τῆς πόλης καὶ αὐτοὶ ἐδῶ λοιπὸν πολέμησαν γενναία καὶ βρῆκαν τὸν θάνατο, γιατὶ δὲν μποροῦσαν νὰ ἀνεχθοῦν τὴν στέρησή της, καὶ ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς ἀπομένοντες στὴν ζωὴ ὁ καθένας πρέπει νὰ ἔχει τὴν προθυμία νὰ μοχθήσει γι᾿ αὐτήν.
[42] Δι᾿ ὃ δὴ καὶ ἐμήκυνα τὰ περὶ τῆς πόλεως, διδασκαλίαν τε ποιούμενος μὴ περὶ ἴσου ἡμῖν εἶναι τὸν ἀγῶνα καὶ οἷς τῶνδε μηδὲν ὑπάρχει ὁμοίως, καὶ τὴν εὐλογίαν ἅμα ἐφ᾿ οἷς νῦν λέγω φανερὰν σημείοις καθιστάς. καὶ εἴρηται αὐτῆς τὰ μέγιστα· ἃ γὰρ τὴν πόλιν ὕμνησα, αἱ τῶνδε καὶ τῶν τοιῶνδε ἀρεταὶ ἐκόσμησαν, καὶ οὐκ ἂν πολλοῖς τῶν Ἑλλήνων ἰσόρροπος ὥσπερ τῶνδε ὁ λόγος τῶν ἔργων φανείη. δοκεῖ δέ μοι δηλοῦν ἀνδρὸς ἀρετὴν πρώτη τε μηνύουσα καὶ τελευταία βεβαιοῦσα ἡ νῦν τῶνδε καταστροφή. καὶ γὰρ τοῖς τἆλλα χείροσι δίκαιον τὴν ἐς τοὺς πολέμους ὑπὲρ τῆς πατρίδος ἀνδραγαθίαν προτίθεσθαι· ἀγαθῷ γὰρ κακὸν ἀφανίσαντες κοινῶς μᾶλλον ὠφέλησαν ἢ ἐκ τῶν ἰδίων ἔβλαψαν. τῶνδε δὲ οὔτε πλούτου τις τὴν ἔτι ἀπόλαυσιν προτιμήσας ἐμαλακίσθη οὔτε πενίας ἐλπίδι, ὡς κἂν ἔτι διαφυγὼν αὐτὴν πλουτήσειεν, ἀναβολὴν τοῦ δεινοῦ ἐποιήσατο· τὴν δὲ τῶν ἐναντίων τιμωρίαν ποθεινοτέραν αὐτῶν λαβόντες καὶ κινδύνων ἅμα τόνδε κάλλιστον νομίσαντες ἐβουλήθησαν μετ᾿ αὐτοῦ τοὺς μὲν τιμωρεῖσθαι, τῶν δὲ ἐφίεσθαι, ἐλπίδι μὲν τὸ ἀφανὲς τοῦ κατορθώσειν ἐπιτρέψαντες, ἔργῳ δὲ περὶ τοῦ ἤδη ὁρωμένου σφίσιν αὐτοῖς ἀξιοῦντες πεποιθέναι, καὶ ἐν αὐτῷ τῷ ἀμύνεσθαι καὶ παθεῖν μᾶλλον ἡγησάμενοι ἢ [τὸ] ἐνδόντες σῴζεσθαι, τὸ μὲν αἰσχρὸν τοῦ λόγου ἔφυγον, τὸ δ᾿ ἔργον τῷ σώματι ὑπέμειναν καὶ δι᾿ ἐλαχίστου καιροῦ τύχης ἅμα ἀκμῇ τῆς δόξης μᾶλλον ἢ τοῦ δέους ἀπηλλάγησαν. Γι᾿ αὐτὸν λοιπὸν τὸ λόγο μακρηγόρησα γιὰ ὅσα ἀφοροῦν τὴν πόλη, ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν δηλαδὴ γιατὶ ἤθελα νὰ σᾶς δείξω, ὅτι ἐμεῖς δὲν ἀγωνιζόμαστε γιὰ τὸν ἴδιο σκοπό, γιὰ τὸν ὁποῖο ἀγωνίζονται ὅσοι δὲν ἔχουν κανένα ἀπὸ αὐτὰ τὰ πλεονεκτήματα σὲ ἴσο βαθμὸ μὲ μᾶς, καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου γιατὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἤθελα νὰ κάνω φανερό με ἀποδείξεις, ὅτι εἶναι δίκαιο τὸ ἐγκώμιο τῶν ἀνδρῶν αὐτῶν, γιὰ τοὺς ὁποίους μιλάω τώρα. Καὶ ἔχω ἤδη ἀναφέρει τὰ κυριότερα σημεῖα τούτου τοῦ ἐγκωμίου. Γιατὶ ὅσα εἶπα γιὰ τὴν πόλη γιὰ νὰ τὴν ἐξυμνήσω, εἶναι στολίδια, μὲ τὰ ὁποῖα τὴν στόλισαν οἱ ἀρετὲς αὐτῶν ἐδῶ καὶ ἄλλων ὁμοίων με αὐτούς, καὶ πολὺ λίγοι Ἕλληνες ὑπάρχουν, γιὰ τοὺς ὁποίους μπορεῖ νὰ λεχθεῖ, ὅ,τι μπορεῖ νὰ λεχθεῖ γι᾿ αὐτοὺς ἐδῶ, ὅτι δηλαδὴ φήμη τοὺς ἰσοσταθμίζει τὰ ἔργα τους. Ἔχω δὲ τὴ γνώμη, ὅτι θάνατος σὰν αὐτὸν ἐδῶ τῶν προκείμενων νεκρῶν παρέχει τὸ ἀληθινὸ μέτρο τῆς ἀξίας ἑνὸς ἀνθρώπου, καὶ ἄλλοτε μὲν εἶναι ὁ πρῶτος ποὺ τὴν προαναγγέλλει ἄλλοτε δὲ ὁ τελευταῖος ποὺ τὴν ἐπισφραγίζει. Γιατὶ καὶ ἐκεῖνοι ἀκόμη ποὺ ὑστεροῦν κατὰ τὰ ἄλλα, δικαιοῦνται νὰ προβάλλουν γιὰ ὑπεράσπισή τους τὴν ἀνδραγαθία, τὴν ὁποία ἐπέδειξαν κατὰ τοὺς πολέμους, μαχόμενοι ὑπὲρ τῆς πατρίδας. Γιατὶ ἐξέλειψαν τὸ κακὸ διὰ τοῦ καλοῦ, καὶ μὲ τὶς καλές τους ὑπηρεσίες σὰν ὑπερασπιστὲς τῆς πατρίδας τὴν ὠφέλησαν περισσότερο ἀπ᾿ ὅσο τὴν ἔβλαψαν μὲ τὰ τυχὸν σφάλματά τους στὴν ἰδιωτική τους ζωή. Ἀπὸ αὐτοὺς ὅμως ἐδῶ κανεὶς δὲν δείχθηκε δειλὸς μπροστὰ στὸν θάνατο ἐξ αἰτίας τοῦ πλούτου του, δὲν προτίμησε δηλαδὴ νὰ συνεχίσει τὴν ἀπόλαυσή του, οὔτε ἀπέφυγε τὸν κίνδυνο ἐξ αἰτίας τῆς φτώχειάς του, ἀπὸ τὴν ἐλπίδα δηλαδὴ ὅτι μπορεῖ νὰ τὴν ἀποφύγει ἐπὶ τέλους κάποτε καὶ νὰ γίνει πλούσιος. Ἀλλὰ περισσότερο ἀπὸ ὅλα τὰ ἀγαθὰ πόθησαν τὴν τιμωρία τῶν ἐχθρῶν τους, καὶ συνάμα θεώρησαν ὅτι δὲν ὑπάρχει ἐνδοξότερος κίνδυνος ἀπὸ αὐτὸν ἐδῶ, καὶ γιὰ τοῦτο προθυμοποιήθηκαν νὰ ριφθοῦν σὲ αὐτόν, γιὰ νὰ ἐκδικηθοῦν τοὺς ἐχθρούς τους ἀφ᾿ ἑνός, καὶ γιὰ νὰ ἐπιδιώξουν τὴν ἀπόκτηση τῶν ἀγαθῶν αὐτῶν ἀφ᾿ ἑτέρου, τὴν μὲν ἀβεβαιότητα δηλαδὴ τῆς ἐπιτυχίας τὴν ἐμπιστεύθηκαν στὴν ἐλπίδα, ὡς πρὸς δὲ τὸν κίνδυνο τοῦ θανάτου ποὺ βρισκόταν μπροστὰ τοὺς κατὰ τὴν μάχη ἦταν ἀποφασισμένοι νὰ στηριχθοῦν στὸν ἑαυτό τους καὶ μόνο. Καὶ μέσα στὴ μάχη θεώρησαν πάντα προτιμότερο νὰ ἀντισταθοῦν καὶ νὰ βροῦν τὸν θάνατο παρὰ νὰ σωθοῦν τρεπόμενοι σὲ φυγή, καὶ γι᾿ αὐτὸ ἀπέφευγαν τὴν αἰσχρὴ φήμη τῆς δειλίας, καὶ ὑπέβαλαν τὰ σώματά τους σὲ ὅλα τὰ δεινά της μάχης, σὲ μιὰ δὲ κρίσιμη στιγμή, ποὺ ἦταν στὰ χέρια τῆς τύχης, στὸ ὕψος τῆς δόξας μᾶλλον παρὰ τοῦ τρόμου, βρῆκαν τὸν θάνατο.
[43] Καὶ οἵδε μὲν προσηκόντως τῇ πόλει τοιοίδε ἐγένοντο· τοὺς δὲ λοιποὺς χρὴ ἀσφαλεστέραν μὲν εὔχεσθαι, ἀτολμοτέραν δὲ μηδὲν ἀξιοῦν τὴν ἐς τοὺς πολεμίους διάνοιαν ἔχειν, σκοποῦντας μὴ λόγῳ μόνῳ τὴν ὠφελίαν, ἣν ἄν τις πρὸς οὐδὲν χεῖρον αὐτοὺς ὑμᾶς εἰδότας μηκύνοι, λέγων ὅσα ἐν τῷ τοὺς πολεμίους ἀμύνεσθαι ἀγαθὰ ἔνεστιν, ἀλλὰ μᾶλλον τὴν τῆς πόλεως δύναμιν καθ᾿ ἡμέραν ἔργῳ θεωμένους καὶ ἐραστὰς γιγνομένους αὐτῆς, καὶ ὅταν ὑμῖν μεγάλη δόξῃ εἶναι, ἐνθυμουμένους ὅτι τολμῶντες καὶ γιγνώσκοντες τὰ δέοντα καὶ ἐν τοῖς ἔργοις αἰσχυνόμενοι ἄνδρες αὐτὰ ἐκτήσαντο, καὶ ὁπότε καὶ πείρᾳ του σφαλεῖεν, οὐκ οὖν καὶ τὴν πόλιν γε τῆς σφετέρας ἀρετῆς ἀξιοῦντες στερίσκειν, κάλλιστον δὲ ἔρανον αὐτῇ προϊέμενοι. κοινῇ γὰρ τὰ σώματα διδόντες ἰδίᾳ τὸν ἀγήρων ἔπαινον ἐλάμβανον καὶ τὸν τάφον ἐπισημότατον, οὐκ ἐν ᾧ κεῖνται μᾶλλον, ἀλλ᾿ ἐν ᾧ ἡ δόξα αὐτῶν παρὰ τῷ ἐντυχόντι αἰεὶ καὶ λόγου καὶ ἔργου καιρῷ αἰείμνηστος καταλείπεται. ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος, καὶ οὐ στηλῶν μόνον ἐν τῇ οἰκείᾳ σημαίνει ἐπιγραφή, ἀλλὰ καὶ ἐν τῇ μὴ προσηκούσῃ ἄγραφος μνήμη παρ᾿ ἑκάστῳ τῆς γνώμης μᾶλλον ἢ τοῦ ἔργου ἐνδιαιτᾶται. οὓς νῦν ὑμεῖς ζηλώσαντες καὶ τὸ εὔδαιμον τὸ ἐλεύθερον, τὸ δ᾿ ἐλεύθερον τὸ εὔψυχον κρίναντες μὴ περιορᾶσθε τοὺς πολεμικοὺς κινδύνους. οὐ γὰρ οἱ κακοπραγοῦντες δικαιότερον ἀφειδοῖεν ἂν τοῦ βίου, οἷς ἐλπὶς οὐκ ἔστιν ἀγαθοῦ, ἀλλ᾿ οἷς ἡ ἐναντία μεταβολὴ ἐν τῷ ζῆν ἔτι κινδυνεύεται καὶ ἐν οἷς μάλιστα μεγάλα τὰ διαφέροντα, ἤν τι πταίσωσιν. ἀλγεινοτέρα γὰρ ἀνδρί γε φρόνημα ἔχοντι ἡ μετὰ τοῦ [ἐν τῷ] μαλακισθῆναι κάκωσις ἢ ὁ μετὰ ῥώμης καὶ κοινῆς ἐλπίδος ἅμα γιγνόμενος ἀναίσθητος θάνατος. Καὶ αὐτοὶ μὲν ἐδῶ τέτοιου εἴδους ἄνθρωποι ὑπῆρξαν, ἀντάξιοί της πατρίδας τους. Σεῖς δὲ οἱ ἐπιζῶντες πρέπει νὰ εὔχεσθε, τὸ γενναῖο σας φρόνημα ἀπέναντι στοὺς ἐχθροὺς νὰ εἶναι περισσότερο τυχερὸ ἀπὸ αὐτὸ τῶν προηγούμενων νεκρῶν, μὲ κανέναν ὅμως τρόπο νὰ καταδέχεσθε νὰ εἶναι λιγότερο τολμηρό, καὶ νὰ μὴν κρίνετε τὴν ἀξία τοῦ φρονήματος αὐτοῦ ἀπὸ τοὺς ἐπαίνους τοῦ ρήτορα μόνο, ὁ ὁποῖος θὰ μποροῦσε νὰ τὴν μεγαλοποιήσει ὅσο ἤθελε ἐνώπιόν σας (ἂν καὶ σεῖς τὰ ξέρετε τὸ ἴδιο καλὰ μὲ αὐτόν), ἀναφέροντας ὅλα τὰ καλὰ ποὺ ὑπάρχουν στὴν ἄμυνα ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν, ἀλλὰ μᾶλλον νὰ παρατηρεῖτε καθημερινὰ τὴ δύναμη τῆς πόλης, ὅπως αὐτὴ παρουσιάζεται μὲ ἔργα, καὶ νὰ κυριεύεσθε λίγο ἀπὸ ἔρωτα πρὸς αὐτήν, καὶ ὅταν σᾶς φανεῖ ὅτι εἶναι μεγάλη, νὰ συλλογίζεσθε ὅτι ὅλα αὐτὰ τὰ ἀπέκτησαν ἄνθρωποι τολμηροὶ ποὺ εἶχαν συναίσθηση τοῦ καθήκοντός τους, καὶ κατὰ τὴν ὥρα τῆς μάχης εἶχαν πάντοτε μπροστὰ στὰ μάτια τοὺς τὸν φόβο τοῦ ντροπιάσματος, ὅσες φορὲς δὲ ἀποτύγχαναν σὲ κάποια τοὺς προσπάθεια, δὲν νόμιζαν ὅτι γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἔπρεπε νὰ στερήσουν καὶ τὴν πόλη ἀπὸ τὶς ὑπηρεσίες τους, ἀλλὰ συνεισέφεραν ὑπὲρ αὐτῆς τὴν ὡραιότερη συνεισφορά. Γιατὶ ἐνῶ ὅλοι μαζὶ ἀπὸ κοινοῦ πρόσφεραν στὴν ὑπηρεσία τῆς πατρίδας τὰ σώματά τους, ἀπελάμβαναν ἀτομικὰ κάθε ἕνας, σὰν ἀνταμοιβὴ τρόπον τινά, τὸν ἔπαινο, ὁ ὁποῖος δὲν γερνάει ποτέ, καὶ τὸν πιὸ ἐπίσημο τάφο, ποὺ εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποκτήσει ἄνθρωπος, δὲν ἐννοῶ δὲ τὸν τάφο, στὸν ὁποῖο ἔχουν ἐναποτεθεῖ τὰ λείψανά τους, ἀλλὰ μᾶλλον τὸν τάφο, στὸν ὁποῖο ἀπομένει μετὰ θάνατον ἡ δόξα τους καὶ μνημονεύεται αἰωνίως σὲ κάθε παρουσιαζόμενη κάθε φορὰ εὐκαιρία εἴτε λόγου εἴτε ἔργου. Γιατὶ τῶν ἐπιφανῶν ἀνδρῶν τάφος εἶναι ἡ Γῆ ὁλόκληρη, καὶ τὴν ὕπαρξή τους δὲν τὴν φανερώνει μόνο ἡ ἐπιγραφὴ μιᾶς στήλης σὲ κάποιο μέρος τῆς πατρίδας τους, ἀλλὰ καὶ στὰ ξένα μέρη εἶναι ἐγκατεστημένη μία ἄγραφη ἀνάμνηση αὐτῶν σκαλισμένη ὄχι σὲ κάποιο ἔργο τέχνης ἀλλὰ μᾶλλον στὶς καρδιὲς ἑνὸς ἑκάστου τῶν ἀνθρώπων. Αὐτοὺς λοιπόν, ἐσεῖς τώρα νὰ τοὺς μιμηθεῖτε, καὶ μὲ τὴ σκέψη ὅτι εὐδαιμονία εἶναι ἡ ἐλευθερία, ἐλευθερία δὲ ἡ τόλμη, μὴν τρομοκρατεῖσθε ἀπὸ τοὺς κινδύνους τοῦ πολέμου. Γιατὶ δὲν θὰ ἦταν δικαιότερο νὰ ἀψηφοῦν τὴν ζωὴ τοὺς οἱ δυστυχοῦντες ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι δὲν ἐλπίζουν νὰ ἀπολαύσουν κανέναν καλό, ἀλλὰ οἱ εὐτυχισμένοι, οἱ ὁποῖοι κατὰ τὴν διάρκεια ἀκόμη τῆς ζωῆς τοὺς διατρέχουν τὸν κίνδυνο νὰ δοῦν τὴν κατάστασή τους νὰ μεταβάλλεται στὴν ἀντίθετη, δηλαδὴ τὴν δυστυχία, καὶ γιὰ τοὺς ὁποίους θὰ ἦταν πολὺ σημαντικὴ ἡ διαφορά, ἂν ὑποτεθεῖ ὅτι πάθαιναν κανένα ἀτύχημα. Γιατὶ προξενεῖ μεγαλύτερο πόνο, σὲ ἕναν βέβαια ποὺ ἔχει κάποια ὑψηλοφροσύνη, ἡ ἐξαθλίωση ποὺ συνοδεύεται ἀπὸ ἐκφυλισμό, παρὰ ὁ θάνατος ποὺ τοῦ ἔρχεται ξαφνικά, χωρὶς κἂν νὰ γίνει αἰσθητός, ἐπάνω στὴν ἀκμὴ τῆς σωματικῆς του δύναμης καὶ ἐπάνω στὶς ἐλπίδες ποὺ τρέφει καὶ ὁ κάθε θνητός.
[44] Δι᾿ ὅπερ καὶ τοὺς τῶνδε νῦν τοκέας, ὅσοι πάρεστε, οὐκ ὀλοφύρομαι μᾶλλον ἢ παραμυθήσομαι. ἐν πολυτρόποις γὰρ ξυμφοραῖς ἐπίστανται τραφέντες· τὸ δ᾿ εὐτυχές, ὃ ἂν τῆς εὐπρεπεστάτης λάχωσιν, ὥσπερ οἵδε μὲν νῦν, τελευτῆς, ὑμεῖς δὲ λύπης, καὶ οἷς ἐνευδαιμονῆσαί τε ὁ βίος ὁμοίως καὶ ἐντελευτῆσαι ξυνεμετρήθη. χαλεπὸν μὲν οὖν οἶδα πείθειν ὄν, ὧν καὶ πολλάκις ἕξετε ὑπομνήματα ἐν ἄλλων εὐτυχίαις, αἷς ποτὲ καὶ αὐτοὶ ἠγάλλεσθε· καὶ λύπη οὐχ ὧν ἄν τις μὴ πειρασάμενος ἀγαθῶν στερίσκηται, ἀλλ᾿ οὗ ἂν ἐθὰς γενόμενος ἀφαιρεθῇ. καρτερεῖν δὲ χρὴ καὶ ἄλλων παίδων ἐλπίδι, οἷς ἔτι ἡλικία τέκνωσιν ποιεῖσθαι· ἰδίᾳ τε γὰρ τῶν οὐκ ὄντων λήθη οἱ ἐπιγιγνόμενοί τισιν ἔσονται, καὶ τῇ πόλει διχόθεν, ἔκ τε τοῦ μὴ ἐρημοῦσθαι καὶ ἀσφαλείᾳ, ξυνοίσει· οὐ γὰρ οἷόν τε ἴσον τι ἢ δίκαιον βουλεύεσθαι ὃ ἂν μὴ καὶ παῖδας ἐκ τοῦ ὁμοίου παραβαλλόμενοι κινδυνεύωσιν. ὅσοι δ᾿ αὖ παρηβήκατε, τόν τε πλέονα κέρδος ὃν ηὐτυχεῖτε βίον ἡγεῖσθε καὶ τόνδε βραχὺν ἔσεσθαι, καὶ τῇ τῶνδε εὐκλείᾳ κουφίζεσθε. τὸ γὰρ φιλότιμον ἀγήρων μόνον, καὶ οὐκ ἐν τῷ ἀχρείῳ τῆς ἡλικίας τὸ κερδαίνειν, ὥσπερ τινές φασι, μᾶλλον τέρπει, ἀλλὰ τὸ τιμᾶσθαι. Γι᾿ αὐτὸν λοιπὸν τὸν λόγο καὶ σᾶς τοὺς γονεῖς τῶν ἡρώων αὐτῶν, ὅσοι εἶσθε παρόντες, δὲν σᾶς κλαίω τὴν στιγμὴ αὐτή, ἀλλὰ μᾶλλον θὰ προσπαθήσω νὰ σᾶς παρηγορήσω. Γιατί, ὅπως ὅλοι, γνωρίζουν καὶ αὐτοὶ ὅτι μεγάλωσαν μέσα σὲ ποικίλες ἐναλλαγὲς τῆς τύχης, καὶ ὅτι εὐτυχισμένοι μπορεῖ νὰ θεωροῦνται μόνο ἐκεῖνοι, στοὺς ὁποίους ἔλαχε ἡ μεγίστη τιμή, εἴτε ἕνας ἔντιμος θάνατος εἶναι αὐτή, ὅπως αὐτῶν ἐδῶ, εἴτε μία ἔντιμη λύπη, ὅπως ἡ δική σας, καὶ ἐκεῖνοι, τῶν ὁποίων οἱ ἡμέρες τῆς ζωῆς τοὺς κανονίστηκαν κατὰ τέτοιον τρόπο, ὥστε τὸ τέρμα τῆς εὐτυχίας τους νὰ συμπέσει μὲ τὸ τέρμα τῆς ζωῆς τους. Γνωρίζω βέβαια ὅτι εἶναι δύσκολο νὰ σᾶς πείσω γι᾿ αὐτά, μιὰ τέτοια στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία ἡ εὐτυχία τῶν ἄλλων θὰ σᾶς κάνει νὰ θυμηθεῖτε πολλὲς φορὲς τὴν εὐτυχία, ποὺ κάποτε αἰσθανθήκατε καὶ σεῖς. Καὶ λύπη αἰσθάνεται κανεὶς ὄχι γιὰ τὴν ἔλλειψη τῶν ἀγαθῶν ποὺ δὲν δοκίμασε ποτὲ στὴν ζωή του, ἀλλὰ γιὰ τὴν στέρηση ἐκείνων, τὰ ὁποῖα πρὶν τοῦ ἀφαιρεθοῦν ἀποτέλεσαν μέρος τῆς ζωῆς του. Ὅσοι δὲ ἀπὸ ἐσᾶς εἶσθε σὲ ἡλικία ποὺ ἐπιτρέπει τὴν τεκνοποιία, πρέπει νὰ ὑποφέρετε τὸν πόνο σας μὲ περισσότερη ὑπομονή, γιατὶ ἐλπίζετε νὰ ἀποκτήσετε καὶ ἄλλα παιδιά. Γιατὶ ὄχι μόνο γιὰ τὸν καθένα σας ἰδιαίτερα ἐκεῖνα ποὺ θὰ γεννηθοῦν θὰ σᾶς κάνουν νὰ λησμονήσετε σιγὰ σιγὰ αὐτὰ ποὺ χάσατε στὸν πόλεμο, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν πόλη τὸ κέρδος θὰ εἶναι διπλό, γιατὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἀφ᾿ ἑνὸς ἀποφεύγεται ἡ ἀπειλούμενη ἐρήμωση ἀπὸ τὴν ἐλάττωση τοῦ πληθυσμοῦ, καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου ἐνισχύεται ἡ ἀσφάλειά της. Γιατὶ τίποτε τὸ σωστὸ καὶ δίκαιο δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ σκεφθοῦν καὶ νὰ συμβουλεύσουν τὴν πόλη ὅσοι δὲν ἔχουν παιδιὰ νὰ τὰ ἐκθέσουν στὸν κίνδυνο ποὺ ἐκτίθενται τὰ παιδιὰ ὅλων τῶν ἄλλων. Ὅσοι δὲ πάλι ἔχετε προσπεράσει τὸ ὅριο αὐτὸ τῆς ἡλικίας, πρέπει νὰ θεωρεῖτε κέρδος τὸ ὅτι περάσατε τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς ζωῆς σας εὐτυχισμένοι, ἡ δὲ περίοδος τῆς λυπημένης ζωῆς σας θὰ εἶναι σύντομη, καὶ νὰ ἀνακουφίζεσθε ἀπὸ τὴν δόξα αὐτῶν ἐδῶ τῶν ἡρωϊκῶς πεσόντων παιδιῶν σας. Γιατὶ τὸ μόνο πράγμα ποὺ δὲν γερνάει ποτὲ εἶναι ἡ φιλοδοξία, καὶ ἐκεῖνο ποὺ εὐχαριστεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴν γεροντική του ἡλικία, ὅταν εἶναι ἄχρηστος πιά, δὲν εἶναι τὸ κέρδος, ὅπως ἰσχυρίζονται μερικοί, ἀλλὰ ἡ ἀπόλαυση τιμῶν.
[45] παισὶ δ᾿ αὖ ὅσοι τῶνδε πάρεστε ἢ ἀδελφοῖς ὁρῶ μέγαν τὸν ἀγῶνα (τὸν γὰρ οὐκ ὄντα ἅπας εἴωθεν ἐπαινεῖν), καὶ μόλις ἂν καθ᾿ ὑπερβολὴν ἀρετῆς οὐχ ὁμοῖοι, ἀλλ᾿ ὀλίγῳ χείρους κριθεῖτε. φθόνος γὰρ τοῖς ζῶσι πρὸς τὸ ἀντίπαλον, τὸ δὲ μὴ ἐμποδὼν ἀνανταγωνίστῳ εὐνοίᾳ τετίμηται. εἰ δέ με δεῖ καὶ γυναικείας τι ἀρετῆς, ὅσαι νῦν ἐν χηρείᾳ ἔσονται, μνησθῆναι, βραχείᾳ παραινέσει ἅπαν σημανῶ. τῆς τε γὰρ ὑπαρχούσης φύσεως μὴ χείροσι γενέσθαι ὑμῖν μεγάλη ἡ δόξα καὶ ἧς ἂν ἐπ᾿ ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ. Ὡς πρὸς σᾶς δὲ ἐξ ἄλλου, τοὺς γιοὺς καὶ ἀδελφούς τους, ὅσοι εἶσθε παρόντες, βλέπω ὅτι ἡ προσπάθεια, τὴν ὁποία θὰ πρέπει νὰ καταβάλλετε, γιὰ νὰ τοὺς μιμεῖσθε, εἶναι τρομακτικὰ δύσκολη. Γιατὶ ὅλοι συνηθίζουν νὰ ἐπαινοῦν ἐκεῖνον ποὺ δὲν ὑπάρχει πλέον, ὁσοδήποτε δὲ ὑπέροχη καὶ ἂν ὑποτεθεῖ ὅτι εἶναι ἡ ἀρετή σας, μόλις καὶ μετὰ βίας θὰ θεωρούσατε ὅτι εἶσθε, ὄχι ὅμοιοι, ἀλλὰ κατὰ τί κατώτεροι. Γιατὶ καὶ μεταξὺ τῶν ζώντων ὑπάρχει φθόνος ἀμοιβαῖος ἐκ μέρους τῶν ἑκάστοτε ἀντιζήλων, ὅποιος δὲ πεθαίνει καὶ δὲν εἶναι ἐμπόδιο σὲ κανέναν τιμᾶται μὲ μία εὔνοια ἀπαλλαγμένη ἀπὸ κάθε ἀντίδραση. Ἂν δὲ πρέπει νὰ κάνω λόγο καὶ γιὰ τὴν γυναικεία ἀρετή, σχετικὰ μὲ αὐτὲς ποὺ θὰ ζοῦν ὡς ἑξῆς σὰν χῆρες, θὰ συμπεριλάβω ὅλα ὅσα ἔχω νὰ πῶ σὲ μία σύντομη παραίνεση: θὰ εἶναι μεγάλη ἡ δόξα σας, ἂν δὲν δειχθεῖτε κατώτεροι τοῦ φυσικοῦ σας χαρακτήρα, καὶ μάλιστα ἂν γιὰ τὴν κάθε μιά σας γίνεται ὅσο τὸ δυνατὸν λιγότερος λόγος μεταξὺ τῶν ἀνδρῶν, εἴτε πρὸς ἔπαινον εἴτε πρὸς κατηγορία (εἴτε γιὰ καλὸ εἴτε γιὰ κακό).
[46] Εἴρηται καὶ ἐμοὶ λόγῳ κατὰ τὸν νόμον ὅσα εἶχον πρόσφορα, καὶ ἔργῳ οἱ θαπτόμενοι τὰ μὲν ἤδη κεκόσμηνται, τὰ δὲ αὐτῶν τοὺς παῖδας τὸ ἀπὸ τοῦδε δημοσίᾳ ἡ πόλις μέχρι ἥβης θρέψει, ὠφέλιμον στέφανον τοῖσδέ τε καὶ τοῖς λειπομένοις τῶν τοιῶνδε ἀγώνων προτιθεῖσα· ἆθλα γὰρ οἷς κεῖται ἀρετῆς μέγιστα, τοῖς δὲ καὶ ἄνδρες ἄριστοι πολιτεύουσιν. νῦν δὲ ἀπολοφυράμενοι ὃν προσήκει ἑκάστῳ ἄπιτε. Ἐκφώνησα λοιπὸν κι ἐγώ, σύμφωνα μὲ τὴν ἐπιταγὴ τοῦ νόμου, τὸν ἐπιτάφιο, καὶ εἶπα ὅ,τι εἶχα νὰ πῶ κατάλληλο γιὰ τὴν περίσταση, καὶ μὲ ἔργα δὲ αὐτοί, τοὺς ὁποίους θάπτουμε, ἐν μέρει μὲν ἔχουν τιμηθεῖ τώρα ἀμέσως, ἐν μέρει δὲ θὰ τιμῶνται στὸ μέλλον, γιατὶ ἡ πόλη θὰ ἀνατρέφει τὰ παιδιὰ τοὺς δημοσία δαπάνη μέχρι ποὺ νὰ γίνουν ἔφηβοι, ἀπονέμουσα ἔτσι καὶ σὲ αὐτοὺς ἐδῶ καὶ στοὺς ἐπιζῶντες χρήσιμη ἀμοιβή, ἀντὶ στεφάνου τρόπον τινά, γιὰ αὐτοὺς τοὺς ἀγῶνες τοὺς ὑπὲρ τῆς πατρίδας. Γιατὶ ὅπου τὰ βραβεῖα τῆς ἀρετῆς εἶναι τὰ πιὸ μεγάλα, ἐκεῖ συγκαταλέγονται μεταξὺ τῶν πολιτῶν καὶ οἱ πιὸ ἐνάρετοι ἄνδρες. Καὶ τώρα νὰ χορτάσει ὁ καθένας θρηνώντας τὸν δικό του καὶ ἔπειτα νὰ ἀποχωρήσει». Μὲ αὐτὸν λοιπὸν τὸν τρόπο τελέστηκε ὁ ἐνταφιασμὸς τῶν πεσόντων κατὰ αὐτὸν τὸν χειμώνα, μὲ τὸ τέλος τοῦ ὁποίου συνέπεσε καὶ τὸ τέλος τοῦ πρώτου ἔτους τοῦ παρόντος πολέμου.
Το κείμενο προέρχεται από τον τόμο «Θουκυδίδου Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου», μετάφραση του Αγγέλου Σ. Βλάχου, Βιβλιοπωλείον της “Εστίας”, Αθήνα 2004 (1998), 7η ανατύπωση, σσ. 144-153.

 

Ο Περικλής σε λεπτομέρεια από νωπογραφία. Perugina (1450-1523). Palazzo dei Priori (Priors Palace), Italy.

 

34.
Τὸν ἴδιο χειμώνα οἱ Ἀθηναίοι οργάνωσαν, κατὰ τὴν ἀρχαία συνήθεια, τὴν τελετὴ τῆς δημόσιας ταφῆς τῶν πρώτων νεκρῶν τοῦ πολέμου. Ἡ ἑτοιμασία γίνεται μὲ τὸν ἑξῆς τρόπο. Τρεῖς μέρες πρὶν ἀπὸ τὴν τελετὴ κατασκευάζουν μιὰν ἐξέδρα καὶ ἀποθέτουν ἐκεῖ τὰ ὀστὰ τῶν νεκρῶν. Ὁ καθένας, ἄν θέλη, μπορεῖ νὰ φέρη ἕνα ἀφιέρωμα στὸν δικό του. Ὅταν ἔρθη ἡ στιγμὴ τῆς ἐκφορᾶς, τοποθετοῦν φέρετρα κυπαρισσένια ἐπάνω σὲ ἁμάξια. Ἕνα φέρετρο γιὰ κάθε φυλή. Τὰ ὀστὰ τοῦ κάθε νεκροῦ εἶναι στὸ φέρετρο τῆς φυλῆς του. Ἕνα ὅμως φέρετρο τό μεταφέρουν κενό. Εἶναι τῶν ἀφανῶν, ἐκείνων ποὺ τὰ σώματα δὲν βρέθηκαν. Στὴν τελετὴ πηγαίνει ὅποιος θέλει, εἴτε πολίτης εἴτε ξένος. Πηγαίνουν καὶ οἱ γυναῖκες, συγγενεῖς, ποὺ στέκονται μπροστά στὸν τάφο καὶ μοιρολογοῦν. Ἀποθέτουν τοὺς νεκροὺς στὸ δημόσιο νεκροταφεῖο ποὺ βρίσκεται στὸ ωραιότερο προάστιο τῆς πόλης. Ἐκεῖ θάβουν πάντα τοὺς νεκροὺς τοῦ πολέμου. Μόνη ἐξαίρεση ἔκαναν γιὰ ὅσους ἔπεσαν στὸν Μαραθῶνα. Αὐτούς, γιὰ τὴν ἒξαιρετική τους ἀνδρεία, ἔκριναν πὼς ἔπρεπε νὰ τοὺς θάψουν στὸν τόπο τῆς μάχης. Ὅταν τοὺς σκεπάση ἡ γῆ, ἕνας πολίτης, ξεχωριστὸς γιὰ τὴν ἀξια του καὶ τὰ χαρίσματά του, ὁρισμένος ἀπὸ τὴν Πολιτεία, κάνει τὸν ἔπαινο τῶν νεκρῶν. Ἔπειτα ὁ κόσμος φεύγει. Ἔτσι γίνεται ἡ ταφή. Ὅσο βαστοῦσε ὁ πόλεμος, κρατοῦσαν τὴν συνήθεια αὐτὴ κάθε φορὰ πού ἔπρεπε. Γιὰ τοὺς πρώτους νεκροὺς τοῦ πολέμου ὅρισαν νὰ μιλήση ὁ Περικλῆς τοῦ Ξανθίππου. Ὅταν ἦρθε ἡ στιγμή προχώρησε ἀπὸ τὸ μνημεῖο, ἀνέβηκε σ’ ἕνα ψηλὸ βῆμα γιὰ νὰ τὸν ἀκούη τὸ συγκεντρωμένο πλῆθος καὶ εἶπε:

35.
«Οἱ περισσότεροι ἀπὸ ὅσους ἔχουν μιλήσει ἀπὸ τὸ βῆμα αὐτό, ἐπαινοῦν τὸν νομοθέτη ποὺ πρόσθεσε στὰ ἄλλα μέρη τῆς τελετῆς τὴν ἐκφώνηση λόγου, γιατὶ θεωροΰν πὼς εἶναι ὡραίο νὰ γίνεται ὁ ἔπαινος τῶν νεκρῶν τοῦ πολέμου στὴν ταφή τους. Ἐγὼ τολμῶ νὰ πιστεύω πὼς ἄνδρες ποὺ δοξάστηκαν μὲ τὰ ἔργα τους, μὲ ἔργα μόνο θά ταίριαζε νὰ τιμηθοῦν, ἔργα ὅπως ἡ δημόσια αὐτὴ ἑτοιμασία ποὺ βλέπετε ἐδῶ, γύρω ἀπὸ τὸν τάφο τους, καὶ μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ μὴν κινδυνεύη ἡ δόξα πολλῶν ἀπὸ τὴν ἐκτίμηση ἑνός μόνο ἀνθρώπου, ποὺ ἴσως ὑστερήση, ἴσως ὑπερβάλη. Δύσκολο εἶναι νὰ μιλήση κανεὶς ὅπως ταιριάζει σὲ θέμα ὅπου χρειάζεται κόπος γιὰ νὰ γίνη πιστευτὴ καὶ ἡ ἁπλή ἀλήθεια. Γιατὶ ὁ εὐνοϊκὸς ἀκροατής, ποὺ ξέρει τὰ πράγματα, θά θεωρήση τὰ ὅσα ἀκούει κατώτερα ἀπὸ ὅσα θέλει καὶ περιμένει ν’ ἀκούση, ἐνῶ ὁ ἀκροατὴς ποὺ δὲν τὰ ξέρει, θά νομίση, ἀπὸ φθόνο, πὼς λέγονται ὑπερβολές ἄν τύχη κι ἀκούση κάτι ποὺ εἶναι ἀνώτερο ἀπὸ τὶς δυνάμεις του. Τὸν ἔπαινο γιὰ τοὺς ἄλλους τὸν ἀνεχόμαστε τόσο μόνο ὅσο πιστεύομε πὼς κ’ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι θά μπορούσαμε νὰ τὸν ἀξίζωμε. Καθετὶ ποὺ εἶναι ἀνώτερό μας, ὰπὸ φθόνο, δὲν τὸ πιστεύομε. Ἀφοῦ ὅμως οἱ παλιοί ἐθεώρησαν πὼς ἡ συνήθεια εἶναι σωστή, πρέπει κ’ ἐγὼ νὰ συμμορφωθῶ μὲ τὸν νόμο καὶ νὰ προσπαθήσω νὰ ἱκανοποιήσω, ὅσο μπορῶ, τὴν ἐπιθυμία καὶ τὴν προσδοκία τοῦ καθενός σας.

36.
»Θ’ ἀρχίσω ἀπὸ τοὺς προγόνους μας. Δίκαιο καὶ σωστὸ σὲ τέτοια ὥρα νὰ τοὺς κάνωμε τὴν τιμὴ τῆς μνήμης. Γιατὶ ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιὰ οἱ ἴδιοι πάντα ἔζησαν σ’ αὐτὴ τὴ γῆ καὰ χάρη στὴν ἀνδρεία τους μᾶς τὴν παράδωσαν ἐλεύθερη. Ἔπαινος ταιριάζει στοὺς προγόνους μας, ἀλλὰ ἀκόμα μεγαλύτερος στοὺς πατέρες μας. Ἐμόχθησαν γιὰ νὰ προσθέσουν σ’ ἐκεῖνα ποὺ κληρονόμησαν τὴν ὅση ἐξουσία καὶ δύναμη μᾶς ἀφῆκαν. Ἀλλὰ κ’ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, ὅσοι εἴμαστε σὲ ὥριμη ἡλικία, αὐξήσαμε τὴν δύναμη τῆς πολιτείας καὶ τῆς δώσαμε ἀπόλυτη αὐτάρκεια καὶ σὲ καιρὸ εἰρήνης καὶ σὲ πόλεμο. Δὲν θά μακρυγορήσω γιὰ τὰ πολεμικὰ κατορθώματα ποὺ μᾶς ἔδωσαν τὴν σημερινὴ μας κυριαρχία οὔτε γιὰ τὶς ἐπιδρομές, βαρβαρικὲς ἤ ἑλληνικές, ποὺ ἀποκρούσαμε ἐμεῖς καὶ οἱ πατέρες μας. Αὐτὰ σᾶς εἶναι γνωστὰ καὶ θὰ τὰ παραλείψω. Ἀλλὰ πρὶν ἔρθω στὸν ἔπαινο τῶν ἀνδρείων αὐτῶν, θέλω πρῶτα νὰ μιλήσω γιὰ τοὺς θεσμοὺς καὶ τὶς ἀρχὲς ποὺ ἔχομε ἐφαρμόσει γιὰ νὰ προσδώσωμε στὴν πολιτεία τὸ σημερινό της μεγαλεῖο, γιατὶ νομίζω πὼς σὲ τέτοια στιγμὴ ταιριάζει νὰ εἰπωθοῦν αὐτὰ καὶ εἶναι ὠφέλιμο νὰ τ’ ἀκούσουν ὅσοι πολίτες ἤ ξένοι εἶναι συγκεντρωμένοι ἐδῶ.

37.
»Τὸ πολίτευμα ποὺ ἔχομε σὲ τίποτε δὲν ἀντιγράφει τὰ ξένα πολιτεύματα. Ἀντίθετα, εἴμαστε πολὺ περισσότερο ἐμεῖς παράδειγμα γιὰ τοὺς ἄλλους παρὰ μιμητὲς τους. Τὸ πολίτευμά μας λέγεται Δημοκρατία, ἐπειδὴ τὴν ἐξουσία δὲν τὴν ἀσκοῦν λίγοι πολίτες, ἀλλὰ ὅλος ὁ λαός. Ὅλοι οἱ πολίτες εἶναι ἴσοι μπροστὰ στὸν νόμο γιὰ τὶς ἰδιωτικές τους διαφορές. Γιὰ τὰ δημόσια ἀξιώματα προτιμῶνται ἐκεῖνοι ποὺ εἶναι ἱκανοὶ καὶ τὰ ἀξίζουν καὶ ὄχι ἐκεῖνοι ποὺ ἀνήκουν σὲ μιὰ ὁρισμένη τάξη. Κανείς, ἄν τύχη καὶ δὲν ἔχει κοινωνικὴ θέση ἤ ἄν εἶναι φτωχός, δὲν ἒμποδίζεται γι’ αυτὸ νὰ ὑπηρετήση τὴν πολιτεία, ἄν ἔχη κάτι ἄξιο νὰ προσφέρη. Στὴ δημόσια ζωὴ μας εἴμαστε ἐλεύθεροι, ἀλλὰ καὶ στὶς καθημερινὲς μας σχέσεις δὲν ὑποβλέπομε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, δὲν θυμώνομε μὲ τὸν γείτονά μας ἄν διασκεδάζη καὶ δὲν τοῦ δείχνομε ὄψη πειραγμένου πού, ἄν ἴσως δὲν τὸν βλάφτη, ὅμως τὸν στενοχωρεί. Ἄν, ὡστόσο, ἡ αυστηρότητα λείπη ἀπὸ τὴν καθημερινή μας ζωή, στὰ δημόσια πράγματα, ἀπὸ ἐσωτερικὸ σεβασμό, δὲν παρανομοῦμε. Σεβόμαστε τοὺς ἄρχοντες, πειθαρχοῦμε στοὺς νόμους, καί, μάλιστα, σὲ ὅσους ἔχουν γίνει γιὰ νὰ προστατεύουν τοὺς ἀδυνάτους καὶ ὅσους πού, ἄν καὶ ἄγραφοι, εἶναι ντροπὴ νὰ τοὺς παραβαίνει κανείς.

38.
»Μὲ συχνὲς θυσίες καὶ ἀγῶνες φροντίσαμε νὰ μετριάζωμε τοὺς κόπους τῆς ἐργασίας καὶ νὰ ξεκουράζωμε τὸ πνεῦμα μας. Ἔχομε εὐχάριστη ἰδιωτικὴ ὁ καθένας μας ζωὴ κ’ ἡ ἀπόλαυσή της ἀποδιώχνει τὴν στενοχώρια. Ἡ ἔκταση τῆς κυριαρχίας μας εἶναι τόσο μεγάλη, ὥστε μποροῦμε καὶ φέρνομε ἀπὸ τὴν πᾶσα γῆ τὰ πάντα κ’ ἔτσι χαιρόμαστε τὰ ξένα ἀγαθὰ ὅσο καὶ τὰ δικά μας.

39.
»Καὶ στὰ πολεμικὰ πράγματα διαφέρομε ἀπό τοὺς ἐχθρούς μας. Ἡ πόλη μας εἶναι φιλόξενη γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ δὲν ὑπάρχει σέ μᾶς νόμος ξενηλασίας ποὺ νὰ έμποδίζη τὸν ξένο νὰ μάθη ἤ νὰ δῆ κάτι ποὺ θὰ μποροῦσε, ἄν δὲν ἦταν κρυφό, νὰ ὠφελήση τὸν ἐχθρό μας ποὺ θὰ τὸ ἔβλεπε. Καὶ τοῦτο, ἐπειδὴ πιστεύομε περισσότερο στὴν ἀξία μας παρὰ σὲ μυστικὲς ἐτοιμασίες καὶ στρατηγήματα. Καὶ στὴν ἀνατροφή, ἐνῶ οἱ ἐχθροί μας ἀπ’ τά μικρά τους χρόνια ὑποβάλλονται στὴν πιὸ σκληρὴ ἐκγύμναση, ἐμεῖς ἔχομε εὐχάριστη ζωή, χωρὶς γι’ αυτὸ νὰ ὑστεροῦμε στὸ νὰ ἀντιμετωπίζουμε τοὺς ἴδιους κινδύνους. Καὶ νὰ ἡ ἀπόδειξη. Ποτὲ οἱ Λακεδαιμόνιοι δὲν κάνουν, μόνοι τους, ἐπιδρομὲς ἐδῶ, στὴ γῆ μας. Ἔρχονται πάντα μὲ τοὺς συμμάχους τους. Ἐνῶ ἐμεῖς, μόνοι εἰσβάλλομε σὲ ἐχθρικὲς χῶρες καὶ τίς περισσότερες φορὲς νικοῦμε εὔκολα, σὲ ξένη γῆ, ἐκείνους ποὺ ὑπερασπίζονται τὰ ἴδια τους τὰ σπίτια. Ἐχθρός μας κανεὶς δὲν ἔχει, ὥς τώρα, ἀντικρύσει, συγκεντρωμένη, ὁλόκληρη τὴ δύναμή μας, ἀφοῦ ἐμεῖς καὶ ναυτικὸ πρέπει νὰ ἐπανδρώνωμε καὶ στρατὸ νὰ στέλνωμε σὲ πολλὰ μέρη. Ἄν ὁ ἐχθρὸς συνάντηση κάπου ἕνα μικρὸ μέρος τῆς δύναμής μας, καυχιέται, ἄν νικήση, πὼς κατατρόπωσε ὁλόκληρο τὸν στρατό μας. Ἄν νικηθῆ, διαδίδει πὼς βρέθηκε ἀντιμέτωπος μὲ ὅλες τὶς δυνάμεις μας. Ἀντικρύζομε τοὺς κινδύνους πρόθυμα κι ὄχι μὲ βαριὰ καρδιά. Τοὺς ἀντικρύζομε ὰπὸ ἀνδρεία περισσότερο παρὰ ὰπὸ ὑπακοὴ σὲ κάποιο νόμο καὶ τοῦτο εἶναι γιὰ μᾶς κέρδος μεγάλο, γιατὶ δέν θλιβόμαστε ὰπὸ πρὶν γιὰ τὶς συμφορὲς ποὺ ἴσως ἔρθουν, κι ὅμως, ὅταν ἔρθουν, δὲν εἴμαστε λιγότερο γενναῖοι ἀπὸ ἐκείνους ποὺ παιδεύονται ἀδιάκοπα.

40.
»Αὐτά εἶναι, μαζὶ μὲ πολλὰ ἄλλα, ποὺ κάνουν θαυμαστὴ τὴν πόλη μας. Ἀγαποῦμε τὸ ὡραῖο, ἀλλά μένομε ἁπλοὶ καὶ φιλοσοφοῦμε χωρὶς νὰ εἴμαστε νωθροί. Τὸν πλοῦτο μας τὸν ἔχομε γιὰ νὰ τὸν χρησιμοποιοῦμε σὲ ἔργα καὶ ὄχι γιὰ νὰ τὸν καυχιόμαστε. Δὲν θεωροῦμε ντροπὴ τὴ φτώχεια. Ντροπὴ εἶναι νὰ μὴν τὴν ὰποφεύγη κανεὶς δουλεύοντας. Οἵ ἴδιοι, ἐμεῖς, φροντίζομε καὶ τὶς ἰδιωτικὲς μας ὑποθέσεις καὶ τὰ δημόσια πράγματα κ’ ὲνῶ ὁ καθένας μας φροντίζει τὶς δουλειές του, τοῦτο δὲν μᾶς ἐμποδίζει νὰ κατέχωμε καὶ τὰ πολιτικά. Μόνο ἐμεῖς θεωροῦμε πὼς εἶναι ὄχι μόνον ἀδιάφορος, ἀλλὰ καὶ ἄχρηστος ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἐνδιαφέρεται στὰ πολιτικά. Ἐμεῖς οἱ ἴδιοι κρίνομε κι ἀποφασίζομε γιὰ τὰ ζητήματά μας καὶ θεωροῦμε πὼς ὁ λόγος δὲν βλάφτει τὸ ἔργο. Ἀντίθετα, πιστεύομε πὼς βλαβερὸ εἶναι τὸ νὰ ἀποφασίζη κανεὶς χωρὶς νὰ ἔχει φωτιστῆ. Διαφέρομε ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ σὲ τοῦτο. Εἴμαστε τολμηροί, κι ὅμως ζυγίζομε καλὰ τὴν κάθε ἐπιχείρησή μας, ἐνῶ τοὺς ἄλλους ἡ ἄγνοια τοὺς κάνει θρασεῖς κ’ ἡ γνῶση ἀναποφάσιστους. Ἐκεῖνοι πρέπει νὰ κρίνωνται γενναιότεροι, ὅσοι ξέρουν καλὰ ποιὸ εἶναι τὸ εὐχάριστο καὶ ποιὸ τὸ φοβερὸ κι ὅμως δὲν προσπαθοῦν ν’ ἀποφύγουν τὸν κίνδυνο. Καὶ στὴν διάθεση μας ἀπέναντι στοὺς ξένους διαφέρομε ἀπ’ τοὺς πολλούς, γιατὶ ἀποκτοῦμε φίλους εὐεργετώντας τους καὶ ὄχι περιμένοντας ἀπ’ αὐτοὺς κάποιο καλό. Ἡ φιλία τοῦ εύεργέτη εἶναι πιὸ σταθερή, γιατὶ προσπαθεῖ νὰ διατηρήση τὸν δεσμό του μὲ τὰν ἄλλο, ἐνῶ ἐκεῖνος ποὺ χρωστάει χάρη εἶναι λιγότερο πρόθυμος, θεωρώντας τὴν εὐγνωμοσύνη του σὰν χρέος κι ὄχι σάν αἴσθημα. Μόνοι ἐμεῖς σκορποῦμε ἁπλόχερα τὶς εὐεργεσίες μας, ὄχι ὰπὸ συμφεροντολογικούς ὑπολογισμούς, ἀλλὰ ἀπὸ φιλελεύθερη γενναιοδωρία.

41.
»Μὲ μιὰ λέξη, τολμῶ νὰ τὸ πῶ, ἡ Ἀθήνα εἶναι ὁ δάσκαλος τῶν Ἑλλήνων καὶ νομίζω πὼς ὁ κάθε μας πολίτης θὰ μποροῦσε, μὲ τὴν μεγαλύτερη εὐκολὶα καὶ χάρη, πολλὰ καὶ ἄξια ἔργα νὰ κάνη σὲ πολλὲς ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς. Ὅτι αὐτὸ ποὺ λέω δὲν εἶναι ρητορικὸς κομπασμός, ἀλλὰ ἡ ἀλήθεια ἡ πραγματική, τὸ δείχνει ἡ δύναμη τῆς πολιτείας πού, μόνη ἀπ’ ὅλες τὶς ἄλλες πόλεις, εἶναι ἀνώτερη ὰπὸ τὴν φήμη της στὴν ὥρα τῆς δοκιμασίας, ἡ μόνη ποὺ oἱ ἐχθροὶ της, ὅταν τοὺς νικήσωμε δὲν ἀγανακτοῦν ἐπειδὴ κατατροπώθηκαν ἀπό ἀναξίους, ἡ μόνη ποὺ οἱ σύμμαχοί της δὲν μποροῦν νὰ ποῦν ὅτι ἔχουν ἀνάξιο ἀρχηγό. Τὴν δύναμή μας δὲν τὴν ἀποκτήσαμε μὲ ἄσημες, ἀλλὰ μὲ λαμπρὲς πράξεις καὶ γι’ αὐτὸ μᾶς θαυμάζουν καὶ θὰ μᾶς θαυμάζουν πάντα, χωρὶς νὰ ἔχωμε ἀνάγκη ἀπὸ ἕναν Ὅμηρο γιὰ νὰ τραγουδήση τὶς πράξεις μας οὔτε ἀπὸ κανέναν ἄλλο ποιητὴ ποὺ θὰ μάγευε προσωρινὰ μὲ τὰ ὡραῖα του λόγια, ἀλλὰ θἀρχόταν ἀργότερα ἡ γνώση τῆς ἀλήθειας νὰ μᾶς ζημιώση. Ἡ τόλμη μας ἀνάγκασε τὴν πᾶσα γῆ καὶ θάλασσα νά μᾶς ἀνοίξουνε τὸ διάβα καὶ παντοῦ ἐστήσαμε μνημεῖα ἀθάνατα γιὰ τὰ καλὰ ἤ τὰ κακὰ ποὺ μᾶς ἔτυχαν. Γιὰ μιὰ τέτοια πατρίδα καὶ γιὰ νὰ μὴν τοὺς τὴν στερήσουν, οἱ γενναῖοι αὐτοὶ σκοτώθηκαν στὴ μάχη, καὶ, ὅσοι ζοῦμε, φυσικὸ εἶναι νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ ὑποστοῦμε ὁ,τιδήποτε γιὰ χάρη της.

42.
»Μίλησα πολὺ γιὰ τὴν πολιτεία μας, γιατὶ θέλησα ν’ ἀποδείξω πὼς ὁ δικός μας ἀγῶνας δὲν εἶναι ὁ ἴδιος μὲ τὸν ὰγῶνα τῶν ἐχθρῶν μας ποὺ δὲν ἔχουν τίποτε τὸ παρόμοιο μὲ αὐτὰ ποὺ ἀνάφερα, γιατὶ θέλησα νὰ στηρίξω σὲ φανερὲς μαρτυρίες τὸν ἔπαινο τῶν γενναίων αὐτῶν. Καὶ εἶπα τὰ περισσότερα ποὺ εἴχα νὰ πῶ, γιατὶ αὐτῶν ποὺ κοίτονται ὲδῶ καὶ τῶν ὁμοίων τους ἡ ἀνδρεία ἐστόλισε τὴν πολιτεία μὲ ὅσα ἐγώ, ὑμνώντας την, εἶπα πὼς ἔχει. Λίγοι εἶναι οἱ Ἕλληνες ποὺ δὲν εἶναι, σὰν καὶ τοὺς γενναίους αὐτούς, κατώτεροι ἀπὸ τὸν ἔπαινο ποὺ τοὺς γίνεται. Νομίζω πὼς ὁ θάνατός τους καὶ φανέρωσε καὶ ἀπαθανάτισε τὴν ἀνδρεία τους. Ἄν σέ ἄλλα φανερωθῆ κανεὶς κάπως κατώτερος, ὅμως πεθαίνοντας γιὰ τὴν πατρίδα ἀποκτᾶ τὸ δικαίωμα νὰ κρίνεται μόνο γιὰ τὴν παλληκαριά του. Ὅλοι μαζί, στὴν κοινή τους προσπάθεια, ὠφέλησαν περισσότερο άπ’ ὅ,τι ἴσως ἔβλαψε ὁ καθένας χωριστὰ στὴν ὰτομική του ζωή. Ἀπὸ τοὺς γενναίους αὐτοὺς κανείς, ἄν ἦταν πλούσιος, δὲν ἐδείλιασε γιὰ νὰ σωθῆ καὶ νὰ ἐξακολουθήση νὰ χαίρεται τὸν πλοῦτο του, κανείς, ἄν ἦταν φτωχός, δὲν προσπάθησε ν’ ἀποφύγη τὴν συμφορὰ γιὰ νὰ ἔχη τὴν ἐλπίδα μιᾶς καλύτερης ζωῆς. Λογαριάζοντας πὼς ἀνώτερο ἀπ’ ὅλα εἶναι νὰ τιμωρήσουν τὸν ἐχθρὸ καὶ πὼς ἀπ’ ὅλους τοὺς κινδύνους αὐτός τὸν ὁποῖο ἀντίκρυζαν ἦταν ὁ ἐνδοξότερος, τὸν ἀντιμετώπισαν γιὰ νὰ ἐκδικηθοῦν τοὺς πολεμίους. Μὴ ξέροντας ἄν θά ἐπιτύχουν, βασίστηκαν στὴν ἐλπίδα, στὴν μάχη, ὅμως, ἀπάνω δεν στηρίχθηκαν παρὰ στον ἐαυτό τους γιὰ νὰ πολεμήσουν. Προτίμησαν ν’ ἀντισταθοῦν καὶ νὰ πεθάνουν παρὰ νὰ δειλιάσουν καὶ νὰ ζήσουν κι ἀπόφυγαν ἔτσι τὴν ντροπὴ τῆς καταλαλιάς, θυσιάζοντας τὴν ζωή τους γιὰ τὸ ἔργο ποὺ εἴχαν ἀναλάβει. Ἡ στιγμὴ ποὺ τοὺς βρῆκε τὸ χτύπημα τῆς μοίρας δὲν ἦταν γι’ αὐτοὺς στιγμὴ φόβου, ἀλλὰ δόξας.

43.
«Στάθηκαν ἀντάξιοι τῆς πολιτείας ποὺ τοὺς ἀνάθρεψε. Ὅσοι ζοῦμε, πρέπει νὰ εὐχόμαστε νὰ ἔχωμε καλύτερη μοίρα, χωρίς ὅμως νὰ ἔχωμε γι’ αὐτὸ φρόνημα λιγότερο τολμηρό, ὅταν ἀντιμετωπίζωμε τὸν ἐχθρό. Δὲν πρέπει νὰ περιοριζόμαστε σὲ λόγια μόνο, γιὰ τὴν κοινὴ ὠφέλεια, γιὰ τὴν ὁποία, χωρὶς νὰ σᾶς πῆ κανεὶς τίποτε ποὺ δὲν τὸ ξέρετε, θὰ μποροῦσε νὰ μιλήση πολύ, ἐξαίροντας πόσο μεγάλο εἶναι τὸ ν’ ἀντιστέκεσαι στὸν ὲχθρό. Πρέπει νὰ βλέπετε τὸ μεγαλεῖο τῆς πολιτείας στὶς καθημερινὲς της ἐκδηλώσεις καὶ να συλλογίζεστε πὼς τῆς τὸ ἔδωσαν ἄνδρες γενναῖοι ποὺ εἶχαν τὸ αἴσθημα τοῦ καθήκοντος καὶ μεγάλη φιλοτιμία σὲ κάθε ἔργο ποὺ ἀναλάμβαναν. Ἄν, καμιά φορά, ἀτυχοῦσαν σὲ κάποιο ἐγχείρημα, δὲν στεροῦσαν ὅμως τὴν πατρίδα ἀπ’ τὴν ἀνδρεία τους, γιατὶ θεωροῦσαν πὼς ἡ ὡραιότερη κοινὴ προσφορὰ ἦταν νὰ θυσιαστοῦν γι’ αὐτήν. Ὅλοι μαζὶ τῆς πρόσφεραν τὴ ζωή τους κι ὁ καθένας τους λάμβανε ἀθάνατο ἔπαινο καὶ δοξασμένο τάφο, ὄχι τόσο αὐτὸν ὅπου κοίτονται, ὅσο τὴν μνήμη ἐκείνων ποὺ θὰ θέλουν νὰ τοὺς δοξάσουν, γιατὶ τάφος τῶν μεγάλων εἶναι ἡ πᾶσα γῆ καὶ δὲν φανερώνεται ἀπὸ τὴν ὲπιγραφὴ μιὰς στήλης στὴν πατρική τους χώρα. Καὶ στὰ πιὸ μακρινὰ μέρη, ἡ μνήμη τους, ἄγραφη, μένει ζωηρότερη μέσα στὶς ψυχές, περισσότερο γιὰ τὴν ἀνδρεία τους παρὰ γιὰ τὸ ἔργο ποὺ ἔκαναν. Ἔχοντας αὐτοὺς γιὰ παράδειγμα καὶ ξέροντας πὼς εὐτυχία θὰ πῆ ἐλευθερία καὶ ὲλευθερία σημαίνει ἀνδρεία, δὲν πρέπει νὰ δειλιάζετε μπροστὰ στοὺς κινδύνους τοῦ πολέμου. Δὲν εἶναι ἀλήθεια πὼς ὅσοι δυστυχοῦν καὶ δὲν ἔχουν ἐλπίδα μιᾶς καλύτερης μοίρας θυσιάζουν πιὸ εὔκολα τὴ ζωὴ τους. Τὴν θυσιάζουν ἐκεῖνοι πού, ἄν θελήσουν νὰ τὴν σώσουν ἀποφεύγοντας τό μοιραῖο, κινδυνεύουν νὰ πάθουν τὸν μεγαλύτερο ἐξευτελισμό ἄν νικηθούν. Γιὰ τοὺς ἀνδρείους ὁ ἐξευτελισμὸς τῆς δειλίας εἶναι χειρότερος ἀπ’ τὸν γενναῖο κι ἀναπάντεχο θάνατο.

44.
»Γι’ αὐτὸ καὶ τοὺς γονεῖς ποὺ ἦρθαν στὴν τελετὴ δὲν τοὺς κλαίω τόσο ὅσο θέλω νὰ τοὺς παρηγορήσω. Ξέρουν πώς ἀνδρώθηκαν γιά ν’ ἀντικρύσουν τὶς πολλὲς τροπὲς τῆς ζωῆς. Ἀλλά εἶναι τύχη τὸ νὰ βρῆ κανεὶς ἕνα δοξασμένο τέλος. Εἶναι δύσκολο, τό ξέρω, νὰ σᾶς κάνω νὰ τὸ πιστέψετε, ἐσᾶς ποὺ ἡ εὐτυχία τῶν ἄλλων θὰ σᾶς θυμίζη τὴν δική σας πίκρα. Μεγαλύτερη λύπη νοιώθει κανεὶς γιὰ ὅ,τι εἶχε κ’ ἔχασε, παρὰ γιὰ ὅ,τι δὲν εἶχε ποτέ. Σὲ ὅσους τὸ ἐπιτρέπει ἡ ἡλικία, ἄς τοὺς παρηγορῆ ἡ σκέψη πώς θ’ ἀποκτήσουν ἄλλα παιδιά ποὺ θὰ τοὺς κάνουν νὰ ξεχάσουν ἐκεῖνα ποὺ ἔχασαν. Τοῦτο θὰ ὠφελήση καὶ τὴν πολιτεία, ποὺ θὰ πλουτίζη μὲ νέα βλαστάρια. Ὅσοι ἀπὸ σᾶς εἴστε μεγάλης ἡλικίας, ἄς θεωρῆτε κέρδος τὴν ὥς τώρα εὐτυχισμένη σας ζωή καὶ ἄς εὔχεστε πὼς λίγα εἶναι τὰ χρόνια ποὺ σᾶς μένουν ἀκόμα νὰ ζήσετε μὲ παρηγοριὰ τὴ δόξα τῶν παιδιῶν σας. Μόνο ἡ ἀγάπη γιὰ τὶς τιμὲς δὲν φθείρεται. Στὸ γήρας, ἡ μεγαλύτερη εὐτυχία δὲν εἶναι, ὅπως λένε, τὰ χρήματα, ἀλλὰ οἱ τιμές.

45.
»Παιδιὰ καὰ άδελφοὶ τῶν νεκρῶν, ὅσοι βρίσκεστε ἐδῶ, βλέπω γιά σᾶς δύσκολο τὸν ἀγῶνα, γιατί ὅσους δὲν ὑπάρχουν πιὰ εἶναι πρόθυμος ὁ καθείς νὰ τοὺς ἐπαινέση. Ἄν δείξετε ξεχωριστή ἀνδρεία, ἴσως κριθῆτε, ὄχι ἐντελῶς, ἀλλὰ σχεδὸν ὅμοιοί τους. Ὅσοι ζοῦν, βλέπουν μὲ φθόνο τοὺς συναγωνιστές τους, ὲνῶ εἶναι πρόθυμοι νὰ τιμήσουν ὅσους δὲν ὑπάρχουν πιά. Ἄν πρέπει νὰ μιλήσω καὶ γιὰ τὴν ἀρετὴ τῶν γυναικῶν ποὺ χήρεψαν, μὲ λίγα λόγια προτροπῆς θὰ πῶ ὅ,τι χρειάζεται. Μὴ φανῆτε κατώτερες ἀπὸ τὴν γυναικεῖα φύση σας. Αὐτὸ εἶναι ἡ μεγάλη σας δόξα καθὼς καὶ τὸ νὰ μὴν ἀκούγεται τὸ ὄνομά σας μεταξύ τῶν ἀνδρῶν, εἴτε γιὰ καλὸ εἴτε γιὰ κακό.

46.
»Εἶπα κ’ ἐγώ, κατὰ τὸν νόμο, τὰ ὅσα ἔκρινα σωστὰ γιὰ τὴν περίσταση. Οἱ νεκροὶ τιμήθηκαν μὲ τὴν ταφὴ καὶ τὰ παιδιά τους, ἀπὸ σήμερα, θά τ’ ἀναλάβη ἡ πολιτεία ὥσπου νὰ μεγαλώσουν καὶ τοῦτο εἶναι στέφανος καὶ βραβεῖο ὠφέλιμο καὶ γιὰ τοὺς νεκροὺς καὶ γιὰ ὅσους εἶναι στὴ ζωή. Ἐκεὶ ὅπου ὁρίζονται σπουδαῖα ἔπαθλα γιὰ τὴν ἀνδρεία, ἐκεῖ καὶ ὑπάρχουν οἱ ἄριστοι πολίτες. Τώρα, ἀφού ὁ καθένας κλάψη τὸν δικό του, ἄς πηγαίνετε».

47.
Ἔτσι ἔγινε ἡ ταφὴ ἐκεῖνο τὸν χειμώνα.

 

Στο μεταφρασμένο απόσπασμα διατηρείται ο τονισμός και η ορθογραφία του κειμένου του Άγγελου Σ. Βλάχου.

 

  • Αρχική εικόνα: A Dream of Ancient Athens, Sydney Herbert (1854–1914). Leeds Art Gallery

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε


Τελευταία άρθρα

- Advertisement -