Γράφει η θεατρολόγος Μαρία Μαρή
Στο θέατρο «Μικρός Κεραμεικός» είδα το βιωματικό έργο του Γκυ Ντε Μωπασσάν «Paranoia» σε σκηνοθεσία – ερμηνεία Νικόλα Βαγιονάκη. Ένα έργο που παρουσιάζεται για πρώτη φορά παγκοσμίως, σαν μια Τραγωδία Παραλογισμού με χορικά, σε δραματουργική επιμέλεια του Νικόλα Βαγιονάκη και της Μιράντας Βατικιώτη.
Το έργο και ο συγγραφέας
Ο Γκυ Ντε Μωπασσάν υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους διηγηματογράφους του 19ου αιώνα, της ιστορικής περιόδου που άνθισε η πεζογραφία σαν μέσο προώθησης αλλά και ελέγχου της ιδεολογίας της αστικής τάξης, που πια μεσουρανούσε στην Ευρώπη.
Ως έφηβος έζησε την ταραγμένη σχέση των γονιών του με πολλούς καβγάδες παρουσία του. Ο Γκυ έμεινε με τη μητέρα του, της οποίας η επιρροή υπήρξε αποφασιστική για την παραπέρα πνευματική και ψυχική του εξέλιξη. Εκείνη του μετέδωσε την αγάπη για τη λογοτεχνία και καλλιέργησε τη φαντασία του. Από τον πατέρα του πήρε την τρέλα των αισθήσεων και τη μοναχική, ακόρεστη σεξουαλικότητα.
Ήταν νέος, ευπαρουσίαστος, γεροδεμένος, αλλά η ζωή του ήταν ένας Γολγοθάς. Ανέβαινε τις ανηφόρες της ζωής του και εκεί που αισθανόταν λίγο ευτυχία, γρήγορα αυτό μεταλλασσόταν σε δυστυχία.
Οι μεταπτώσεις πολλές και οδυνηρές. Ξεκίνησε νομικές σπουδές στο Παρίσι. Στον γαλλο-πρωσικό πόλεμο στρατεύτηκε, αλλά ο αντιμιλιταρισμός του τον οδήγησε να εγκαταλείψει μετά από ένα χρόνο το στράτευμα. Δούλεψε στο Υπουργείο Ναυτικών κι έτσι γνώρισε από κοντά την κρατική γραφειοκρατία, που απεχθανόταν και που τόσο εύστοχα θα σατιρίσει στο έργο του.
Στο στόχαστρό του βρίσκεται πάντα η ανθρώπινη βλακεία από όπου και αν προέρχεται (γραφειοκράτες, κληρικοί, αστοί, αγρότες), ο καυτηριασμός του ηθικού καθωσπρεπισμού και των ποταπών κινήτρων των αστών, η σκληρότητα κι απανθρωπιά, η ματαιοδοξία κι ο εγωισμός.
Για τον Μωπασσάν ο άνθρωπος είναι «ένα ζώο κατά τι ανώτερο από τα άλλα». Στα έργα της ωριμότητάς του δείχνει συμπόνια για τους ανθρώπους που έχουν κατατρεχτεί από τη σκληρή μοίρα.
Οι νευραλγίες, που τον συνοδεύουν από νεαρή ηλικία, επιδεινώνονται και του δημιουργούν μανίες και παραισθήσεις. Φοβάται την τρέλα – απ’ την οποία πάσχει κι ο αδελφός του – και βέβαια τον θάνατο. Καταφεύγει κι αυτός, όπως κι άλλοι «καταραμένοι» λογοτέχνες και καλλιτέχνες της εποχής του, στους «τεχνητούς παραδείσους» των παραισθησιογόνων.
Την εποχή που έγραψε το «Paranoia», ο Μωπασσάν, είχε ήδη προσβληθεί από σύφιλη (μάστιγα, μη θεραπεύσιμη εκείνη την εποχή) και αναγνώριζε πάνω του, τα σημάδια της αρρώστιας που εξελισσόταν.
Μέρος των συμπτωμάτων είχε να κάνει με την βαθμιαία καταβύθιση στην ψύχωση που σιγά σιγά τον κυρίευε μέσα από αυξανόμενο άγχος και παραισθήσεις. Καταλήγει σε ένα κρεσέντο παράνοιας, καθώς η προσωπικότητά του μοιάζει να έχει αποδομηθεί και έχει καταρρεύσει ολοσχερώς.
Η επιδείνωση της υγείας του τον απομακρύνει σταδιακά από την απεχθή πραγματικότητα και τον οδηγεί στον κόσμο της φαντασίας, της εφιαλτικής φαντασίας. Τα τελευταία έργα του, με αποκορύφωμα το «Le Horla» είναι το αποτέλεσμα ενός βιωμένου εφιάλτη.
Ο ξέφρενος ρυθμός του, το οικογενειακό ιστορικό νευροπάθειας κι η προσβολή του από τη σύφιλη, δεν άργησαν να τον εξουθενώσουν και να τον καταστήσουν παράφρονα.
Το 1891, τρελός πλέον, αποπειράται ν’ αυτοκτονήσει κι οδηγείται σε ψυχιατρική κλινική, όπου πεθαίνει το 1893.
Η παράσταση
Ο ηθοποιός Νικόλας Βαγιονάκης που επιχειρεί να εισχωρήσει στο σκοτεινό, αλλά σπουδαίο μυαλό του Γκυ Ντε Μωπασσάν, γίνεται πραγματικά ο ίδιος ο συγγραφέας. Τον ακολουθεί σε όλα τα στάδια της περίπλοκης και επιβαρυμένης από πολλούς λόγους καθημερινότητάς του, έως το τέλος.
Είναι μια εύθραυστη μορφή, ένα γλυκό πλάσμα, ευαίσθητο, που μοιάζει με νευρόσπαστο, κινείται με νήματα, καθοδηγείται από τα ορμέμφυτά του και τις εσωτερικές του δυσκολίες.
Οι κινήσεις του είναι άλλες φορές νευρικές, και αυτοκαταστροφικές, άλλες φορές φοβισμένες και τρυφερές. Ανεβαίνει ένα κεκλιμένο επίπεδο, μετά προχωρά σε μια πασαρέλα και ακολουθεί από τη μια ανηφόρα προς μιαν άλλη κατηφόρα.
Τον ταλαιπωρεί η παράνοια, ο πυρετός, το αδιέξοδο. Οι ήχοι και ο φωτισμός τον ακολουθούν και είναι ενδεικτικοί του χασίματός του. Ο ηθοποιός έχει σωματοποιήσει την τραγική αυτή φιγούρα του συγγραφέα. Η τρέλα περνά μέσα στην όρχησή του, που γίνεται βίωμα. Εκεί που αναθαρρεύει, κάμπτεται, ταλαιπωρείται, φλέγεται και γίνεται ράκος.
Κατά τον Μωπασσάν όλα όσα αγγίζουμε επιδρούν πάνω μας, στα όργανά μας. Μιλά για όλα τα βιώματά του από την παιδική ηλικία ακόμα, εμπειρίες που έχουν γράψει μέσα του, συνειδητά ή ασυνείδητα.
Νιώθει ότι κάποιος τον απειλεί, κάποιος είναι πίσω του, τον ακολουθεί, νιώθει την ανάσα του. Κρύβεται, εγκιβωτίζεται σε ένα κομμάτι του σκηνικού, φοβάται. Έχει εφιάλτες, ξυπνά μέσα στον ιδρώτα. Ο συγγραφέας, ο Νικόλας Βαγιονάκης, «χορεύει» την παράνοιά του.
Η κίνησή του είναι μοναδική, απόλυτα ελεγμένη. Μιλά μέσα από αυτή. Αγωνιώντας, περπατά πάνω σε φύλλα. Κάθε στιγμή διακατέχεται από τον φόβο μην τον πιάσει καμιά από αυτές τις κρίσεις και υποτροπιάσει. Νιώθει μια διαρκή απειλή και κλειδώνει ακόμα και την πόρτα του δωματίου του για να νιώσει ασφάλεια.
«Βλέπει» ότι κάποιος του πίνει το νερό, ενώ ο ίδιος το καταναλώνει, οπότε αρχίζει να υποψιάζεται ότι είναι ο εχθρός του εαυτού του. Αρχίζει να φοβάται για τη λογική του.
Ο φιλόσοφος Μωπασσάν πιστεύει ότι ο καθένας είναι μια ψευδαίσθηση του κόσμου. Αυτή την ψευδαίσθηση, αυτόν τον καθημερινό αγώνα μιας μεγάλης διάνοιας έφερε συγκινητικά με επιτυχία ο Νικόλας Βαγιονάκης στη σκηνή, έχοντας κάνει ένα δύσκολο one man show και έχοντας συγκεντρώσει με επιτυχία πάνω του τη μετάφραση, τη δραματουργική επιμέλεια, τη σκηνοθεσία, τον σχεδιασμό του σκηνικού, τη μουσική επιμέλεια, τις χορογραφίες, με κορωνίδα την απαράμιλλη ερμηνεία του.
Η «Paranoia» του Βαγιονάκη είναι η συγκλονιστική, σχεδόν υπερβατική αποτύπωση μιας ευφυΐας του 19ου αιώνα.
***
Το βιωματικό έργο του Γκυ Ντε Μωπασσάν PARANOIA, στο Θέατρο Μικρός Κεραμεικός