Επιμέλεια: Παναγιώτης Μήλας
«Ξέρω καλά πως ο θάνατος δε νικιέται, μα η αξία του ανθρώπου δεν είναι η νίκη, παρά ο αγώνας για τη νίκη. Και ξέρω ακόμα ετούτο το δυσκολότερο: Δεν είναι ούτε ο αγώνας για τη νίκη, η αξία του ανθρώπου είναι μονάχα ετούτη: Να ζει και να πεθαίνει παλικαρίσια και να μην καταδέχεται αμοιβή, κι ακόμα ετούτο το τρίτο, ακόμα πιο δύσκολο: Η βεβαιότητα, πως δεν υπάρχει αμοιβή, να μην σου κόβει τα ήπατα παρά να σε γεμίζει χαρά υπερηφάνεια κι αντρεία».
Το παραπάνω είναι ένα σοφό απόσταγμα του Νίκου Καζαντζάκη από το έργο του «Αναφορά στο Γκρέκο».
Αυτή τη σοφία δεν την κατείχε ένας 26χρονος στρατιωτικός παπάς τον Νοέμβριο του 1957 όταν έσπασε τα δεσμά, παράκουσε τα «όχι», δεν άκουσε τις κατάρες, αλλά άκουσε μόνο τους χτύπους της καρδιάς του…
Ο νεαρός παπάς πήρε κρυφά τα ράσα του, το ‘σκασε από το στρατόπεδό του και έσπευσε να κάνει αυτό που δεν τόλμησε κανένας άλλος.
Την Τρίτη 5 Νοεμβρίου 1957, ο παπα-Σταύρος έσωσε την τιμή της Εκκλησίας και μόνος προχώρησε – παρά την απαγόρευση – και με ψηλά το κεφάλι αποχαιρέτησε τον Νίκο Καζαντζάκη έτσι όπως θα του έπρεπε.
«Οι Αρχές και ο Στρατός φοβούνταν μεγάλες φασαρίες, γιατί είχε έρθει εκκλησιαστική διαταγή να μην ταφεί ο Καζαντζάκης. Όταν θα το ‘παιρναν χαμπάρι οι Κρητικοί, θα έκαναν μεγάλες φασαρίες. Εγώ, ως παπάς, ένιωσα πολύ άσχημα. Η συνείδησή μου με πείραζε πολύ. Ήμουν παπάς. Δεν άντεχα να πάρω στον λαιμό μου τέτοιο άδικο».
Αυτά είπε ο παπα-Σταύρος, το 1972, δηλαδή 15 χρόνια μετά την κηδεία, στη δημοσιογράφο Ελένη Κατσουλάκη. Για 15 χρόνια δεν γνώριζε κανείς ποιος ήταν ο ιερέας που τέλεσε την κηδεία του Καζαντζάκη μέχρι που η δημοσιογράφος τον έπεισε ότι πρέπει να αποκαλύψει την ταυτότητά του.
«Τον Νοέμβριο του 1957 ήμουν στρατιώτης και παπάς, και υπηρετούσα τη θητεία μου στο Ηράκλειο. Μια ημέρα πριν από την κηδεία του Καζαντζάκη ο διοικητής κάλεσε όλους τους στρατιωτικούς και έδωσε διαταγή να μη βγει κανείς έξω από το στρατόπεδο την Τρίτη 5 Νοεμβρίου. Εγώ όμως δεν άντεξα… Το ‘σκασα κρυφά. Πήρα αθόρυβα τα ράσα μου, έτρεξα στον Μαρτινέγκο και τον έθαψα. Όλοι νόμισαν ότι με έστειλε η Εκκλησία να τον κηδέψω. Είχαν δει και τον Μητροπολίτη Ευγένιο στον Άγιο Μηνά. Δεν ήξερε κανείς τι γινόταν στα παρασκήνια! Πέρασα από στρατιωτικό δικαστήριο και μπήκα φυλακή για έξι μήνες».
Ο παπα-Σταύρος τιμωρήθηκε επειδή το έσκασε από το στρατόπεδο την ημέρα της κηδείας. Ίσως δεν γνώριζαν τι ακριβώς είχε κάνει τις ώρες που έφυγε από τη μονάδα του, γιατί τότε η τιμωρία του μπορεί να ήταν αυστηρότερη.
«Δεν μπορούσα να αρνηθώ τα ιερά μυστήρια σ’ έναν βαφτισμένο χριστιανό, που δεν έκανε ποτέ κάτι ανήθικο ή εγκληματικό. Όσον αφορά τα βιβλία του δεν είμαι εγώ άξιος να τον κρίνω», είχε δηλώσει το 1972 ο παπα-Σταύρος.
***
Ο πατέρας Σταύρος Καρπαθιωτάκης άφησε την τελευταία του πνοή το Σάββατο 25 Αυγούστου 2018 σε ηλικία 86 χρόνων, στο σπίτι του στον Άι Γιάννη Κνωσού, στο Ηράκλειο.
Επρόκειτο για έναν άνθρωπο, που στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων και με τη συνείδησή του καθαρή – αν και νεαρός τότε στρατιώτης – άσκησε τα καθήκοντά του ως ιερέας κηδεύοντας μία οικουμενική μορφή της λογοτεχνίας.
***
***