Όταν ήρθαμε
υποχωρούσαν τα μεγάλα οράματα αποδεκατισμένα
στα υπόγεια καταφύγια του στίχου
τώρα μας πήραν δρόμοι χωρίς επιστροφή
βήμα προς βήμα συλλαβίσαμε την έρημη δεκαετία
συλλαβίσαμε τη ζωή μας με χαμηλή φωνή και λίγο φως
και με το δάκτυλο να διστάζει σε κάθε συλλαβή
χάσαμε τη ζωή μας λίγο λίγο και χωρίς σκοπό
Μα που είναι οι μέρες που στις φλέβες τους κυλούσαν
άνεμοι χτεσινοί αυριανά ποιήματα
όταν η ιστορία πλατάγιζε σε κάθε συνοικία
τραντάζοντας τις ρίζες τ’ ουρανού της αδικίας τα μπαλκόνια
δεν πρόλαβες τίποτα
-ανταύγειες μόνο
κουρέλια μουσικής που τα ξεβράζει τ’ όνειρο κι η τρέλα
ανταύγειες από μια μάχη που άλλοι δώσανε
και χάσανε για σένα
ΙΙ
Τραγούδια που ξεκίνησαν με ανέμους στα κατάρτια τους
τραγούδια που στις φλέβες τους από καιρό σταμάτησε το αίμα
χρόνια που τα προσμέναμε σαν τα βεγγαλικά
χρόνια που σβήσανε προτού ν’ ανάψουν όλο τους το μπόι
δρόμοι που θα ‘φέρναν στο μέλλον
δρόμοι που τέλειωσαν
μπροστά σ’ ένα γραφείο με τ’ όνομα σου ή τ’ όνομα μου στην πόρτα
Έτσι λοιπόν θα πάμε ως την άκρη;
μικραίνοντας
μικραίνοντας
μικραίνοντας
έτσι θα πάμε ως την άκρη της ζωής μας;
IV
νύχτωσε χωρίς φεγγάρι…
Εσύ που ανάθρεψες το στίχο σου στα παγωμένα υψόμετρα της λευτεριάς
πρέπει να συνηθίσεις τώρα στα υπόγεια και στη μικρή ανάσα
πρέπει να ξεδιψάς με κεραυνών απολιθώματα που απόμειναν στους
τοίχους
αφού τρεχούμενο νερό δεν θα βρεθεί όσο κι αν σκάβεις με τα νύχια το
λιοπύρι
έχουν στερέψει οι πλατείες των ιαχών κι άδειασε η ζωή στον άδη
-πέρασε το μαχαίρι πάνω απ’ την ζωή μας
ο ίσκιος που ‘στάζε απ’ την κόψη του
ήπιε σιγά σιγά όλο τον ουρανό μαύρισε το τραγούδι πέρα ως πέρα.
Λαϊκό παράπονο που γέρνει στην κιθάρα
μάταιο ανάπηρο παράπονο μες στις ταβέρνες της δεκαετίας
χαμηλωμένα μέτωπα μάρμαρα τσακισμένα
μάρμαρα που τα διεκδικούν τα νύχια της βροχής
η χλόη της λησμονιάς κι ο δακρυσμένος στίχος.
Αναγνωρίζω τη φωνή μου μέσα στο λυγμό σου
αναγνωρίζω τώρα πια όλα τα βήματα που πάνε προς τη δύση
μα δεν τ’ ακολουθώ -δεν έχω μπράτσο ν’ ακουμπήσεις τη φωνή σου
φίλε με τη σπασμένη σάλπιγγα
έχουν στερέψει οι πλατείες των ιαχών
άλλοι το ξέρουνε και σβήνουν τα φανάρια τους
άλλοι το ξέρουνε κι επισκευάζουν τα καΐκια τους
καινούρια πανιά καινούρια στήθη κόντρα στη φουρτούνα.
- Ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος (1936) είναι Έλληνας ποιητής, δοκιμιογράφος και μεταφραστής. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1936. Δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα στο περιοδικό “Νέα Εστία”. Συμμετείχε στην έκδοση και σύνταξη των περιοδικών “Μαρτυρίες” και “Προτάσεις” και στη συνέχεια, το 1973, συμμετείχε στην ίδρυση και έκδοση του περιοδικού “Σημειώσεις”, στις σελίδες του οποίου έχει δημοσιευθεί μεγάλος μέρος του συγγραφικού του έργου. Έχει αρθρογραφήσει σε πλήθος περιοδικών και εφημερίδων, μεταξύ των οποίων στην Καθημερινή, τη Βραδινή κ.α. Είναι επίσης υπεύθυνος των εκδόσεων Έρασμος. Παράλληλα με την ποιητική του δραστηριότητα έχει δημοσιεύσει αρκετά δοκίμια και μελέτες και έχει πραγματοποιήσει δεκάδες μεταφράσεις έργων, θεωρητικού κυρίως περιεχομένου.
*Φωτογραφία: “Glass tears”, Man Ray, 1932