Γράφει η Ειρήνη Αϊβαλιώτου
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Ὀρθὴν κελεύεις; ᾗ τὸ δένδρον φαίνεται;
ΠΕΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Διαρραγείης! Ἥδε δ ’αὖ κρώζει ‘πάλιν’.
ΕΥ Τί, ὦ πόνηρ’, ἄνω κάτω πλανύττομεν;
Ἀπολούμεθ’ ἄλλως τὴν ὁδὸν προφορουμένω.
ΠΕΙ Τὸ δ’ ἐμὲ κορώνῃ πειθόμενον τὸν ἄθλιον 5
ὁδοῦ περιελθεῖν στάδια πλεῖν ἢ χίλια!
Τα δύο πρόσωπα, ο Ευελπίδης (εύελπις = καλή ελπίδα, ο ελπιδοφόρος) και ο Πεισθέταιρος (αυτός που πείθει τους άλλους) που εμφανίζονται στους “Όρνιθες” του Αριστοφάνη αποτελούν το πρώτο κωμικό ζευγάρι στο δυτικό θέατρο. Ο δυναμικός, ηγετικός ρέκτης, ο Πεισθέταιρος, και ο φαιδρός, καλόβολος, σύντροφος και οπαδός του, ο Ευελπίδης αποτελούν ήρωες εμβληματικούς στην κωμωδία. Παρόμοια ζευγάρια είναι εξαιρετικά πρόσφορα για τη δημιουργία κωμικών σκηνών, και απαντώνται συχνά τόσο στη λαϊκή όσο και στην έντεχνη δραματουργία: στο θέατρο, στο τσίρκο, στον κινηματόγραφο.
Οι “Όρνιθες” είναι από τις πιο δημοφιλείς κωμωδίες του Αριστοφάνη. Παρουσιάσθηκαν το 414 π.Χ. στα Διονύσια, χαρίζοντας στον δημιουργό τους το δεύτερο βραβείο. Ο Αριστοφάνης έγραψε τους «Όρνιθες» απογοητευμένος από την τροπή του Πελοποννησιακού Πολέμου. Με το μεγάλο αυτό έργο, βρίσκει την ευκαιρία να διακωμωδήσει τους συκοφάντες και τους κόλακες του δήμου, καθώς και τις θεωρίες για νέα πολιτεύματα. Ασκεί οξύτατη κριτική στην Αθηναϊκή Δημοκρατία και στον τρόπο που λειτουργούν οι θεσμοί της.
Αν και η σάτιρα συνδέεται άμεσα με τον τόπο και τον χρόνο γραφής της, οι καλοπαιγμένες και καλοδουλεμένες «Όρνιθες» του Αριστοφάνη, σε σκηνοθεσία Γιάννη Ρήγα, με το ΚΘΒΕ, απέσπασαν τον ενθουσιασμό του κοινού στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου.
Η ευρηματική μετάφραση του Κ.Χ. Μύρη κατορθώνει να μεταφέρει το κείμενο στο σήμερα και να το αποδώσει μέσα από έναν λόγο τολμηρό και επίκαιρο.
Το έργο πραγματεύεται τη φυγή δύο ανθρώπων από την τυραννία του κόσμου στο βασίλειο του παραμυθιού και συνενώνει την πιο τολμηρή φαντασία με την πιο ανάερη ποίηση.
Τους κεντρικούς ρόλους ερμήνευσαν ο Ταξιάρχης Χάνος, o Γιάννης Σαμψαλάκης και ο Χρήστος Στέργιογλου, πλαισιωμένοι από πολυπληθή θίασο εκλεκτών ηθοποιών.
Υπόθεση
Ο Πεισθέταιρος και ο Ευελπίδης απηυδισμένοι από τη διαφθορά σε πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο, στην οποία έχει περιέλθει η πόλη, φεύγουν για να βρουν τον Τηρέα, τώρα πια Έποπα, κάποτε άνθρωπο, τώρα πια τσαλαπετεινό, για να μάθουν από αυτόν και τα άλλα πουλιά -που πετούν ψηλά και ίσως γνωρίζουν- αν υπάρχει κάποιος τόπος ειρηνικός να πάνε να ζήσουν εκεί. Εκείνος δεν γνωρίζει, και τότε ο Πεισθέταιρος του προτείνει να ιδρύσουν από κοινού μια νέα Πολιτεία -μεταξύ ουρανού και γης- που θα εξουσιάζει ταυτόχρονα θεούς και ανθρώπους και όπου τα πουλιά θα έχουν τη θέση που τους αναλογεί. Πριν ακόμα, καλά καλά, χτιστεί η νέα Πολιτεία, η φήμη της εξαπλώνεται, γίνεται μόδα ανάμεσα στους ανθρώπους αλλά αυτό αναστατώνει τους θεούς. Επισκέπτες από γη και ουρανό πάνε κι έρχονται και όλοι προσπαθούν να αποκομίσουν οφέλη από την ίδρυσή της. Ο Πεισθέταιρος συνδιαλέγεται με θεούς και ανθρώπους, συνάπτει ή απορρίπτει συμμαχίες, επιβάλλει τους δικούς του κανόνες -ακόμα και με τη βία- πάντα στο όνομα της Δημοκρατίας, παντρεύεται τη κόρη του Δία και ανακηρύσσεται παντοκράτορας.
Η νέα Πολιτεία είναι μια ουτοπία που διέπεται από λογικούς κανόνες και λειτουργεί ως φανταστικό πείραμα. Τι θα γινόταν αν η ανθρώπινη λογική δοκίμαζε τα όρια της πιο αδιαμφισβήτητης(;) εξουσίας; Ο Αριστοφάνης με εργαλεία του την ειρωνεία και τη φαντασία, καταφέρνει να μετουσιώσει την πίκρα και την αγανάκτηση σε κωμικότητα και να αναδείξει ακόμα μια φορά τη λυτρωτική λειτουργία του γέλιου.
Στους «Όρνιθες» πραγματοποιείται το αδιανόητο: ένας άνθρωπος αποκτά φτερά, παίρνει γυναίκα του τη θεία Δίκη, πετάει πάνω από τα σύννεφα και, εκθρονίζοντας τον Δία, θεοποιείται.
Φόρος τιμής
Η παράσταση που σκηνοθέτησε ο Γιάννης Ρήγας, ο οποίος ως ηθοποιός είχε συμμετάσχει στην ιστορική παράσταση των “Ορνίθων” του Θεάτρου Τέχνης και ήταν το πρώτο έργο με το οποίο εμφανίστηκε στην Επίδαυρο, κατέθεσε ένα φόρο τιμής στον δάσκαλό του Κάρολο Κουν. Η παράσταση αρχίζει και τελειώνει με το πανέμορφο κοστούμι που είχε σχεδιάσει τότε ο Γιάννης Τσαρούχης.
Προσθέτοντας στοιχεία που συνθέτουν την καθημερινότητά μας, από την πανδημία μέχρι το “μεγάλο περίπατο” και την κατασκευή του μετρό της Θεσσαλονίκης, ο σκηνοθέτης συνέδεσε τα κοινωνικά προβλήματα του σήμερα με τα αντίστοιχα της εποχής του ποιητή. Το αληθινό νόημα, άλλωστε, του έργου του Αριστοφάνη δεν περικλείεται από χρονικά ή τοπικά περιθώρια, ούτε δεσμεύεται.
Διαπιστώνει κανείς ότι η αίσθηση της σάτιρας διατηρήθηκε στη συνείδηση του κοινού από τα αρχαϊκά και κλασικά χρόνια έως σήμερα. Η παράσταση με τις ευφάνταστες σκηνοθετικές οδηγίες σχολιάζει τις ιδιότυπες δοξασίες, τις αστικές συνήθειες, την τάση προς τη διχόνοια και τη διαφθορά λαού και πολιτικών. Ο Χορός των πουλιών, με τα μελωδικά τιτιβίσματά τους, την πλουμιστή τους αμφίεση, το ειδυλλιακό φυσικό τους περιβάλλον, μας καλεί σε μια διάδραση με τον ονειρικό κόσμο του αρχαίου κωμικού.
-Πανδημία!», κραύγαζε ο τσαλαπετεινός Έποπας αλλά και… «Όλη η Νεφελοκοκκυγία ένας πολιτισμός». «Covid-19», «Covid -19», απαντούσε αγγλιστί ο χορός των πουλιών…
Σήμερα η κωμωδία αυτή είναι ένα από τα δημοφιλέστερα έργα του Αριστοφάνη και συχνά «ανεβαίνει» στη σκηνή σε ολόκληρο τον κόσμο.
Όπως στους «Ιππής», διακρίνουμε κι εδώ τις πρακτικές πολιτικών και στρατιωτικών, όμως χωρίς αναφορές σε επίκαιρα γεγονότα της Αθήνας, αλλά ως σημείο εκκίνησης για να περιγράψει ο συγγραφέας μια ιδανική κοινωνία και ταυτόχρονα για να αποδείξει τη βεβαιότητα για την αποτυχία της.
Νεφελοκοκκυγία
Στους “Όρνιθες” το θέμα που κυριαρχεί είναι η φυγή του βασανισμένου και ειρηνόφιλου ανθρώπου για μια χώρα που επικρατεί μια παραμυθένια ειρήνη. Δύο καλοί πολίτες φεύγουν απ’ τον τόπο τους και φτιάχνουν ανάμεσα στον ουρανό και τη γη τη Νεφελοκοκκυγία (κατοικία κούκων στα σύννεφα), όπου βασιλεύουν τα πουλιά. Το κακό είναι ότι σε λίγο βρίσκονται εκεί κι άλλοι άνθρωποι, οι φαύλοι της Αθήνας που θέλουν να πάρουν μέρος στην ίδρυση της νέας πόλης. Έτσι ο Αριστοφάνης έχει την ευκαιρία να φέρει πάνω στη σκηνή μιαν ολόκληρη πινακοθήκη από εκπληκτικούς τύπους που ο καλύτερος εκπρόσωπός τους είναι ένας ποιητής που θα ήθελε να μεταμορφωθεί σε αηδόνι. Σε λίγο αναγγέλλεται και μια πρεσβεία των θεών. Με την κωμωδία αυτή ο Αριστοφάνης διακωμωδεί τους συκοφάντες και τους δημοκόλακες ακόμα και τις θεωρίες για νέα πολιτεύματα.
Πελοποννησιακός Πόλεμος
Ο Αριστοφάνης γεννήθηκε στην πλούσια και ειρηνική πόλη του Περικλή την εποχή που χτιζόταν ο Παρθενώνας αλλά ωρίμασε στα σκοτεινά χρόνια του Πελοποννησιακού Πολέμου, όταν η δημοκρατία της Αθήνας είχε γίνει εύθραυστη από τον πόλεμο και τις εσωτερικές αντιφάσεις της. Δεν έχουμε κάποια μαρτυρία που να τον εντάσσει σε ορισμένο κόμμα, παρά την έντονη ενασχόλησή του με τα κοινά. Η πληρότητα των σκηνών και η σφιχτή αλληλουχία των μερών της κωμωδίας, την καθιστούν διαχρονικό πρότυπο δραματουργικής δημιουργίας.
Οι “Όρνιθες” αποτελούν επίσης σχόλιο για τα αδιέξοδα της εποχής του Αριστοφάνη, αφού σε μία τεταμένη περίοδο για την Αθήνα (Σικελική Εκστρατεία), ο ποιητής χρησιμοποιεί το όνομα «Εύελπις» για να δηλώσει τη διάθεση που έκανε τους Αθηναίους να στείλουν πλοία στη Σικελία και το όνομα «Πεισθέταιρος» που απηχεί εκείνο του τυράννου Πεισίστρατου (ο Πεισθέταιρος καταλήγει τύραννος της πολιτείας των νεφών), ενώ παρουσιάζει τους ήρωές του να αναζητούν έναν τόπο «απράγμονα», ακριβώς το αντίθετο δηλαδή από την επεκτατική διάθεση της Αθήνας εκείνη την εποχή.
Ο Αριστοφάνης δεν υπήρξε απλώς ένας ιδιοφυής παρατηρητής, με μόνο σκοπό να προκαλεί το γέλιο των συμπολιτών του, αλλά ήταν πολιτικός συγγραφέας και επομένως σημαντικότατη ιστορικολογοτεχνική πηγή, όπως το είχαν ήδη επισημάνει κάποιοι από τους καλύτερους φιλολόγους του 19ου αιώνα.
Οι κωμωδίες του Αριστοφάνη είναι, μαζί με τις Ιστορίες του Θουκυδίδη, την ανώνυμη Αθηναίων Πολιτεία (του Κριτία;) και αρκετούς Λόγους του Λυσία, ένα πολυτιμότατο ντοκουμέντο για την αναπαράσταση του ιστορικού πλαισίου της Αθήνας στην τελευταία περίπου τριακονταετία του Ε’ αιώνα π.Χ.
Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος ξεσπά το 431 και τελειώνει το 404 με την ήττα των Αθηνών. Ο Αριστοφάνης πρωτοεμφανίζεται στα θεατρικά δρώμενα της Αθήνας το 429 π.Χ. Βίωσε δηλαδή τη δίνη του πολέμου. Φυσικά, και πριν από την εμφάνιση του Αριστοφάνη ο πόλεμος απασχολούσε την κωμωδία. Ο κωμικός ποιητής Κρατίνος φαίνεται να ασκεί κριτική στον Περικλή ήδη από το 430 π.Χ.
Ο πόλεμος αυτός, που έγινε ανάμεσα στους Αθηναίους και στους συμμάχους τους, από τη μια μεριά, και στους Σπαρτιάτες και στους συμμάχους τους, από την άλλη, είναι ένας εμφύλιος πόλεμος, παγκόσμιος πόλεμος με τα μέτρα της εποχής του. Κράτησε είκοσι επτά χρόνια, εξάντλησε την Αθήνα και τη Σπάρτη αλλά και ταλαιπώρησε όλη την Ελλάδα που μπλέχτηκε σ’ αυτόν. Έφθειρε τους ανθρώπους υλικά και, κυρίως, ηθικά. Και η ηθική κατάπτωση είναι η χειρότερη απ’ όλες. Η Νικίειος Ειρήνη το 421 π.Χ. αμέσως παραβιάστηκε. Η Σικελική Εκστρατεία το 413 π.Χ. κατέληξε σε καταστροφή, η Αθήνα έχασε συμμάχους, έχασε και το οχυρό της στη Δεκέλεια, υπέστη τον λοιμό, έχασε ανθρώπους και αμαύρωσε το μεγαλείο της.
Η συμφορά και η απογοήτευση, λοιπόν, κρύβονται πίσω από τις κωμωδίες που ο Αριστοφάνης έγραψε και μας κάνει σήμερα να γελάμε, για να μη μας κάνει να κλαίμε.
Στους «Όρνιθες», οι ήρωες εγκαταλείπουν την Αθήνα για να φτιάξουν τελικά μια δική τους πόλη στους αιθέρες, που όμως –τι σύμπτωση!– μοιάζει καταπληκτικά με την Αθήνα.
Χαρακτήρες
Οι κωμικοί χαρακτήρες του Αριστοφάνη είναι βγαλμένοι από τη ζωή, είναι οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, με προτίμηση στην προσφιλή τάξη των αγροτών και καλλιεργητών, αλλά είναι και έμποροι, δούλοι, πολιτικοί, νοικοκυρές, φιλόσοφοι και ποιητές. Όλοι αυτοί αντιμετωπίζουν απτά και καθημερινά προβλήματα, όπως οι δύο φίλοι που εγκαταλείψουν την πόλη για να γλιτώσουν τους φόρους. Μπλέκοντας αριστοτεχνικά τους κωμικούς χαρακτήρες που δημιουργεί ο ίδιος με άλλους επώνυμους, ο Αριστοφάνης σχολιάζει με τρόπο απαράμιλλο τους πολιτικούς και τα καμώματά τους, την παιδεία της εποχής, τις γυναίκες και τα τεχνάσματά τους, τις επινοήσεις των πονηρών, ακόμα και τους Ολύμπιους θεούς. Το έργο του κωμικού ποιητή είναι ένας μοναδικός θησαυρός που φωτογραφίζει πάμπολλες πτυχές της ζωής στην αρχαία Αθήνα.
Ο Αριστοφάνης μας δίνει την ιδέα μιας ιδανικής πολιτείας με ευτυχισμένους ανθρώπους, γνωρίζοντας ο μεγάλος αυτός κωμωδιογράφος ότι η ιδέα του είναι ουτοπική, γι’ αυτό την κατοικούν πουλιά και όχι άνθρωποι.
Η πλοκή των “Ορνίθων” δεν στηρίζεται στην αληθοφάνεια, ούτε υπακούει στη λογική. Η τάξη ανατρέπεται, οι αξίες που συνέχουν την κοινωνία ευτελίζονται, πρόσωπα και θεσμοί γελοιοποιούνται, θεοί και ήρωες συμμορφώνονται με το γεμάτο γοητευτικό ηδονισμό κωμικό ήθος, που εν τέλει καθιστά το έργο απόλυτα πρωτότυπο και διαχρονικά άφθαρτο στην ουσιαστική μοναδικότητά του.
Η παράσταση του ΚΘΒΕ ήταν πλούσια σε φανταστικές εμπνεύσεις και υφολογικές αρετές, αλλά και από τις πιο θεαματικές αριστοφανικές παραστάσεις που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια. Κωμωδία με πολυδιάστατο χαρακτήρα που κατέδειξε τη σημασία της θρησκείας και του μύθου για τη βαθύτερη ερμηνεία του αριστοφανικού έργου.
Αβρότητα, πλούσια φαντασία, κωμικές αναζητήσεις και αίσθημα παιδικής αφέλειας χαρακτήριζε τη σκηνοθεσία του Γιάννη Ρήγα, που αποτελεί υπόδειγμα έγκυρης προσέγγισης του αρχαίου κειμένου. Ο σκηνοθέτης έδωσε έμφαση στα όπλα που επέτρεψαν την ανθρώπινη πρόοδο: τη γνώση, την εφευρετικότητα, την αισιοδοξία, την αγωνιστικότητα και την αλληλεγγύη.
Συντελεστές
Η μετάφραση του Κ. Χ. Μύρη συνδύαζε τον ρωμαλέο λόγο της νεοελληνικής γλώσσας με τον σεβασμό προς το πρωτότυπο.
Τα σκηνικά του Κέννυ ΜακΛέλλαν είχαν ισορροπία και αισθητική, καθώς και συνέπεια στη σκηνοθετική γραμμή.
Δημιουργικός συντελεστής της παράστασης τα ευρηματικά κοστούμια της Δέσποινας Ντάνη με την αρμονικότητα και την ανάλαφρη ομορφιά τους. Δυσανάλογα βαριά και θεόρατη ωστόσο βρήκα την Αηδόνα, επιλογή για την οποία δεν γνωρίζω ποιος ευθύνεται.
Στη μουσική του Γιώργου Χριστιανάκη η παράσταση όφειλε πολλά, αφού με τα όμορφα μοτίβα της ήταν από τους κύριους συντελεστές του γρήγορου και ευχάριστου ρυθμού της. Η Χρύσα Τουμανίδου υπηρέτησε την καλλιέπεια της μουσικής με την άξια διδασκαλία της.
Εύφορη, με την πινελιά της καινοτομίας η χορογραφία του Δημήτρη Σωτηρίου.
Εξαιρετικά εύστοχοι οι φωτισμοί του Στέλιου Τζολόπουλου.
Αντικείμενα μοναδικής ομορφιάς οι μάσκες της Μάρθας Φωκά, που για άλλη μια φορά μας κατέπληξε με την υψηλή αίσθηση εικαστικότητας που διέπει τη δουλειά της. Επιτυχημένη και η κίνηση της μάσκας από τον ειδικό στη συγκεκριμένη τέχνη, Σίμο Κακάλα.
Ερμηνείες
Ο Ταξιάρχης Χάνος (Πεισθέταιρος) και ο Γιάννης Σαμψαλάκης (Ευελπίδης) συνέθεσαν ένα επιτυχές δίδυμο με υποκριτικές ικανότητες μεγάλης εμβέλειας που προσέδωσε ποιότητα και χιούμορ στη δράση. Ο πρώτος διαχειρίστηκε το ρόλο του με κύρος, σεμνότητα και πειστικότητα. Από τους ηθοποιούς που διαισθάνονται, ερευνούν, ανακαλύπτουν, δημιουργούν. Ο δεύτερος σε πολλές στιγμές της παράστασης χάρισε το πηγαίο και αυθόρμητο γέλιο στους θεατές. Από τους ηθοποιούς που έχουν γερή αίσθηση της κωμικότητας χωρίς να εκβιάζουν το γέλιο.
Ο χαρισματικός, χυμώδης, ποιητικός, λυρικός και καλλίφωνος Χρήστος Στέργιογλου (Έποπας) έδωσε τεκμήριο υπεροχής στην παράσταση. Απολαυστικότατος.
Οι Ελευθερία Αγγελίτσα (Τριβαλλός), Λίλα Βλαχοπούλου (Υπηρέτης του Έποπα), Ιωάννα Δεμερτζίδου (Κήρυκας, Πουλί από το Παρελθόν), Χριστίνα Ζαχάρωφ (Ψευδομάρτυρας, Δούλος), Στεφανία Ζώρα (Β΄ Αγγελιοφόρος), Ήριννα Κεραμίδα (Ψευδομάρτυρας, Δούλος), έδωσαν εξαιρετικές ερμηνείες με το ζωηρό ρυθμό που επιβάλλει η αριστοφάνεια κωμωδία, με σαφήνεια και χωρίς παρεκτροπές.
Επαινετικά πρέπει να αναφερθούν και οι Αριστοτέλης Ζαχαράκης (Επιθεωρητής, Ψευδομάρτυρας), Χριστίνα Ζαχάρωφ (Ψευδομάρτυρας, Δούλος), Στεφανία Ζώρα (Β΄ Αγγελιοφόρος), Μάρα Μαλγαρινού (Κήρυκας, Πουλί Δερβίσης), Τατιάνα Μελίδου (Ψευδομάρτυρας, Βασιλεία), Χρυσή Μπαχτσεβάνη (Κήρυκας), Βασίλης Παπαδόπουλος (Μέτων, Ψευδομάρτυρας), Γρηγόρης Παπαδόπουλος (Ηρακλής), Θανάσης Ραφτόπουλος (Μέτων, Ψευδομάρτυρας), Θανάσης Ρέστας (Α΄ Αγγελιοφόρος, Ποσειδών), για τη ζωντάνια, τις διαυγείς φωνητικές τους ικανότητες, την όμορφη δυναμική τους κίνηση.
Οι Γιώργος Κολοβός (Προμηθέας), Περικλής Σιούντας (Συνταγματολόγος, Ψευδομάρτυρας), Κατερίνα Σισίννι (Αγγελιοφόρος), Γιάννης Τσεμπερλίδης (Ποιητής) θαυμάσιοι, συγκροτημένοι, με προσωπικό χρώμα στις ερμηνείες τους.
Απογειωτικός ο Δημήτρης Διακοσάββας που διέπρεψε στο ρόλο του Κινησία. Τέλεια αριστοφανικός. Ένας νέος ηθοποιός με τεράστιο ταλέντο, σε μια μεταμόρφωση που δηλώνει συναισθήματα και ιδέες, αφοσίωση, δουλειά και μελέτη.
Θαυμάσιος ο Βασίλης Σπυρόπουλος στον απαιτητικό ρόλο του Ιερέα. Με ανεπιτήδευτη λαϊκότητα και γκροτέσκα αντίληψη.
Η Μαριάννα Κιμούλη υπήρξε μια χαριτωμένη, απολαυστική, πολλά υποσχόμενη παρουσία στην πρώτη της εμφάνιση. Χάρμα οφθαλμών Κήρυκας. Περιμένουμε να μας δώσει έντονες συγκινήσεις στο σανίδι τα επόμενα χρόνια.
Από τα “προνόμια” της παράστασης η εκπληκτική Αναστασία-Ραφαέλα Κονίδη –Κήρυκας επίσης, που παλαιότερα την είχαμε θαυμάσει ως Αντιγόνη στην ορχήστρα της Επίδαύρου. Άμεση, με νεύρο και κέφι, καθαρή στην κίνηση και στο λόγο, με τη σφραγίδα του ξεχωριστού πλάσματος.
Για άλλη μια χρονιά θαυμάσαμε στην Επίδαυρο τη διαρκώς ανερχόμενη Ιώβη Φραγκάτου. Αυτή τη φορά ως Χρησμολόγο. Μια ηθοποιό χυμώδη και εφευρετική, που μας απέδειξε την ευφυή της κωμικότητα, την αίσθηση του μέτρου, τις μεγάλες δυνατότητές της.
Κλείνω, ελπίζοντας ότι δεν ξέχασα κανέναν από τους αξιόλογους ηθοποιούς, με την έμπειρη και εκφραστικότατη Κλειώ-Δανάη Οθωναίου η οποία με το ταλέντο και την τεχνική της, την εκρηκτικότητα και τη σφριγηλότητά της παρέδωσε μια έξοχη Ίριδα.
Η παράσταση
Η παράσταση των “Ορνίθων” του Αριστοφάνη από το ΚΘΒΕ, όπως την παρακολουθήσαμε την Κυριακή 9 Αυγούστου 2020, σε σκηνοθεσία του Γιάννη Ρήγα, στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου ήταν μια πολυπρόσωπη παράσταση με άψογο συντονισμό, με πολυχρωμία, με παραμυθένια αίσθηση και τη μαγεία του φανταστικού. Ομοιογενής και υποβλητική, είχε αφενός την καυστικότητα και τη δηκτικότητα της αριστοφανικής κωμωδίας, αφετέρου τη χροιά της λεπτότητας. Δίχως αλαζονείες και παραφθορές, δίχως χυδαιότητα δήθεν λαϊκή. Σε συνεργασία με σημαντικούς ανθρώπους του θεάτρου μας, με σεβασμό στα διαχρονικά μηνύματα του ποιητή και καταγωγή από τελετές, δράσεις και δρώμενα αφιερωμένα σε θεότητες.
Ήταν μια πολύτιμη και καθηλωτική εμπειρία που καθόρισε σε μεγάλο βαθμό το φετινό μας καλοκαίρι. Ένα καλοκαίρι που μας φέρνει αντιμέτωπους με το ευάλωτο της ύπαρξης. Με το φόβο. Και τίποτε δεν είναι πιο παραλυτικό από τον φόβο όταν γίνεται πανικός. Σε μια εποχή έξαρσης της ελαφρότητας, σε μια εποχή αβεβαιότητας, έχουμε ανάγκη από τη σύνεση που τροφοδοτείται από την επίγνωση. Γι’ αυτό και το βαθιά ανθρώπινο όραμα του Αριστοφάνη είναι ένα όραμα με φιλοσοφική διάσταση και οι “Όρνιθες” ήρθαν για να απευθυνθούν σε ενεργούς πολίτες. Τα ερωτήματα που θέτουν πολλά: έχουν να κάνουν με την ηθική, το νόμιμο, τη δικαιοσύνη, τη συνύπαρξη, την ειρήνη, τον πόλεμο, τα συμφέροντα…
***
Σκηνοθετικό Σημείωμα του Γιάννη Ρήγα
«Την πρώτη φορά είχα άγνοια κινδύνου. Ήμουν 18 χρονών. Πολυτεχνείο και Μεταπολίτευση. Η εποχή όριζε μακριά γένια και αμπέχονο, για τις κοπέλες ταγάρι. Ήμασταν θυμωμένοι. Τρώγαμε λίγο, κοιμόμασταν λίγο, δουλεύαμε πολύ. Ήμασταν αδιαπραγμάτευτοι. Τα έργα των ποιητών κυκλοφορούσαν από χέρι σε χέρι. Θαυμάζαμε τους ηθοποιούς του θεάτρου. Βλέπαμε τις παραστάσεις πολλές φορές για να καταλάβουμε τον τρόπο που ο τάδε ηθοποιός έλεγε εκείνη τη φράση. Αν είχαμε αντίρρηση για μια παράσταση που είδαμε, την εκφράζαμε με συστολή και οπωσδήποτε με σεβασμό.
Είναι 1975. «Όρνιθες» στην Επίδαυρο. Στις γενικές δοκιμές έβρεχε. Τρέχαμε να κρυφτούμε στα υπόστεγα των καμαρινιών και του «Ξενία», να περάσει η βροχή, να συνεχίσουμε τη δοκιμή. Βρεγμένοι, γεμάτοι λάσπες, μέχρι το ξημέρωμα. Τα πρωινά, τα μεσημέρια δεν σκεφτόμασταν τη θάλασσα. Μαζευόμασταν και τρώγαμε ήσυχα, μετά ξαπλώναμε να γεμίσουμε δύναμη και άντε πάλι από την αρχή. Θα διασκεδάζαμε αργότερα, μετά τη δεύτερη παράσταση. Σύντομα όλα αυτά έγιναν γραφικά.
Δεν άκουσα ποτέ μια καλή κουβέντα, «είσαι καλός» ας πούμε. Κανείς δεν άκουσε. Κάναμε θέατρο. Όχι για να είμαστε καλοί, αλλά για να είμαστε εκεί. Όσοι άντεξαν, αυτοί που είχαν το κουράγιο, έμειναν στη δουλειά. Στο σώμα τους και το μυαλό τους είναι γραμμένη η ιστορία του σύγχρονου νεοελληνικού θεάτρου.
Δεν νοσταλγώ το παρελθόν.
Καλοκαίρι 2020. «Όρνιθες». Στο θέατρο Δάσους, στην Επίδαυρο, σε περιοδεία. Πόσο περίεργους κύκλους κάνει καμιά φορά η ζωή! Με μοναδικούς συνεργάτες – συντελεστές, ηθοποιούς, τεχνικούς. Πίσω από τον καθένα κρύβεται μια μικρή ή μεγάλη ιστορία, μοναδική. Όλοι μαζί κάτω από τις φτερούγες ενός μεγάλου θεάτρου, του Κρατικού. Σε δύσκολες συνθήκες, επικίνδυνες. Να μη τολμάς να αγγίξεις, να έρθεις κοντά.
Όμως είμαστε εδώ, χωρίς υπεκφυγές, αποφασισμένοι. Να ανεβούμε στη σκηνή, να πούμε την ιστορία, να γελάσουμε και να δακρύσουμε. Να πετάξουμε!»
***
Ταυτότητα παράστασης
«Όρνιθες»
του Αριστοφάνη
Μετάφραση: Κ. Χ. Μύρης
Σκηνοθεσία: Γιάννης Ρήγας
Σκηνικά: Κέννυ ΜακΛέλλαν
Κοστούμια: Δέσποινα Ντάνη
Μουσική: Γιώργος Χριστιανάκης
Χορογραφία: Δημήτρης Σωτηρίου
Φωτισμοί: Στέλιος Τζολόπουλος
Μουσική διδασκαλία: Χρύσα Τουμανίδου
Μάσκες: Μάρθα Φωκά
Κίνηση μάσκας: Σίμος Κακάλας
Βοηθός σκηνοθέτης: Μιχάλης Σιώνας
Βοηθός σκηνοθέτη: Αντρέας Κουτσουρέλης
Β΄ Βοηθός σκηνοθέτη: Χριστόφορος Μαριάδης
Βοηθοί σκηνογράφου- ενδυματολόγου: Ελίνα Ευταξία, Κέλλυ Εφραιμίδου
Φωτογράφιση παράστασης: Τάσος Θώμογλου
Οργάνωση παραγωγής: Αθανασία Ανδρώνη, Μαριλύ Βεντούρη
Παίζουν οι ηθοποιοί: Ελευθερία Αγγελίτσα (Τριβαλλός), Λίλα Βλαχοπούλου (Υπηρέτης του Έποπα), Ιωάννα Δεμερτζίδου (Κήρυκας, Πουλί από το Παρελθόν), Δημήτρης Διακοσάββας (Κινησίας), Αριστοτέλης Ζαχαράκης (Επιθεωρητής, Ψευδομάρτυρας), Χριστίνα Ζαχάρωφ (Ψευδομάρτυρας, Δούλος), Στεφανία Ζώρα (Β΄ Αγγελιοφόρος), Ήριννα Κεραμίδα (Ψευδομάρτυρας, Δούλος), Μαριάννα Κιμούλη (Κήρυκας), Γιώργος Κολοβός (Προμηθέας), Αναστασία-Ραφαέλα Κονίδη (Κήρυκας), Μάρα Μαλγαρινού (Κήρυκας, Πουλί Δερβίσης), Τατιάνα Μελίδου (Ψευδομάρτυρας, Βασιλεία), Χρυσή Μπαχτσεβάνη (Κήρυκας), Κλειώ-Δανάη Οθωναίου (Ίρις), Βασίλης Παπαδόπουλος (Μέτων, Ψευδομάρτυρας), Γρηγόρης Παπαδόπουλος (Ηρακλής), Θανάσης Ραφτόπουλος (Μέτων, Ψευδομάρτυρας), Θανάσης Ρέστας (Α΄ Αγγελιοφόρος, Ποσειδών), Γιάννης Σαμψαλάκης (Ευελπίδης), Περικλής Σιούντας (Συνταγματολόγος, Ψευδομάρτυρας), Κατερίνα Σισίννι (Αγγελιοφόρος), Βασίλης Σπυρόπουλος (Ιερέας), Χρήστος Στέργιογλου (Έποπας), Γιάννης Τσεμπερλίδης (Ποιητής), Ιώβη Φραγκάτου (Χρησμολόγος), Ταξιάρχης Χάνος (Πεισθέταιρος).
Χορός των πουλιών: Ελευθερία Αγγελίτσα, Λίλα Βλαχοπούλου, Ιωάννα Δεμερτζίδου, Δημήτρης Διακοσάββας, Αριστοτέλης Ζαχαράκης, Χριστίνα Ζαχάρωφ, Στεφανία Ζώρα, Ήριννα Κεραμίδα, Μαριάννα Κιμούλη, Γιώργος Κολοβός, Αναστασία-Ραφαέλα Κονίδη, Μάρα Μαλγαρινού, Τατιάνα Μελίδου, Χρυσή Μπαχτσεβάνη, Κλειώ-Δανάη Οθωναίου, Βασίλης Παπαδόπουλος, Γρηγόρης Παπαδόπουλος, Θανάσης Ραφτόπουλος, Θανάσης Ρέστας, Γιάννης Σαμψαλάκης, Περικλής Σιούντας, Κατερίνα Σισίννι, Βασίλης Σπυρόπουλος, Γιάννης Τσεμπερλίδης, Ιώβη Φραγκάτου.
*Παρουσιάστηκε στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου – 7. 8, 9 Αυγούστου 2020
***
Η παράσταση του Θεάτρου Τέχνης το 1959
Το 1959 πρωτοπαρουσιάστηκε η παράσταση του Θεάτρου Τέχνης. Τότε ο συνθέτης Μάνος Χατζιδάκις συναντήθηκε καλλιτεχνικά με άλλους κορυφαίους καλλιτέχνες: τον Κάρολο Κουν, τον σκηνοθέτη της παράστασης και καλλιτεχνικό διευθυντή του Θεάτρου Τέχνης, τον ζωγράφο Γιάννη Τσαρούχη, που είχε επιμεληθεί τα σκηνικά και τα κοστούμια, και τη χορογράφο Ραλλού Μάνου.
Η παράσταση όμως κάθε άλλο παρά ευπρόσδεκτη ήταν. Το κοινό αντέδρασε αρνητικά στην πρεμιέρα (29 Αυγούστου), με αποτέλεσμα να απαγορευθούν οι επόμενες παραστάσεις από τον Υπουργό Προεδρίας Κυβερνήσεως Κωνσταντίνο Τσάτσο. Ενώ το κοινό αποδοκίμασε μόνο τη σκηνή με τον ιερέα, που είχε παρουσιαστεί ως ορθόδοξος ιερέας, και όχι όλο το έργο, η παράσταση διακόπηκε άδοξα.
Ο Άγγελος Τερζάκης, αν και αναγνώρισε τις καλές προθέσεις των συντελεστών, ήταν επικριτικός για το αποτέλεσμα. Για τον Κάρολο Κουν ανέφερε πως «Στην προσπάθειά του να συγχρονίσει το έργο, ο κ. Κουν έπεσε σε μιαν ανεξήγητη σύγχυση: Μπέρδεψε την παρωδία του Κλήρου με τη διακωμώδηση της Λειτουργίας. Το δεύτερο είναι βαρύ, όταν μάλιστα γίνεται σε χώρο επίσημο, μπροστά στα μάτια της εξουσίας. Κανένας δεν έχει το δικαίωμα να γελοιοποιεί τα ιερά των άλλων» και «Πολύ φοβάμαι πως ο κ. Κουν, χωρίς να το έχει ο ίδιος συνειδητοποιήσει, βάδιζε στην τύχη, με περισσή αφέλεια. Διαφορετικά δεν εξηγούνται οι επί σκηνής αδεξιότητες, ούτε οι χτυπητές αμηχανίες και προχειρότητες, το ανέτοιμο, το άρρυθμο ολόκληρων σκηνών, συνόλων, ή το αδικαιολόγητο, ολέθριο μάκρος της παράστασης». Για τη μετάφραση του Βασίλη Ρώτα έγραψε «Ο κ. Ρώτας στη μετάφρασή του, τη συχνά ρωμαλέα, πέφτει και πάλι στο λάθος να συγχέει τη γλώσσα του πεζοδρομίου με τον κρουστό δημοτικό λόγο. Αυτό δεν αφορά βέβαια τις βωμολοχίες, που είναι – για το αίσθημα του καιρού μας – κακό αναπόφευκτο». Καταληκτικά διατύπωσε το ερώτημα «Άκουγα προχτές τις χυδαιολογίες, έβλεπα τα – αστοχημένα άλλωστε – επιθεωρησιακά καμώματα, και αναρωτιόμουν: Πώς θα εξηγήσουμε στο μέσο θεατή, δηλαδή στη συντριπτική πλειοψηφία, πως αυτά – εδώ είναι θεμιτά, ωραία, αξιοσύστατα, καλλιτεχνικώς δικαιωμένα, ενώ, όταν γίνονται αλλού, είναι βρωμερά, φτηνά, αθέμιτα; Η σύγχυση είναι κρίσιμη».
***
Η όλη υπόθεσις μαζί με την ανεκδιήγητον «ευθιξίαν του θρησκευτικού αισθήματος» μερίδος των θεατών, με θλίβει αφάνταστα. Θεωρώ την παράστασιν αυτήν ως την πλέον σημαντικήν, ανθρώπων του κύρους και της σημασίας του Καρόλου Κουν, του Γιάννη Τσαρούχη και της Ραλλούς Μάνου, που με την εργασία τους αυτή έδωσαν ένα παρόν μεγίστης σημασίας εις την ιστορία του νεώτερου θεάτρου μας, χωρίς να παραγνωρίσω και τη μουσική μου, που τη θεωρώ ως την πλέον ώριμον που έχω γράψει μέχρι σήμερα για το θέατρο.
— Μάνος Χατζιδάκις, Τα Νέα, 1η Σεπτεμβρίου 1959, σελ. 2
*Η πορεία του μουσικού έργου, ωστόσο, δε διακόπηκε. Ο συνθέτης αποφάσισε να ασχοληθεί με τις λεπτομέρειές του και να το ενορχηστρώσει. Το έργο πήρε την οριστική του μορφή (καντάτα) το 1964. Ένα χρόνο μετά, ο Μωρίς Μπεζάρ σκηνοθετεί και χορογραφεί τους «Όρνιθες», σε μουσική διεύθυνση του ίδιου του Χατζιδάκι, και παρουσιάζει το έργο στην Όπερα των Βρυξελλών. Με τους «Όρνιθες» το πολυεδρικό πρόσωπο του Μάνου Χατζιδάκι πλουτίζεται με νέα στοιχεία και σημειώνεται ένας ακόμη μεγάλος σταθμός, όχι μόνο στη δική του πορεία, αλλά και σ’ εκείνη της σύγχρονης ελληνικής μουσικής.
Η παράσταση του Θεάτρου Τέχνης, μετά τη διακοπή του 1959, επαναλαμβάνεται το 1960 στην οριστική της μορφή με τις χορογραφίες της Ζουζούς Νικολούδη. Συνεχίζει παραστάσεις και τα επόμενα χρόνια στην Ελλάδα και το εξωτερικό, όπου το 1965 παίρνει το α΄ βραβείο στο Φεστιβάλ των Εθνών. Επανέρχεται από τότε τακτικά στο ρεπερτόριο του Θεάτρου Τέχνης το 1975, το 1986, το 1997, το 2008.