Της Ειρήνης Αϊβαλιώτου
Αυτά, λοιπόν, είναι τα Ιμαλάια; Τα βουνά που σκαρφαλώνουν σε ύψη δυσθεώρητα και κρύβουν το φεγγάρι; Τα μέρη που κάνουν το δάκρυ και το γέλιο να παγώνουν; Πώς φτάσαμε σε αυτά τα απάτητα όρη που γέμισαν το άδειο κουκλοθέατρο της «Οπερέττας» με αληθινό δράμα; Ακροπατώντας με χάρη, συντροφιά με πιθήκους κι άλλα ζώα φτάσαμε μέχρις εδώ. Ανεβαίνοντας ένα βουνό, ακόμα κι αν πιστεύεις ότι παλεύεις με τη Φύση, στην πραγματικότητα δεν παλεύεις παρά με τον ίδιο σου τον εαυτό, με τις αμφιβολίες σου, τις πεποιθήσεις σου και τις βεβαιότητές σου. Αποκτάς δύναμη προχωρώντας.
Σ’ αυτά τα μνημειώδη τοπία, όπως τα είδαμε στη μεγαλοπρεπή σκηνή του «Κοτοπούλη / Ρεξ», συμπλέουν η ταπεινότητα και η υποκρισία, η ζωική ορμή, ο πρωτογονισμός, τα ορμέμφυτα, οι παρορμήσεις και τα ένστικτα. Μια κοινωνία της εμπειρίας, που συνοψίζει βιώματα και πρακτικές, σοφία και εθισμούς αιώνων.
Το τεράστιο σκηνικό από νάιλον και χαρτόνι σε φαιοκίτρινο χρώμα αναπαριστά τα θρυλικά βουνά. Οι ηθοποιοί γλιστρούν επάνω τους, αναρριχώνται, ανεβοκατεβαίνουν, ισορροπούν, πέφτουν, κατρακυλούν, ακροβατούν κάνοντας την ψυχή μας να σκιρτά κάθε τόσο από αγωνία και συγκίνηση, σε μια οπερέτα που με σοφία σαρκάζει αλύπητα την καθεστηκυία τάξη.
Η οπερέτα ορίζεται ως ένα είδος ευχάριστο, μουσικό, κωμικό, νοσταλγικό, ρομαντικό και δραματικό μαζί. Είναι σαφώς πιο μικρή, πιο ανάλαφρη και πιο απλή από την όπερα. Μπορεί να θεωρηθεί και απλοϊκή. Άνθησε από τα μέσα του 19ου αιώνα στην Ευρώπη.
Ο Βιτόλντ Γκομπρόβιτς, ως δημιουργός, αιχμαλωτίστηκε από τη φόρμα της. Ενώ θεωρούσε την όπερα ένα είδος στρεβλό και προσποιητό, αφέθηκε στη θεία βλακεία και την ουράνια αφέλεια της οπερέτας.
Στην «Οπερέττα», που σκηνοθέτησε για το Εθνικό Θέατρο ο Νίκος Καραθάνος, ο κόμης Αρισταίος σχεδιάζει να αποπλανήσει την όμορφη Αλμπερτίνα. Η επιτυχία του σχεδίου του είναι η αρχή μιας αλληλουχίας απροσδόκητων και εξωφρενικών γεγονότων, όπου συνυπάρχουν η μόδα με την επανάσταση και όπου αντιμάχονται η διαφθορά του ενδύματος με την αθωότητα της γύμνιας.
Το παράλογο, το γκροτέσκο, η αβελτηρία, ο ειρωνικός σκεπτικισμός, η ριζοσπαστική απορία, το γεγονός ότι οι άνθρωποι συχνά καταλήγουν να εξυπηρετούν διαφορετικούς σκοπούς από εκείνους που συνειδητά αρχικά επιδιώκουν, η εναλλαγή έκπληξης και πλήξης, η αμφιθυμία μεταξύ ασημαντότητας και πανσημίας, το ανοίκειο προσώπων και πραγμάτων, η πειθώ, οι απροσδόκητες εξελίξεις, η χιουμοριστική απερισκεψία συνθέτουν μια πολύσημη και παραδόξως εντυπωσιακή παράσταση.
Ο συγγραφέας
Ο Βιτόλντ Γκομπρόβιτς, γιος Πολωνών ευγενών, γεννήθηκε το 1904 στο Μαλοσύτσε. Το 1915 η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στη Βαρσοβία, όπου ο Γκομπρόβιτς φοίτησε στο γυμνάσιο και μετά στη Νομική Σχολή. Το 1926, πηγαίνει στη Γαλλία για μεταπτυχιακές σπουδές, ωστόσο ανακαλύπτει ότι τον ενδιαφέρουν ελάχιστα. Έτσι μένει ένα χρόνο στο Παρίσι και έξι μήνες στα Πυρηναία. Επιστρέφοντας στη Βαρσοβία το 1927, εργάζεται μέχρι το 1934 ως γραμματέας στο Πρωτοδικείο και το Εφετείο της πόλης, ενώ παράλληλα επιχειρεί τα πρώτα του λογοτεχνικά βήματα. Εκδίδει τα πρώτα του διηγήματα με τον τίτλο “Μνήμες από την εποχή της ανωριμότητας” (1933) και το θεατρικό έργο “Υβόννη, πριγκίπισσα της Βουργουνδίας” (1935). Συνεργάζεται ως κριτικός σε διάφορες εφημερίδες της Βαρσοβίας και το 1937 δημοσιεύει το μυθιστόρημα “Φερντυντούρκε” (στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ερατώ), που τον φέρνει στην πρώτη γραμμή της νέας πολωνικής λογοτεχνίας. Η έκρηξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το καλοκαίρι του 1939 -εποχή που δημοσιεύεται στον πολωνικό Τύπο το μυθιστόρημά του “Οι μαγεμένοι”- βρίσκει τον Γκομπρόβιτς να ταξιδεύει για το Μπουένος Άιρες, απ’ όπου δεν θα επιστρέψει. Θα μείνει εκεί είκοσι τέσσερα χρόνια και θα δημιουργήσει το σύνολο σχεδόν του έργου του, το οποίο από το 1950 εκδίδεται στα πολωνικά, πρώτα στο Παρίσι και μετά στην Πολωνία: “Υπερ-Ατλαντικός και Γάμος” (1950), “Ημερολόγιο” (1957-1966), “Η πορνογραφία” (1960), “Κόσμος” (1965), “Οπερέτα” (1966). Το 1963 επιστρέφει στην Ευρώπη. Εγκαθίσταται οριστικά στη Βανς, στη Νότια Γαλλία, όπου και πεθαίνει το 1969. Το 1967 του απονέμεται το Διεθνές Βραβείο Λογοτεχνίας “Φορμεντόρ”.
Σαρωτικό χιούμορ
Στην ευφάνταστη, ανατρεπτική και διαχρονική «Οπερέττα» του δεσπόζουν ορισμένες ιδέες και τάσεις, εκ των οποίων η ανωριμότητα, το παράλογο και η παρωδία είναι προφανώς οι κυριότερες. Η «Οπερέττα» υιοθετεί την ελαφράδα του μουσικού είδους και υπονομεύει, με το σαρωτικό της χιούμορ, τα πλαστά πολιτικά, ηθικά και ιδεολογικά πρότυπα. Παράλληλα τη γελοιότητα των προσώπων που τα εκφράζουν και προτείνει την υπεροχή της απλότητας και της «γύμνιας» απέναντι στην κενότητα κάθε εφήμερης σύμβασης. Καθώς μπορεί η σεμνότητα συχνά να είναι υποκριτική, η αφέλεια όμως ποτέ.
Σε μια μορφή ακραίας καρικατούρας, ο Γκομπρόβιτς γκρεμίζει την αυτοπεποίθηση του δυτικού ανθρώπου για την υποτιθέμενη ορθολογικότητα και ωριμότητά του, καθώς και τις υποτιθέμενες λύσεις του απέναντι στα μεγάλα προβλήματα.
Όπως σημειώνει ο ίδιος: «Η αφετηρία μου είναι παραπλανητικά απλοϊκή: Υποκρινόμαστε όλοι μας ότι είμαστε πιο έξυπνοι και πιο ώριμοι από ό, τι είμαστε στην πραγματικότητα».
Ο Νίκος Καραθάνος, που ανέλαβε να μας διδάξει το έργο, ξεδιπλώνει με καταλυτική κωμικότητα, διορατικότητα και έναν καλά κρυμμένο, αλλά υπαρκτό, ανθρωπισμό, το παράλογο του έργου.
«Εγώ είμαι χιουμορίστας, γελωτοποιός, ακροβάτης, προβοκάτορας. Τα έργα μου κάνουν διπλές κωλοτούμπες για να διασκεδάσουν το κοινό μου. Εγώ είμαι τσίρκο, λυρισμός, ποίηση, τρόμος, καβγάς, παιχνίδια, τι άλλο θέλετε;» .
Έχουν πει πως ο Γκομπρόβιτς είναι ένας «επαγγελματίας έφηβος». Έχουν πει επίσης πως είναι ένας «πολιτισμένος βάρβαρος».
Ό, τι κι αν ήταν ο συγγραφέας της, η «Οπερέττα» του είναι ένα ευτράπελο αριστούργημα, σουρεαλιστικό μεν, κατά βάση πολιτικό δε. Διαπερνά όλη την ιστορία του 20ού αιώνα με την παρακμή, τη φθορά και την αποσύνθεση της άρχουσας τάξης και τις επαναστάσεις κάθε είδους. Με «παράλογους» πολλές φορές διαλόγους, ασκεί δριμεία κριτική προς όλες τις κατευθύνσεις, χωρίς να παίρνει θέση ουσιαστικά. Η όλη φόρμα παρουσιάζεται μέσα από την ευπιστία και τη φαιδρότητα της οπερέτας, με τραγούδια, νούμερα, χορούς, που υπογραμμίζουν τις καταστάσεις. Το έργο, όταν γράφτηκε (1966), υπήρξε προφητικό για το Μάη του ’68 και την κίνηση των χίπης, μέσα από την απόλυτη γυμνότητα των νέων, που αποποιούνται, έτσι, τον πολιτισμό και την παρακμή του.
Η «Οπερέττα» είχε παιχτεί στην Ελλάδα και τη σεζόν 1972-1973 στο Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν (Υπόγειο) σε μετάφραση Κωστή Σκαλιόρα και σκηνοθεσία Κάρολου Κουν. Το 2005-2006 στην ίδια μετάφραση το έργο είχε ανέβει στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, σε σκηνοθεσία Βασίλη Νικολαΐδη.
Μεφιστοφελικός, καταχθόνιος και μεγάλος επαναστάτης ο Γκομπρόβιτς δεν επιχειρεί να αλώσει τη λογοτεχνία μέσω του νοήματος ή μέσω της φόρμας. Απλώς δηλητηριάζει ύπουλα την κλασική φόρμα.
Στην «Οπερέτα» καταγράφεται ο πόνος του ανθρώπου γενικά, όπως τον βλέπει ο συγγραφέας από ψηλά κι από μακριά. Εκεί ψηλά, καθώς είναι, ρίχνει έναν καταπέλτη στην πατρίδα του, την Πολωνία. Γράφει για την αγωνία μιας πατρίδας που πάει να γεννηθεί και ποτέ δεν γεννιέται.
Καταπιάνεται με ανθρώπους δυστυχισμένους. Στο έργο του συνυπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: οι βαρόνοι και οι υπηρέτες τους· οι πλούσιοι και οι φτωχοί. Καταδικάζονται με τον πληρέστερο και καυστικότερο τρόπο η πολιτική και η επανάσταση, ο ναζισμός και ο σταλινισμός. Κάθε είδους ολοκληρωτισμός. Πλούσιοι και φτωχοί, συστημικοί κι επαναστάτες, στην ίδια μοίρα. Και συμπεραίνεται: μόνο το γυμνό είναι καθαρό.
Η μόδα
Όλοι σε αυτό το έργο ενδιαφέρονται για τη μόδα και θέλουν να είναι πλούσια ντυμένοι. Ο κόμης Αρισταίος, που επιθυμεί την κόρη του μπακάλη για να την προσθέσει στη λίστα με τις κατακτήσεις του, της προσφέρει πολυτελή ενδύματα. Εκπλήσσεται όμως γιατί αυτή μένει ασυγκίνητη. Θέλει να είναι γυμνή.
Ένα από τα ερωτήματα προς απάντηση είναι για πόσες γενεές διαρκεί η βιολογική μνήμη των προγόνων και κατά πόσο, κάποια στιγμή, σταθεροποιείται μέσω μόνιμων αλλαγών στους απογόνους.
Ο σκηνοθέτης θέλησε να δει το έργο ως έναν διάλογο με το «πριν» αυτού του δίπολου. Από τη στιγμή που πρόκειται για ένα κείμενο το οποίο μας φτάνει στην τελευταία νύχτα του κόσμου, αποφάσισε να δει από πού ξεκίνησε αυτή η διαμάχη. Ο φόβος που περιγράφεται στην «Οπερέττα» είναι παρόμοιος με τον φόβο που έζησε ο πρωτόγονος άνθρωπος στο δάσος. Στον Γκομπρόβιτς ο σκηνοθέτης είδε έναν δαρβινικό εφιάλτη, τον άνθρωπο στην πλήρη εξέλιξή του. Είδε ακόμα έναν κόσμο ανασφάλειας και άγχους, όπου μια μόνιμη απειλή δημιουργεί μια διαρκή και έμμονη κατάσταση αβεβαιότητας.
Του ταιριάζει του Καραθάνου ο Γκομπρόβιτς. Σαν σατανικό παιδί οργιάζει δαιμονιωδώς σε μια απέραντη ζούγκλα υπαινιγμών, τερτιπιών, βλεμμάτων, υπονοούμενων, ενώ η προκλητικότητα αλώνει από τα μέσα την υποκρισία των κανόνων. Αποδομεί και ανατρέπει τα πάντα με γνώση, με επιμονή και με το ταλέντο μιας σκοτεινά αχαλίνωτης φαντασίας.
Μια εξαίσια αναμέτρηση της Ιστορίας με το όνειρο. Μια εξαιρετικά εύστοχη σύνδεση του κόσμου της πολιτικής μ’ αυτόν της φαντασίας.
Όποιος έχει, έστω μια φορά, βυθιστεί στο μαγικό, ονειρικό σύμπαν του Νίκου Καραθάνου και της σπουδαίας ομάδας του καλλιτεχνών, ενθουσιάζεται με την ευκαιρία να κάνει ξανά και ξανά το παραμυθένιο ταξίδι της τέχνης του.
Στην “Οπερέττα”, το γυμνό, η ωμή βία, το κιτς και οι “βλάσφημες” σκηνές του, αποτυπώνονται μοναδικά στον καμβά ενός αφιλόξενου και δυστοπικού κόσμου. Σουρεαλιστικές εικόνες και καταστάσεις, με κυρίαρχη την αλληγορική διάθεση και την απομυθοποίηση των στερεοτύπων.
Ποιος πόθος και ποιο πάθος, ποια μνήμη και ποια λογική, ποιο παιχνίδι και ποιες λέξεις, ποια μανία και ποια έμπνευση, ποια ευαισθησία και ποια εμμονή καταφέρνουν να χωρέσουν όλο αυτό το συγκλονιστικό μπέρδεμα που αφήνει σοκαρισμένο και εμβρόντητο τον θεατή; Που στο τέλος της παράστασης της παράστασης σε κάνει να χαμογελάς έκθαμβα μαγεμένος για την περιπέτεια που έζησες.
Χιούμορ, έρωτας, σάτιρα, μύθευμα, ωραίοι άνθρωποι – θαυμάσιοι συντελεστές, δημιουργικότητα.
Η παράσταση συμφιλιώνει τα ασυμβίβαστα και λειτουργεί ως μία μυστικιστική, υπερβατική εμπειρία για το κοινό. Ένα αμάλγαμα παραισθησιογόνου σουρεαλισμού, με θρησκευτικές, σχεδόν μυστικιστικές αναφορές, που καθηλώνει χάρη στο γκροτέσκο της, την «αγαρμποσύνη» της, το «βλακώδες» της, ή ακόμη και το απεχθές της. Απορρίπτοντας συμβατικές μορφές αφήγησης και θεατρικών κλισέ, καλεί τον θεατή να αφεθεί ελεύθερος από τα δεσμά της λογικής, του καθωπρεπισμού και των πρέπει. Να περιφρονήσει τις καλλιτεχνικές του συμβάσεις και να πορευτεί μαζί με τους εξαίσιους δημιουργούς της σε ένα μοναδικό εικονοπλαστικό και εικονοκλαστικό σύμπαν…
Οι συντελεστές
Άριστοι, τετραπέρατοι, αεικίνητοι και φασαριόζικοι οι ηθοποιοί Χάρης Ανδριανός, Αλέξανδρος Βαρδαξόγλου, Μαρία Διακοπαναγιώτου, Βασιλική Δρίβα, Πάρις Θωμόπουλος, Νίκος Καραθάνος, Ευαγγελία Καρακατσάνη, Νάντια Κοντογεώργη, Κώστας Κορωναίος, Νίκος Λεκάκης, Κώστας Μπερικόπουλος, Ιωάννα Μπιτούνη, Εύη Σαουλίδου, Μιχάλης Σαράντης, Έλενα Τοπαλίδου, Άγγελος Τριανταφύλλου, Χάρης Φραγκούλης, Λυδία Φωτοπούλου, Γαλήνη Χατζηπασχάλη. Ένα ευσυνείδητο σύνολο καλλιτεχνών που πρόσφεραν τον εαυτό τους για να φωτίσουν το σκηνικό μεγαλείο του Βιτόλντ Γκομπρόβιτς.
Τον σκηνοθέτη βοήθησαν με μια ιδιαίτερα αρμονική συνεργασία όλοι οι συντελεστές. Αρχικά ο Γιάννης Αστερής με τη θαυμάσια μετάφραση – διασκευή, η Έλλη Παπαγεωργακοπούλου με τα γραφικά και ευφάνταστα σκηνικά – κοστούμια, ο Άγγελος Τριανταφύλλου με την εύηχη μουσική του. Μουσική δεμένη και εναρμονισμένη με την παράσταση, μια αληθινή και θεσπέσια δημιουργία. Επίσης η εξαίσια Αμάλια Μπένετ με την εμπνευσμένη επιμέλεια κίνησης και ο Νίκος Βλασόπουλος με τους αναγεννησιακούς φωτισμούς.
Αξίζει βεβαίως να σημειώσουμε και τους εξαίρετους μουσικούς επί σκηνής: Ilya Algaer (κοντραμπάσο), Γιώργος Δούσος (γκάιντα, καβάλ, ντουντούκ, κλαρίνο, φλάουτο), Διονύσης Κοκόλης (τρομπέτα), Μενέλαος Μωραΐτης (τούμπα), Κώστας Νικολόπουλος (κιθάρα), Βασίλης Παναγιωτόπουλος (τρομπόνι), Ιάκωβος Παυλόπουλος (κρουστά), Άγγελος Τριανταφύλλου (πιάνο).
Ωραίες ιδέες, ποιητικός αιθέρας, ασύλληπτες εικόνες, πρωτότυπες μάσκες, μεταμφιέσεις και μεταμορφώσεις, έξοχες λυρικές φωνές, ευρηματικές σκηνές συναρμονίστηκαν με φαντασμαγορική ευχέρεια στην καθαρή επιτυχία αυτής τής -κατά Καραθάνο- “Οπερέττας”, που μας γοήτευσε.
Ταυτότητα παράστασης
Γιάννης Αστερής
Μετάφραση – Διασκευή
Νίκος Καραθάνος
Σκηνοθεσία – Διασκευή
Έλλη Παπαγεωργακοπούλου
Σκηνικά – κοστούμια
Άγγελος Τριανταφύλλου
Μουσική
Νίκος Βλασόπουλος
Φωτισμοί
Αμάλια Μπένετ
Κίνηση
Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου
Βοηθός σκηνοθέτης
Ιωάννα Μπιτούνη
Βοηθός σκηνοθέτη
Δημήτρης Αγγέλης
Βοηθός σκηνογράφου
Σωκράτης Παπαδόπουλος
Γλυπτικές κατασκευές προσωπείων και μορφών ζώων
Χρόνης Τζήμος
Σχεδιασμός κομμώσεων
Διανομή ρόλων
Χάρης Ανδριανός
Τραγουδιστής – Πατέρας Αλμπερτίνας
Νίκος Καραθάνος
Καθηγητής
Ευαγγελία Καρακατσάνη
Μητέρα Αλμπερτίνας
Κώστας Κορωναίος
Λαδίσλαος – Στανίσλαος – Παπάς
Κώστας Μπερικόπουλος
Πρίγκιπας
Εύη Σαουλίδου
Αλμπερτίνα
Νάντια Κοντογεώργη
Αλμπερτίνα
Μιχάλης Σαράντης
Φιρουλέ
Άγγελος Τριανταφύλλου
Χουφνάγκελ
Χάρης Φραγκούλης
Αρισταίος
Λυδία Φωτοπούλου
Πριγκίπισσα
Γαλήνη Χατζηπασχάλη
Φιορ
Αλέξανδρος Βαρδαξόγλου
Κλεφτρόνι
Μαρία Διακοπαναγιώτου
Υπηρέτρια
Βασιλική Δρίβα
Υπηρέτρια
Πάρις Θωμόπουλος
Υπηρέτης
Νίκος Λεκάκης
Υπηρέτης
Ιωάννα Μπιτούνη
Υπηρέτρια
Έλενα Τοπαλίδου
Υπηρέτρια
Μουσικοί επί σκηνής
Ilya Algaer
κοντραμπάσο
Γιώργος Δούσος
γκάιντα, καβάλ, ντουντούκ, κλαρίνο, φλάουτο
Διονύσης Κοκόλης
τρομπέτα
Μενέλαος Μωραΐτης
τούμπα
Κώστας Νικολόπουλος
κιθάρα
Βασίλης Παναγιωτόπουλος
τρομπόνι
Ιάκωβος Παυλόπουλος
κρουστά
Άγγελος Τριανταφύλλου
πιάνο
* Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφιδάς
* ΘΕΑΤΡΟ REX – ΣΚΗΝΗ «ΜΑΡΙΚΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ» – ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ