Γράφει η Ειρήνη Αϊβαλιώτου
Ένα συναρπαστικό παραμύθι, απρόσμενο και απρόβλεπτο, ήταν το «Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας» του Σαίξπηρ, όπως το παρακολουθήσαμε στο ανακαινισμένο ιστορικό θέατρο «Βεάκη», σε σκηνοθεσία των Αιμίλιου Χειλάκη και Μανώλη Δούνια, με φρέσκια και καίρια μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα και πρωτότυπη μουσική του Κωνσταντίνου Βήτα.
Μια μεγάλη και ευχάριστη έκπληξη. Παρότι έχω δει επανειλημμένως το έργο του μεγάλου Άγγλου δραματουργού κι από ελληνικούς κι από ξένους θιάσους, έχω να σημειώσω ότι επρόκειτο για μια παράσταση ξεχωριστής κομψότητας και ποίησης. Χειμαρρώδης, δυναμική και σαρωτική, αρχέγονη και αιθέρια. Με εύστοχη και ισορροπημένη ροή, ρομαντικά σύγχρονη αντίληψη και στοχαστικό βλέμμα από τους δημιουργούς της, εξαίσιες ερμηνείες, υπέροχους φωτισμούς και πολυλειτουργικά σκηνικά.
Μια παράσταση που το έβλεπες, το ένιωθες, το ζούσες πως έχει γίνει με διάθεση και πάθος από ονειροπόλους αλλά συνάμα ουσιαστικά επαγγελματίες καλλιτέχνες.
Το γκροτέσκο, οι συνδυασμοί αταίριαστων στοιχείων, η αίσθηση του αλλόκοτου, του γελοίου, η διακωμώδηση και η σάτιρα ήταν τα μοτίβα που επαναλαμβάνονταν και ταυτίζονταν με το περιεχόμενο του έργου.
Η μετάβαση από τη δυστυχία στην ευτυχία ή το αντίθετο, το φανταστικό και το χιούμορ, ο ρομαντισμός ως ριζοσπαστική άρνηση του Διαφωτισμού κυριαρχούσαν. Αυτό το «Όνειρο» ήταν ένα σχόλιο για το θέατρο.
Δεύτερος κύκλος παραστάσεων
Μετά τη sold οut καλοκαιρινή περιοδεία και τις επιτυχημένες παραστάσεις στο θέατρο “Βεάκη”, όπως πληροφορούμεθα, το “Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας”, ένα από τα πιο ερωτικά και ποιητικά έργα του William Shakespeare, σε σκηνοθεσία Αιμίλιου Χειλάκη και Μανώλη Δούνια, ολοκληρώνει τον δεύτερο κύκλο των παραστάσεών του, στις 5 Ιανουαρίου 2020, στο κεντρικότατο και ιστορικότατο θέατρο Βεάκη, που έχει ανακαινιστεί ριζικά και έχει μετατραπεί σε έναν πανέμορφο χώρο άνεσης και υψηλής αισθητικής.
Στους κεντρικούς ρόλους ο Αιμίλιος Χειλάκης, στον διπλό ρόλο του Θησέα και του βασιλιά των ξωτικών Όμπερον και ο Δημήτρης Πιατάς στον ρόλο του Πάτο, που αποτελεί έναν από τους πιο αξιαγάπητους και κωμικούς χαρακτήρες του παγκόσμιου δραματολογίου. Στον ρόλο της βασίλισσας των ξωτικών Τιτάνιας η Αθηνά Μαξίμου και του Πουκ, του εμβληματικού σκανταλιάρικου ξωτικού, ο Μιχάλης Σαράντης.
Στην παράσταση πρωταγωνιστούν ακόμα ο Αλέξανδρος Βάρθης, η Λένα Δροσάκη, ο Κωνσταντίνος Γαβαλάς και η Χριστίνα Χειλά – Φαμέλη στους ρόλους των νεαρών εραστών και οι Κρις Ραντάνοφ, Παναγιώτης Κλίνης, Τίτος Λίτινας, Μιχάλης Πανάδης και Κωνσταντίνος Μουταφτσής στους ρόλους των μαστόρων.
Ύμνος στη φύση και τον έρωτα
Οι χαρακτήρες στο έργο λειτουργούν με αμεσότητα και φυσικότητα, διότι τον Σαίξπηρ τον ενδιαφέρει κυρίως η κωμική κατάσταση, οι παρεξηγήσεις. Η στιχουργική δεξιοτεχνία και η λυρική του διάθεση διαφαίνονται καθαρά στο έργο μαζί με τη θεατρικότητα και τη δεινότητά του να αναδεικνύει σε θεατρική πράξη μια αλληλουχία φαρσικών συγκυριών.
Το «Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας» είναι μια γιορτινή κωμωδία, ένα ερωτικό γαϊτανάκι που σοβαρολογεί χωρίς ποτέ να σοβαρεύεται. Μια σπαρταριστή κωμωδία με σκοτεινό και βίαιο υπόβαθρο. Στο έργο αυτό που υμνεί τη φύση και τον έρωτα, το όνειρο μπλέκεται με την πραγματικότητα, η φαντασίωση με τον εφιάλτη, η αγνή αγάπη με την ερωτική μανία. Ο μηχανισμός που πυροδοτεί τα πάντα είναι ο έρωτας. Ο έρωτας ανατρέπει την κοινή λογική, μεταμορφώνει, προκαλεί το χάος, πολιορκεί ανθρώπους και θεούς καθώς οι κρυφές επιθυμίες και τα ερωτικά απωθημένα κατευθύνουν τη μοίρα των προσώπων.
Από το 1605
Ο Σαίξπηρ σε διάστημα περίπου 24 ετών έγραψε 37 θεατρικά έργα, τα οποία ταξινομούνται σε τραγωδίες, κωμωδίες και ιστορικά δράματα -σχεδόν σε όλα, ωστόσο, συμπλέκονται κωμικά και τραγικά στοιχεία, όπως ακριβώς και στη ζωή. Η κωμωδία “Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας” γράφτηκε το 1605 και θεωρείται από τα αριστουργήματα του Άγγλου ποιητή. Το έργο γνώρισε τεράστια επιτυχία και δεν σταμάτησε ποτέ να παίζεται παγκοσμίως.
Υπόθεση
Συνδετικός κρίκος στις τρεις ιστορίες που παρουσιάζονται είναι οι γάμοι του Δούκα της Αθήνας Θησέα και της βασίλισσας των Αμαζόνων, Ιππολύτης. Λίγο πριν από το γάμο του βασιλιά της Αθήνας, Θησέα, με τη βασίλισσα των Αμαζόνων, Ιππολύτη, τέσσερις νέοι καταφεύγουν στο δάσος της Αθήνας για να διεκδικήσουν το ερωτικό αντικείμενο του πόθου τους. Είναι η νύχτα του μεσοκαλόκαιρου -μια νύχτα που όλα μπορούν να συμβούν- οι πιο μύχιες σκέψεις και φαντασιώσεις τους σύντομα θα πραγματοποιηθούν.
Στο μυθικό δάσος της Αθήνας έρχονται σε επαφή με τον κόσμο των ξωτικών: με τον βασιλιά Όμπερον που φιλονικεί με την Τιτάνια και τον Πουκ. Έτσι ξεκινά ένα παιχνίδι παρεξηγήσεων και μαγικών παρεμβάσεων. Τα πράγματα περιπλέκονται ακόμη περισσότερο όταν στο δάσος καταφθάνει μια ομάδα ερασιτεχνών θεατρίνων. Άνθρωποι και ξωτικά, πραγματικότητα και φαντασία γίνονται ένα κάτω από τον μανδύα του παραμυθιού και του ονείρου. Μέσα στο δάσος -ένα χώρο μαγεμένο, επικίνδυνο- οι φόβοι διογκώνονται, τα πάθη εκφράζονται ανεξέλεγκτα και άνθρωποι και θεοί γίνονται έρμαια του ερωτικού τους οίστρου.
Τρία επίπεδα
Στο έργο ο έρωτας παρουσιάζεται ως πηγή ζωής, υγείας και φυσικής ορμής. Μιας μανίας που πιάνει τα άτομα, ειδικά στη ενότητά τους, και τα ενώνει σε ζευγάρια. Ο λόγος, όπως και σε όλες τις κωμωδίες του Σαίξπηρ, είναι ζωηρός, ώριμος, γεμάτος λυρισμό και σοφία, πλούσιος σε εικόνες και λεκτικά παιχνίδια.
Η δημοφιλής αυτή κωμωδία του Σαίξπηρ έχει συναρπαστική δομή και μια σειρά από σοβαρούς και φαιδρούς χαρακτήρες. Με το γοητευτικό της θέμα δε, παραμένει ως και σήμερα επίκαιρη. Η υπόθεσή της κινείται σε τρία επίπεδα. Στους τέσσερις ερωτευμένους νέους, που γίνονται οι ερωτικές τους ζωές άνω – κάτω, από τις παρεμβάσεις γονέων και ξωτικών. Στη μεταφυσική κόντρα του βασιλιά των ξωτικών Όμπερον με τη σύζυγό του Τιτάνια. Και στην παράσταση του θιάσου ερασιτεχνών, που καταλήγει σε μια ξεκαρδιστική σκηνή θεάτρου μέσα στο θέατρο. Και τα τρία επίπεδα διαπλέκονται σε ένα αισθησιακό και μαγικό πεδίο φάρσας. Αξιοσημείωτη είναι και η διαφορά στη σεξουαλική ηθική του απελευθερωμένου βασιλικού ζεύγους των αθάνατων ξωτικών (που απατά ο ένας των άλλο με εκπληκτική άνεση) σε σχέση με τους κοινούς θνητούς, που οφείλουν τουλάχιστον τυπικά να είναι μονογαμικοί.
Το διονυσιακό στοιχείο
Δεν είναι τυχαίο που η δράση του “Ονείρου” τοποθετείται τη συγκεκριμένη νύχτα του μεσοκαλόκαιρου, που στις λαϊκές παραδόσεις της Ευρώπης συνδέεται με τις παγανιστικές τελετουργίες γονιμότητας.
Ο Σαίξπηρ δείχνει κατά κάποιον τρόπο να αποδέχεται ότι η τάξη και ο γάμος είναι η ιδανική μορφή συμβίωσης, αλλά η φυσική καταγωγή των ανθρώπων από τη μια πλευρά και η καταπιεστική ανάγκη του πολιτισμού για τάξη από την άλλη, αναπόφευκτα υπονομεύουν την κοινωνική αρμονία.
Το διονυσιακό στοιχείο (ο κόσμος των ενστίκτων και του ζωόμορφου Πάνα) υποβόσκει και θα υποβόσκει πάντοτε στον ανθρώπινο πολιτισμό και η αγνόησή του μόνο καταστροφικές συνέπειες θα επιφέρει. Κάθε πολιτισμός οφείλει να του δίδει δυνατότητες εκτόνωσης, πριν αυτό οδηγήσει σε χάος. Το θέατρο, για πολλούς προσφέρει αυτήν τη δυνατότητα, παρέχοντας μια φαντασιακή εκτόνωση των ανεκπλήρωτων επιθυμιών.
Ο Πουκ, το λατρεμένο ξωτικό των θεατρόφιλων, ο γκαφατζής θίασος των μαστόρων, τα ζευγάρια των νέων ερωτευμένων, η βασίλισσα των ξωτικών Τιτάνια με τον αγαπημένο της γάιδαρο, οι πάντες -άνθρωποι και ξωτικά- περιπλέκονται σε μια από τις πιο αστείες ιστορίες που έχουν γραφτεί ποτέ. Έρωτας και καβγάδες, τάξη και αταξία, ψευδαισθήσεις και θεατρικές µεταµορφώσεις, αθάνατοι και θνητοί ερωτεύονται, συγκρούονται, αλλάζουν ταυτότητες και κυνηγιούνται σε ένα παραμύθι με κωμικές αλλά και ρομαντικές σκηνές, που οδηγούν σε απρόβλεπτες καταστάσεις.
Ο γάιδαρος και η σελήνη
Στην Τιτάνια η επίδραση του φίλτρου είναι απείρως κωμική. Η αέρινη βασίλισσα των ξωτικών ερωτεύεται ένα τέρας ασχήμιας και βλακείας, τον μεταμορφωμένο σε γάιδαρο Πάτο.
Η επιλογή του γαϊδάρου δεν είναι διόλου τυχαία. Αν και είναι ένα άσχημο ζώο και συμβολίζει τη μωρία και την ταπεινότητα, στη λαϊκή παράδοση ο γάιδαρος αποτελεί σύμβολο γονιμότητας λόγω του υπερμεγέθους γεννητικού οργάνου του. Στην Τιτάνια το μαγικό φίλτρο ξυπνά τον σαρκικό ερωτικό πόθο.
Η σελήνη, κάτω από το φως της οποίας είχαν ανταλλάξει ρομαντικά ερωτικά λόγια ο Λύσανδρος και η Ερμία, δεν είναι τόσο αθώα. Είναι δεκτική, θηλυκή και μαγνητική. Άλλωστε αποτελεί ένα πανανθρώπινο σύμβολο του έμμηνου κύκλου και της γυναικείας δύναμης και γονιμότητας.
Η Τιτάνια, τυφλωμένη από τον ερωτικό πόθο της για τον Πάτο, βλέπει υγρό το βλέμμα της σελήνης και ζητά να οδηγήσουν τον Πάτο στον θάλαμό της.
Η εικόνα της αιθέριας Τιτάνιας με τον γαϊδουρόμορφο Πάτο είναι μια κωμικοτραγική εικόνα στην οποία ενώνεται το πνεύμα με τον ερωτισμό που ευθύνεται για τη διαιώνιση του είδους. Είναι η πραγματική εικόνα του έρωτα, όσο κι αν οι κατοπινές ειδυλλιακές απεικονίσεις του θέλουν να την παραμορφώσουν.
Ο πόθος και ο γάμος
Δεν βλέπουμε όμως μόνο την Τιτάνια να διακατέχεται από τον πόθο. Στην έναρξη του έργου ήταν ο Θησέας που περίμενε ανυπόμονα τη γαμήλια νύχτα και μετά ο Όμπερον, που εξαιτίας ενός εξωτικού Ινδού ακολούθου τον οποίο η Τιτάνια αρνείται να του παραχωρήσει, οδηγεί τη φύση σε μαρασμό. Ο έρωτας, επομένως, δεν έχει μόνο την έννοια της ρομαντικής αγάπης, αλλά και του τυφλού γενετήσιου και ζωώδους πόθου. Η Ελένη μάλιστα στην πρώτη σκηνή του έργου τον χαρακτηρίζει φτερωτό και στραβό, που στραβές δουλειές κάνει.
Η Ελένη παρομοιάζει τον εαυτό της με ερωτευμένο σκυλάκι. Τα όμορφα και ποιητικά ξωτικά που συνοδεύουν την Τιτάνια, παραπέμπουν σε διαδεδομένα ερωτικά βοτάνια της εποχής.
Το θέμα του γάμου, όπως το χειρίζεται στο έργο αυτό ο Σαίξπηρ, είναι στενά συνδεδεμένο με το θέμα της πατριαρχικής ιεραρχίας των γενεών και των φύλων.
Ο Θησέας γίνεται ο απόλυτος αφέντης της Ιππολύτης, ακόμα και αν αυτή είναι μια δυναμική ανεξάρτητη αμαζόνα. Η αποδοχή της δέσμευσής της με τον Θησέα σημαίνει κατάκτησή της. Όπως ομολογεί και ο ίδιος ο Θησέας στην αρχή του έργου, τη διεκδίκησε με το σπαθί του και την κέρδισε πληγώνοντάς την.
Απειθαρχία και υπακοή
Η Ερμία υποχρεώνεται να υπακούσει στον πατέρα της με απειλή θανάτου. Αλήθεια γιατί στις περισσότερες κωμωδίες του Σαίξπηρ η μητέρα απουσιάζει; Στα ξωτικά πάλι παρατηρούμε ότι ο Όμπερον έχει τη δύναμη ελέγχου της ατίθασης Τιτάνιας και με το μαγικό φίλτρο γελοιοποιεί την απειθαρχία της, τη δαμάζει και της αποσπά τον Ινδό ακόλουθο.
Μια ανάλογη ταπείνωση υφίσταται και η απείθαρχη Ερμία στο δάσος, στα επεισόδια με τις συγκρούσεις των εραστών. Πρέπει να παραδεχτούμε όμως ότι οι ηρωίδες του έργου είναι όλες αρκετά δυναμικές σε σχέση με τις γυναίκες της Αναγέννησης. Η δύναμή τους προέρχεται κυρίως από την πρωταρχική ικανότητα της γυναίκας, την αναπαραγωγική και τα επακόλουθα φυσικά ένστικτα που τη συνοδεύουν.
Με αφορμή την τέλεση του γάμου, πλέκεται ένα άλλο επίπεδο δράσης με τους τεχνίτες που προσπαθούν να ανεβάσουν μια θεατρική παράσταση. Η παράσταση του Πύραμου και της Θίσβης λειτουργεί ως κωμικό σχόλιο των μελοδραματικών περιπετειών των νεαρών Αθηναίων. Αφηγείται κι εκείνη μια ιστορία απαγορευμένης αγάπης που εξαιτίας μιας παρεξήγησης οδηγεί τους ερωτευμένους σε περιπέτειες. Η ιστορία του Πύραμου και της Θίσβης από την ελληνική μυθολογία, η οποία μάλιστα απεικονίζεται στα ψηφιδωτά της Οικίας του Διονύσου στο Αρχαιολογικό Πάρκο Πάφου, ενέπνευσε τον Σαίξπηρ να γράψει το διάσημο έργο του «Ρωμαίος και Ιουλιέτα».
Το εγκιβωτισμένο έργο
Η υπόθεση του εγκιβωτισμένου έργου έχει δυσάρεστο τέλος σε αντίθεση με την υπόθεση της κυρίως παράστασης, αν και ο τρόπος που παριστάνεται από τους μάστορες την καθιστά κωμική.
Το εγκιβωτισμένο έργο όμως λειτουργεί και με έναν πιο δυσδιάκριτο και ασυνείδητο τρόπο. Αξίζει να δούμε τις φιλότιμες προσπάθειες που καταβάλλουν οι ερασιτέχνες και αφελείς μάστορες για να δημιουργήσουν μια παράσταση και οι οποίες καταλήγουν σε μια παρωδία θεάτρου από αδαείς.
Οι μάστορες δεν γνωρίζουν τα όρια της θεατρικής σύμβασης. Δεν έχουν εμπιστοσύνη στη φαντασία και στη δύναμη της ψευδαίσθησης. Απουσιάζει από αυτούς η έμπνευση και το όραμα. Η παράστασή τους έρχεται σε πλήρη αντίστιξη με την ίδια την παράσταση του “Ονείρου” που βασίζεται αποκλειστικά στη δύναμη της φαντασίας, της θεατρικής ψευδαίσθησης και της σύμβασης. Όπου ο δαιμονικά άτακτος Πουκ με λίγες σταγόνες ενός υποτιθέμενου μαγικού φίλτρου μεταμορφώνει το κεφάλι ενός ανθρώπου σε γαϊδουρινό και κάνει μια νεράιδα να ερωτευτεί ένα τέρας.
Με την παράσταση του Πύραμου και της Θίσβης τίθεται ως εκ τούτου το θέμα της καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Από την άλλη πλευρά όμως, η αποδόμηση της μαγείας της θεατρικής παράστασης, όπως αυτή συντελείται με την παρεξηγημένη αίσθηση της θεατρικής σύμβασης που έχουν οι μάστορες, επαναφέρει στη συνείδηση των θεατών τη σκέψη ότι αυτό που βλέπουν δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια παράσταση. Δεν είναι τίποτα άλλο παρά θέατρο.
Κάτω από ένα μαγικό περίβλημα αθωότητας και παιχνιδιού, το “Όνειρο” κρύβει πολλή από τη σκληρότητα που χαρακτηρίζει συχνά την ερωτική σχέση. Ανάμεσα στο όνειρο και στην πραγματικότητα, συχνά με τις αποχρώσεις του εφιάλτη, διερευνάται η ερωτική σχέση, η ταυτότητα των ανθρώπων μέσα σ’ αυτήν και η ρευστότητά της.
Στο “Όνειρο”, ο Σαίξπηρ δημιουργεί μια φαντασιακή θεατρική ψευδαίσθηση, κάτι σαν όνειρο, όπου τα όρια της λογικής και της πραγματικότητας υπερβαίνονται για να παρουσιάσουν μια διαφορετική οπτική των πραγμάτων. Καλεί τους θεατές του να απολαύσουν τον εναλλακτικό κόσμο και την ουτοπία του. Κι αν δεν τους αρέσει, ας πούνε απλώς πως ήταν ένα όνειρο.
Κωμωδίες
Οι κωμωδίες καλύπτουν το μισό σχεδόν συγγραφικό έργο του Σαίξπηρ και χωρίζονται σε τρεις φάσεις. Στην πρώτη, που αντιστοιχεί χρονικά στην περίοδο από το 1592 έως το 1594, περιλαμβάνονται οι κωμωδίες της νεότητάς του που βασίζονται στο στοιχείο της παρεξήγησης, του έρωτα και της αντιπαλότητας των δύο φύλων.
Η επόμενη φάση αντιστοιχεί στην περίοδο από το 1595 ως το 1600 και περιλαμβάνει τα λυρικά έργα της ωριμότητάς του, στα οποία κυριαρχεί ο έρωτας και περιγράφονται καταστάσεις σύγκρουσης, ή και μετάβασης στην ενηλικίωση μέσω νέων βιωμάτων που οδηγούν τους ήρωες από ένα αρχικό σε ένα εντελώς καινούργιο τελικό στάδιο, το οποίο αποτελεί ταυτόχρονα αφετηρία για την υπόλοιπη πορεία της ζωής τους. Σ’ αυτά τα έργα ανήκει και το “Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας”.
Η τρίτη φάση αντιστοιχεί στα χρόνια από το 1600 ως το 1604 και περιλαμβάνει τις αποκαλούμενες «σκοτεινές» κωμωδίες του ή κωμωδίες με προβλήματα, λόγω του πιο φιλοσοφικού ύφους τους.
Δεν υπάρχουν γνωστές πηγές για την ίδια την υπόθεση του έργου, αν και τα πρόσωπα που συμμετέχουν σε αυτό έχουν ρίζες σε κλασικά λογοτεχνικά έργα, όπως η ιστορία του Πύραμου και της Θίσβης (Μεταμορφώσεις, Οβίδιος). Ο Λύσανδρος ήταν επίσης προσωπικότητα στην αρχαία Ελλάδα, όπως και ο Θησέας, βασιλιάς της Αθήνας, και η γυναίκα του, Ιππολύτη, αρχικά βασίλισσα των Αμαζόνων.
Οι συντελεστές
Ο Αιμίλιος Χειλάκης και ο Μανώλης Δούνιας στο θέατρο “Βεάκη” σκηνοθετούν έναν υπερφυσικά ονειρικό κόσμο, με αέρινες νεράιδες, πέπλα ομίχλης και γιορτές υπό το φως της σελήνης. Δεν λησμονούν ωστόσο και το σουρεαλιστικό στοιχείο του έργου, ούτε τη σκληρότητα και τη βιαιότητά του.
Το πιο γνωστό και πολυπαιγμένο έργο του Σαίξπηρ υποστηρίζεται επιπλέον από μια διανομή σπουδαίων ηθοποιών.
Ο Αιμίλιος Χειλάκης (Θησέας / Όμπερον) μας καθήλωσε για άλλη μια φορά με το θεατρικό του κύρος. Η ερμηνεία του είχε κυριαρχία, απλότητα και πνευματικότητα.
Η Αθηνά Μαξίμου σε δύο απαιτητικούς ερμηνευτικά ρόλους (Ιππολύτη / Τιτάνια), που αποτελούν πρόκληση αλλά και παγίδα, κατάφερε να αποδώσει τα μέγιστα, εκφραστικά και κινησιολογικά, με ευχέρεια και χάρη, σαν σχεδόν άυλο στοιχείο, προσθέτοντας στο ενεργητικό της μία ακόμη σημαντική και ολοκληρωμένη ερμηνεία.
Ο Μιχάλης Σαράντης ερμήνευσε τον Πουκ, ρόλο που αποτελεί την κορύφωση των κωμικών χαρακτήρων του Σαίξπηρ. Ζωηρός, αναπάντεχος, αεικίνητος, αλαζόνας και γκαφατζής, έξοχος σωματικά και απόλυτα χαριτωμένος, εκδήλωσε για άλλη μια φορά το τεράστιο ταλέντο του και κατέπληξε.
Ο Αλέξανδρος Βάρθης έπαιξε με αφέλεια και ενέργεια, δίνοντάς μας έναν πλήρως γοητευτικό Δημήτριο. Η Λένα Δροσάκη ως Ελένη είχε την πρέπουσα δροσιά, ορμή κι ευαισθησία. Ο Κωνσταντίνος Γαβαλάς έπαιξε με νεανικό αίσθημα και τόλμη τον Λύσανδρο. Η Χριστίνα Χειλά-Φαμέλη (Ερμία) εξέπεμπε αθωότητα, εξωστρέφεια και ειλικρίνεια. Μια υποκριτική τετράδα γεμάτη ενθουσιασμό και αυτοπεποίθηση.
Οι Κρις Ραντάνοφ (Φραγκίσκος Πίπας), Παναγιώτης Κλίνης (Πέτρος Τάκος), Τίτος Λίτινας (Παραβάνης), Μιχάλης Πανάδης (Θωμάς Πρόκας) και Κωνσταντίνος Μουταφτσής (Ροβέρτος Πειναλέων) ήταν οι απολαυστικοί Μάστορες με τη λαϊκότητα, τη γνησιότητα, την αγαθότητα αλλά και την πονηριά τους. Ο καθένας προσέθεσε το δυναμικό δικό του στοιχείο, πλάθοντας ένα σύνολο γραφικότατο και ξεκαρδιστικό.
Ο Δημήτρης Πιατάς με την πάντα ευσυνείδητη απόδοσή του, την αστείρευτη καλλιτεχνική του δόνηση, το σπινθηροβόλο του παίξιμο μάς πρόσφερε έναν Πάσχο Πάτο γεμάτο ενάργεια και φοβερή κωμικότητα.
Η μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα ήταν ποιητική και γλαφυρή. Η μουσική του Κωνσταντίνου Βήτα είχε αλήθεια και συναίσθημα. Τα σκηνικά των Τέλη Καρανάνου και Αλεξάνδρας Σιάφκου, ένα εικαστικό περιβάλλον υψηλής ποιότητας με τα κοστούμια να αποτελούν αληθινές δημιουργίες, καθώς πολύ επιτυχημένα ξεχώριζαν τους τρεις κόσμους του έργου. Οι φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου προσέδωσαν το εικαστικό τους μερίδιο στο θεατρικό ταξίδι. Η κίνηση της Αντωνίας Οικονόμου με έντονο τελετουργικό χρώμα.
Οι σκηνοθέτες Αιμίλιος Χειλάκης – Μανώλης Δούνιας μας έδωσαν έναν πραγματικό αναστοχασμό του θεάτρου για τον ίδιο του τον εαυτό.
Όσοι προλαβαίνετε μην το χάσετε, και αφού το δείτε πείτε πως όλα ήταν ένα όνειρο, που πάει και χάθηκε σαν μια σκιά. Και ευχηθείτε με το χέρι στην καρδιά να έχουμε όλοι καλή ζωή.
***
Το trailer της παράστασης εδώ:
Ταυτότητα παράστασης
«Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας»
του William Shakespeare
- ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ ΕΩΣ 5 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2020
Συντελεστές
Μετάφραση: Γιώργος Μπλάνας
Σκηνοθεσία: Αιμίλιος Χειλάκης – Μανώλης Δούνιας
Μουσική: Κωνσταντίνος Βήτα
Σκηνικά- Κοστούμια: Τέλης Καρανάνος – Αλεξάνδρα Σιάφκου
Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος
Κίνηση: Αντωνία Οικονόμου
Βοηθός Σκηνοθετών: Δημήτρης Κακαβούλας
Φωτογραφίες: Γιώργος Καπλανίδης || Καμαρινή Μωραγιάννη
Παίζουν:
Αιμίλιος Χειλάκης, Αθηνά Μαξίμου, Μιχάλης Σαράντης, Αλέξανδρος Βάρθης, Λένα Δροσάκη, Κωνσταντίνος Γαβαλάς, Χριστίνα Χειλά-Φαμέλη, Κρις Ραντάνοφ, Παναγιώτης Κλίνης, Τίτος Λίτινας, Μιχάλης Πανάδης, Κωνσταντίνος Μουταφτσής και ο Δημήτρης Πιατάς
Παραγωγή: ΘΕΑΜΑ ΜΑΡΤΑ
ΘΕΑΤΡΟ ΒΕΑΚΗ
Στουρνάρη 32 – Αθήνα
Τηλ. 210 52 23 522
ΠΡΟΠΩΛΗΣΗ ΕΙΣΙΤΗΡΙΩΝ:
ΚΛΙΚ ΕΔΩ