13.4 C
Athens
Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2024

Οι πορείες από τη Σέλμα στο Μοντγκόμερι και η Ματωμένη Κυριακή της Αλαμπάμα

Οι τρεις πορείες από τη Σέλμα στο Μοντγκόμερι ήταν μέρος του κινήματος για το δικαίωμα ψήφου, που εξελίχθηκε στη Σέλμα της Αλαμπάμα το 1965. Τονίζοντας τη φυλετική αδικία στο Νότο, οι πορείες συνέβαλαν στην ψήφιση εκείνη τη χρονιά του νόμου περί εκλογικών δικαιωμάτων, ένα σημαντικό επίτευγμα του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα στην Αμερική της δεκαετίας του 1960. Ακτιβιστές διαφήμισαν τις τρεις πορείες διαμαρτυρίας για να βαδίσουν τα 87 χιλιόμετρα αυτοκινητόδρομου από τη Σέλμα στην πρωτεύουσα της πολιτείας Αλαμπάμα, Μοντγκόμερι, για να δείξουν την επιθυμία των Αφροαμερικανών πολιτών να ασκήσουν το συνταγματικό τους εκλογικό δικαίωμα, σε πείσμα της καταστολής που ευνοούσε τον φυλετικό διαχωρισμό.

 

 

Ιστορικό

Τυπικά οι μαύροι κέρδισαν το δικαίωμα της ψήφου μετά το τέλος του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου, με τη 15η τροπολογία του Συντάγματος. Όμως τα νομοθετικά σώματα των νότιων Πολιτειών ψήφισαν και διατήρησαν μία σειρά μεροληπτικών απαιτήσεων και πρακτικών που στερούσαν τα δικαιώματα εκατομμυρίων Αφροαμερικανών σε όλο το Νότο από τις αρχές του αιώνα.

Ομάδες Αφροαμερικανών ξεκίνησαν εκστρατεία για την εγγραφή τους στους εκλογικούς καταλόγους στη Σέλμα το 1963. Διαπιστώνοντας ότι η αντίσταση από τους λευκούς αξιωματούχους ήταν δισεπίλυτη, ακόμα και μετά το νόμο περί πολιτικών δικαιωμάτων του 1964, οι ομάδες αυτές προσκάλεσαν τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και τους ακτιβιστές της Συνδιάσκεψης της Χριστιανικής Ηγεσίας του Νότου (SCLC) για να συνδράμουν στις προσπάθειές τους.

Από τις πρώτες μέρες του 1965, το επίκεντρο του αντιρατσιστικού κινήματος μεταφέρθηκε στον αντιδραστικό αμερικανικό Νότο, και συγκεκριμένα στην πόλη Σέλμα της Αλαμπάμα, που σύμφωνα με το συντηρητικό γαλλικό περιοδικό “Εξπρές” προσωποποιούσε “το κατ’ εξοχήν ρατσιστικό κτήνος, σ’ όλη του την αμορφωσιά, σ’ όλη του την ανανδρία, σ’ όλη του τη βαναυσότητα”. Τον Ιανουάριο του 1965, η SCLC έφερε στη Σέλμα εξέχοντες ηγέτες πολιτικών δικαιωμάτων. Ο Αμερικανός πρόεδρος Λίντον Τζόνσον έβλεπε τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ ως βασικό εταίρο στη θέσπιση του νόμου περί των δικαιωμάτων ψήφου. Στις 15 Ιανουαρίου του 1965 ο Λίντον Τζόνσον και ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ μίλησαν τηλεφωνικώς για να σχεδιάσουν μία στρατηγική ώστε να επιστήσουν την προσοχή στην αδικία της χρήσης τεστ αλφαβητισμού και άλλων εμποδίων που δεν επέτρεπαν τους μαύρους Νότιους στο να ψηφίσουν. Αργότερα, ο βραβευμένος με Νόμπελ Ειρήνης Μάρτιν Λούθερ Κινγκ ενημέρωσε τον Αμερικανό πρόεδρο για την απόφασή του να μεταβεί στη Σέλμα για να ηγηθεί της καμπάνιας για την άρση του αποκλεισμού των ομοφύλων του από τους εκλογικούς καταλόγους. Οι αριθμοί ήταν αποστομωτικοί: παρότι στην περιοχή της Σέλμα κατοικούσαν 87.972 μαύροι και 47.289 λευκοί, οι λευκοί ψηφοφόροι ήταν 24.037, ενώ οι μαύροι μόλις 904. Μέχρι το 1965, υπήρχαν επαρχίες της Αλαμπάμα, όπου ούτε ένας μαύρος δεν είχε ψηφίσει σε εκλογές των προηγούμενων 50 χρόνων. Η κύρια μέθοδος αποκλεισμού των μαύρων ήταν η θέσπιση κάποιου είδους εξετάσεων με περίπλοκες ερωτήσεις νομικού περιεχομένου πάνω σε άρθρα του Συντάγματος και της αμερικανικής νομοθεσίας.

 

Ο Λίντον Τζόνσον υπογράφει το νόμο για τα πολιτικά δικαιώματα του 1964. Ανάμεσα στους καλεσμένους πίσω του είναι ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ.

Οπαδός της πολιτικής διδασκαλίας του Μαχάτμα Γκάντι περί ειρηνικής αντίστασης και μη-βίας, ο 35χρονος θεολόγος Μάρτιν Λούθερ Κινγκ απολάμβανε της υποστήριξης του προέδρου Τζόνσον, ο οποίος, συνεχίζοντας το έργο του δολοφονημένου προκατόχου του, είχε περάσει από το Κογκρέσο των Ηνωμένων Πολιτειών, ήδη από τις 2 Ιουλίου του 1964, ένα σημαντικό νόμο για την άρση των φυλετικών διακρίσεων σε όλες τις σφαίρες της δημόσιας ζωής. Αλλά οι κυβερνήτες του Νότου, με πρώτο και χειρότερο τον Τζορτζ Γουάλας της Αλαμπάμα, είχαν δημιουργήσει “κράτος εν κράτει” και εμπόδιζαν την εφαρμογή των ομοσπονδιακών νόμων, εγκαθιδρύοντας ένα βασίλειο τρόμου και αυθαιρεσίας. Ο ίδιος ο Κινγκ συνελήφθη για πολλοστή φορά με άλλους 766 διαδηλωτές στη Σέλμα, για να απελευθερωθεί μόνο έπειτα από αυστηρό προσωπικό διάβημα του προέδρου Τζόνσον. Στις 26 Φεβρουαρίου του 1965, ένας ακτιβιστής διάκονος πέθανε αφού πυροβολήθηκε θανάσιμα, αρκετές ημέρες νωρίτερα, με μία σφαίρα στο στομάχι από έναν αστυνομικό της πολιτείας κατά τη διάρκεια μίας βίαιης διάλυσης ειρηνικής πορείας στο κοντινό Μάριον της Αλαμπάμα.

Η αστυνομική βία είχε τα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα: οι ειρηνικές και απολύτως πειθαρχημένες διαδηλώσεις των μαύρων σάρωναν τον αμερικανικό Νότο με ταχείς ρυθμούς. Η πρώτη πορεία έγινε στις 7 Μαρτίου. Οι δυνάμεις της πολιτείας επιτέθηκαν στους άοπλους διαδηλωτές με αστυνομικά γκλομπ και δακρυγόνα τραυματίζοντας δεκάδες μαύρους, γεγονός που έγινε γνωστό ως Ματωμένη Κυριακή.

 

 

Η δεύτερη πορεία πραγματοποιήθηκε στις 9 Μαρτίου. Ανάμεσα στους διαδηλωτές ήταν και ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής Ιάκωβος, ο οποίος δέχτηκε να παρευρεθεί παρά τις περί του αντιθέτου εισηγήσεις των συνεργατών του, που φοβούνταν για τη ζωή του. Στρατιώτες, αστυνομικοί και διαδηλωτές βρέθηκαν αντιμέτωποι ο ένας με τον άλλον, αλλά όταν οι στρατιώτες παραμέρισαν για να περάσουν οι διαδηλωτές, ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ οδήγησε τους διαδηλωτές πίσω στην εκκλησία υπακούοντας σε μία ομοσπονδιακή διαταγή και επιδιώκοντας παράλληλα προστασία από ομοσπονδιακό δικαστήριο για την πορεία. Εκείνη τη νύχτα, μία ρατσιστική συμμορία λευκών ξυλοκόπησε και δολοφόνησε τον ακτιβιστή πολιτικών δικαιωμάτων Τζέιμς Ριμπ, έναν ιερέα από τη Βοστόνη, που είχε έρθει στη Σέλμα για να συμμετάσχει στη δεύτερη πορεία και ήταν από τους πρωταγωνιστές των ειρηνικών κινητοποιήσεων. Πολλοί άλλοι κληρικοί και υποστηρικτές απ’ όλη τη χώρα συγκεντρώθηκαν επίσης για τη δεύτερη πορεία.

 

 

Η βία της “Ματωμένης Κυριακής” και ο θάνατος του Τζέιμς Ριμπ οδήγησαν σε εθνική κατακραυγή και ορισμένες πράξεις πολιτικής ανυπακοής, με στόχο την πολιτεία της Αλαμπάμα και τις ομοσπονδιακές κυβερνήσεις, απαιτώντας την προστασία αυτών που συμμετείχαν στις πορείες της Σέλμα και ένα νέο νόμο για τα εκλογικά δικαιώματα που θα βοηθούσε τους Αφροαμερικανούς να εγγραφούν και να ψηφίσουν χωρίς παρενοχλήσεις. Η πανεθνική συγκίνηση από τη δολοφονία του αιδεσιμότατου Ριμπ μετατράπηκε σε μαζικότατες πορείες διαμαρτυρίας στη δημοκρατική ανατολική ακτή (Νέα Υόρκη, Νιου Τζέρσεϊ) και τον βιομηχανικό Βορρά (Ντιτρόιτ, Σικάγο) με επικεφαλής, σε πολλές περιπτώσεις, κυβερνήτες, δημάρχους και γερουσιαστές. Ο ίδιος ο πρόεδρος Λίντον Τζόνσον ανακοίνωσε την κατάθεση νέου αντιρατσιστικού νομοσχεδίου, για την ταχύτατη κατοχύρωση των εκλογικών δικαιωμάτων των μαύρων και επέσεισε τον ανελέητο πέλεκυ της κεντρικής εξουσίας πάνω από τις κεφαλές των ρατσιστών κυβερνητών: “Η πλήρης δύναμη της ομοσπονδιακής κυβέρνησης είναι έτοιμη να κινητοποιηθεί εναντίον των παραβατών του Νόμου”, δήλωσε απειλητικά σε τηλεοπτικό του μήνυμα. Στις 15 Μαρτίου, ο Τζόνσον συμμετείχε σε μία ιστορική και τηλεοπτικά καλυπτόμενη σε όλη τη χώρα συνεδρίαση του Κογκρέσου ζητώντας τη θέσπιση και υπερψήφιση του νομοσχεδίου.

 

 

Με τον κυβερνήτη Γουάλας να αρνείται να προστατεύσει τους διαδηλωτές, ο πρόεδρος Λίντον Τζόνσον δεσμεύθηκε να το πράξει. Η τρίτη πορεία ξεκίνησε στις 21 Μαρτίου. Υπό την προστασία 2.000 στρατιωτών του αμερικανικού στρατού, 1.900 μελών της εθνοφρουράς της Αλαμπάμα υπό ομοσπονδιακή διοίκηση, πολλών πρακτόρων του FBI και ομοσπονδιακών αστυνομικών, οι διαδηλωτές, πάντα με επικεφαλής τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, πορεύτηκαν ειρηνικά από τη Σέλμα προς το Μοντγκόμερι, καλύπτοντας κατά μέσο όρο 16 χιλιόμετρα την ημέρα. Στις 24 Μαρτίου έφτασαν στο Μοντγκόμερι και στις 25 Μαρτίου έφτασαν στο Καπιτώλιο της πολιτείας Αλαμπάμα. Με χιλιάδες κόσμο να έχει προσχωρήσει στην εκστρατεία, 25.000 άτομα εισήλθαν εκείνη την ημέρα στην πρωτεύουσα για να υποστηρίξουν το δικαίωμα στην ψήφο και περικύκλωσαν το Καπιτώλιο στο Μοντγκόμερι, ένα από τα κυριότερα προπύργια του ρατσισμού.

Το ίδιο βράδυ, της 25ης Μαρτίου, εκτελέστηκε εν ψυχρώ, μέσα στο αυτοκίνητό της, η λευκή και μητέρα πέντε παιδιών Βιόλα Λιούτσο, σύζυγος συνδικαλιστή ηγέτη του Ντιτρόιτ, που ήρθε στην Αλαμπάμα για να πάρει μέρος στην αντιρατσιστική διαδήλωση. Οι τρεις εκτελεστές της, μέλη της διαβόητης ρατσιστικής οργάνωσης Κου-Κλουξ-Κλαν, συνελήφθησαν από το FBI και ο πρόεδρος Τζόνσον απηύθυνε, την επόμενη μέρα, ραδιοφωνικό μήνυμα στην εμβρόντητη κοινή γνώμη:

“Η κυρία Λιούτσο δολοφονήθηκε από εχθρούς της Δικαιοσύνης, που εδώ και δεκαετίες χρησιμοποιούν το σκοινί και το περίστροφο, την πίσσα και τα πούπουλα, για να τρομοκρατούν τους συνανθρώπους τους. Χτύπησαν νύχτα, όπως το συνηθίζουν, γιατί η υπόθεσή τους δεν μπορεί να αντικρίσει το φως της μέρας (…) Άνδρες και γυναίκες έχουν αντιπαλέψει την Κου-Κλουξ-Κλαν, σε άλλους καιρούς, που ο αγώνας αυτός ήταν μία διαρκής δοκιμασία θάρρους. Αν με ακούνε αυτή τη στιγμή οι άνθρωποι της Κου-Κλουξ-Κλαν, ας το βάλουν καλά στο μυαλό τους ότι είμαστε αποφασισμένοι να τους συντρίψουμε και να επιστρέψουμε σε μία κοινωνία αξιοπρέπειας, προτού είναι αργά”.

Ο πολεμικός τόνος του προεδρικού διατάγματος έδειχνε πόσο απειλητικές διαστάσεις είχε πάρει η δράση αυτής της τρομοκρατικής ρατσιστικής, αντισημιτικής, αντικομμουνιστικής οργάνωσης που, αν και κηλιδώθηκε ανεξίτηλα λόγω της συνεργασίας της με τους ναζί στις παραμονές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, κατάφερε να κεφαλαιοποιήσει πολιτικά τις ανακλαστικές φοβίες των λευκών μεσαίων τάξεων για τον αυξανόμενο ριζοσπαστισμό των μαύρων γειτόνων τους.

Ήταν τέτοια η ανησυχία του προέδρου Τζόνσον, που η Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών του Κογκρέσου, πασίγνωστη από τις διώξεις κομμουνιστών και συμπαθούντων τους, την προηγούμενη δεκαετία, αποφάσισε ομόφωνα, στις 30 Μαρτίου, να εξετάσει συνολικά τη δράση της Κου-Κουξ-Κλαν. Οι συνεδριάσεις της επιτροπής άρχισαν στις 19 Οκτωβρίου και μεταδόθηκαν από τα μεγαλύτερα τηλεοπτικά δίκτυα. Τον δε Αύγουστο του 1965 επικυρώθηκε από το αμερικανικό Κογκρέσο ο νέος αντιρατσιστικός νόμος του Λίντον Τζόνσον περί εκλογικών δικαιωμάτων.

Τα γεγονότα που εκτυλίχθηκαν στις πορείες αποτέλεσαν το θέμα της κινηματογραφικής ταινίας Selma (2014) [11], σκηνοθεσίας της Αβα ντι Βερνιέ, καθώς και έκθεσης φωτογραφίας που πραγματοποιήθηκε στη Νέα Υόρκη το 2015. Ο φωτογράφος Joshua Rashaad McFadden φωτογράφισε τους ίδιους δρόμους και σημεία 50 χρόνια μετά, σε μια χρονιά σημαδεμένη από τις δολοφονίες νεαρών μαύρων από αστυνομικούς και με το ουσιαστικό αίτημα για ίσα δικαιώματα να είναι ακόμα υπό διεκδίκηση

Υπερηφάνεια και απογοήτευση

Όπως σημειώνουν οι New York Times, ο δρόμος από τη Σέλμα στο Οβάλ Γραφείο οδήγησε επίσης στο Φέργκιουσον και πάλι στη Σέλμα, σε «έναν δρόμο γεμάτο ελπίδα και πρόοδο και απογοήτευση και εμπόδια».

Οι διαδηλωτές μόλις έφτασαν στην Edmund Pettus Bridge, τη γέφυρα πάνω από τον ποταμό Αλαμπάμα που έφερε τιμητικά το όνομα ενός διαβόητου ιππότη της Κου Κλουξ Κλαν, βρέθηκαν αντιμέτωποι με την έφιππη πολιτοφυλακή. Πιστοί στο δόγμα του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ περί «μη βίας», γονάτισαν στο πεζοδρόμιο. Οι εικόνες από την εξαιρετικά βίαιη και αιματηρή διάλυση της καθιστικής συγκέντρωσης έκαναν τον γύρο της Αμερικής και άλλαξαν το κλίμα.

Η διαδήλωση και η πορεία από τη Σέλμα έως το Μοντγκόμερι ξαναοργανώθηκαν. Ολόκληρη η Αμερική είχε στραμμένο το βλέμμα της στη γέφυρα Edmund Pettus, την οποία αυτή τη φορά τη διάβηκαν πολύ περισσότεροι διαδηλωτές. Ο σερίφης και η πολιτοφυλακή έκαναν ένα βήμα πίσω. Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς ο Λίντον Τζόνσον υπέγραψε τον σχετικό νόμο.

 

 

(Δείτε στην τελετή των Βραβείων Όσκαρ του 2015, το τραγούδι από την ταινία “Σέλμα” με θέμα την πορεία του 1965. To τραγούδι κέρδισε Όσκαρ)

 

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε


Τελευταία άρθρα

- Advertisement -