Tέσσερα ποιήματα Ελλήνων ποιητών από τη δίγλωσση ανθολογία “Οι Ιθάκες τι σημαίνουν – 20 σύγχρονοι Έλληνες ποιητές – Ce que signifient les Ithaques – 20 poètes grecs contemporains”, έκδοση της Biennale Internationale des Poètes en Val-de-Marne, που παρουσιάστηκε στο Γαλλικό Ινστιτούτο, τον Ιανουάριο του 2014, ένα περίπου μήνα μετά την αντίστοιχη παρουσίασή της στο Παρίσι.
Γιώργος Χουλιάρας
Πρόσφυγες
Από την άλλη πλευρά
της φωτογραφίας γράφω για να θυμάμαι
όχι το πού και πότε αλλά ποιός
Δεν είμαι εγώ στη φωτογραφία
Τίποτε δεν μας άφησαν
να πάρουμε μαζί μας
Μόνο αυτή τη φωτογραφία
Αν τη γυρίσετε από την άλλη θα με δείτε
Εσύ είσαι στη φωτογραφία, με ρωτούν
Δεν ξέρω τι να σας πω
* Fast Food Classics, Υψιλον, Αθήνα, 1992
Αναστάσης Βιστωνίτης
Ο δήμιος
Ο δήμιος ερχόταν από μακριά,
δεν είχε ξαναδεί την πόλη.
Σταμάτησε στα προάστια,
ρώτησε πού βρίσκεται η κεντρική πλατεία,
το δημαρχείο, ο καθεδρικός, το ανάκτορο του ηγεμόνα.
Ήταν κοντόσωμος, με γενειάδα και κ΄΄οκκινη μπέρτα,
ξεχασμένος από μια πολύ μακρινή εποχή,
χωρίς αυτοκίνητα, χωρίς τηλέφωνα κι αεροπλάνα.
Μπήκε στο καφενείο δίπλα στο ποστάμι,
παράγγειλε μπίρα και πρόχειρο φαγητό.
Κοίταξε τα παιδιά
ποου κνηγούσαν τα νερόφιδα κάτω από τη γέφυρα.
Το νερό σκοτείνιαζε στο ποτάμι,
στην καμινάδα του απέναντι σπιτιού
μια κουρούνα ράμφιζε τον ορίζοντα
και πίσω η πόλη πετρωμένο σύννεφο μέσα στη στάχτη.
“Δεν σ’ έχουμε ξαναδεί στα μέρη μας,
έχεις συγγενείς εδώ;”
ρώτησε ο καταστηματάρχης
“Δεν έχω κανέναν, ήρθα για δουλειά”
απάντησε ο δήμιος
“έχω αργήσει δύο αιώνες”.
* Τα ρόδα της Αχερουσίας, Ροές, Αθήνα, 2008
Γιώργος Μαρκόπουλος
Ένα κάποιο στείλε μου σήμα
Με τ’ όνομά σου να σε φωνάζω πια δεν μπορώ.
Πλην όμως ένα κάποιο στείλε μου σήμα.
Διότι είμαι μόνος
σαν τον καπνό μετά το φονικό στην κάννη του πιστολιού
και σαν την αγριοσυκιά
που φύτρωσε ξάφνου μες στη μαυρίλα της πυρκαγιάς.
Όπως το κουταλάκι της μετάληψης
αποβραδίς στο στόμα του πρωινού μελλοθανάτου
και όπως μια βαλανιδιά σε χώρο εκτέλεσης,
είμαι μόνος και σε περιμένω.
Με τις αισθήσεις μου τεντωμένες
όπως οι γάτες στο προσκλητήριο του ταβερνιάρη.
Με ένα μάτι που το οπτικό του νεύρο
είναι ο ουρανός ο ίδιος σε μικροσκόπιο
και με ένα αυτί που το τύμπανό του
δεν είναι παρά τσιγγάνων αντίσκηνο.
Με λέξεις που σκορπίζονται πανικόβλητες
όπως τα κατσίκια στην ξαφνική θέα του τραίνου,
καθώς και με μια ψυχή σκοτεινή που όμως βλέπει πολλά
όπως το ένα, κλεισμένο στο φακό, μάτι των ρολογάδων,
είμαι μόνος.
Είμαι μόνος και σε περιμένω.
* Κρυφός Κυνηγός, Κέδρος, Αθήνα 2010
Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ
Σαν μιά σκιά χειμερινή
Σιάζομαι στη σκιά μου;
καρφιτσώνω τα τσουλούφια του χρόνου
που ξεφεύγουν απ’ το σκούρο οβάλ μου
ενώ από πίσω ένα φως ανεξήγητό
με φωτίζει στη σεμνή αυτή τουαλέτα.
Έπειτα, ακίνητη για μια στιγμή
πριν πατήσω το πετάλι
και γυρίσουν οι δυο ρόδες
-μια για τη ζωή, μια για το θάνατο –
εναποθέτω την εμπιστοσύνη μου
στο δρομάκι του σπιτιού μου
όπου γενιές παιδιών ξεπετάγονται το δείλι
και σαν τον ανυποψίαστο σκαντζόχοιρο
διασχίζουνε το χρόνο.
Όσο το πέρασμα του βελονωτού ζώου απέναντι
τόσο βαστάει κι η ζωή των παιδικών ανθρώπων.
Τα πρόσωπα τ’ αναγνωρίζω
γιατί ήξερα τη γιαγιά τους
και οι φωνές – της μικρής «όχι!»
της μάνας της «οχιά!» –
ηχούν σαν τότε… Πότε;
πριν απ’ το φόβο για ό, τι είναι να έρθει
πριν απ’ τον τρόμο για ό, τι είναι ήδη εδώ
πριν απ’ αυτό το «εγώ», μια σκιά χωρίς καθρέφτη.
* Του έρωτα χωρίς μέλλον, Ωραία Έρημος η σάρκα, 1996
Από τα ποιήματα 1986 -1996, Καστανιώτης, Αθήνα 1996