24.9 C
Athens
Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2024

Οδυσσέας Ελύτης, «Τέχνη-Τύχη-Τόλµη»

ΤΕΧΝΗ – ΤΥΧΗ – ΤΟΛΜΗ, δεν είναι άλλες, είναι οι τρεις αυτές περίφηµες λέξεις που µου ‘ρχονται κάθε φορά στο νου, όταν ετοιµάζοµαι ν’ ανοίξω ένα γράµµα, κι αργοπορώ, κοιτάζοντας τη µεγάλη και τυπική σφραγίδα των Τ.Τ.Τ.

Τη δικιά µου σφραγίδα είναι καιρός τώρα που την κουβαλώ µε αδικαιολόγητην υπερηφάνεια χαραγµένη επάνω στοδέρµα µου και συνήθισα πάντα να τη διαβάζω σύµφωνα και µόνο µε τα αισθήµατα που µου την εµπνεύσανε.

Τέχνη – Τύχη – Τόλµη, οι τρεις αυτές λέξεις, συνοδεύοντας πεισµατικά το περιεχόµενό τους, γίνανε αµέσως – αµέσως δορυφόροι άσβηστοι γύρω από την πρώτη µου εφηβεία, γύρω από την πρώτη µου αντίληψη του κόσµου, δορυφόροι που ακόµη κι ως τα σήµερα, µε αποκορυφωµένη ένταση, δεν παύουν να µου είναι πιστοί.

Ωστόσο, ανάµεσα σ’ όλα τα κυµατιστά, µονά ή ζυγά, χρόνια που µας φέρνουν πιο κοντά ή πιο µακριά σ’ εκείνα που αγαπούµε, δεν είναι -ας τ’οµολογήσουµε- και µερικά που, σάµπως ν’ ανάβει άξαφνα µέσα τους ένας λαµπτήρας από ισχυρότατο φως, ανεβαίνουνε µονοµιάς πάνω από την επιφάνεια και ξεχωρίζουνε αποφασιστικά;

∆εν είναι αυτά που, χάρη στο πυκνότους περιεχόµενο, αποχτούνε µια σµαραγδένια λάµψη και στερεότητα και περνιούνται σα δαχτυλίδια θύµησηςδηµιουργικής στα δάχτυλα όσων ανθρώπων θέλησαν µια µέρα να βαδίσουν έξω από την κοινή γραµµή – πιο ψηλά ήπιο χαµηλά, αδιάφορο, πάντα όµως προς κάποιαν εφικτήν ή ανέφικτη κατάκτηση;

Για µένα, σήµερα, τη στιγµή τούτη που γράφω, η χρονιά του 1935, σηµαδεµένη από την πρώτη µου επαφή µε την ελληνική φύση, την πρώτη µου γνωριµία κι εφαρµογή του Υπερρεαλισµού, την ανακάλυψη του ζωγράφου Θεόφιλου, την έκδοση δύο σηµαντικών βιβλίων φίλων µου ποιητών, και το φανέρωµα ενός τολµηρού για την Ελλάδα περιοδικού όπως τα Νέα Γράµµατα, σβήνει και ξανανάβει σα φαροφόρα σηµαδούρα στο µικρό πέλαγος όπου αγαπώπαντοτινά µου να ταξιδεύω.

Θέλω να φαντάζοµαι ότι κάθε καλόπιστος αναγνώστης θα δει τ’ ασήµαντα αυτά γεγονότασα σηµαντικά, µια που δεν αποτελούν τις πτυχές ενός ιδιωτικού βίου αλλά τους πυρήνες µιας κατάστασης πέρα γιαπέρα αντικειµενικής.Υπάρχουνε στη ζωή του ανθρώπου στιγµές που µ’ ένα τους βιαστικό και ασύλληπτο ανοιγοσφάλισµα δείχνουν λουσµένο σε φως παράξενο το γύρω του κόσµου, γυµνωµένο από την καθηµερινή του σηµασία και φανερωµένο µεµιαν άλλη, µια πρωτοείδωτη -την αληθινή του άραγε;- φυσιογνωµία.

Υπάρχουν στιγµές όπου τα πράγµατα και ταγεγονότα, όσα µοιάζουν να ορίζουν στεγνά κι αδυσώπητα το δρόµο του, βγαίνουνε από την τροχιά τους για ναλάµψουνε µ’ ένα άλλο νόηµα και µ’ έναν άλλο προορισµό στιγµές όπου ο άνθρωπος βλέπει άξαφνα τον εαυτό του ναβαδίζει σε µονοπάτια που ποτέ του δε διάλεξε, κάτω από δεντροστοιχίες που του είναι αδύνατον ν’ αναγνωρίσει, πλάι σε ανθρώπους που ορθώνονται στο ανάστηµα των ολοφάνερων αισθηµάτων του, για να γίνουν οι φίλοι, οι φίλοι του, όπως θα ήθελε πάντοτε να υπάρχουν και να τον προσµένουν εκεί, σε µια πικρή γωνιά της ζωής του.

Κανένα ξένοστοιχείο, καµιά υπεραισθητή παρουσία δεν έρχεται να δικαιολογήσει την παράξενη ετούτη τροπή που παίρνει, σεπαρόµοιες στιγµές, ο κόσµος. Απλά, γήινα, ανθρώπινα, είναι τα ίδια πράγµατα, οι ίδιες πράξεις που παρουσιάζονται σε µια δεύτερη κατάσταση, πιο αληθινή απ’ την πρώτη, µια κατάσταση που, για να την ξεχωρίσουµε, θα ‘πρεπε να τηνονοµάσουµε “υπερπραγµατική”.

Α µα γιατί λοιπόν ως τώρα είχαµε δώσει µια γλώσσα µονάχα στον κόσµο, γιατί του ‘χαµε δώσει ένα µονάχα τρόπο ναεκφραστεί;

Γιατί του ‘χαµε καταλογίσει µιαν όψη µονάχα, κι εκείνη κοµµατιασµένη, ανάπηρη, µετρηµένη αποκλειστικά πάνω στη λογική µας, και την είχαµε ονοµάσει ωραία – ωραία “πραγµατικότητα”;

Και γιατί, στο όνοµατης πραγµατικότητας αυτής, δεν επιτρέπαµε τίποτα που να την υπερβαίνει;

Να µια διαπίστωση, που όσες φορές αναγκάζοµαι να την κάνω, µια στεναχώρια συνοδεύει, σαν ίσκιος µεγάλουρολογιού του ήλιου, την άκρη της πένας µου.

Μόνος στα σύνορα του πανικού και της γοητείας ο ποιητής, χτυπηµένος από µια τέτοια φευγαλέα αποκάλυψη, παθαίνεται να ταιριάσει την ανάσα του στο καινούριο κλίµα που του αποκαλύφτηκε· µατώνεται να δώσει έκφραση σ’αυτή τη µυστική γεύση, την απροσδιόριστην ουσία, την αθάνατη χροιά που µονοµιάς είδε να παίρνουνε τα στοιχείατου κόσµου µέσα του.

Αποτιµώντας από κει και πέρα µε διαφορετικό τρόπο τη ζωή, αναµετράει µε οδύνη τηναπόσταση που τον χωρίζει από την µεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων.

Βλέπει την πλειοψηφία τούτη,περιχαρακωµένη σ’ ένα χώρο συµβατικό, ν’ απωθεί τόσο απελπιστικά, τόσο λυσσαλέα ό,τι θα µπορούσε να τη φέρει αντιµέτωπη στα πιο ουσιαστικά της προβλήµατα, που καταλαβαίνει πως είναι γραφτό του να φορτωθεί µαζί µε τονκαηµό της έκφρασης κι έναν άλλον ακόµη – τον καηµό της κατανόησης, ανίσως όχι τη µοίρα της µοναξιάς.

Έτσι συµβαίνει πάντοτε: ο ποιητής ριψοκινδυνεύει, ενώ πίσω του άνθρωποι παραπλανηµένοι επιµένουν να κρατάνε καλάκλειστή µια πόρτα που από καιρό τώρα έχει χάσει τη δικαιολογία της κλειδαριάς της.

Όµως αν από την εποχή του Ηράκλειτου δεν έσβησε ποτέ η συνείδηση της διαµάχης ανάµεσα στη συντήρηση και στη µεταβολή, ανάµεσα στηφυσιολογική και τη µη φυσιολογική ζωική εξέλιξη, πρέπει να οµολογηθεί ότι η διαµάχη τούτη σήµανε πρώτη φοράστον αιώνα µας µ’ όλο το βάρος της σηµασίας της, επιβάλλοντας στους σύγχρονους καλλιτέχνες να τοποθετήσουµετο αιώνιο στοιχείο της οµορφιάς στο αεί µεταµορφούµενο σηµείο της ανθρώπινής της ροής, να νιώσουνε, µε άλλαλόγια, πόσο η αλήθεια ετούτη ήταν και της ίδιας της υπόστασης τους ο αιώνιος νόµος.

Ανάγκη, και µάλιστα σκληρή, οδήγησε τους ίδιους αυτούς, µ’ επαναστατική σηµαία στο χέρι, ν’ αναθεωρήσουνε την κληρονοµιά τους, και ν’αναλάβουν µια ριζική ανακατάταξη των αξιών.

Ας χαρακτηρίστηκε από µερικούς σα δίψα της απερίσκεπτης νεότητας ν’ ανοίξει, όπως-όπως, ένα δρόµο µπροστά της.

Η αλήθεια είναι ότι τόσο στις χώρες των πρώτων εποχών, ή τωνπαραµεληµένων περιοχών της Τέχνης, όσο και στις λησµονηµένες από τη σεµνοτυφία µεταγενέστερων γενεώνσελίδες της Λογοτεχνίας και της Ποίησης οι “µοντέρνοι” πράξανε κείνο που τους έλεγε η γνώση τους κι η καρδιάτους· κι είτε ανασύρανε από την αφάνεια πολλά έργα µε αξία ουσιαστική είτε µε φανατισµό δικαιολογηµένοποδοπατήσανε µερικά αξιοθρήνητα κατασκευάσµατα που είχανε καταφέρει, πρόσκαιρα, να βασιλέψουν.

Τέχνη – Τύχη – Τόλµη, ε ναι λοιπόν!

Τέχνη, αφού, καλά ή κακά, θέλουµε να δώσουµε µια διέξοδο στην πυθική σπίθα, που δεν κοιτάει την ώρα να γίνει Λόγος και να µπει επικεφαλής µιας καινούριας αποτίµησης του κόσµου· και Τύχη, αφού είναι αυτή που θα σµίξει τα χρώµατα και τα σχήµατα, τις ευωδιές και τους ήχους, την καρδιά µας και τηνκαρδιά του Σύµπαντος σ’ ένα σηµείο, το λυρικό σηµείο που ονειρευόµαστε· και Τόλµη, αφού κάθε βήµα σωστό µέσαστην κοινωνία αυτή γραφτό είναι ν’ αφήνει πίσω του αίµατα, καπνούς, και δάκρυα…

Μίλησα για το 1935. Να που ήρθε λοιπόν η ώρα να γυρίσω στο “γράµµα” και στο “πνεύµα” του, να ξαναφέρω τηναίγλη της πρωτοχρονιάς του εδώ, στη στιγµή τούτη που, µε τη σειρά της κι αυτή, ετοιµάζεται να πηδήσει πιο µπροστάσαν ακρίδα – κι ας φαντάζει στο βάθος ο κάµπος σκοταδερός και γεµάτος λογής κινδύνους.

Είναι φορές που, µα την αλήθεια, η ζωή δεν χάνει την ευκαιρία να δείξει την ανυποµονησία της, είτε µε το πέταλο ενός αλόγου επάνω στολιθόστρωτο είτε µε το βλέµµα ενός αµούστακου ακόµη παιδιού επάνω στις µορφές των αινιγµατικών γυναικών και των φρεσκοτυπωµένων βιβλίων.

Θυµούµαι ότι µε τον ίδιο τρόπο που µια ωραία µέρα οι αρχαίοι λυρικοί, από τη µια, ο Κάλβος και ο Καβάφης, απότην άλλη, ξύπνησαν πρώτη φορά το ενδιαφέρον µου για την ποίηση, δύο Γάλλοι σύγχρονοι ποιητές, όχι από τους πιοµεγάλους, ο Paul Eluard και ο Pierre-Jean Jouve -ποιητές που από τότε έταξα στον εαυτό µου (κι αργότερα επέτυχαπρώτος) να παρουσιάσω στο ελληνικό κοινό-, µ’ ανάγκασαν να προσέξω κι αδίστακτα να παραδεχτώ τιςδυνατότητες που παρουσίαζε, στην ουσία της ελεύθερης ενάσκησής της, η λυρική ποίηση.

∆εν είχα φτάσει ακόµη στην τελευταία τάξη του Γυµνασίου όταν, σπρωγµένος έν’ απόγεµα από την απροσανατόλιστη βιβλιοφιλία µου, είχα χωθεί στο παλιό και σκοτεινό µαγαζάκι του Κάουφµαν, ξεφυλλίζοντας λογής περιοδικά και βιβλία, όµως αποφεύγοντας µ’ επιδειχτική περιφρόνηση τα ποιητικά, που -το θυµάµαι σα σήµερα- τα σφιγµένα στιςρίµες των τετραστίχων τους περιεχόµενα µου ‘διναν την εντύπωση µιας δεσµευτικής, κι οµοιόµορφα επαναλαµβανόµενης, αισθηµατολογίας, ασυµβίβαστης ολότελα µε τις τότε ανταρτικές διαθέσεις µου.

Ο πειρασµός,παρ’ όλ’ αυτά, της πολυτέλειας, κι ακόµη η παράξενη γοητεία που έπνεε πίσω από τα µαύρα και κόκκινα κεφαλαίαµερικών εξωφύλλων, κατανικήσανε τους στερνούς µου δισταγµούς: Capitale de la Douleur, Defense de Savoir, Les Noces… ναι, άρχισα να τα φυλλοµετρώ ένα-ένα… και…

Την πολυτέλεια, δεν είναι ανάγκη να το πω, παραµέρισαν αµέσως ο ανάλαφρος ίλιγγος και η πρωτοδοκίµαστησαγήνη που αναπηδούσανε από κάθε διάβασµα µερικών, στην τύχη παρµένων, στίχων που µε συνέπαιρναν, όχι πιαχάρη στο ρυθµικό ισόµακρό τους λίκνισµα, αλλά -κι αυτό ήταν το σπουδαίο- χάρη στη µαγική κι αιφνιδιαστική κατακύρωση ενός άλλου κόσµου, κόσµου διαφορετικού, που ζούσε γύρω µου ή µέσα µου και δε ζητούσε παρά µεποιο τρόπο να εκδηλώσει καλύτερα την πραγµατικότητά του.

Κι αυτός ο τρόπος είχε βρεθεί. Μονοµιάς οι άνθρωποι αυτοί, που κυκλοφορήσανε κάθε µέρα γύρω µου, οι πραχτικοί και ικανοποιηµένοι, άρχισαν να γίνονται στα µάτια µουξόανα, ξόανα που κανένας Θεός δεν όριζε να µιµηθώ ή να εξυπηρετήσω.

Τι διάβολο γιατρός, µηχανικός ή δικηγόροςθα γινόµουνα µεθαύριο, νιώθοντας πως µια και µόνο εµπνευσµένη φράση µπορούσε να ξαναεµπνεύσει χιλιάδεςάλλες, που χωρίς τελειωµό ν’ αστράφτουν µες στη διάρκεια;

Le poete doit etre beaucoup plus qui inspire que celui quiest inspire.

∆έκα χρόνια αργότερα, όταν είδα τον Eluard να µιλάει µε τόση αυτοπεποίθηση, θυµήθηκα τη στιγµήνεκείνη που, όρθιος, µέσα στο βιβλιοπωλείο, διάβαζα:

Si tu t’en vas la porte s’ouvre sur le jour

Si tu t’en vas la porte s’ouvre sur moi-meme.

Ήµουν ακατατόπιστος αλλά δεν ήµουν κακόπιστος.

∆ε µου πέρασε ποτέ από το νου να πάρω υποδεκάµετρο και να λογαριάσω πόση έπρεπε να ‘ταν η πόρτα που θ’ άνοιγε πάνω στη µέρα ούτε αν µπορούσε ποτέ της να κατασκευαστεί µα τέτοια πόρτα· για µένα, η πόρτα αυτή υπήρχε, κι εγώ, µε τις µικρές µου δυνάµεις, όφειλα να βοηθήσω ν’ ανοιχτεί.

Από τη χαραµάδα της κιόλας ξεχυνόταν ένα µελτέµι αισθήµατα, που ριχνόταν κατάστηθα.

Ένας κόσµος αληθινός αλλά καταδικασµένος να µένει στην αφάνεια· για τους περισσότερους, ανυποψίαστος· και γιαµερικούς, ορατός µια στιγµή µονάχα, εκεί, στην κορυφή του έρωτα ή της απελπισίας.

Ένας κόσµος αρµονισµένος στα πιο κρυφά, στα πιο άγρια, στα πιο ελεύθερα αισθήµατά του, µα, ωστόσο, κλεισµένος πίσω από πελώριες τάφρους µοναξιάς, η τρελή θέληση του ανθρώπου να µη σκύψει ποτέ του κεφάλι, αλλά να µπει στην ψυχή του διπλανού του,και µαζί να παλινορθώσουνε τα τροµερότερά τους όνειρα· να του δώσουνε σάρκα κι αίµα από τη σάρκα τους και τοαίµα τους.

Η συνεννόηση των καρδιών. Θα τη φτάναµε; δε θα τη φτάναµε;

Η ιδανική επικοινωνία, εκείνη που ακολουθεί το συντομότερο δρόμο ανάμεσα σε δυο ανθρώπους, εννοώ μια επικοινωνία που να νιώθεται ολοκληρωτικά όπως η ζεστασιά ή το κρύο, συγκλονιστικά όπως ο έρωτας ή ο τρόμος, μυστηριακά όπως η βουή του δάσους ή της θάλασσας, θα μπορούσε ποτέ να γίνει όργανο και σκοπός της λυρικής ποίησης;

Οδυσσέας Ελύτης, “Τέχνη-Τύχη-Τόλµη”, Ανοιχτά χαρτιά, Αθήνα, εκδ. Ίκαρος, 1987

Ο Oδυσσέας Ελύτης φωτογραφημένος από τον Ανδρέα Εμπειρίκο, Άνδρος 1955.

Ο Οδυσσέας Ελύτης γεννήθηκε στις 2 Νοεμβρίου το 1911. Υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους ποιητές. Αποτέλεσε ένα από τα επίλεκτα μέλη της λεγόμενης «γενιάς του τριάντα» στον χώρο της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Το 1935 θα γνωρίσει τον ποιητή και ψυχαναλυτή Ανδρέα Εμπειρίκο, που θα επηρεάσει καθοριστικά την ποίησή του, όπως και τη λαϊκή ζωγραφική του Θεόφιλου, η οποία θα ασκήσει σημαντική επίδραση στον εικονιστικό προσανατολισμό της ποίησής του. Το 1936 γνωρίζεται με τον ποιητή Νίκο Γκάτσο και από τότε θα τους συνδέσει μια μακρόχρονη και στενή φιλία. Το 1979 έρχεται η μεγάλη στιγμή για τον ποιητή. Στις 18 Οκτωβρίου η Σουηδική Ακαδημία ανακοινώνει ότι θα του απονεμηθεί το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ο Οδυσσέας Αλεπουδέλης θα φύγει από τη ζωή στις 18 Μαρτίου 1996, σε ηλικία 85 ετών.

•Πίνακας, Michelle Paterok, Three Doors

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε


Τελευταία άρθρα

- Advertisement -