Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι
Μουσκέψανε τα λόγια που είχανε γεννήσει αστροφεγγιές
Όλα τα λόγια που είχανε μοναδικό τους προορισμόν Εσένα!
Κατά πού θ’ απλώσουμε τα χέρια μας τώρα που δε μας λογαριάζει πια
ο καιρός
Κατά πού θ’ αφήσουμε τα μάτια μας τώρα που οι μακρινές γραμμές
ναυάγησαν στα σύννεφα
Τώρα που κλείσανε τα βλέφαρά σου απάνω στα τοπία μας
Κι είμαστε —σαν να πέρασε μέσα μας η ομίχλη—
Μόνοι ολομόναχοι τριγυρισμένοι απ’ τις νεκρές εικόνες σου.
Με το μέτωπο στο τζάμι αγρυπνούμε την καινούρια οδύνη
Δεν είναι ο θάνατος που θα μας ρίξει κάτω μια που Εσύ υπάρχεις
Μια που υπάρχει αλλού ένας άνεμος για να σε ζήσει ολάκερη
Να σε ντύσει από κοντά όπως σε ντύνει από μακριά η ελπίδα μας
Μια που υπάρχει αλλού
Καταπράσινη πεδιάδα πέρ’ από το γέλιο σου ώς τον ήλιο
Λέγοντάς του εμπιστευτικά πως θα ξανασυναντηθούμε πάλι
Όχι δεν είναι ο θάνατος που θ’ αντιμετωπίσουμε
Παρά μια τόση δα σταγόνα φθινοπωρινής βροχής
Ένα θολό συναίσθημα
Η μυρωδιά του νοτισμένου χώματος μες στις ψυχές μας που όσο παν κι απομακρύνονται
Κι αν δεν είναι το χέρι σου στο χέρι μας
Κι αν δεν είναι το αίμα μας στις φλέβες των ονείρων σου
Το φως στον άσπιλο ουρανό
Κι η μουσική αθέατη μέσα μας ω! μελαγχολική
Διαβάτισσα όσων μας κρατάν στον κόσμο ακόμα
Είναι ο υγρός αέρας η ώρα του φθινοπώρου ο χωρισμός
Το πικρό στήριγμα του αγκώνα στην ανάμνηση
Που βγαίνει όταν η νύχτα πάει να μας χωρίσει από το φως
Πίσω από το τετράγωνο παράθυρο που βλέπει προς τη θλίψη
Που δε βλέπει τίποτε
Γιατί έγινε κιόλας μουσική αθέατη φλόγα στο τζάκι χτύπημα
του μεγάλου ρολογιού στον τοίχο
Γιατί έγινε κιόλας
Ποίημα στίχος μ’ άλλον στίχο αχός παράλληλος με τη βροχή δάκρυα
και λόγια
Λόγια όχι σαν τ’ άλλα μα κι αυτά μ’ ένα μοναδικό τους προορισμόν:
Εσένα!
•Οδυσσέας Ελύτης. [1940] 2007. Προσανατολισμοί. 15η έκδ. Αθήνα: Ίκαρος.
Το ποίημα μάς τοποθετεί στο τέλος ενός έρωτα, όταν ο ερωτευμένος ποιητής συνειδητοποιεί πως έχει χάσει πια ό,τι αποτελούσε μέχρι εκείνη τη στιγμή το σκοπό της ζωής του και την πηγή της ευδαιμονίας του.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι ο ποιητής δεν χρησιμοποιεί το α’ ενικό πρόσωπο, για να καταγράψει τον αντίκτυπο αυτής της απώλειας, αλλά το α’ πληθυντικό, υποδηλώνοντας πως η απουσία της Ελένης δεν επηρεάζει μόνο εκείνον. Ένα σύνολο ανθρώπων, μια ολόκληρη παρέα, βιώνουν από κοινού τη νέα πραγματικότητα, καθώς η αγαπημένη γυναίκα καθόριζε τη διάθεση όχι μόνο του ποιητικού υποκειμένου, αλλά και της υπόλοιπης παρέας φίλων.
Αναπόφευκτα η επιλογή του ονόματος Ελένη, όπως κι η παρουσίαση των συνεπειών της απουσίας της σε α’ πληθυντικό πρόσωπο, παραπέμπουν στη μυθική Ελένη, η φυγή της οποίας επηρέασε ένα μεγάλο σύνολο ανθρώπων.
Ο ερχομός του φθινοπώρου με τα πρωτοβρόχια σηματοδοτεί τον οριστικό κι επώδυνο τερματισμό του καλοκαιριού, στο πλαίσιο του οποίου γεννήθηκε ο έρωτας για την Ελένη. Με την έντονα συγκινησιακή μεταφορά -και προσωποποίηση- «σκοτώθηκε το καλοκαίρι» ο ποιητής φανερώνει από τον αρχικό κιόλας στίχο αφενός πόσο άρρηκτα συνδεδεμένη με το ερωτικό του συναίσθημα υπήρξε η καλοκαιρινή περίοδος και αφετέρου το αμετάκλητο αυτού του αιφνίδιου τερματισμού. Το τέλος του καλοκαιριού ορίζει και το τέλος του έρωτα.
Με εμφατικό τρόπο ο ποιητής επισημαίνει πως η πρώτη φθινοπωρινή σταγόνα ήταν αρκετή για να μουσκέψει και κατ’ επέκταση να φθείρει ανεπανόρθωτα τα λόγια εκείνα που είχαν «γεννήσει αστροφεγγιές». Τα λόγια με τα οποία ο ποιητής είχε χτίσει για εκείνον και την αγαπημένη του ανέφελες εικόνες και στιγμές ευτυχίας. Όλα τα λόγια του που γράφτηκαν και ειπώθηκαν έχοντας ως μόνο τους προορισμό εκείνη.
Το κεφαλαίο γράμμα στη λέξη «Εσένα», αλλά και η δήλωση πως «όλα τα λόγια» είχαν ως μοναδικό τους προορισμό εκείνη, φανερώνουν το βαθμό στον οποίο η αγαπημένη γυναίκα, η Ελένη, δέσποζε στη σκέψη και στα συναισθήματα του ποιητή. Όλες οι λέξεις του, ωστόσο, με τις οποίες θέλησε να τής εκφράσει την αγάπη του και να τής τονίσει το πόσο σημαντική είναι για εκείνον, βρίσκονται πλέον αντιμέτωπες με τα νέα δεδομένα που δημιουργεί το τέλος του καλοκαιριού. Όσο κι αν την αγάπησε, όσο κι αν κάθε του σκέψη αφορούσε εκείνη, τίποτε από αυτά δεν επηρεάζει τη νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται.
Το τέλος του καλοκαιριού κι η αποχώρηση της Ελένης οδηγούν το ποιητικό υποκείμενο, όπως κι όλους τους φίλους του καλοκαιριού που επηρεάζονταν από τη θελκτική της παρουσία, σε κατάσταση απορίας για το πώς θα μπορέσουν να διαχειριστούν την απουσία της. διάθεση. Τώρα πια αισθάνονται κι εκείνοι αλωμένοι από τη φθινοπωρινή θλίψη, σαν να τους διαπέρασε η ομίχλη και να θάμπωσε κάθε θετικό τους συναίσθημα.
Εκείνο το συναίσθημα που θα «ρίξει κάτω» τον ποιητή και τους φίλους του, δεν είναι ο θάνατος, αφού πέρα από το γεγονός ότι η Ελένη ζει, υπάρχει κι η παρηγορητική επίγνωση πως σε κάποιο άλλο μέρος βρίσκεται μια πεδιάδα, η οποία εκτείνεται πέρα από την ακτίνα που καλύπτει το γέλιο εκείνης και φτάνει ως τον ήλιο, στην οποία θα μπορέσουν να συναντηθούν ξανά. Μια καταπράσινη πεδιάδα που δέχεται το χάδι του ήλιου και βρίσκεται στην άλλη πλευρά του φθινοπώρου που μόλις ξεκίνησε και του χειμώνα που ακολουθεί.
Η εύθυμη παρέα του καλοκαιριού βρίσκεται με την πρώτη φθινοπωρινή σταγόνα αντιμέτωπη με την επίγνωση πως η κοινή τους πορεία έφτασε στο τέλος της. Μια μόλις σταγόνα κι όλοι τους βρίσκονται αντιμέτωποι με το οδυνηρό συναίσθημα του επικείμενου αποχωρισμού και της συνειδητοποίησης πως οφείλουν να επιστρέψουν στην κανονική τους καθημερινότητα.