22.7 C
Athens
Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024

O Τόμας Μπέρνχαρντ για το θέατρο

Η θεατρική τύχη του Τόμας Μπέρνχαρντ στην ελληνική σκηνή έχει γνωρίσει τουλάχιστον δύο σημαντικές σκηνικές αναγνώσεις. Η παράσταση του έργου «Ρίτερ, Ντένε, Φος», πολύτιμη στιγμή στη ζωή της Νέας Σκηνής του Λευτέρη Βογιατζή το 1991, συνιστά έναν από τους βασικούς διαύλους επικοινωνίας του ελληνικού κοινού με τον συγγραφέα.

Επίσης τον Δεκέμβριο του 1994 το Θέατρο Τέχνης παρουσίασε το έργο «Μινέτι», όπου ο Γιώργος Λαζάνης ερμήνευσε τον κεντρικό ρόλο με όλη την κούραση, την απελπισία και τον τρυφερό σαρκασμό που αρμόζει στο ύφος του Μπέρνχαρντ.

Ευτυχή επικοινωνία με τον ίδιο τον συγγραφέα και τη στάση του απέναντι στο θέατρο αποτελεί το γεγονός ότι η πληρέστερη παρουσίαση του έργου του αλλά και της ζωής του σε ό,τι αφορά την ελληνική γλώσσα βρίσκεται στο βιβλίο – πρόγραμμα της Νέας Σκηνής που συνόδευε την παράσταση.

Παράξενη επιβεβαίωση εκείνου που έλεγε ο ίδιος: «Εκτός από τα χρήματα, το θέατρο μου εξασφαλίζει πολύ απλά τη συνέχεια στις φιλίες, στις γνωριμίες, δηλαδή στη σχέση μου με τους ανθρώπους. Γιατί στο θέατρο, είτε το θέλεις είτε όχι, είσαι αναγκασμένος εκ των πραγμάτων να συναντάς άλλους ανθρώπους».

***

Ακολουθεί μια ανατύπωση κάποιων σκέψεων του Thomas Bernhard για το θέατρο, αποσπασμένων από συνέντευξή του στον Κουρτ Χόφμαν, στο Ο άγνωστος Τόμας Μπέρνχαρντ, μτφρ. Θεόδωρος Λουπασάκης, Νάρκισσος, Αθήνα 2005, σ. 218-221.

~

… Όταν δεν υπάρχει τίποτα από κάτω, κανένας σκηνοθέτης δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Μπορώ να ανεχθώ μόνο τα καλά πράγματα, τη δουλειά που γίνεται χωρίς συμβιβασμούς, τίποτ’ άλλο. Δεν θα μπορούσα ποτέ να συναγελάζομαι μ’ όλον αυτόν τον συρφετό των πραγμάτων που προϋποθέτει το παιχνίδι του θεάτρου. Ούτε με την απειθαρχία αυτών των ανθρώπων, των τεχνικών, μηχανικών και άλλων, που είναι οργανωμένοι πολύ ισχυρά και παρατάνε τη δουλειά τους, λες και είναι οικοδόμοι. Μ’ αυτές τις συνθήκες δεν μπορεί να γίνει θέατρο. Πρόκειται για μια ένωση τελματόβιων, όχι για θέατρο, αυτό το πράγμα δεν έχει καμιά σχέση με το θέατρο.

*

Επίσης δεν έχω καμιά επαφή με τους ηθοποιούς. Δεν μ’ ενδιαφέρει καθόλου να έχω. Δεν υπάρχει τίποτα ανατριχιαστικότερο από τους ηθοποιούς, δεν πάω ποτέ να καθίσω εκεί που κάθονται όλοι μαζί μετά. Μία μοναδική φορά έκανα αυτήν την ανοησία, όλοι σε κοιτούν μ’ ένα ικανοποιημένο ύφος και περιμένουν ο καθένας χωριστά να τους πεις ότι ήταν οι καλύτεροι· τέτοιος πρωτογονισμός.

Ενώ φυσικά το επάγγελμά τους το έχουν επιλέξει. Κι εγώ το δικό μου επάγγελμα το έχω επιλέξει, συνειδητά. Δεν μπορώ λοιπόν με κανέναν τρόπο να αποτελεί αυτό ένα είδος δικαιολογίας ή κι εγώ δεν ξέρω τι ακόμα. Πρόκειται για ένα σκληρό επάγγελμα, τελεία και παύλα. Ή έχεις το ανάλογο ανάστημα ή δεν το έχεις, μόνο αυτό το κριτήριο ισχύει και κανένα άλλο. Η «ευαισθησία» και οι υποκρισίες δεν έχουν καμία σχέση μ’ αυτό.

**

Πιστεύω ότι ένας μεγάλος ηθοποιός μπορεί απλώς να κάθεται πάνω στη σκηνή ώρες, κάνοντας οτιδήποτε, κουνώντας το πόδια του για παράδειγμα· το αποτέλεσμα θα μπορούσε να είναι εξαιρετικό.

***

Με τους τρέχοντες ηθοποιούς είναι μάλλον δύσκολο να κάνει κανείς οτιδήποτε, διαθέτουμε το πολύ έξι εβδομάδες για τις πρόβες, και μέσα σε έξι εβδομάδες δεν μπορούμε φυσικά να τα βγάλουμε πέρα με έργα αυτού του είδους. Μπόρεσε να γίνει κάτι, όταν έπαιξε ο Μινέτι, γιατί ο Μινέτι δεν διασπάστηκε, το έκανε πραγματικά για τον εαυτό του… Έτσι μπορούμε να δουλέψουμε. Καλώς ή κακώς ο Μινέτι διαθέτει απίστευτη πείρα περισσότερων δεκαετιών και συνεργάζεται με απόλυτη συνείδηση. Δηλαδή όχι μόνον ως ηθοποιός-υπάλληλος αλλά με όλη τη λεπτότητα και την τερατωδία που χρειάζεται.

Ο Μινέτι είναι ένας άνθρωπος με τον οποίον μπορεί κανείς να συζητήσει πολύ ευχάριστα. Γιατί είναι εντελώς ανοιχτός, δηλαδή κρατιέται καλά. Μοιάζει πάρα πολύ νέος και ταυτόχρονα διαθέτει φοβερή πείρα. Συχνά οι αντιδράσεις του είναι ανθρώπου είκοσι δύο χρονών, ενώ στα τριάντα πέντε τους οι άλλοι είναι κιόλας φθαρμένοι και δεν είναι άλλο παρά μαριονέτες του κόσμου του θεάτρου. Κι ο άνθρωπος μαζί με όλα τ’ άλλα έχει υποστεί του κόσμου τις εγχειρήσεις και ο σκελετός του κρατιέται από περόνες χρωμίου και βίδες. Κι όμως όταν το σκέφτομαι: πλησιάζει τώρα τα 80 και παίζει όλη τη νύχτα, 4 φορές την εβδομάδα. Έπειτα πετάει για το Μπόχουμ, ξαπλώνει μια ώρα, ξαναπαίζει, μένοντας ώρες πάνω στη σκηνή. Ύστερα βγαίνει μέχρι τις 2 το πρωί και θέλει να ‘ναι και ξύπνιος για το πρωινό. Και στα 60 τους οι άλλοι είναι πολύ γέροι, δεν μπορούν να δοθούν σε τίποτα και πουθενά κι εξαρτούν τη δουλειά τους στο θέατρο από το εξοχικό τους, τον μικρό τους λαχανόκηπο και τους αγαπημένους τους περιπάτους.

**

Το θέατρο, έτσι όπως το αντιλαμβάνομαι εγώ, μπορεί να υπάρχει μόνο για δέκα ή δώδεκα παραστάσεις. Τότε φτάνει στο καλύτερό του επίπεδο, ύστερα απ’ αυτό καταρρέει και πάλι, όπως είναι φυσικό. Όταν φτάσουμε σ’ αυτό το σημείο, πρέπει να ξαναπαίρνουμε το σύνολο της παράστασης στα χέρια μας, να τους μαστιγώσουμε όλους, να ξαναρχίσουμε για μία ακόμη φορά από την αρχή και να τους πούμε πόσο φρικτοί είναι όλοι τους. Αν το αφήσουμε να κυλήσει, γίνεται τόσο φρικτό που δεν μπορούμε πια και δεν θέλουμε πια καθόλου να έχουμε την παραμικρή σχέση μ’ αυτό.

*

Εκτός από τα χρήματα το θέατρο μου εξασφαλίζει πολύ απλά τη συνέχεια στις φιλίες, στις γνωριμίες, δηλαδή στις σχέσεις μου με τους ανθρώπους. Γιατί στο θέατρο, είτε το θέλεις είτε όχι, είσαι αναγκασμένος εκ των πραγμάτων να συναντάς άλλους ανθρώπους. Συναντάς έναν σκηνογράφο: μιλάς και συζητάς μαζί του για τον τρόπο που θα γίνουν τα σκηνικά, ύστερα πέφτεις πάνω σ’ έναν ηθοποιό, και τότε; Μα, τον είχες δει πριν τρία χρόνια, τώρα είναι τρία χρόνια μεγαλύτερος κι εσύ επίσης, τώρα έχει περισσότερο χιούμορ ή λιγότερο, τώρα κουτσαίνει από το αριστερό πόδι ή όχι, όλα αυτά είναι πολύ ενδιαφέροντα. Ο ένας έχει αρρωστήσει, και ο άλλος πεθαίνει, ο τρίτος δεν έχει πια όρεξη για τίποτα, όλα αυτά είναι πολύ διεγερτικά.

Οι δυνατότητες αυτού του συγκεκριμένου ηθοποιού μπορεί φυσικά να είναι πιο σημαντικές, ωστόσο η ίδια η υπόθεση του θεάτρου χωλαίνει ακόμα, η πραγματοποίηση στο θέατρο προχωράει πάντα χωλαίνοντας. Από τη μία πλευρά, όλο αυτό συχνά δίνει κάτι καλύτερο από εκείνο που έχω φανταστεί, αλλά συχνά επίσης κάτι διαφορετικό. Το θέατρο σε αφήνει πάντοτε ανικανοποίητο.

***

Ο Τόμας Μπέρνχαρντ γεννήθηκε το 1931 στο Χέερλεν της Ολλανδίας, όπου η μητέρα του Χέρτα Μπέρνχαρντ είχε καταφύγει για να αποφύγει το ανάθεμα τής εκτός γάμου γέννας: ο πατέρας του, ο μαραγκός Αλόις Τσουκερστέτερ, εγκατέλειψε τη Χέρτα Μπέρνχαρντ χωρίς να την παντρευτεί. Ο Τσουκερστέτερ δεν συνάντησε ούτε αναγνώρισε ποτέ το γιο του. Αργότερα, το 1940, αυτοκτόνησε. Ο Μπέρνχαρντ θα περάσει τα παιδικά του χρόνια στη Βιέννη, την Άνω Βαυαρία και το Σάλτζμπουργκ.

Την ανατροφή του θα αναλάβει ο παππούς του, ο αναρχικός συγγραφέας Γιοχάνες Φροϊμπίχλερ. Μεγαλώνοντας χωρίς πατέρα και μιας και οι σχέσεις του με τη μητέρα του ήταν είτε ανύπαρκτες είτε εχθρικές, ο Μπέρνχαρντ θα στραφεί στον παππού του, το μοναδικό άνθρωπο που θαύμαζε απεριόριστα και στον οποίο χρωστά τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του και την αγάπη του για τη λογοτεχνία.

Τα παιδικά του χρόνια σημαδεύτηκαν από την κτηνωδία του πολέμου και τη σύμπραξη της Αυστρίας στη ναζιστική εκστρατεία. Ο Μπέρνχαρντ, επηρεασμένος από τις διδαχές του Φροϊμπίχλερ, απεχθάνεται το σχολείο και φυσικά την εθνικοσοσιαλιστική ροπή της αυστριακής κοινωνίας. Γίνεται ένα κλειστό και αντικοινωνικό παιδί. Σε ηλικία 16 ετών εγκαταλείπει με δική του πρωτοβουλία το σχολείο thomas_bernhard-kidκαι πιάνει δουλειά ως βοηθός σε κατάστημα τροφίμων στο Σέρτσχαουζερφελντ, την πιο κακόφημη συνοικία του Σάλτζμπουργκ.

Εκεί θα διασταυρωθεί μ’ έναν κόσμο που θα τον επηρεάσει βαθύτατα, ένα περιβάλλον που θα αγαπήσει: η ευθύτητα με την οποία μιλούν οι λαϊκοί άνθρωποι και η περιπετειώδης καθημερινότητά τους, που γειτνιάζει συνεχώς με τη βία και το θάνατο, θα συναρπάσουν το νεαρό Μπέρνχαρντ.

Το 1948 νοσεί από βαριά πλευρίτιδα και φυματίωση. Θα περάσει τα επόμενα δύο χρόνια σε νοσοκομεία και σανατόρια. Από τότε και μέχρι το τέλος της ζωής του η υγεία του θα παραμείνει εξαιρετικά εύθραυστη, αναγκάζοντάς τον να ταξιδεύει συχνά στη Μεσόγειο για να επωφεληθεί από το κλίμα του Νότου. Την εποχή που μπαινοβγαίνει στο σανατόριο πεθαίνει ο παππούς του και η μητέρα του.

Το 1951 μεταβαίνει στη Βιέννη, όπου σπουδάζει στην Ανώτατη Σχολή Μουσικής και Παραστατικών Τεχνών. Συνεργάζεται με εφημερίδες και περιοδικά ως δικαστικός ανταποκριτής και κριτικός λογοτεχνίας και θεάτρου. Το 1955 επιστρέφει στο Σάλτζμπουργκ, για να σπουδάσει μουσική και υποκριτική στο Μοτσαρτέουμ, από το οποίο αποφοιτά το 1957. Από το 1958 ως το 1961 θα εκδοθούν τέσσερις ποιητικές του συλλογές, ενώ θα γράψει θεατρικά μονόπρακτα και λιμπρέτα για όπερα. Ο ίδιος όμως αναγνωρίζει ως έργο του μόνο ό,τι γράφτηκε μετά το 1963, χρονιά έκδοσης της Παγωνιάς (Frost)του πρώτου του μυθιστορήματος.

Την Παγωνιά, που γνωρίζει σημαντική επιτυχία, διαδέχεται μια πλούσια παραγωγή πεζογραφημάτων και θεατρικών έργων που πολλές φορές εκδίδονταν ανά δύο ή τρία κάθε χρόνο. Η παραγωγή αυτή θα διακοπεί από τον πρόωρο θάνατό του, σε ηλικία 58 ετών, στο κτήμα του στο Όλσντορφ στην Άνω Αυστρία, όπου ζούσε απομονωμένος ήδη από το 1965. Με τη διαθήκη του απαγόρευε την κυκλοφορία των βιβλίων του και το ανέβασμα των έργων του στην Αυστρία, καθώς και την ενδεχόμενη δημοσίευση κειμένων που θα βρίσκονταν στα κατάλοιπά του. Δέκα χρόνια μετά το θάνατό του, ο ετεροθαλής αδελφός του και διαχειριστής της διαθήκης του ήρε τον όρο αυτόν. Έτσι τα έργα του πλέον εκδίδονται και ανεβαίνουν κανονικά, ενώ κατέστη δυνατή η κυκλοφορία ανέκδοτων χειρογράφων του, όπως Τα βραβεία μου, που ο Μπέρνχαρντ σκόπευε να εκδώσει.

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε


Τελευταία άρθρα

- Advertisement -