Από τις ταξιδιωτικές αυτοψίες λογοτεχνών εκείνη που ξεχωρίζει είναι του Νίκου Καζαντζάκη από την επίσκεψή του στο Άργος και τις Μυκήνες το 1937 (έχουν προηγηθεί μία επίσκεψη με τον Άγγελο Σικελιανό το 1915, το 1922 και το 1933, οπότε ξεναγεί στις Μυκήνες το ζεύγος Renaud de Jounevel, φίλους του από το Παρίσι). Οι εντυπώσεις του Κρητικού δημιουργού έχουν ενδιαφέρον, εκτός από το λογοτεχνικό ύφος, καθώς καταγράφει συνεχώς στιγμιότυπα από τη ζωή στις πόλεις που επισκέπτεται. Πιάνει κουβέντα με τους κατοίκους και προσπαθεί να διακρίνει τα χαρακτηριστικά που διαμορφώνουν την ταυτότητα των νεοελλήνων, κεντρική επιδίωξη στο έργο του. Επισημαίνει, για παράδειγμα, την αντίληψη μιας ηλικιωμένης που δεν την ενοχλεί η ύπαρξη μιας αρχαίας σαρκοφάγου μέσα στην αυλή της βυζαντινής εκκλησίας. «Εδώ είναι το χασάπικο» του λέει, από την άλλη, ο ταξιτζής που τον πηγαίνει στις Μυκήνες, ενώ παρομοιάζει τον Αγαμέμνονα με τον εργολάβο Δημήτριο Αθανασόπουλο, ο οποίος βρέθηκε δολοφονημένος το 1931, στο σπίτι του, στην περιοχή Χαροκόπου της Καλλιθέας. Μετά τις ομολογίες τους ανακαλύφθηκε ότι το έγκλημα είχαν διαπράξει οι οικείοι του: φυσικός αυτουργός ήταν ο ξάδερφος της συζύγου του Αθανασόπουλου, ο 19χρονος Δημήτριος Μοσκιός, και ηθικοί αυτουργοί και συνεργοί η γυναίκα του Σοφία (Φούλα) Αθανασοπούλου, η πεθερά του Άρτεμις Κάστρου και η υπηρέτριά τους Ιωάννα (Γιαννούλα) Μπέλλου.
Οι καταγραφές του Νίκου Καζαντζάκη είναι συγκεντρωμένες στο βιβλίο του με τίτλο «Ταξιδεύοντας: Ιταλία – Αίγυπτος – Σινά – Ιερουσαλήμ – Κύπρος – Ο Μοριάς» (εκδόσεις Καζαντζάκη (Νίκη Σταύρου), www.kazantzakisbooks.gr) με κείμενα για την Ιταλία, την Αίγυπτο, το Σινά, την Ιερουσαλήμ, την Κύπρο και τον Μοριά.
***
Το εκτενές απόσπασμα για τις Μυκήνες αναδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Τα Νέα” με την άδεια της Νίκης Σταύρου, διευθύντριας των εκδόσεων Καζαντζάκη και πνευματικής δικαιούχου του Νίκου Καζαντζάκη:
«Την άλλη μέρα, μεσημέρι, κινήσαμε για τη Μυκήνα. Είναι η πυρωμένη ώρα, η κάθετη, πού ταιριάζει για τούς φοβερούς τούτους βράχους και θρύλους. Το πρωινό φώς τούς δίνει μιαν αγνότητα πού δεν μπορούν να έχουν, το σούρουπο τούς δίνει μια ρομαντική μελαγχολία πού δεν καταδέχουνται να έχουν. Δε φωλιάζουν εδώ, στους ξακουστούς άνυδρους γκρεμούς, πρωινοί κορυδαλλοί μήτε βραδινά ερωτόπαθα νυχτοπούλια. Μα άγρια σαρκοβόρα όρνεα, αητοί και γεράκια, πού ζυγαριάζουνται μεσημέρι στην κορφή του αέρα και σημαδεύουν στον κάμπο τι να φάνε. Κάψα πνιχτική, το αίμα άναψε, το λαρύγγι στεγνώνει. Καλοί σωματικοί όροι για το προσκύνημα τούτο.
Ανεβαίνουμε από το Χαρβάτι τον ανηφορικό δρόμο: έχω στηλωμένα τα μάτια ανάμεσα στ’ άγριόθωρα βουνά της Ζάρας και του Προφήτη Ηλία και προσπαθώ να ξεχωρίσω μέσα στο πυρακτωμένο φώς τη φωλιά των Ατρειδών. Είναι βράχος μέσα στους βράχους και δεν μπορείς να τη διακρίνεις. Μα από τα χτυπήματα της καρδίας νιώθεις πώς ολοένα ζυγώνεις. Στρίψαμε δεξιά, κι ορθώθηκε μπροστά μας ή φοβερή καστρόπορτα με τις δυό όρθιες λιόντισσες.
– Εδώ είναι το χασάπικο! είπε ό σοφέρ σταματώντας.
Χάρηκα πού ήταν μαζί μου το χοντροκομμένο χιούμορ του λαού, το εφταβόδινο σκουτάρι, πού δεν το διαπερνούν εύκολα ό ρομαντισμός κι ή ευαισθησία. Τα ζυγιάζει όλα με τη ζυγαριά του πρακτικού στέρεου νου, πού ξέρει, κι έχει πια δεχτεί σα νόμιμο, πώς ή ζωή είναι γεμάτη αίματα κι απιστίες, μα δεν πρέπει να πολυτρομάζουμε όπως δεν τρομάζουμε όταν μας διηγούνται ένα παραμύθι γεμάτο δράκους. “Η ζωή είναι ισόβια”, θα πεθάνουμε, και τότε θα δούμε πώς “όλα ήταν αέρας” έτσι όλη ή ζωή δεν είναι κι αυτή παρά ένα παραμύθι. Κι ό Γιάννης ό σοφέρ ζούσε την προαιώνια τούτη λαϊκή κοσμοθεωρία και δεν ένιωσε καθόλου τα γόνατά του να λυγίζουν όταν δρασκελούσε το φοβερό κατώφλι των Ατρειδών.
Μόλις μπήκαμε, αριστερά από τη σκαλισμένη στον τοίχο κρύπτη, όπου κάθουνταν ο αρχαίος θυρωρός, πετάχτηκε ο μοντέρνος φύλακας. Ένας καλόκαρδος γεροντάκος με το μπαστουνάκι του, με το τσιγαράκι του, με μια λάμψη στα μάτια πού φανέρωνε πώς ήξερε τί θησαυρούς από παραμύθια κι αίματα και κοτρόνια του είχαν εμπιστευτεί να φυλάει.
– Είναι μέσα ό κ. Αθανασόπουλος, τον ρωτά ο σοφέρ με σοβαρότητα.
– Ο κ. Αθανασόπουλος; έκαμε ό φύλακας γουρλώνοντας τα μάτια δεν τον γνωρίζω.
– Ο Αγαμέμνονας, ντε! εξήγησε ό σοφέρ σκώντας στα γέλια.
Τα μούτρα του φύλακα κατσούφιασαν δεν του άρεσε καθόλου να κοροϊδεύουν τ’ αφεντικό. Γιατί τότε πήγαινε κι αυτός χαμένος, όλο του το μεγαλείο να φυλάει τρομερά πράματα αφανίζεται.
– Να ξέρεις που μπαίνεις, είπε θυμωμένος, και να σέβεσαι!
– Τον κακομοίρη! στράφηκε ό σοφέρ και μου λέει, τον κακομοίρη, τον έχουν παλαβώσει οι αρχαιολόγοι!
Χιούμορ, κέφι, προπόσες χαρούμενες και θυέστεια δείπνα σαιξπήρειες ομάδες με τα κρανία των ανθρώπων. Κι έτσι πού προχωρούσα με το Γιάννη και κοίταζα την άγρια δρακοφωλιά, εγώ γεμάτος δέος, αυτός γεμάτος κέφι, φαντάστηκα έναν Αισχύλο μοντέρνο, πού παίρνει ακόμα πιο τραγικά τη ζωή και τούς θρύλους και γδύνει χωρίς μεγάλους μονολόγους, με ανήλεο χέρι, τούς παμπάλαιους μπαμπούλες. Βαρέθηκε ό σοφέρ ν’ ανεβεί στο παλάτι και χώθηκε σ’ έναν ίσκιο. Έβγαλε τα τσιγάρα του, φίλεψε το γερο-φύλακα.
– Έλα, είπε, μην τα παίρνεις προσωπικά…
Πήρα μόνος μου τον ανηφορικό βασιλικό δρόμο, πού τον είχε στρώσει η Κλυταιμήστρα με πολύτιμα κόκκινα χαλιά, για να πατήσει ό νεοφερμένος άντρας της. “Πάτα, πάτα” του μιλούσε μαυλιστικά, “μη φοβάσαι τούς θεούς! Τοις δ’ όλβίοις γε και τό νικάσθαι πρέπει”.
Ανέβαινα μαζί με το μεγάλον ίσκιο, πάτησα τις στρουφιγμένες από την πυρκαγιά πλάκες του παλατιού, σβάρνισα με τη ματιά τα βουνά τρογύρα, τον κάμπο, ως πέρα την αργίτικη θάλασσα. Προσπαθούσα να δώ τι έβλεπε ο Αγαμέμνονας ανηφορίζοντας στο παλάτι του και τι η γυναίκα του, όταν αγνάντευε με δαγκαμένα χείλια τη θάλασσα πέρα, αν πρόβαλαν τα μισητά καράβια του γυρισμού. Τα ίδια τούτα βουνά θα κοίταζαν, τον ίδιο ηλιοφρυμένο κάμπο, το ίδιο κύμα. Μα σημασία έχει μονάχα το πώς τα έβλεπαν. Με ποιόν πρωτόγονο χοχλασμό.
Είχε δίκιο ό Γερμανός ζωγράφος, ο Φράντς Μάρκ, όταν ζωγράφιζε ένα τοπίο πού το κοίταζε ένα θεριό, να προσπαθεί ν’ αποδώσει το τοπίο όπως θά τό έβλεπε το θεριό. Κι όχι όπως το έβλεπε το ανθρώπινο μάτι. Και το φαντάζουνταν ένα καταπληχτικό δράμα, πλημμυρισμένο χρώματα, πηχτό, αξεδιάλυτο, χωρίς σύνορα ανάμεσα θεριού και δάσους. Πρέπει ν’ ανεβείς εδώ απάνω στο παλάτι του Αγαμέμνονα κυριεμένος από άγριο πάθος – μίσος, έρωτα, πόλεμο, τρόμο – για να μπορέσεις κάπως να δεις τον αργίτικο κάμπο και τα βουνά και τη θάλασσα όπως τα έβλεπαν οι Ατρείδες. Έτσι πρέπει να δεις και να παραστήσεις και τις τραγωδίες του Αισχύλου. Με τέτοιο μάτι θεριού όλα τ’ άλλα, κλασικές ισορροπίες, ρυθμικοί χοροί, στυλιζαρισμένες από αρχαία αγγεία χειρονομίες, είναι φιλολογία και μονολογίτικες θυσίες στην απούσαν Αφροδίτην.
– Είδες τί ληστές; μου είπε ό σοφέρ με θαυμασμό όταν κατέβηκα κάτω. Λεβεντιά! Είδες τί ληστές, Νταβέληδες! Σήμερα εμείς μπροστά τους είμαστε λωποδύτες».
***
Πηγή: Τα Νέα – Δημήτρης Δουλγερίδης
***
- Φωτογραφία: Robert McCabe, 1954, Ανασκαφή