ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ
ΠΕΡΙ ΥΠΝΟΥ ΚΑΙ ΕΓΡΗΓΟΡΣΕΩΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α’.
***
Στο πεδίο των ερευνών του βιολογικής και ψυχολογικής τάξεως, ο Αριστοτέλης αφιέρωσε στα όνειρα τρεις πραγματείες: «Περί ύπνου και εγρηγόρσεως», «Περί ενυπνίων» και «Περί της καθ’ ύπνον μαντικής».
Εκείνο που βασικά τον ενδιέφερε ήταν το τι και το πώς: τι είναι το όνειρο και πώς συμβαίνει κατά τη διάρκεια του ύπνου.
Αναλύοντας το θέμα της καθ’ ύπνον μαντικής, διατηρεί μια θαυμαστή ισορροπία μεταξύ ευπιστίας και σκεπτικισμού. Δεν απορρίπτει την αντίληψη ότι από τα όνειρα προκύπτουν μαντείες, δεν αποδέχεται όμως ότι είναι θεόπεμπτα. Ο Αριστοτέλης έδινε αρκετή έμφαση στο τυχαίο και το συμπτωματικό, κι έτσι υποστήριζε ότι πολλά όνειρα δεν πραγματοποιούνται. Τα όνειρα συνιστούν τόσο σημεία όσο και αίτια μελλοντικών γεγονότων, τα περισσότερα όμως μοιάζουν να είναι συμπτώσεις. Επομένως, ο Αριστοτέλης δεν θεωρεί ότι όλα τα όνειρα έχουν νόημα.
Υποστηρίζει ότι τα όνειρα είναι έργο της φαντασίας και, επομένως, παραπροϊόν προηγούμενης αίσθησης. Στον ύπνο το όνειρο γίνεται αντιληπτό διά της ψυχής. Το πρώτο που εξετάζει είναι σε ποια δύναμη της ψυχής εμφανίζεται το όνειρο: στο νοητικό ή στο αισθητικό μέρος; Τόσο η αντίληψη των μορφών και των ειδώλων όσο και η δυνατότητα έκφρασης διανοημάτων στη διάρκεια του ύπνου οφείλονται στη φαντασία. Το όνειρο είναι μια μορφή νοητικής εικόνας στον ύπνο.
Ο ικανότερος κριτής των ενυπνίων, κατά την αριστοτελική διδασκαλία, είναι εκείνος που μπορεί να παρατηρεί ομοιότητες.
Ζητήματα περί ύπνου και εγρηγόρσεως και ονείρων και μαντικής. Ο ύπνος και η εγρήγορσις ανήκουσιν εις το αισθητικόν — είναι κοινά του σώματος και της ψυχής — διαδέχονται άλληλα — υπάρχουσιν εις πάντα τα ζώα και εις ουδέv φυτόν
1. Περί δε του ύπνου καί της εγρηγόρσεως πρέπει να εξετάσωμεν τί είναι ταύτα και αν είναι φαινόμενα ίδια μόνης της ψυχής, ή μόνου του σώματος, ή είναι κοινά και εις τα δύο. Και αν είναι κοινα και εις τα δύο, εις ποίον μέρος της ψυχής ή του σώματος ανήκουσι; Και διά ποίαν αιτίαν υπάρχουσιν εις τα ζώα; Και πάντα τα ζώα έχουσι και τα δύο ταύτα, ή άλλα μεν έχουσι τον ύπνον μόνον, άλλα δε την εγρήγορσιν; Ή άλλα μεν ουδέν εξ αυτών έχουσιν, άλλα δε έχουσι και τα δύο συγχρόνως;
2. Προς τούτοις πρέπει να εξετάσωμεν τι είναι το ενύπνιον, και διά ποίαν αιτίαν οι άνθρωποι όταν κοιμώνται, άλλοτε μεν ονειρεύονται, άλλοτε δε όχι; Ή συμβαίνει πάντοτε να ενυπνιάζωσιν, όταν κοιμώνται, αλλά δεν ενθυμούνται τα ενύπνια; Και αν τούτο γίνηται, διά ποίαν αιτίαν γίνεταις
3. Και είναι δυνατόν να προβλέπη τις (με τα ενύπνια) τα μέλλοντα ή όχι; Και αν είναι δυνατόν, κατά ποίαν σημασίαν είναι δυνατόν τούτο; Και μόνον τας πράξεις, αι οποίαι μέλλουσι να γίνωσιν υπό ανθρώπου προβλέπει ή και εκείνα, των οποίων αιτία είναι η θεία δύναμις και όσα γίνονται φυσικώς ή αυτομάτως 1 ;
4. Και πρώτον τούτο βέβαια είναι φανερόν, ότι ο ύπνος και η εγρήγορσις συμβαίνουσιν εις το αυτό μέρος του ζώου· διότι είναι εναντία προς άλληλα, και ο ύπνος φαίνεται ότι είναι μία στέρησις της εγρηγόρσεως· πάντοτε δε τα εναντία, και εις τα πράγματα τα οποία δεν κάμνει η φύσις (τα τεχνητά), και εις εκείνα τα οποία η φύσις κάμνει, τα εναντία φαίνονται ότι συμβαίνουσν εις έν και το αυτό όργανον, όπερ δύναται να τα δέχεται, και είναι πάθη του αυτού πράγματος. Τοιαύτα είναι λ. χ. υγιεία και νόσος 2, κάλλος και ασχημία3, δύναμις και αδυναμία, όρασις και τυφλότης 4, ακοή και κωφότης.
5. Προσέτι και εκ των ακολούθων είναι φανερόν (ότι είναι εναντία ο ύπνος και η εγρήγορσις)· δήλα δη διά του αυτού μέσου δια του οποίου αναγνωρίζομεν τον γρηγορούντα (έξυπνον), διά του αυτού αναγνωρίζομεν και τον κοιμώμενον· διότι εκείνον όστις αισθάνεται, νομίζομεν ότι γρηγορεί, και νομίζομεν ότι πας γρηγορών αισθάνεται ή τι εκ των συμβαινόντων έξω 5, ή τινάς εκ των κινήσεων, αι οποίαι γίνονται εντός αυτού6. Αν λοιπόν η εγρήγορσις συνίσταται εις ουδέν άλλο παρά εις την αίσθησιv, φανερόν είναι, ότι δι’ εκείνου δι’ ου αισθάνονται τα ζώα, γρηγορούσι τα γρηγορούντα και κοιμώνται τα κοιμώμενα.
6. Επειδή δε η αίσθησις δεν ανήκει εις την ψυχήν μόνον, ούτε εις το σώμα μόνον, διότι η ενέργεια ανήκει εις τούτο, εις το οποίον ανήκει η δύναμις, η δε λεγομένη αίσθησις, ως ενέργεια, είναι μία κίνησις της ψυχής διά του σώματος (διδομένη εις αυτήν), είναι, φανερόν ότι το πάθος τούτο (η αίσθησις) δεν είναι ίδιον της ψυχής μόνης, και ότι άψυχον σώμα δεν είναι δυνατόν να αισθάνηται. Επειδή δε προσδιωρίσαμεν πρότερον εις άλλα συγγράμματα, περί των λεγομένων μερών της ψυχής, και ότι το θρεπτικόν δύναται να υπάρχη χωριστά από τα άλλα μέρη εις τα έχοντα ζωήν, κανέν όμως από τα άλλα δεν δύναται να υπάρχη άνευ τούτου, είναι φανερόν, ότι όσα εκ των ζώντων έχουσιν αύξησιν μόνον και φθίσιν, ταύτα ούτε ύπνον ούτε εγρήγορσιν έχουσιν. Τοιαύτα δ’ είναι τα φυτά· διότι τα φυτά δεν έχουσι το αισθητικόν όργανον7, είτε χωριστόν από του θρεπτικού είτε μη χωριστόν διότι κατά την δύναμιν και κατά τον τρόπον του είναι τα όργανα ταύτα είναι χωριστά8.
7. Ομοίως9 δε είναι φανερόν και ότι ουδέν ζώον υπάρχει, όπερ πάντοτε γρηγορεί ή πάντοτε κοιμάται, αλλά και τα δύο ταύτα πάθη υπάρχουσιν εις τα αυτά ζώα ομού10. Διότι αν υπάρχη ζώον έχον αίσθησιν, τούτο δεν είναι δυνατόν να μη κοιμάται και να μη γρηγορή, διότι και τα δύο ταύτα πάθη ανήκουσιν εις την αίσθησιν του πρώτου αισθητικού11. Δεν είναι δε δυνατόν ούτε το εν μόνον εκ τούτων να υπάρχη πάντοτε εις το αυτό ζώον, ήτοι γένος τι ζώων να κοιμάται πάντοτε ή πάντοτε να γρηγορή.
8. Διότι όσα όργανα εκτελούσι λειτουργίαν φυσικώς, όταν υπερβώσι τον χρόνον καθ’ όν δύνανται να επιτελώσι αυτήν, αναγκαίως αδυνατούσιν, όπως τα όμματα βλέποντα ούτω παύουσι πλέον να βλέπωσι. Το αυτό πάσχει και η χειρ και παν άλλο όργανον, όπερ εκτελεί έργον τι. Εάν λοιπόν όργανον τι έχον έργον το αισθάνεσθαι υπερβή τον χρόνον καθ’ ον δύναται να αισθάνηται συνεχώς12, θα αδυνατήση και δεν θα αισθάνηται πλέον. Ώστε, αν η εγρήγορσις ορίζεται διά τούτου, διά της απαλλαγής13 της αισθήσεως από καταστάσεως αδυναμίας, και αν πρέπη πάντοτε το εν μόνον εκ των εναντίων να είναι παρόν, το δε έτερον απόν, και αν η εγρήγορσις είναι το εναντίον του ύπνου καί αν το εν ή το άλλο αυτών πρέπη να ευρίσκηται εις παν ζώον, τότε είναι αναγκαίος ο ύπνος.
9. Λοιπόν, αν ο ύπνος είναι τοιούτον πάθος, τουτέστιν αδυναμία δι’ υπερβολήν εγρηγόρσεως, η υπερβολή δε της εγρηγόρσεως είναι άλλοτε μεν νοσηρά, άλλοτε δε συμβαίνει άνευ νόσου (ούτως ώστε και η αδυναμία και η παύσις αυτής θα γίνεται καθ’ όμοιον τρόπον), αναγκαίον είναι να δύναται να κοιμάται παν το εγρηγορός. Διότι είναι αδύνατον να ενεργή πάντοτε. Ομοίως δε ουδέν δύναται να κοιμάται πάντοτε, διότι ο ύπνος είναι πάθος της αισθητικής δυνάμεως, όπερ είναι τρόπον τινά δέσμευσις αυτής και ακινησία. Επομένως παν ον, το οποίον κοιμάται, ανάγκη να έχη το αισθητικόν μέρος (όργανον), αισθητικόν δε είναι το δυνάμενον να αισθάνηται ενεργώς. Να ενεργή τις όμως διά της αισθήσεως εν κυριολεκτική και στενή σημασία και συγχρόνως να κοιμάται είναι αδύνατον, και διά τούτο πας ύπνος είναι κατάστασις εξ ης αναγκαίως είναι δυνατή έγερσις (εγρήγορσις)14.
10. Πάντα λοιπόν τα άλλα15 ζώα είναι φανερόν ότι έχουσι το πάθος τούτo (τον ύπνον), και τα ζώντα εις το ύδωρ, και τα πτηνά και τα χερσαία. Διότι και πάντα τα γένη των ιχθύων και τα μαλάκια παρετηρήθησαν ότι κοιμώνται και πάντα τα άλλα, όσα έχουσιν οφθαλμούς· διότι είναι φανερόν ότι και τα σκληρόφθαλμα, και τα έντομα κοιμώνται. Πάντα όμως τα τοιαύτα έχουσιν ολίγον ύπνον. Διό και μερικά δύνανται πολλάκις να μας διαφύγωσι την αντίληψιν αν κοιμώνται ή όχι. Τα δε οστρακόδερμα κατά τας γενομένας παρατηρήσεις δεν απεδείχθη ακόμη αν κοιμώνται. Εάν όμως είναι πειστική η δοθείσα υφ’ ημών εξήγησις, τότε θα πεισθή τις, ότι ο ύπνος είναι και εις την τάξιν ταύτην. Ότι λοιπόν πάντα τα ζώα έχουσι την δύναμιν του ύπνου, είναι φανερόν εκ των ειρημένων. Διότι το ζώον έχει κύριον χαρακτηριστικόν το να έχη αίσθησιν, ωρίσαμεν δε ότι ο ύπνος είναι τρόπον τινά η ακινησία και η δέσμευσις της αισθήσεως, η δε εγρήγορσις είναι η απαλλαγή και ελευθέρωσις αυτής. Αλλ’ ουδέν των φυτών δύναται να έχη τι των παθών τούτων· διότι άνευ αισθήσεως δεν υπάρχει ούτε ύπνος ούτε εγρήγορσις, όσα δε έχουσιν αίσθησιν, ταύτα και λυπούννται και χαίρουσι, όσα δε έχουσι χαράν και λύπην, έχουσι και επιθυμίαν. Αλλά τα φυτά δεν έχουσι κανέν εκ τούτων. Απόδειξις δε τούτου είναι ότι και η θρεπτική δύναμις εκτελεί την λειτουργίαν της καλύτερα κατά τον ύπνον παρά κατά την εγρήγορσιν16. Διότι τότε, ήτοι όταν κοιμώνται τα ζώα, τρέφονται περισσότερον και αυξάνονται, όπερ δεικνύει ότι ουδεμίαν έχουσι χρείαν της αισθήσεως διά τα δύο ταύτα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β’.
Διατί τα ζώα κοιμώνται και γρηγορούσι. Η αφή είναι κοινή και αχώριστος αίσθησις εις πάντα τα ζώα. Η κοινή αίσθησις, ήτις συγκεντροί τα αισθήματα πασών των άλλων αισθήσεων, πάσχει το πάθος τούτο, τον ύπνον, και ταύτης ακινητούσης, πάσαι αι άλλαι ακινητούσι και δεσμεύονται. Αίτια του ύπνου είναι η χρεία της αναπαύσεως και αvoρθώσεως των οργάνων. Ο ύπνος έχει σχέσιν προς τον τόπον ένθα εδρεύει η αρχή της αισθητικότητος και της κινήσεως, ήτοι προς την καρδίαν. Ζώα έναιμα και άναιμα.
1. Διατί δε κοιμώνται και γρηγορούσι τα ζώα, και εις ποίαν αίσθησιν ή εις ποίας αισθήσεις, αν εις πολλάς17 (ανήκει ο ύπνος και η εγρήγορσις) δέον να εξετάσωμεν.
2. Επειδή τινά μεν των ζώων έχουσιν όλας τας αισθήσεις, άλλα δε δεν έχουσι τινάς λ. χ. την όψιν, την ακοήν, άπαντα όμως έχουσι την αφήν και την γεύσιν, εκτός των ατελών ζώων (περί δε τούτων ωμιλήσαμεν εν τη πραγματεία περί Ψυχής), και επειδή είναι απολύτως αδύνατον18 να έχη οιανδήποτε αίσθησιν το κοιμώμενον ζώον, είναι φανερόν ότι αναγκαίως υπάρχει εις πάσας τας αισθήσεις το πάθημα τούτο (η αναισθησία) κατά τον λεγόμενον ύπνον. Διότι, εάν ζώόν τι ησθάνετο μεν διά ταύτης της αισθήσεως ουχί δε δι’ εκείνης, θα ησθάνετο διά της πρώτης τούτων, όταν κοιμάται, και τούτο είναι αδύνατον.
3. Τω όντι εις εκάστην αίσθησιν υπάρχει αφ’ ενός η ιδία αυτής δύναμις και αφ’ ετέρου η κοινή εις πάσας, ίδιον π.χ. της όψεως είναι το να βλέπη, της δε ακοής το να ακούη, και περί των άλλων αισθήσεων ομοίως· υπάρχει όμως και κοινή τις δύναμις ακολουθούσα και συνοδεύουσα πάσας τας αισθήσεις, διά της οποίας έχει τις την συνείδησιν, ότι και βλέπει και ακούει. Διότι βεβαίως δεν βλέπομεν διά της όψεως ότι βλέπομεν. Και διακρίνομεν και δυνάμεθα να διακρίνωμεν ότι τα γλυκέα είναι διάφορα των λευκών ούτε διά της γεύσεως, ούτε διά της όψεως, ούτε διά των δύο ομού, αλλά διά τινος δυνάμεως της ψυχής κοινής εις όλα τα αισθητήρια. Διότι η αίσθησις είναι μία και εν είναι το κύριον αισθητήριον όργανον· αλλ’ όμως το είναι (το χαρακτηριστικόν) εκάστου είδους αισθήσεως μένει διάφορον· άλλο είναι π.χ. το του ήχου και άλλο το του χρώματος.
4. Αύτη δε η κοινή δύναμις είναι συνδεδεμένη προ πάντων με την αίσθησιν της αφής, διότι η αίσθησις αύτη δύναται να υπάρχη χωριστή από των άλλων αισθήσεων, αι άλλαι όμως δεν είναι χωρισταί απ’ αυτής. Περί τούτων δε είπομεν εις την περί Ψυχής θεωρίαν. Φανερόν είναι λοιπόν ότι της κοινής ταύτης αισθήσεως πάθη είναι η εγρήγορσις και ο ύπνος, και διά τούτο υπάρχουσιν εις όλα τα ζώα, διότι και μόνη η αφή είναι κοινή εις πάντα τα ζώα. Τω όντι, εάν ο ύπνος συνίστατο εις το ότι πάσαι αι αισθήσεις πάσχουσί τι, θα ήτο άτοπον αν αισθήσεις, αίτινες ούτε αναγκαίον είναι ούτε δυνατόν κατ’ ουδένα τρόπον να ενεργώσι19 συγχρόνως, όμως μένωσιν εν αργία και ακινησία συγχρόνως. Το εναντίον· θα συνέβαινεν εις αυτά ευλογώτερον, να μη ηρεμώσι συγχρόνως20. 5. Η εξήγησις, την οποίαν ημείς λέγομεν, είναι ορθή ως προς ταύτα τα φαινόμενα· διότι, όταν το αισθητήριον το δεσπόζον πάντων των άλλων και εις το οποίον τα άλλα αναφέρονται, πάθη τι, αναγκαίως συμπάσχουσι καί πάντα τα άλλα, όταν όμως εν τούτων ασθενήση, δεν πρέπει κατ’ ανάγκην να ασθενήση καί εκείνο. Είναι δε φανερόν εκ πολλών παρατηρήσεων, ότι ο ύπνος δεν συνίσταται εις το ότι αι αισθήσεις αργούσι καί δεν γίνεται χρήσις αυτών, ούτε εις το ότι δεν δύνανται21 να αισθάνωνται, διότι καί εις τας λιποθυμίας συμβαίνει η αναισθησία αύτη, επειδή η λιποθυμία είναι αδυναμία των αισθήσεων22. Συμβαίνουσι δε και παραφροσύναι όμοια έχουσαι φαινόμενα. Προσέτι δε διά της συμπιέσεως των φλεβών του αυχένος γίνεταί τις αναίσθητος23. Όταν όμως η αδυναμία της χρήσεως του αισθάνεσθαι δεν εξηγήται διά τινος των αισθητηρίων ούτε διά την τυχούσαν αιτίαν, η εξήγησις ευρίσκεται, ως ήδη είπομεν, εν τω πρώτω αισθητηρίω (τη καρδία), δι’ ου η ψυχή αισθάνεται πάντα. Διότι, όταν τούτο αδυνατήση, αναγκαίως καί τα αισθητήρια πάντα αδυνατούσι να αισθάνωνται, όταν δε τι εκ τούτων αδυνατήση, δεν αδυνατεί αναγκαίως καί εκείνο.
6. Πρέπει δε να εξηγήσωμεν διά ποίαν αιτίαν συμβαίνει ο ύπνος καί οποία είναι η φύσις του παθήματος τούτου.
7. Επειδή δε πολλά είναι τα είδη της αιτίας24, διότι αίτιον καλούμεν και το ένεκα τίνος (γίνεταί τι), καί την αρχήν (οπόθεν προέρχεται η κίνησις), καί την ύλην και τον λόγον (το είδος), λέγομεν λοιπόν πρώτον ότι η φύσις ενεργεί πάντοτε χάριν σκοπού τινος, ούτος δε είναι αγαθόν τι. Εις παν δε ον, το οποίον φυσικώς κινείται, αλλά δεν δύναται πάντοτε καί συνεχώς να κινήται ευαρέστως, η ανάπαυσις είναι αναγκαία καί ωφέλιμος· καί μετά πάσης αληθείας εφαρμόζεται η μεταφορά αύτη εις τον ύπνον, διότι είναι ανάπαυσις. Ώστε ο ύπνος υπάρχει χάριν της συντηρήσεως των ζώων. Το τέλος δε, δι’ ο υπάρχει ο ύπνος, είναι η εγρήγορσις, διότι η αίσθησις καί η νόησις είναι ο σκοπός πάντων, όσα έχουσι την μίαν ή την άλλην αυτών25, αύται δε είναι αι ύψισται ενέργειαι εκείνων, το δε τέλος εκάστου όντος είναι το ύψιστον. Επομένως πρέπει αναγκαίως να έχη τον ύπνον έκαστον ζώον.
8. Λέγω δε αναγκαίως εκ της υποθέσεως, ότι δηλ. εάν ζώόν τι μέλλη να συντηρήση την ιδίαν εαυτού φύσιν, αναγκαίως πρέπει να έχη δυνάμεις τινάς26 καί, όταν ταύτας έχη, πρέπει να έχη καί άλλας27 τινάς.
9. Θα εξηγήσωμεν μετά ταύτα ποία σωματική κίνησις καί ποία πραξις γίνεται εις τα ζώα, ίνα επέρχηται εγρήγορσις καί ύπνος. Εις μεν τα άλλα ζώα πρέπει να παραδεχθώμεν, ότι αίτια των παθών τούτων είναι τα αυτά ή ανάλογα προς τα των εναίμων ζώων. Εις δε τα άναιμα28 τα αίτια είναι τα αυτά τα οποία είναι εις τους ανθρώπους. Ώστε διά των επί των ανθρώπων παρατηρήσεων δέον να εξηγήσωμεν πάντα.
10. Πρότερον ήδη ωρίσαμεν αλλαχού ότι η αρχή της αισθήσεως εις τα ζώα υπάρχει εις το αυτό μέρος όπου και η αρχή της κινήσεως29. Εκ των τριών δε τόπων εις τους οποίους διαιρείται το σώμα, η αρχή αύτη είναι ο μέσος τόπος μεταξύ της κεφαλής και της κοιλίας. Και εις μεν τα έναιμα ζώα το μέρος τούτο είναι το περί την καρδίαν, διότι όλα τα έναιμα έχουσι καρδίαν και αυτή είναι η αρχή της κινήσεως και της κυρίας αισθήσεως (της κοινής). Είναι δε φανερόν ότι ενταύθα είναι η αρχή της κινήσεως, καί η της αναπνοής, καί γενικώς η της ψύξεως, και ότι η φύσις τα όργανα, τα οποία αναπνέουσι30 καί εκείνα τα οποία ψύχονται διά μέσου του υγρού31, τα έπλασεν ίνα διατηρώσι την θερμότητα εις το μέρος τούτο. Περί της αρχής ταύτης θεωρουμένης καθ’ εαυτήν θα είπωμεν ύστερα. Εις δέ τα ζώα τα οποία δεν έχουσιν αίμα, τα έντομα καί όσα δεν δέχονται αέρα, φαίνεται ότι αήρ έμφυτος εις αυτά αναφυσάται καί καταβαίνει εις μέρος του σώματος ανάλογον (με τους πνεύμονας των εναίμων). Φανερόν δε είναι τούτο εις τα ολόπτερα32 έντομα, ως εις τας σφήκας, τας μελίσσας τας μυίας και τα όμοια.
11. Αλλ’ επειδή είναι αδύνατον χωρίς ισχύος να κινήση τις ή να ενεργήση τι, ισχύν εμποιεί η κατάσχεσις (κράτησις) της πνοής, είτε αύτη έρχεται έξωθεν, ως εις τα εισπνέοντα, είτε είναι σύμφυτος, ως εις τα μη αναπνέοντα, δια τούτο δε και τα πτερωτά έντομα φαίνεται ότι βομβούσιν, όταν κινώνταις διότι διασπάται ο αήρ πίπτων εις το διάφραγμα των ολοπτέρων.
12. Κινείται δε παν ζώον, όταν εις το πρώτον αισθητήριον διεγείρηται αίσθημα είτε οικείον33, είτε έξωθεν34. Εάν δε ο ύπνος και η εγρήγορσις είναι πάθη του μέρους τούτου του σώματος, είναι φανερόν εις ποίον τόπον καί εις ποίον έσχατον μέρος του σώματος έχουσι την πηγήν των ο ύπνος καί η εγρήγορσις.
13. Τινές δε κινούνται εν ώ κοιμώνται καί κάμνουσι πολλά ανήκοντα εις την εγρήγοοσιν καί ουχί βεβαίως άνευ φαντασίας καί τινος αισθήματος. Διότι το ενύπνιον είναι τρόπον τινά εν αίσθημα. Αλλά περί τούτου θα πραγματευθώμεν ύστερον.
14. Διατί δε τα μεν όνειρα ενθυμούμεθα, όταν εγερθώμεν, αλλά τας κατά την εγρήγορσιν πράξεις δεν ενθυμούμεθα πάντοτε, περί τούτου είπομεν εις τα Προβλήματα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ’
Φυσιολογική εξέτασις του ύπνου. Ο ύπνος εξαρτάται εκ της θρέψεως, καί είναι αποτέλεσμα της εκ των τροφών αναθυμιάσεως. Νυσταγμός μετά το γεύμα. Ναρκωτικά, κόποι και ασθένειαι. Υπνηλότης των βρεφών. Μελαγχολικοί. Εν τω ύπνω η φυσική θερμότης συγκεντρούται εν τω εσωτερικώ.
1. Πρέπει νυν ως συνέχειαν των ειρημένων να εξετάσωμεν ποία (φυσιολογικά περιστατικά) συντρέχουσιν εις την εγρήγορσιν καί τον ύπνον καί ποία είναι η αρχή του πάθους τούτου.
2. Είναι φανερόν ότι το ζώον άμα έχη αίσθησιν, τότε πρώτον πρέπει αναγκαίως καί να λαμβάνη τροφήν καί (διά ταύτης) αύξησιν35. Τροφή δε εν τελευταία καταστάσει36 εις πάντα τα ζώα, εις μεν τα έναιμα είναι το αίμα, εις δε τα άναιμα είναι το ανάλογον (υγρόν). Τόπος δε (περιεκτικός) του αίματος είναι αι φλέβες, των οποίων αρχή είναι εν τη καρδία37. Φανερόν δε είναι τούτο, όπερ λέγομεν, εκ των ανατομών38. Όταν λοιπόν η τροφή έξωθεν εισέρχηται εις τα μέρη του σώματος, τα ικανά να δέχωνται αυτήν (εις τον πεπτικόν σωλήνα), γίνεται αναθυμίασις καί μεταβίβασις αυτής εις τας φλέβας39. Ενταύθα η τροφή αλλοιούται μεταβαλλομένη εις αίμα καί διευθύνεται προς την καρδίαν. Περί τούτων έγινε λόγος εις τα περί Τροφής. Τώρα όμως θα επαναλάβωμεν ταύτα μόνον, όπως θεωρήσωμεν τας αρχάς της κινήσεως40 και τα πάθη του αισθητικού μέρους, εκ των οποίων προέρχεται η εγρήγορσις και ο ύπνος.
3. Βεβαίως ο ύπνος δεν είναι οιαδήποτε αδυναμία του αισθητικού, διότι, ως προείπομεν, αναισθησίαν προξενούσι καί η παραφροσύνη και ο πνιγμός καί η λιποψυχία· ενίοτε δε και δύναμις φανταστική ισχυρά ευρέθη εις λιποθυμήσαντας. Τούτο41 όμως έχει δυσκολίαν τινά· διότι, αν ο λιποθυμήσας δύναται να κοιμηθή, δύναται42 και η φαντασία αύτη να είναι όνειρον. Πολλάκις δε ομιλούσιν εκείνοι, οίτινες σφοδρώς λιποθυμούσι καί φαίνονται ως νεκροί43. Περί τούτων δε πάντων πρέπει να δοθή η αυτή εξήγησις.
4. Αλλά, ως είπομεν, ο ύπνος δεν είναι πάσα αδυναμία οιαδήποτε του αισθητικού, αλλά εκ της αναθυμιάσεως των τροφών γίνεται το πάθος τούτο· διότι αναγκαίως το αναθυμιώμενον ωθείται προς τα άνω μέχρι σημείου τινός, έπειτα δε στρέφεται εις τα οπίσω και μεταβάλλεται όπως τα κύματα του Ευρίπου44. Η θερμότης λοιπόν εκάστου των ζώων φυσικώς αναβαίνει εις τα άνω, όταν δε φθάση ειίς τα άνω μέρη45, όλη ομού πάλιν στρέφεται οπίσω και καταβαίνει. Διά τούτο μάλιστα οι ύπνοι παράγονται μετά τα γεύματα, διότι τότε εν τω άμα πολύ και πυκνόν υγρόν φέρεται εις τα άνω, όπου ίσταται καί προξενεί46 νυσταγμόν, έπειτα δε, όταν καταβή καί στραφέν οπίσω απωθήση την θερμότητα, τότε έρχεται ύπνος καί το ζώον κοιμάται.
5. Απόδειξις τούτων είναι καί τα υπνωτικά, διότι πάντα προξενούσι βάρος της κεφαλής, και τα ποτά καί τα φαγητά, η μήκων, ο μανδραγόρας, ο οίνος και αι αίραι. Καί οι τας κεφαλάς αυτών φέροντες κάτω καί νυστάζοντες47 φαίνονται ότι πάσχουσι ταύτα καί αδυνατούσι να υψώσωσι την κεφαλήν καί (να ανοίξωσι) τα βλέφαρα. Και ο τοιούτος βαρύς ύπνος έρχεται μετά τα φαγητά προ πάντων, διότι πολλή είναι τότε η εκ των τροφών αναθυμίασις.
6. Προσέτι δε έρχεται ο ύπνος καί έκ τινων κόπων, διότι ο μεν κόπος διαλύει (υγροποιεί) το σώμα, η δε διάλυσις αύτη γίνεται ως μία τροφή αχώνευτος, εκτός εάν γείνη ψυχρά48. Καί νόσοι τινές φέρουσι το αυτό αποτέλεσμα ύπνου, όσαι προέρχονται εξ υπερβολής του υγρού καί του θερμού, όπως συμβαίνει είς πάσχοντας πυρετόν και ληθαργίαν.
7. Προσέτι η πρώτη ηλικία (υπόκειται εις τοιούτον ύπνον). Τα παιδία τω όντι κοιμώνται πολύ, διότι όλη η τροφή φέρεται προς τα άνω. Απόδειξις δε τούτου είναι η κατά την πρώτην ηλικίαν υπερβολική αύξησις των άνω μερών του σώματος αναλόγως προς τα κάτω, διότι η αύξησις γίνεται προς τα άνω.
8. Διά ταύτην την αιτίαν τα παιδία γίνονται και επιληπτικά· ο ύπνος τω όντι ομοιάζει με την επιληψίαν και είναι τρόπον τινά επιληψία49. Διά τούτο και η αρχή του πάθους τούτου συμβαίνει εις πολλούς, όταν κοιμώνται· και η προσβολή γίνεται, όταν κοιμώνται μόνον, όταν δε εξυπνήσωσι, παύει. Διότι, όταν ο αήρ φέρηται προς τα άνω κατά μεγάλην ποσότητα, έπειτα καταβαίνων εξογκώνει τας φλέβας και πιέζει τον πόρον, διά του οποίου γίνεται η αναπνοή50.
9. Διά ταύτα δεν είναι ωφέλιμοι οι οίνοι εις τους παίδας ούτε εις τας τροφούς αυτών, διότι ουδόλως ίσως διαφέρει να πίνωσιν αυτά ή αι τροφοί των· αλλά πρέπει να πίνωσιν οίνον υδαρή και ολίγον, διότι ο οίνος καί μάλιστα ο μέλας είναι πνευματώδης. Τόσον δε πλήρη τροφής είναι τα ανώτερα μέρη των παιδιών, ώστε πέντε μηνών ήδη όντα δεν δύνανται να στρέφωσι τον αυχένα, διότι, όπως καί εις τους πολύ μεθυσμένους, ούτω καί εις αυτά πολύ υγρόν φέρεται εις τα άνω μέρη.
10. Ευλόγως λοιπόν τούτο το πάθος είναι αιτία να μένωσι κατ’ αρχάς ακίνητα τα έμβρυα εις τας μήτρας51. Καί γενικώς τον ύπνον αγαπώσι καί οι έχοντες βαθέως κειμένας τας φλέβας καί οι έχοντες μορφήν νάνων καί οι μεγαλοκέφαλοι, διότι εκείνων μεν αι φλέβες είναι τόσον στενοί, ώστε το υγρόν κατερχόμενον δεν κυκλοφορεί ευκόλως, εις δε τους νανώδεις καί τους μεγαλοκεφάλους είναι πολλή η προς τα άνω ορμή του υγρού καί η αναθυμίασις. Απ’ εναντίας δε οι έχοντες μεγάλας φλέβας δεν αγαπώσι τον ύπνον, διότι η κυκλοφορία52 είναι εύκολος εις τας φλέβας των, εκτος εάν έχωσιν άλλο τι πάθος εναντίον.
11. Ούτε πάλιν οι μελαγχολικοί είναι φίλυπνοι, διότι το εσωτερικόν αυτών είναι ψυχρόν, ώστε δεν γίνεται εν αυτοίς άφθονος αναθυμίασις· διά τούτο δε και τρώγουσι πολύ και έχουσι σκληράν σάρκα, καί τα σώματα αυτών φαίνονται ως να μη έχωσι φάγει τίποτε. Διότι η μαύρη χολή, ούσα ψυχρά εκ φύσεως, κάμνει ψυχρόν καί το μέρος όπου γίνεται η θρέψις (κοιλίαν και ήπαρ), καί τα άλλα μέρη, όπου δύναται να υπάρχη η δύναμις της τοιαύτης εκκρίσεως.
12. Ώστε είναι φανερόν εκ των ειρημένων, ότι ο ύπνος είναι συγκέντρωσις της θερμότητος εντός (της καρδίας) καί αντίδρασις φυσική ένεκα της ειρημένης αιτίας53. Εκ τούτου δε καί αι πολλαί κινήσεις του κοιμωμένου. Όπου όμως εκλείπει η θερμότης, εκεί γίνεται ψύξις, καί ένεκα της ψύξεως καταπίπτουσι τα βλέφαρα καί ψυχρά μεν γίνονται τα ανώτερα καί τα εξωτερικά μέρη, αλλά τα κατώτερα καί τα εσωτερικά είναι θερμά, λ. χ, οι πόδες και τα σπλάγχνα του σώματος.
13. Δυνατόν όμως να ερώτηση τις: διατί ο ύπνος είναι ισχυρότατος μετά τα γεύματα, καί διατί προκαλούσιν ύπνον ο οίνος και άλλα τοιαύτα έχοντα πολλήν θερμότητα. Δεν είναι βέβαια λογικόν ο ύπνος να θεωρήται κατάψυξις· το αίτιον του ύπνου μάλλον είναι η θερμότης. Άρά γε συμβαίνει τούτο, διότι, καθώς ο στόμαχος, όταν είναι κενός, είναι θερμός, όταν δε πληρωθή (τροφών), γίνεται ψυχρός εκ της γενομένης κινήσεως, ούτω καί οι πόροι και τόποι της κεφαλής γίνονται ψυχροί, όταν φέρηται εκεί η αναθυμίασις; Ή διότι, καθώς εις τους χύνοντας εφ’ εαυτών θερμόν υγρόν εξαίφνης γίνεται φρίκη, ούτω καί εδώ, όταν ανέλθη το θερμόν, τότε το ψυχρόν συγκεντρούται και ψύχει το σώμα και κάμνει την φυσικήν θερμότητα να είναι αδύνατος και να υποχωρή;
14. Πάλιν, όταν λαμβάνηται πολλή τροφή, ην ανυψοί η θερμότης, όπως το πυρ σβύννεται όταν επιτεθώσι πολλά ξύλα, ούτως ο στόμαχος ψύχεται έως ού χωνευθή η τροφή; Διότι, ως είπομεν, γίνεται ο ύπνος, όταν πυκνόν υγρόν φέρηται εις τα άνω υπό της θερμότητος διά των φλεβών εις την κεφαλήν. Αλλ’ όταν το υψωθέν υγρόν δεν δύναται πλέον να αναβή, διότι είναι υπερβολικώς πολύ, τότε το εξατμισθέν υλικόν απωθείται οπίσω και ρέει κάτω.
15. Διά τούτο οι άνθρωποι κατακρίνονται, όταν το υγρόν, όπερ ωθεί προς τα άνω, αφαιρήται. Διότι μόνος ο άνθρωπος εξ όλων των ζωών έχει την ορθοστασίαν, και όταν μεν καταπέση το θερμόν, προξενείται άνοια (αναισθησία), ύστερον δε λειτουργεί η φαντασία. Ή αι λύσεις, τας οποίας τώρα εκθέτομεν, ενδέχεται να εξηγώσι πώς γίνεται η κατάψυξις54;
16. Αλλ’ όμως η κυρία έδρα του ύπνου είναι ο περί τον εγκέφαλον τόπος, ως και αλλαχού είπομεν. Πάντων των μερών του σώματος το ψυχρότατον είναι ο εγκέφαλος και το ανάλογον με το αυτό μέρος εις όσα ζώα δεν έχουσιν εγκέφαλον. Καθώς λοιπόν το υγρόν, όπερ εξατμίζεται υπό της ηλιακής θερμότητος, όταν φθάση εις τας υψηλά μέρη (της ατμοσφαίρας), ψύχεται υπό της ψυχρότητος αυτών και συμπυκνωθέν πίπτει κάτω γινόμενον πάλιν ύδωρ, ούτω κατά την εις τον εγκέφαλον ανάβασιν της θερμότητος η υπερβολική εξάτμισις μεταβάλλεται εις γλοιώδη ύλην, διό καί οι κατάρροι φαίνονται ότι προέρχονται εκ της κεφαλής, ενώ η αναθυμίασις, ήτις είναι ικανή να τρέφη και δεν έχει τίποτε τo νοσηρόν, φέρεται προς τα κάτω συμπεπυκνωμένη και ψύχει (μετριάζει) την θερμότητα.
17. Συντελεί δε εις την κατάψυξιν, και εις το να μη γίνεται δεκτή ευκόλως η αναθυμίασις, η λεπτότης και η στενότης των πέριξ του εγκεφάλου φλεβών. Τούτο λοιπόν είναι το αίτιον της καταψύξεως, και αν ακόμη είναι υπερβολική η αναθυμίασις ένεκα της θερμότητος. Εγείρεται δε ο άνθρωπος, όταν γείνη η χώνευσις και επικρατήση55 η θερμότης, ήτις πολλή εξερχόμενη εκ των πέριξ μερών συμπυκνούται εις μικρόν χώρον, και όταν διαχωρισθή το ουσιωδέστατον καί καθαρώτατον αίμα. Είναι δε το αίμα της κεφαλής το λεπτότατον άμα καί καθαρώτατον, ενώ το εις τα κάτω μέρη αίμα είναι πυκνότατον καί θολερώτατον. Όπως δε καί ενταύθα καί αλλαχού είπομεν, η καρδία είναι η αρχή όλου του αίματος.
18. Εκ δε των μερών της καρδίας56 η μέση κοιλία είναι ηνωμένη με τας δύο κοιλίας, εκάστη δε τούτων δέχεται το αίμα εξ εκάστης αρτηρίας ήτοι εκ της λεγομένης μεγάλης αρτηρίας και εκ της αορτής. Εις την μέσην κοιλίαν γίνεται ο χωρισμός του αίματος. Αλλά να είπωμεν ακριβέστερον περί τούτων ανήκει εις άλλας ειδικάς πραγματείας.
19. Επειδή όμως είναι περισσότερον αδιάκριτον το αίμα μετά την εισαγωγήν των τροφών, γίνεται ο ύπνος καί διαρκεί έως ου το μεν καθαρώτατον μέρος του αίματος αποχωρισθή εις τα άνω, το δε θολερώτατον εις τα κάτω. Όταν δε τούτο γείνη, εγείρονται (τά ζώα) ελεύθερα από το βάρος της τροφής.
20. Εξηγήσαμεν λοιπόν ποίον είναι το αίτιον του ύπνου· καί είπομεν ότι είναι η αντίδρασις πυκνού υγρού, όπερ υψούται υπό την επίδρασιν της εμφύτου αυτώ θερμότητας επί το πρώτον αισθητήριον όργανον (την καρδίαν). Είπομεν προσέτι, ότι ο ύπνος είναι η κατάληψις του πρώτου αισθητηρίου, ώστε να μη δύναται να λειτουργή, καί ότι είναι φαινόμενον αναγκαίον (διότι ουδέν ζώον δύναται να υπάρξη άνευ των όρων οίτινες συντελούσιν εις την ύπαρξιν καί ανάπτυξιν αυτών), ο δε ύπνος υπάρχει χάριν συντηρήσεως, διότι η ανάπαυσις συντηρεί.
Σημειώσεις
(1) Αυτόματα λέγονται όσα δεν είvαι δυνατόν να αναφέρωνται εις αιτίαν καλώς γνωστήν.
(2) Εις το σώμα.
(3) Εις τα οργανικά.
(4) Εις την όψιν.
(5) Λ. χ. βλέπει, ακoύει.
(6) Λ. χ. συλλογίζεται, φαντάζεται.
(7) Και όμως δεv εivαι όλως άμοιρα ύπνου και εγρηγόρσεως, αλλ’ έχουσιν αναλόγους λειτουργίας.
(8) Υπό του λόγου, ή της νοήσεως γίνεται ο χωρισμός.
(9) Επειδή ο ύπνος και η εγρήγορση είναι ενάντια.
(10) Αλλ’ ουχί συγχρόνως εν ενεργεία και τα δύο.
(11) Της καρδίας. Τα φυτά δεν έχουσι κεντρικόν τι όργανον, όπερ είναι αναγχαίον εις την αίσθησιν, άνευ δε ταύτης δεv δύνανται να λέγωνται ότι κοιμώνται ή γρηγορούσι, διότι ο ύπνος και η εγρήγορσις είναι η αργία και η ενέργεια της αισθήσεως.
(12) Αδιακόπως.
(13) Ο ύπνος είναι δέσμευσις της αισθήσεως, η δε εγρήγορσις λύσις των δεσμών και ελευθερία, της αισθήσεως.
(14) Διότι ζώον πάντοτε κοιμώμενον δεν θα ησθάνετο, ενώ η αίσθησις αποτελεί ουσιωδώς το ζώον.
(15) Εκτός του ανθρώπου.
(16) Τα κατώτερα ζώα συνήθως κοιμώνται μετά το φαγητόν.
(17) Κατά τον Αριστοτέλη ο ύπνος προσβάλλει κυρίως την κοινήν ή πρώτην αίσθησιν, ήτις είναι η αίσθησις η συλλέγουσα πάντα τα αισθήματα, και άνευ της οποίας ταύτα δεν θα εγίνοντο.
(18) Εάν εν τοις ονείροις αισθάνεται το ζώον, τα αισθήματα ταύτα είναι όλως διάφορα των συνήθων αισθημάτων.
(19) Αι διάφοροι αισθήσεις δεν ενεργούσι συγχρόνως, ή τουλάχιστον η ψυχή δεν δύναται να αντιληφθή συγχρόνως δύο διάφορα αισθήματα.
(20) Διότι ενεργούσι συγχρόνως.
(21) Ουχί διότι ο ύπνος προσβάλλει αυτούς. Αλλά διότι προσβάλλει την αρχιχήν αίσθησιν άνευ της οποίας αι άλλαι δεν είναι.
(22) Και όμως τότε δεν υπάρχει ύπνος.
(23) Η πίεσις των καρωτίδων φλεβών φέρει λιποθυμίαν. Ο Αριστοτέλης δεν διακρίνει τας φλέβας από των αρτηριών.
(24) Η τελική, η ποιητική, η υλική και η ειδική.
(25) Διότι ουχί πάντα έχουσι και τας δύο.
(26) Λ. χ. την νόησιν και την αίσθησιν.
(27) Λ. χ. τον ύπvov και την εγρήγορσιν.
(28) Τα έντομα, τα μαλάκια.
(29) Η κίνησις έχει πολλάς σημασίας. Ο Αριστοτέλης ομιλεί περί διανοητικών και περί τοπικών κινήσεων. Είναι δε: 1) η κατά ποσόν ή μέγεθος κίνησις ήτοι αύξησις και φθίσις· 2) η κατά ποιόν κίνησις ή αλλοίωσις· 3) η κατά το πού ή φορά· 4) η κατ’ ουσίαν μεταβολή, ήτοι γένεσις καί φθορά.
(30) Εν τω αέρι.
(31) Εν τω ύδατι, εξ ου λαμβάνουσι την ψύξιν την αναγκαίαν προς συντήρησιν της ζωής.
(32) Ολόπτερα είναι εκείνα, ων αι πτέρυγες είναι εκ μιας μόνης μεμβράνης και δεν διαιρούνται εις πτερά καθώς εις τα πτηνά.
(33) Βούλημα ή σωματαίσθημα.
(34) Διεγειρόμενον υπό των εξωτερικών πραγμάτων.
(35) Το ζώον τρέφεται και ότε είναι ακόμη έμβρυον (εν τη μήτρα), ουχί όμως ως ζώον, αλλ’ ως φυτόν· όταv δε γεννηθή, τότε λαμβάνει αίσθησιν και τότε πρώτον τρέφεται ως ζώον.
(36) Μετά τας διαδοχικάς αλλοιώσεις, ας υφίστανται αι τροφαί κατά την πέψιν.
(37) Ο Αριστοτέλης την καρδίαν εθεώρει ορθώς αρχήν του αίματος, σφαλερώς δε και ως αρχήν των νεύρων.
(38) Ίσως εvvoεί την ανατομικήν γενικώς, ίσως και ίδια αυτού συγγράμματα, άτινα δεv σώζονται.
(39) Αι φλέβες την τροφήν φέρουσιν εις το ήπαρ, όπου γίνεται η πρώτη μεταβολή αυτής εις αίμα. Τούτο το ακατέργαστον και άπεπτον αίμα φέρουσιν είτα οι φλέβες εις την καρδίαν, ήτις το κατεργάζεται εις τέλειοv αίμα. Μετά την πέψιν ταύτην διανέμουσι τo αίμα εις άπαν τo σώμα άλλαι φλέβες (αι αρτηρίαι, ας όμως δεν διέκρινε σαφώς από των φλεβών ο Αριστοτέλης).
(40) Ήτις φέρει εις τον ύπνον.
(41) Το ότι ο ύπνος είvαι αναισθησία οιαδήποτε.
(42) Αλλά τούτο είναι αδύνατον· άρα ο ύπνoς δεν είναι απλή αδυναμία του αισθάνεσθαι.
(43) Όνειρα πολλά ενθυμούμεθα όταν εγερθ’ωμεν, ουδεμίαν όμως φαντασίαν μετά την απαλλαγήν της λιποθυμίας. “Πολλά δε έστιν ά λέγουσιν εv τω καιρώ (του πάθους) οι σφόδρα λειποψυχήσαντες και δόξαντες τεθνάναι, ων ουδενός μνημονεύουσιν εγερθέντες”. (Θεμιστ.)
(44) Όπως η πλήμμυρα και άμπωτις στενού τινος.
(45) Το θερμόν, όταν φθάση εις τον εγκέφαλον, όστις είναι ψυχρός, ψύχεται και αυτό και καταβαίvει πάλιν εις την καρδίαν και κάμνει ψυχρόν το θερμόν αυτής, ούτω δε εκ της ψύξεως κοιμάται το ζώον.
(46) Το υγρόν προξενεί βάρος εις την κεφαλήν· διά τούτο και κινούμεν αυτήν νυστάζοντες. Όταν όμως το θερμόν, όπερ ανύψωσε τα υγρά, στραφή οπίσω ψυχρανθέν, συρρέουσι μετ’ αυτού και τα υγρά και γίνεται ο ύπνος.
(47) Οι λαβόντες τα ναρκωτικά.
(48) Τας εν τω πεπτικώ σωλήνι εκκρίσεις η εκ του κόπου αναπτυχθείσα θερμότης διαλύει και ωθεί εις τα άνω του σώματος και επιφέρει τον ύπvov. (Θεμίστιος)·
(49) Καί ο ύπνος και η επιληψία είναι αργία αισθήσεων.
(50) Όταν ούτος μεν ο αήρ καταβαίνη, άλλος δε αναβαίνη, επειδή συγχρόνως γίνεται η εξάτμησις κάτω και συγκέντρωσις άνω, αναγκαίως εξογκoύνται αι φλέβες, αίτινες τότε πιέζουσι και συστέλλουσι τον πόρον της αναπνοής, τούτου δε στενωθέντος, παύει η αναπνοή, και ούτω γενάτται η επιληψία.
(51) Ως νεναρκωμένος εξ εγκεφαλικής πλησμονής·
(52) Ο Αριστοτέλης, ως είπομεν, ηγνόει την κυκλοφορίαν του αίματος, εγίνωσκε δε μόνον την άμεσον μετάβασίν του εις τα άκρα εκ της καρδίας και την εις τον εγκέφαλον κίνησιν του και επιστροφήν. Ο εγκέφαλος, ως το ψυχρότατον όργανον, ελαττώνει και κανονίζει την θερμότητα του αίματος.
(53) Της επί του εγκεφάλου επιδράσεως της πέψεως.
(54) Αι ειρημέναι λύσεις είναι ενδεχόμεναι και πιθαναί. Η κυρία εξήγησις και το αληθέστερον αίτιον του ύπνου είναι τούτο, όπερ θα είπη εν τοις εξής.
(55) Όταν η θερμότης υπερισχύση του ψυχρού, όπερ παράγει η εξάτμισις των υγρών.
(56) Ο Αριστοτέλης, καίτι ανακριβώς περιγράφει τα μέρη της καρδίας, ουχ ήττον φαίνεται ότι ανέταμε πτώματα ανθρώπων. Εν γένει δε η μελέτη αύτη είναι πλήρης ακριβεστάτων παρατηρήσεων, καίτι δυνατόν είναι να αμφισβητήση τις τινάς αυτών, λ. χ. την μετά του ύπνου στενήν και αχώριστον σχέσιν της θρέψεως.
– Πηγή: Μικρός Απόπλους
http://www.mikrosapoplous.gr/
- Αρχική εικόνα: Ira Tsantekidou