17.3 C
Athens
Τρίτη 30 Απριλίου 2024

«Ο Αμολόητος», του Βασίλη Μιχαηλίδη

Στίχους από το ποίημα που ακολουθεί και αναφορά στον εθνικό ποιητή της Κύπρου, Βασίλη Μιχαηλίδη, ακούσαμε στο 2ο επεισόδιο, του Β’ Κύκλου της τηλεοπτικής σειράς «Famagusta», την Κυριακή 14 Απριλίου 2024.

***

Ο Βασίλης Μιχαηλίδης (1849-1917) θεωρείται ο εθνικός ποιητής της Κύπρου. Έγραψε πολλά ποιήματα, εθνικά, λυρικά και σατιρικά, σε κυπριακή διάλεκτο αλλά και σε καθαρεύουσα, από τα οποία το γνωστότερο είναι το «Η 9η Ιουλίου 1821».

Κι άλλη φορά μπορεί να βρούμε ευκαιρία να μιλήσουμε για τον Μιχαηλίδη, αλλά σήμερα ταιριάζει να αναφερθούμε σε μια ιδιαίτερη πτυχή του έργου του, στα «μυλλωμένα» στιχουργήματά του. Η λέξη «μυλλωμένα» είναι κυπριακή. Μύλλα στην κυπριακή διάλεκτο είναι το λίπος, και μυλλωμένος, στην κυριολεξία, σημαίνει «αρτύσιμος». Όμως η λέξη έχει και μια μεταφορική σημασία, σημαίνει τα αθυρόστομα, τα πονηρά, τα σκαμπρόζικα στιχουργήματα. Οι Ελλαδίτες τα λέμε πιπεράτα αστεία (παλιότερα τα λέγανε και αλατισμένα), οι Κύπριοι τα λένε μυλλωμένα.

Ο Μιχαηλίδης έγραψε κάμποσα μυλλωμένα τραγούδια, ιδίως στα νιάτα του, τα οποία κυκλοφορούσαν χειρόγραφα ή προφορικά στις αντροπαρέες της Λεμεσού περί το 1880. Το πιο γνωστό από αυτά είναι ο Αμολόητος, και αυτό το ποίημα θα σας παρουσιάσουμε. Επειδή διαδιδόταν προφορικά, σήμερα σώζεται σε πολλές παραλλαγές. Το καλό περιοδικό «Μικροφιλολογικά» της Λευκωσίας παρουσίασε (στη σειρά «Μικροφιλολογικά τετράδια», ο αρ. 11) ένα αφιέρωμα στα μυλλωμένα τραγούδια του Μιχαηλίδη και σε κάποιες άγνωστες ως τώρα παραλλαγές του Αμολόητου, σε επιμέλεια του Λευτέρη Παπαλεοντίου και του Κυριάκου Ιωάννου. Όλο το υλικό του άρθρου είναι παρμένο από το αφιέρωμα των Μικροφιλολογικών Τετραδίων.

Φυσικά εμείς οι καλαμαράδες έχουμε πολλές άγνωστες λέξεις, κι επειδή το ποίημα είναι μεγαλούτσικο, για ευκολία βάζω τις εξηγήσεις στο τέλος του ποιήματος, πάντα αξιοποιώντας το γλωσσάρι των Μικροφιλολογικών. Το παχύ σ, επειδή δεν μπορώ να το βγάλω, το αποδίδω με «σι». Το παχύ ζ (στο τζ) το αγνοώ. Τις απλές μεταβολές των κυπριακών (τζαι = και, πκιάνουν = πιάνουν κτλ.) τις θεωρώ ευκόλως εννοούμενες.

***

«Ο  αμολόητος»   

Έναν τζαιρόν τζαι μιαν βολάν του σώματος τα μέλη,

έτσι σγοιαν είχαν ούλλα τους αγάπην σαν το μέλιν,

έκαμαν επανάστασην τζ’ αρκέψαν πάνω κάτω

να ρίψουσιν την τζεφαλήν ‘που το καπετανάτον.

Έτσι σαν εμαλλώνασιν τζ’ ήταν να σκοτωθούσιν,

αθθυμηθήκαν τους θεούς τζαι πάσιν να κριθούσιν.

Αφού τ’ αποφασίσασιν για να το κάμουν τότες,

εμπήκασιν εις την γραμμήν ούλα τούς στρατιώτες.

Βάλλουν τον αμολόητον ομπρός παϊρακτάρην

τζαι πουρουτζήν τον γείτον του να παίζει να τους πάρει

Πκιάννουν την στράταν, φίλοι μου, κατταρκαστοί λουρκάζουν,

παν’ κόττα βία στους θεούς τζ΄ αρκέψαν να φωνάζουν.

Αρκέψασιν έναν καβκάν τζαι μιαν φιλονικίαν,

όι εγώ, όι εσού, πκοιος να’ σιει τα πρωτεία.

Θωρείς τζαι τζει π’ ακούουνταν ούλλους οι μαλλωμοί τους,

σηκώννεται ο αμολόητος τζαι στέκει τζαι λαλεί τους:

— Πάψετε τα μαλλώματα, κάτσετε ‘νεπαμένα

τζαι βάρτε φτιν ν’ ακούσετε τα λόγια μου εμέναν.

Είντα νεκατωθήκατε ούλα τους καραόλους;

Ό,τι τζ’αν είμαι, εγιώ είμαι, εγιώ σας ‘ρίζω όλους.

Αντάν τζοιμάστε ούλλοι σας τζ’ εσείς τζ’ ο καπετάνος,

εγιώ ξυπνώ τζαι στέκουμαι τζαι γλέπω σαν βαριάνος.

Βαριάνος ντούρος, άφοος, ‘γρυ’ να μου πει πκοιος μπόρει,

να κάμω χίσαν μιαν τρυπώ θωρακωτόν παμπόριν.

Εσείς πρέπει να στέκεστε ομπρός μου ντροπιασμένοι,

γιατ’ είστε μ’ έναν φτύμμαν μου ούλλοι σας καμωμένοι.

Εγιώ ξέρω είντα τράβησα, για να’ στε σεις να ζείτε,

χωρίς εμέναν την ζωήν πού έθεν να την δείτε;

Εξύπνουν τζ’ εσηκώννουμουν σαν λιόντας θυμωμένος

τζ’ επήαινα ανακούτρουλλος, δισακκοφορτωμένος.

τζαι δεν ετταϊνάτιζα μέ κρίσην μέ βασίλειον

παρά ‘μπηα τα μούτρα μου τζ’ έφτυννα μες στον σπήλιον,

σπήλιον πο’σιει το στόμαν του μες στα μαζιά χωσμένον,

τζ΄ άφηννα το δισάτσιν μου π’ αππέξω κρεμμασμένον».

«Μούλλωσε συ, πουκατινέ, τζαι δεν σου ππέφτουν λόγια,

τζ’ ο αρχηγός εγιώ είμαι, που κατοικώ στ’ ανώγεια».

Τότες ο αμολόητος με στόμφον τζαι θυμόν πολλύν,

γυρίζει μ’ ένα ξίππασμαν, λαλεί στην τζεφαλήν:

«Εσού, κυρία τζεφαλή, να μεν αννοίεις στόμαν

τζ’ εν είσαι ο καπετάνιος μας, φορείς τα μαύρα ακόμα.

Ως που’ σαι δασερή εσύ τζαι μαυροφορημένη,

ο αρχηγός εγιώ είμαι, τζαι κάτσε ‘νεπαμένη.

Εννά΄σαι καπετάνος μας τζ’ εννά’ σιεις τα πρωτεία,

αντάν αλλάξεις τζαι ντυθείς τον άσπρον σου μαντύαν.

Τώρα σιώπα, μεν λάμνεις, τζ΄εγώ σε κουμαντάρω

τζαι όπου θέλω, ζόρολα, μιτά μου εννά σε πάρω».

Οι δικαστές εκήρυξαν την τζεφαλήν ανόητον

τζ’ εδώκασιν το δίκαιον στον μέγαν αμολόητον.

Τζ’ ο γείτος του ο πουρουτζής προς το ακροατήριον

ενθουσιώδες έκραξε βροντώδες νικητήριον.

 

Άγνωστες λέξεις / Γλωσσάρι

Αμολόητος = ο ακατονόμαστος, ο ανομολόγητος

Σγοιαν  = σαν, όπως, καθώς [< ως οίον]

Αρκεύκω = αρχίζω

Παϊρακτάρης =  σημαιοφόρος

Πουρουτζής = που παίζει τη μπουρού, ο σαλπιχτής

κατταρκαστοί  λουρκάζουν = περπατάνε στη σειρά, στη γραμμή

κόττα βία = βιαστικά

νεπαμένος: αναπαυμένος, ήσυχος

βάρτε φτιν = βάλτε αυτί

καράολος, καραόλος = το σαλιγκάρι [σε μας καράβολας]

αντάν = όταν

βαριάνος = ο φρουρός [σε μας βαρδιάνος]

χίσα = επίθεση, έφοδος [τκ. hisa]

ανακούτρουλλος = ξεσκούφωτος

τταϊνατίζω = υπακούω

μέ… μέ… = ούτε… ούτε

μαζίν = αγκαθωτός θάμνος

μουλλώνω = σωπαίνω, λουφάζω

μ’ένα ξίππασμαν = ξαφνικά, απότομα

εννά = θε να, πρόκειται να, θα

λάμνω: προχωρώ [αρχ. ελαύνω]. Εδώ: μη μιλάς.

ζόρολα = με το ζόρι

μιτά = μαζί

***

Η προτομή του εθνικού ποιητή της Κύπρου Βασίλη Μιχαηλίδη, στο Δάλι της Λευκωσίας. [Πηγή: Cyprusalive.com].
Βρίσκω ότι ο Αμολόητος είναι στιχουργημένος με μεγάλη δεξιοτεχνία και συμφωνώ με την εκτίμηση των Μικροφιλολογικών, ότι έχει κορυφαία θέση στην ελληνική ποιητική χυδαιολογία. Πρότυπο του Αμολόητου είναι ο αρχαίος μύθος του Μενήνιου Αγρίππα για τη διαμάχη των μελών του σώματος, που τον διηγήθηκε το 494 π.Χ. για να συμφιλιώσει τους πατρίκιους με τους πληβείους. Στον ελληνικό χώρο, τον ίδιο μύθο απηχεί η «Φιλονικία των μελών του σώματος περί της βασιλείας», του Μανιάτη λαϊκού ποιητή Νηφάκη (1748-1818), που αρχίζει:Έναν καιρόν συνήχθησαν του σώματος τα μέλη
να κάμουν βασιλέαν τους όποιον η τύχη θέλει…***Τελικά στο ποίημα του Νηφάκη βασιλιάς ανακηρύσσεται ο κώλος, δηλ. ο γείτονας του αμολόητου στον Μιχαηλίδη.Πέρα από γαμοτράγουδα και άλλα αθυρόστομα της ανώνυμης δημιουργίας, και η λόγια ποίηση έχει εντρυφήσει στο είδος. Πολλές φορές έχω παρουσιάσει αθυρόστομα του Λαπαθιώτη, ενώ ως γνωστόν τέτοια έγραψε και ο Σεφέρης, που πιθανόν να τα έχουμε ξαναδεί τότε που μιλήσαμε για Λιμερίκια.Υστερόγραφο: Για να σοβαρευτούμε κιόλας, αξίζει να περιηγηθείτε στον έξοχο ιστότοπο της Ανεμόσκαλας (ο τελευταίος λίκνος). Έχει το σύνολο του ποιητικού έργου του Σεφέρη και τεσσάρων άλλων ποιητών (Αναγνωστάκης, Κάλβος, Καρυωτάκης, Σαχτούρης), μαζί με συμφραστικούς πίνακες (κονκορντάντσες)! Κι αν καταλαβαίνω καλά, θα προστεθούν κι άλλοι πέντε, Βαλαωρίτης, Βάρναλης, Καβάφης, Παλαμάς, Σολωμός. Εντυπωσιάστηκα!

Πηγή: Από το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου.

Ο Βασίλης Μιχαηλίδης (1849-1917) ήταν Κύπριος ποιητής. Θεωρείται ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της Κυπριακής λογοτεχνίας.

Παιδικά Χρόνια

Ο Βασίλης Μιχαηλίδης γεννήθηκε στο Λευκόνοικο το 1849 (ή 1853). Γονείς του ήταν ο Χατζημιχαήλ Χατζηκουμπάρος και η Αννέττα Κονόμου. Το επίθετο “Μιχαηλίδης” υιοθετήθηκε αργότερα από τον ποιητή.

Έμαθε τα πρώτα του γράμματα από το θείο του Χρύσανθο Παπακονόμου, ποιητή και ζωγράφο, στο Δάλι. Σε νεαρή ηλικία (δέκα ή δώδεκα χρονών) ο Μιχαηλίδης έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τη ζωγραφική και ο πατέρας του αποφάσισε να τον στείλει στη Λευκωσία για να παρακολουθήσει μαθήματα αγιογραφίας. Εκεί ο νεαρός Μιχαηλίδης έζησε υπό την προστασία του θείου του, Γιάννη Οικονομίδη, αργότερα μητροπολίτη Κιτίου.

Εφηβικά Χρόνια

Κατά την παραμονή του στην Αρχιεπισκοπή της Λευκωσίας ο Μιχαηλίδης απέτυχε στην απόκτηση ανώτερης σχολικής μόρφωσης. Παράλληλα, η αγιογραφία που διδάχθηκε ο Μιχαηλίδης δεν τον οδήγησαν σε σημείο που θα μπορούσε να ασχοληθεί βιοποριστικά με την τέχνη. Ωστόσο, στην Αρχιεπισκοπή ο Μιχαηλίδης ενδέχεται να γνωρίστηκε με τον Γεώργιο Βιζυηνό, που βρισκόταν στην Κύπρο για να παρακολουθήσει μαθήματα στην Ελληνική Σχολή.

Με τη χειροτόνησή του ως Μητροπολίτη Κιτίου το 1868 ο θείος έφυγε για τη Λάρνακα παίρνοντας μαζί του τον έφηβο Μιχαηλίδη. Ο κοσμοπολίτικος χαρακτήρας της Λάρνακας και οι επιρροές από τους λόγιους της περιοχής έστρεψαν το ενδιαφέρον του Μιχαηλίδη προς την ποίηση. Με παρότρυνση του ποιητή και θεατρικού συγγραφέα Θεόδουλου Κωνσταντινίδη ο Μιχαηλίδης δημοσίευσε τα πρώτα του έμμετρα κείμενα στον Πυθαγόρα της Σμύρνης το 1873.

Ενήλικη Ζωή

Ο Βασίλης Μιχαηλίδης πήγε στην Ιταλία ανάμεσα στο 1875-1877, ο Λεύκης πιστεύει ότι πήγε το 1875, ο Αλιθέρσης το 1876 και ο Ιντιάνος στα τέλη του 1877 ή στις αρχές του 1877. Ο Μιχαηλίδης το 1878 εγκαταλέιπει την Ιταλία και πηγαίνει στην Ελλάδα, όπου κατατάσσεται ως εθελοντής στον ελληνικό στρατό και παίρνει μέρος στην απελευθέρωση της Θεσσαλίας από τους Τούρκους. Επέστρεψε στην Κύπρο το 1878, με τη λήξη της Τουρκοκρατίας και την αρχή της Αγγλοκρατίας.

Το βάρος των αποτυχημένων του σπουδών κράτησε τον Μιχαηλίδη μακριά από τους φιλικούς του κύκλους στη Λευκωσία και στη Λάρνακα. Εγκαταστάθηκε στη Λεμεσό όπου, άνεργος και άστεγος, υποχρεώθηκε να αναζητήσει στέγη στη Μητρόπολη της Λεμεσού. Την ίδια χρονιά και μέχρι το 1884 εργάστηκε ως υπάλληλος στη φαρμακευτική του Δημοτικού Νοσοκομείου Λεμεσού. Παράλληλα άρχισε να ασχολείται συστηματικότερα με την ποίηση. Η πρώτη του ποιητική συλλογή, Η Ασθενής Λύρα, εκδόθηκε το 1882, ενώ συνάμα ο Μιχαηλίδης δημοσίευε διάφορα πατριωτικά και σατιρικά ποιήματα στην εφημερίδα Αλήθεια.

Το 1884 ο Μιχαηλίδης έγινε επιστάτης του νοσοκομείου στο Δήμο Λεμεσού. Συνάμα άρχισε να δημοσιεύει ποιήματα στην εφημερίδα Σάλπιγξ. Το 1888 δημιούργησε ένα έμμετρο παράρτημα της Σάλπιγγας, τον Διάβολο. Ωστόσο η προχειρότητα και ο επικαιρισμός του εγχειρήματος εμπόδισαν την επιβίωσή του.

Τελευταία Χρόνια

Η κατάσταση της υγείας του Μιχαηλίδη επιδεινώθηκε κατά τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια της ζωής του. Το 1904 και το 1906 υποχρεώθηκε να ταξιδέψει στο εξωτερικό για λόγους υγείας. Παράλληλα, ο αλκοολισμός του και οι προστριβές με συνεργάτες του στο νοσοκομείο οδήγησαν στη μείωση του μισθού του.

Το 1910, λόγω προβλημάτων με το αλκοόλ, έχασε τη δουλειά του ως νοσοκόμος. Παρ’ ολ’ αυτά του δόθηκε στέγη στο Δημαρχείο της Λεμεσού και διορίστηκε στο Υγειονομείο. Παρόλη τη σωματική και ψυχική του εξαθλίωση, ο Μιχαηλίδης δεν σταμάτησε να γράφει. Το 1911 εξέδωσε τη συλλογή Ποιήματα, ενώ το 1915 ο αλκοολισμός του ποιητή ήταν πια σε προχωρημένη κατάσταση και ο Μιχαηλίδης εγκαταστάθηκε στο Πτωχοκομείο της Λεμεσού.

Με την πνευματική του διαύγεια ανέπαφη, ο Μιχαηλίδης έγραφε μέχρι την τελευταία του στιγμή. Προσπάθησε μάλιστα να συνθέσει ένα εκτενές ποίημα σχετικά με τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ωστόσο τελικά το ποίημα έμεινε ατελές· ο Μιχαηλίδης πέθανε στις 8 Δεκεμβρίου του 1917.

Έργα

Ο Βασίλης Μιχαηλίδης έγραψε τα έργα του στην κυπριακή διάλεκτο, αλλά και στη δημοτική και την καθαρεύουσα. Τα πιο γνωστά του έργα είναι τα «Η 9η Ιουλίου του 1821 εν Λευκωσία Κύπρου», «Η Χιώτισσα» και «Η Ανεράδα». Η συλλογή του «Ποιήματα» κυκλοφόρησε το 1911, ενώ τελευταίο του έργο θεωρείται το «Όρομαν του Ρωμιού».

Γνωστά παραθέματα

Το Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού, φιλοξενεί 29 αποσπάσματα από τα ποιήματα του Βασίλη Μιχαηλίδη:

Η Ρωμιοσύνη έν’ φυλή συνόκ̌αιρη του κόσμου,
κανένας δεν εβρέθηκεν γαι να την-ι ’ξηλείψει,
κανένας, γιατί σ̌κ̌έπει την ’που τ’ άψη ο Θεός μου.
Η Ρωμιοσύνη έν’ να χαθεί, όντας ο κόσμος λείψει!
Σφάξε μας ούλους κ̌ι ας γενεί το γαίμαν μας αυλάκ̌ιν,
κάμε τον κόσμον μακ̌ελλειόν κ̌αι τους Ρωμιούς τραούλλια,
αμμά ξερε πως ίλαντρον όντας κοπεί καβάκ̌ιν
τριγύρου του πετάσσουνται τρακόσ̌ια παραπούλια.
Το ’νιν αντάν να τρώ’ την γην, τρώει την γην θαρκέται,
μα πάντα κ̌είνον τρώεται κ̌αι κ̌είνον καταλυέται.
Συ που σκοτώθης για το φως,
σήκου να δεις τον ήλιο·
ξύπνα να δεις το αίμα σου
πως έγινε βασίλειο.

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε


Τελευταία άρθρα

- Advertisement -