«Δεν είναι λίγο να είσαι απολύτως ψεύτης. Αν δεν λες ποτέ την αλήθεια, εν δυνάμει, είσαι εξίσου ασφαλής με τον τίμιο άνθρωπο που δεν τολμάει ποτέ να πει ψέματα. Όταν σε πληροφορούν πως σήμερα ορκίζεσαι για το ακριβώς αντίθετο απ’ αυτό που ομολόγησες χθες, απαντάς: «Εγώ δεν το είπα ποτέ αυτό». Κι αν μάλιστα έχουν καταγραφεί τα λεγόμενά σου, δηλώνεις ότι πρόκειται για χονδροειδή παρανόηση»…
Η περιγραφή του… τέλειου ψεύτη ανήκει στον Νόρμαν Μέιλερ («Γιατί κάνουμε αυτόν τον πόλεμο;», Εκδόσεις Ωκεανίδα, μετάφραση Τ. Θεοδωρόπουλος), και βρίσκει την δικαίωσή της στη σύγχρονη ελληνική πολιτική σκηνή.
Συγγραφέας, δημοσιογράφος, σεναριογράφος και σκηνοθέτης. Υπήρξε ο προκλητικότερος χρονικογράφος της Αμερικής τα τελευταία 60 χρόνια, γνωστός για τη δηκτική του πρόζα. Μαζί με τους Τρούμαν Καπότε, Χάντερ Τόμσον και Τομ Γουλφ, υπήρξε ο εισηγητής της αποκληθείσας «Νέας Δημοσιογραφίας», που μπόλιασε το δοκίμιο και γενικά τον μη μυθιστορηματικό λόγο, με λογοτεχνικές τεχνικές.
Ο διάσημος Αμερικανός συγγραφέας γράφει:
«…Εν τω μεταξύ η πολεμική ατζέντα του Μπους προκαλούσε αντιδράσεις φρίκης σ’ όλον τον κόσμο. Η ιστοσελίδα της ευρωπαϊκής έκδοσης του περιοδικού Time έκανε μια σφυγμομέτρηση: “Ποια χώρα αποτελεί μεγαλύτερη απειλή για την παγκόσμια ειρήνη το 2003;”. Ένα δείγμα από 318.000 απαντήσεις έδωσε τα εξής αποτελέσματα: Βόρειος Κορέα 7%, Ιράκ 8%, Ηνωμένες Πολιτείες 84%”. «Γιατί κάνουμε αυτόν τον πόλεμο;» (εκδόσεις «Ωκεανίδα»)
Μοσχοαναθρεμμένος από τη μαμά του, ήδη από την εποχή που ήταν φοιτητής στο Χάρβαρντ ο Νόρμαν Μέιλερ έλεγε ότι θα γίνει ο «νέος Τολστόι». Με το που επέστρεψε από τον πόλεμο στις Φιλιππίνες, βάλθηκε να πετύχει τον στόχο του: στρώθηκε στη δουλειά, διαβάζοντας κάθε πρωί την «Άννα Καρένινα» και γράφοντας μετά το πρώτο μυθιστόρημά του που το 1948 θα έκανε θραύση ως «Οι γυμνοί και οι νεκροί» – ένα από τα «100 καλύτερα μυθιστορήματα στον κόσμο», σύμφωνα με τη Modern Library. Ωστόσο, όσο καλά άρχισαν τα πράγματα με το παρθενικό λογοτεχνικό βήμα του Μέιλερ, τόσο άσχημα εξελίχθηκαν με την «Ακτή της Μπαρμπαριάς» (1951) και το «Πάρκο των ελαφιών» (1955), που αμφότερα κατακρεουργήθηκαν από τους κριτικούς.
Και όμως δεν πτοήθηκε. Παρά το «ξύλο» από την κριτική, στα μέσα της δεκαετίας του ’50 αρχίζει να βγάζει προς τα έξω τη larger than life περσόνα του, με οργιώδη πάρτι στο σπίτι του στο Μανχάταν, άφθονο μποξ (ξύλο γενικότερα, μέσα κι έξω από το ρινγκ) και άστατη ερωτική ζωή. Αποκορύφωμα; Το 1955 πρωτοστατεί στην ίδρυση του Village Voice, συμμετέχοντας έμπρακτα στα underground κινήματα της εποχής. Μπορεί να μην ταυτίστηκε με τους Μπιτ ο Μέιλερ, όμως μέσα από τα δοκίμια και τα άρθρα που δημοσίευσε εκείνη την εποχή (πολλά από αυτά στο Village Voice) υπερασπίστηκε την μποέμικη και χιπστερική counterculture των ’50s, μιλώντας μάλιστα πολύ συγκεκριμένα για έναν «αμερικανικό υπαρξισμό», ειδικά μέσα από το δοκίμιό του «Ο λευκός νέγρος», οι ρίζες του οποίου εντοπίζονται στη σταθερή στήλη που διατήρησε για ένα διάστημα ο Μέιλερ στο Village Voice με τίτλο «Quickly: A Column for Slow Readers» (Γρήγορα: Μια στήλη για αργούς αναγνώστες).
Ο Νόρμαν Μέιλερ (Norman Mailer) γεννήθηκε στις 31 Ιανουαρίου 1923 στο Λονγκ Μπραντς του Νιου Τζέρσεϊ από γονείς εβραϊκής καταγωγής. Σπούδασε αεροναυπηγός στο Χάρβαρντ και το 1943 στρατεύτηκε, γνωρίζοντας από κοντά τη φρίκη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στον Νότιο Ειρηνικό.
Το 1948 εισέβαλε ορμητικά στη λογοτεχνική σκηνή των ΗΠΑ με το πρώτο του βιβλίο «Οι γυμνοί και οι νεκροί», ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα για τον Μεγάλο Πόλεμο, που τον έκανε αμέσως διάσημο και πλούσιο ή «διακεκριμένο και άδειο», όπως ειρωνικά έλεγε ο ίδιος.
Τη δεκαετία του ’50 έζησε μία ταραγμένη ζωή στο Γκρίνουιτς Βίλατζ μεταξύ αμφισβήτησης, ναρκωτικών και αλκοόλ. Υπήρξε από τους ιδρυτές του εβδομαδιαίου εναλλακτικού εντύπου «Village Voice», υμνητής της αμερικανικής αντικουλτούρας στα μέσα της δεκαετίας του ’60 και διαπεραστικός κριτής της πολιτικής ζωής των ΗΠΑ και των πολέμων στο Βιετνάμ και το Ιράκ.
Το 1969 ήταν υποψήφιος δήμαρχος της Νέας Υόρκης και τον ίδιο χρόνο το βιβλίο του «Οι στρατιές της νύχτας» απέσπασε τα δύο μεγαλύτερα αμερικανικά λογοτεχνικά βραβεία, το Πούλιτζερ και το Εθνικό Βραβείο Βιβλίου. Το 1980, το μυθιστόρημά του «Το τραγούδι του δήμιου», για τη ζωή ενός θανατοποινίτη, βραβεύθηκε ξανά με Πούλιτζερ. Το κύκνειο άσμα της λογοτεχνικής του καριέρας υπήρξε το βιβλίο «Το κάστρο στο δάσος» που αναφέρεται στη νεανική ηλικία του Αδόλφου Χίτλερ και κυκλοφόρησε το καλοκαίρι του 2007.
Από το 1984 ως το 1986 διετέλεσε πρόεδρος της Αμερικανικής Ένωσης Ποιητών και Συγγραφέων (PEN). Σκηνοθέτησε τέσσερις ταινίες μεγάλου μήκους, με πιο γνωστή τη μεταφορά του βιβλίου του «Οι σκληροί δεν χορεύουν» το 1987, με πρωταγωνιστές τον Ράιαν Ο’ Νιλ και την Ιζαμπέλα Ροσελίνι.
Από τους συγγραφείς που χαρακτήρισαν όσο λίγοι την αμερικανική κουλτούρα, ο Νόρμαν Μέιλερ έγραψε περισσότερα από 40 βιβλία, μερικά από τα οποία άφησαν εποχή (όπως το “Οι γυμνοί και οι νεκροί” ή το “The Deer Park”, το 1955 -“Το πάρκο των ελαφιών”, ελλ. εκδ. Πλέθρον, 1988). Ωστόσο, χαρακτηρίστηκε το “τρομερό παιδί” της αμερικανικής λογοτεχνίας γιατί όχι μόνο με τα βιβλία και τα δοκίμιά του αλλά και με το ύφος και τις θέσεις του, συχνά δημιουργούσε αντιδράσεις και προκαλούσε το κοινό. Από τη μία πλευρά τάχθηκε ανοιχτά ενάντια στη φιλοπόλεμη στάση μιας μερίδας της αμερικανικής κοινωνίας, που υποστήριξε τους πολέμους στο Βιετνάμ και στο Ιράκ, ενώ από την άλλη τα γεμάτα βία και σεξουαλικές εμμονές έργα του, προκάλεσαν ιδιαίτερα φεμινίστριες όπως οι Ζερμέν Γκριρ και Κέιτ Μίλετ, οι οποίες τον θεωρούσαν το απαύγασμα του φαλλοκρατισμού.
Ο Νόρμαν Μέιλερ παντρεύτηκε έξι φορές και απέκτησε εννέα παιδιά και δέκα εγγόνια. Έφυγε από τη ζωή στις 10 Νοεμβρίου 2007.
Βιβλία του στα Ελληνικά
Οι γυμνοί και οι νεκροί (Καστανιώτης)
Ένα αμερικάνικο όνειρο (Πλέθρον)
Μαίριλυν – Βιογραφία (Χατζηνικολή)
Οι σκληροί δεν χορεύουν (Νεφέλη)
Ο αγώνας (Καστανιώτης)
Οι στρατιές της νύχτας (Καστανιώτης)
Το κάστρο στο δάσος (Καστανιώτης)
Το πάρκο των ελαφιών (Πλέθρον)
Το χρονικό της εποχής μας (Καστανιώτης)
Το κατά υιόν ευαγγέλιον (Λιβάνης)
Γιατί κάνουμε αυτόν τον πόλεμο; (Ωκεανίδα)