«H ζωή μου». Αυτόν τον τίτλο διάλεξε η Νόνικα Γαληνέα για να ανοίξει την καρδιά της: οι γονείς της, τα παιδικά χρόνια, οι γάμοι, οι κόρες της, τα διαζύγια, οι κρυφοί και οι μεγάλοι έρωτες. Το Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης και ο Κάρολος Κουν, οι συνεργασίες της στο ελεύθερο θέατρο, η δημιουργία τού «Ιλίσια», οι συνάδελφοι και οι φίλοι της, οι καβγάδες, οι παρεξηγήσεις. Και φυσικά ο Αλέκος Αλεξανδράκης. Με χιούμορ ή συγκίνηση, η Νόνικα Γαληνέα ξεδιπλώνει τη ζωή της μέσα στις 345 σελίδες της αυτοβιογραφίας της (από τις εκδόσεις Λιβάνη). Αποσπάσματα από το βιβλίο «H ζωή μου» προδημοσιεύτηκαν στο «Βήμα».

H μητέρα μου η Ντορέτ

Πριν από πολλά χρόνια είχα επιστρέψει στην Αθήνα, από κάποιο ταξίδι στο Λονδίνο, και μου είπαν πως θα πηγαίναμε οικογενειακώς να εξομολογηθούμε και να κοινωνήσουμε. Με έπιασε πανικός. Είχε συμβεί το «μοιραίο» και δεν ήθελα να εξομολογηθώ. Μόλις της το είπα, με κλείδωσε στο μπάνιο και ήθελε να μάθει όλα τα σχετικά. Όταν της είπα πως είχα γίνει γυναίκα, έμπηξε μια φωνή:

«Ποπό!…»

Έβαλε το κεφάλι της μες στα χέρια της, έκανε μια παύση, με κοίταξε και μου είπε: «Και τι νυχτικό φορούσες;» «Δε φορούσα νυχτικό», της απάντησα έντρομη. «Αχ! Ευτυχώς», μου είπε, «γιατί τα νυχτικά δε δείχνουν το σώμα σου!». Αυτή είναι η μαμά μου. Τη λένε Ντορέτ. Ντορέτ Καραϊωσηφόγλου.

Ο φίλος μου ο Νίκος Κούρκουλος

Είναι άνθρωπος πολύ δυνατός ο Νίκος. Δεν ξέρει να λέει λόγια, όταν τον χρειάζεσαι όμως είναι εκεί – και είναι επί της ουσίας. Τις «χοντράδες» του δεν τις γλιτώνεις με τίποτα. Αλλά επειδή τον ξέρω πάρα πολύ καλά, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα πως τις «χοντράδες» του τις εκφράζει μόνο αν σε νιώθει δικό του άνθρωπο. Και για να σε νιώσει δικό του άνθρωπο σε έχει περάσει από πολλές εξετάσεις.

Σε κανένα τομέα της ζωής του δεν αστειεύεται ο Νίκος. Και χάρη μην περιμένεις απ’ αυτόν. Αλλά αν μπεις σ’ ένα δωμάτιο θα σε κοιτάξει και θα καταλάβει αμέσως αν είσαι καλά. Αν είσαι καλά, θα πει κάποιο καλαμπούρι, θα γελάσει με το γνωστό μοναδικό του γέλιο – και τέρμα. Αν όμως δεν είσαι καλά και θες να του το κρύψεις, δεν υπάρχει περίπτωση να το πετύχεις. Σ’ έχει καταλάβει μίλια μακριά και θ’ ασχοληθεί επί τόπου με το πρόβλημά σου, θα σου δώσει λύση όσο σκληρή κι αν είναι και θα σε παίρνει στο τηλέφωνο μέχρι να σιγουρευτεί πως είσαι καλά και ξεπέρασες το πρόβλημά σου. Αυτά μπορεί να σου δώσει ο Νίκος, αλλά αφού σ’ έχει περάσει διά πυρός και σιδήρου, για να βεβαιωθεί πως είσαι δικός του άνθρωπος.

H σχέση μιας ζωής: Αλέκος Αλεξανδράκης

Αλλά ας ξαναγυρίσουμε τριάντα πέντε χρόνια πίσω, τότε που πρωτοδουλέψαμε μαζί στο θέατρο Μετροπόλιταν της λεωφόρου Αλεξάνδρας, στα «Μεγάλα Χρόνια» του Γεωργίου Ρούσσου, ένα έργο για τη ζωή του Διονυσίου Σολωμού, που το σκηνοθετούσε ο Αλέξης Μινωτής. Πολύ μεγάλος θίασος. Πρωταγωνίστρια στο ρόλο της Φαρμακωμένης η Νίκη Τριανταφυλλίδη. Εγώ έπαιζα την Κοντέσα Σολωμού.

Μοιραζόμουν το ίδιο καμαρίνι με την Τριανταφυλλίδη. Ένα βράδυ, στις 29 Ιουνίου 1969, μέρα Σάββατο, βγαίνοντας απ’ το καμαρίνι μας με κλείδωσε μέσα και έφυγε.

Άρχισα να φωνάζω. Ο φύλακας δεν υπήρχε περίπτωση να με ακούσει. Αν και φορούσε διπλά ακουστικά, ήταν θεόκουφος. Και με άκουσε ο Αλεξανδράκης από τη μάντρα – δυο τετράγωνα πιο κάτω – όπου είχε πάει να πάρει το αυτοκίνητό του. Γύρισε πίσω και μου άνοιξε μαζί με το φύλακα, γιατί η άλλη είχε βάλει λουκέτο. Του είπα πως δεν είχα αυτοκίνητο, παρόλο που είχα, ένα κάμπριο Triumph διθέσιο, το οποίο μόλις είχα πάρει. Το είχα στην ίδια μάντρα που είχε κι εκείνος το δικό του, αλλά μια και ο Αλέκος έμενε στη Γλυφάδα κι εγώ στον Αστέρα της Γλυφάδας με πήγε εκείνος. Στη διαδρομή έτρεμα ολόκληρη από τρακ και νόμιζα πως θα τρελαινόμουν. Όταν βγήκε απ’ το αυτοκίνητο για να με καληνυχτίσει, του είπα (πώς το τόλμησα ούτε ξέρω): «Φίλησέ με». Εκείνος μου είπε: «Ασ’ το καλύτερα», και το επόμενο πράγμα που θυμάμαι είναι ότι βρεθήκαμε κάτω από ένα δέντρο ενώ τ’ αυτοκίνητα περνούσαν το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο ρίχνοντας τα φώτα τους πάνω μας.

Μες στην καμπάνα ήταν η φίλη μου Μαρλέν Καρρέρ, που έμενε μαζί μου. Ήξερε την αγωνία μου και έριχνε πασιέντσες. Μπήκα στην καμπάνα και της είπα: «Δε χρειάζεται πια, μην κουράζεσαι».

(…)

Πήγα την άλλη μέρα στην παράσταση σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Στο βλέμμα μου δεν υπήρχε υπαινιγμός, το φέρσιμό μου ήταν συναδελφικό αλλά όχι γυναικείο. Προφανώς όλα αυτά λειτούργησαν έτσι όπως ούτε στα όνειρά μου δεν μπορούσα να φανταστώ. Γέλασα πάρα πολύ όταν διαπίστωσα πως ο Αλέκος είχε διαλέξει αυτοκίνητο που γινόταν κρεβάτι. Ο αιώνιος Αλέκος!

Μια παρεξήγηση με τον Σταμάτη Φασουλή

Τελευταία φορά συνεργαστήκαμε (σ.σ.: με τον Μίνω Βολανάκη) στη Μικρή Επίδαυρο στη «Σονάτα του Σεληνόφωτος» («H Γυναίκα με τα Μαύρα») του Γιάννη Ρίτσου. Σε σχέση μ’ αυτή την παράσταση έγινε κάτι φοβερό, που θέλω να το διηγηθώ. Ήταν η εποχή που η Αλίκη Βουγιουκλάκη έφευγε απ’ τη ζωή. Ήμαστε δίπλα της σ’ ένα δωμάτιο του νοσοκομείου, περιμένοντας το τέλος. Ανάμεσα στους φίλους της ήταν ο Σταμάτης Φασουλής. H Αλίκη, ο Σταμάτης κι εγώ είχαμε περάσει πολύ ωραίες στιγμές, μοναδικές, τουλάχιστον από γέλια. Του Σταμάτη του είχα και του έχω αδυναμία και ίσως το ότι, άθελά μου, του φέρθηκα ανέντιμα κάνει αυτή την αδυναμία ακόμα πιο μεγάλη. Μου λέει πως μ’ έχει συγχωρέσει. Το ελπίζω!

Λοιπόν, εκεί στην Αλίκη λέω στον Σταμάτη: «Μου κάνουν πρόταση απ’ το Μέγαρο Μουσικής να παίξω κάτι στη Μικρή Επίδαυρο που να έχει όμως και κάποια σχέση με τη μουσική. Τι να παίξω;». Σκέφτηκε λίγο και αμέσως μου είπε: «Τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος» του Ρίτσου».

Πήρα το κείμενο του Ρίτσου και πήγαινα να κάνω πρόβα στο «Χορό του Θανάτου». Άφησα τ’ αυτοκίνητό μου στη μάντρα, στο στενάκι του «Ιλίσια». Βγαίνοντας από το αυτοκίνητο, το βιβλιαράκι του Ρίτσου μου πέφτει απ’ τα χέρια, κάνω να το μαζέψω και βλέπω μπροστά μου τον Μίνω, που σκύβει και προλαβαίνει να πιάσει το βιβλίο. Μου λέει: «Έχω πάθος μ’ αυτό το έργο. Πρόκειται να το παίξεις;» Λέω: «Ναι, μου έκαναν πρόταση για τη Μικρή Επίδαυρο». Μου ανταπαντάει αμέσως: «Θα σ’ το κάνω εγώ αυτό».

Τα ‘χασα. Δεν ήξερα τι να του πω. Δεν είχα το κουράγιο να του πω την αλήθεια. Το βράδυ θα έτρωγε στο σπίτι ο Σταμάτης, γιατί συζητούσαμε να ανεβάσουμε το έργο του Εντουάρντο ντε Φιλίππο «Σάββατο – Κυριακή – Δευτέρα». Όταν του είπα τι έγινε με τον Βολανάκη και πως δεν τόλμησα να του πω πως «η ιδέα ήταν δική σου κι ότι ασφαλώς εσύ έπρεπε να το σκηνοθετήσεις», ο Φασουλής φοβερά συγκρατημένος δεν έδειξε τίποτα. Σε λίγο είπε πως δεν αισθανόταν καλά και έφυγε. Την άλλη μέρα μιλήσαμε στο τηλέφωνο και μου είπε πως δε μου έδωσε την ιδέα για να τη σκηνοθετήσει άλλος. Μου είπε επίσης πως έπρεπε επειγόντως να καταφύγει σε Λεξοτανίλ και απλούστατα δε μου ξανάδωσε σημεία ζωής. Εξαφανίστηκε. Είχε απόλυτο δίκιο.