***
Στα «Μπουλούκια», όπως αποκαλούσαν τους μικροθιάσους στα παλιά χρόνια, που οι θεατρίνοι τους, όλη τους τη ζωή περιόδευαν από χωριό σε χωριό χωρίς ποτέ να τους αγκαλιάσει η δόξα, είναι αφιερωμένα τα ποιήματα της ομώνυμης βραβευμένης ποιητικής συλλογής του Μίμη Φωτόπουλου.
Οι θεατρίνοι των «Μπουλουκιών» αυτών, που τους τιμούσε ο Βεάκης με την αγάπη του, είχαν ένα πάθος: το θέατρο και ζούσαν μόνο γι’ αυτό.
Κι ήταν τα Μπουλούκια αυτά το «Πανεπιστήμιο των ηθοποιών», όπως τα αποκαλούσε ο Αλέκος Λειβαδίτης.
*
Γράφει ο Μίμης Φωτόπουλος:
«Τα μπουλούκια»
*
Είμαστε όλοι πολύ μικροί.
Δίχως φίρμα,
Μπουλούκι μας λένε.
*
Άγνωστοι θεατρίνοι.
Ένας Μίμης, μια Κατινίτσα,
Κάποια Ίρμα
Κι άλλοι πολλοί ακόμη, θλιμμένοι Αρλεκίνοι.
*
Αποχαιρετήσαμε κάθε χαρά μας κοινή.
Και τραβήξαμ’ έν άγνωστο δρόμο.
Μα με τον καιρό πνίξαμε τα όνειρά μας
κι ένα βαρύ σταυρό επήραμε στον ώμο.
*
Τώρα η θλίψη μας συντροφεύει κι η πείνα πάντα.
Στα χείλη ποτέ πια δε θ΄ ανθίσει χαρά.
*
Τα προχτές μια μικρή μπαλαρίνα – ένα ρόδο χλωμό
– τη θέρισ΄ η φθίση.
*
Ποιος ξέρει αλήθεια, καθενός ο πατέρας
Πόσα όνειρα ωραία, για τον γιό του έχει πλέξει.
Να γινόταν της επιστήμης αστέρας!
Μ’ αυτός στο ζάρι τη ζωή του έχει παίξει!
*
Και σεις πέρα κει, στις μακριές επαρχίες
που τα «Μπουλούκια» σας διώχνουν την πλήξη,
αν μαθαίνατε τις θλιβερές μας ιστορίες
ο πόνος, την καταφρόνια θα ΄χε πνίξει.
*
Όλα τα παραπάνω τα έχει γράψει ο Αρτέμης Μάτσας.
*
Τα «Μπουλούκια» τυπώθηκαν το 1940 και κυκλοφόρησαν μια ιστορική ημερομηνία: στις 28 Οκτωβρίου.
Η σπάνια αυτή τύχη τους στάθηκε και η αφορμή να περάσουν απαρατήρητα -καταποντισμένα μέσα στη δίνη του πολέμου που ματοκύλισε την ανθρωπότητα.
Από μια σύμπτωση αυτό το βιβλίο το 1942 πήρε μέρος σ’ έναν κρατικό διαγωνισμό όπου κέρδισε έπαινο.
Ίσως από τότε να άρχισε η «καριέρα» του, που το γνώρισε στο πλατύτερο κοινό και εξάντλησε και το τελευταίο του αντίτυπο.
Ανατυπώθηκε από τις εκδόσεις «24 Γράμματα» το 2019.
*
Στο βιβλίο του «Το ποτάμι της ζωής μου», ο Μίμης Φωτόπουλος γράφει:
«Γεννήθηκα των Βαΐων. Σημαδιακή μέρα. Ώς τα 33 μου χρόνια η ζωή δεν ήταν σπαρμένη με βάγια, αλλά με αγκάθια. Και σε μια στιγμή, στο απόγειο της κινηματογραφικής μου καριέρας, μπήκα σαν Μεσσίας στη Λάρισα. Βέβαια, δεν μπήκα «επί πώλου όνου», αλλά οι θαυμαστές μου σήκωσαν στα χέρια ένα μικρό «οστενάκι» που είχα. Αυτό ήταν το πρώτο γλυκό ποτήρι που ήπια ύστερα από τόσα και τόσα πικρά. (…)
Αν υπάρχουν μοιραίες μικρές αγγελίες, τότε η μικρή αγγελία που διάβασα ήταν η μοιραία της ζωής μου.
Έχουν περάσει 50 χρόνια από τότε και ακόμα δεν μπορώ να εξηγήσω πώς μου ‘ρθε, έτσι στα καλά καθούμενα, να δώσω εξετάσεις στη Δραματική. Ώς εκείνη τη στιγμή δεν είχα πατήσει σε θέατρο παρά μονάχα 2 φορές. Τη μια είχα δει τον Βασίλη Αργυρόπουλο και την άλλη τα Καλουτάκια.
Εκείνο που λάτρεψα ήταν ο κινηματογράφος. Πιστεύω ότι εκείνο που με θάμπωσε ήταν οι δύο τίτλοι: φοιτητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και σπουδαστής της Δραματικής Σχολής του Βασιλικού Θεάτρου. Μεγάλη υπόθεση».
*
Το βιβλίο είχε πρωτοεκδοθεί το 1984 από τις «Εκδόσεις Gutenberg» και στη συνέχεια από τις «Εκδόσεις Καστανιώτη» το 2002.
*
Ο Μίμης Φωτόπουλος γεννήθηκε στις 8 Απριλίου του 1913, την Κυριακή των Βαΐων και έφυγε από τη ζωή την Τετάρτη 29 Οκτωβρίου του 1986, σε ηλικία 73 ετών.
***
ΜΙΜΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ: ΜΙΚΡΗ ΑΝΑΜΝΗΣΗ. ΠΑΤΗΣΤΕ “ΚΛΙΚ” ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ