***
Είχαμε πάρει το μονοπάτι για το σπίτι
θάλασσα ολούθε μπαμπακιά ο Απρίλης
κι όσο χωνόμαστε μες στα πλατάνια
τόσο σωπαίναν δε φυσούσε
μόνο που με κοιτάζαν από μέσα μου
νωπά τα μάτια της απ’ τα κεριά
και σφύριζα θυμάμαι το Χριστός Ανέστη. Ο ουρανός που λίγο πριν αστροφορούσε σ’ άσπρο σεντόνι γύριζε και σε βρεγμένο. Δυο βήματα απ’ τη βρύση ο αδερφός της,
έσταζε το βρακί και το παγούρι του
―Χριστός Ανέστη, πώς περνάς, τι να περνούσε
κόντευε χρόνο πεθαμένος.
* Από τη συλλογή “Μαύρα Λιθάρια” (1980, 3η Έκδοση 1993)
Πρώτη ανάρτηση στο Catisart στις 14 Απριλίου 2017.