Η Ρόζα Λουίζ Μακόλι (4 Φεβρουαρίου 1913, Τασκίγκι – 24 Οκτωβρίου 2005, Ντιτρόιτ) ήταν ακτιβίστρια και μια από τις σημαντικότερες μορφές του κινήματος των πολιτικών δικαιωμάτων στις ΗΠΑ.
Η Ρόζα ήταν πάντα θαρραλέα και δεν δεχόταν να της φέρονται άσχημα ή άδικα λόγω του χρώματος του δέρματός της. Αφού γνώρισε τον σύζυγό της, Ρέιμοντ Παρκς, έγινε αρχηγός της Εθνικής Ένωσης για την Πρόοδο των Έγχρωμων Ανθρώπων (NAACP).
Με αφορμή τη φυλάκισή της, επειδή αρνήθηκε να δώσει τη θέση της στο λεωφορείο σε έναν λευκό (1955), οι Αφροαμερικανοί στο Μοντγκόμερι έκαναν μποϊκοτάζ στα λεωφορεία για έναν χρόνο. Η Ρόζα, με το θάρρος και την αποφασιστικότητά της, βοήθησε και ενέπνευσε αμέτρητους ανθρώπους να αγωνιστούν για την ισότητα.
Η αστυνομία κλήθηκε στο σημείο και προχώρησε στη σύλληψή της. Τέσσερις μέρες αργότερα η Ρόζα Παρκς καταδικάστηκε για παραβίαση του νόμου περί διαχωρισμού.
Η τοπική μαύρη κοινότητα με επικεφαλής τον νεαρό Δρ Μάρτιν Λούθερ Κινγκ Τζ. κινητοποιήθηκε και ξεκίνησε μποϊκοτάζ των λεωφορείων το οποίο κράτησε 381 ημέρες. Τελικά το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ αποφάνθηκε ότι ο διαχωρισμός των ανθρώπων στα λεωφορεία ήταν αντισυνταγματικός. Ωστόσο η παύση του διαχωρισμού σε εθνικό επίπεδο ήρθε αρκετά χρόνια αργότερα, το 1964.
Η Ρόζα Παρκς, που έφυγε από τη ζωή στα 92 της, τον Οκτώβριο του 2005, είχε γράψει στην αυτοβιογραφία της: «Πολλοί λένε ότι δεν έδωσα τη θέση μου επειδή ήμουν κουρασμένη αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια. Δεν ήμουν κουρασμένη σωματικά… Όχι, είχα απλά κουραστεί να υποχωρώ».
Η ζωή της
Η Ρόζα σε ηλικία 11 ετών μετακόμισε με τη μητέρα της στο Μοντγκόμερι της Αλαμπάμα. Παρακολούθησε το πειραματικό γυμνάσιο του «Κολεγίου Εκπαιδευτικών της Αλαμπάμα για Νέγρους». Στα 16 της μετακόμισε με τη γιαγιά της για να τη φροντίζει και όταν εκείνη πέθανε, επέστρεψε στην οικία της μητέρας της, που έπασχε από χρόνιες ασθένειες. Το 1932, σε ηλικία 19 ετών, παντρεύτηκε τον Ρέιμοντ Παρκς, κουρέα, που ήταν επί μακρόν μέλος της «Εθνικής Ένωσης για την Πρόοδο των Έγχρωμων Ανθρώπων» (NAACP). Μια χρονιά μετά η Ρόζα Παρκς έλαβε το απολυτήριο γυμνασίου.
Το ζευγάρι απολάμβανε του σεβασμού ανάμεσα στα μέλη της μεγάλης αφροαμερικανικής κοινότητας του Μοντγκόμερι. Ωστόσο η ζωή σε μια πόλη στην οποία ίσχυαν νόμοι περί διαχωρισμού ανάμεσα σε λευκούς και μαύρους, δεν ήταν εύκολη. Οι μαύροι μπορούσαν να παρακολουθήσουν μόνο ορισμένα κατώτερης βαθμίδας σχολεία, μπορούσαν να πίνουν νερό μόνο από συγκεκριμένες βρύσες και μπορούσαν να δανειστούν βιβλία μόνο από τη «μαύρη» βιβλιοθήκη.
Τον Δεκέμβριο του 1943 ξεκίνησε η επίσημη αγωνιστική δράση της Παρκς. Εντάχθηκε στο τοπικό τμήμα της NAACP στο Μοντγκόμερι και αναδείχτηκε σε γραμματέα του. Συνεργάστηκε στενά με τον πρόεδρο του τοπικού τμήματος, Έντγκαρ Ντάνιελ Νίξον, αχθοφόρο στον σιδηρόδρομο.
Η σύλληψη
Την Πέμπτη, 1η Δεκεμβρίου 1955, η 42χρονη Ρόζα Παρκς επέλεξε να πάρει το λεωφορείο για να επιστρέψει σπίτι της από τον χώρο εργασίας της, το πολυκατάστημα “Montgomery Fair”. Οι μαύροι κάτοικοι του Μοντγκόμερι συχνά απέφευγαν τα δημοτικά λεωφορεία, επειδή θεωρούσαν ταπεινωτική την πολιτική του να κάθονται οι μαύροι στο πίσω μέρος του λεωφορείου. Παρ’ όλα αυτά, πάνω από 70% των επιβατών των λεωφορείων ήταν Αφροαμερικανοί.
Το μπροστινό μέρος ενός λεωφορείου προοριζόταν για λευκούς πολίτες και οι θέσεις πίσω τους για τους μαύρους πολίτες. Οι οδηγοί λεωφορείων είχαν αποκτήσει άτυπα τη δικαιοδοσία να ζητήσουν από έναν Αφροαμερικανό να παραχωρήσει τη θέση του σε έναν λευκό επιβάτη.
Σε ένα σημείο της διαδρομής, ένας λευκός δεν βρήκε θέση, καθώς όλες ήταν κατειλημμένες. Ο οδηγός είπε στους επιβάτες που κάθονταν στα τέσσερα καθίσματα της πρώτης σειράς του τμήματος για τους μαύρους να σηκωθούν. Οι τρεις υπάκουαν. Η Παρκς, όχι.
«Λένε πως δεν άφησα τη θέση μου επειδή ήμουν κουρασμένη», έγραψε η Παρκς στην αυτοβιογραφία της, «αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια. Δεν ήμουν κουρασμένη σωματικά. Ήμουν κουρασμένη μόνο να υποκύπτω».
Τελικά, δύο αστυνομικοί έφτασαν στο λεωφορείο όταν έκανε στάση και έθεσαν υπό κράτηση τη Ρόζα Παρκς.
Η δίκη και ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ
Η Παρκς χρησιμοποίησε το μοναδικό τηλεφώνημα που δικαιούτο για να επικοινωνήσει με τον σύζυγό της. Ωστόσο η είδηση της σύλληψής της διαδόθηκε αμέσως και ο Νίξον βρέθηκε στο κρατητήριο, φροντίζοντας να αποφυλακιστεί το ίδιο απόγευμα με εγγύηση. Ο Νίξον αναζητούσε για χρόνια ένα θαρραλέο πρόσωπο, που θα μπορούσε να σηκώσει το βάρος της δικαστικής διαμάχης με στόχο την ακύρωση του νόμου περί διαχωρισμού. Ο Νίξον έπεισε την Παρκς, ενώ αποφάσισαν να γίνει μποϊκοτάζ από τους Αφροαμερικανούς του Μοντγκόμερι στα τα λεωφορεία την ημέρα της δίκης, τη Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου. Μέχρι τα μεσάνυχτα της ίδιας μέρας, 35.000 φυλλάδια ήταν έτοιμα προκειμένου να δοθούν σε μαθητές σχολείων, όπου φοιτούσαν αποκλειστικά μαύροι, και να δοθούν με τη σειρά τους στους γονείς τους.
Στις 5 Δεκεμβρίου, η Παρκς κρίθηκε ένοχη για παραβίαση των νόμων διαχωρισμού, με ποινή αναστολής και πρόστιμο 10$ συν 4$ για τα δικαστικά έξοδα. Εν τω μεταξύ, η συμμετοχή των μαύρων στο μποϊκοτάζ ήταν πολύ μεγαλύτερη και από ό,τι προέβλεπαν οι πλέον αισιόδοξοι. Ο Νίξον και στελέχη της Ένωσης αποφάσισαν δημιουργήσουν την «Ένωση για τη Βελτίωση του Μοντγκόμερι» (MIA) και εξέλεξαν τον Αιδεσιμότατο Δρ. Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, 26 χρονών τότε, πρόεδρο της ένωσης.
Το μποϊκοτάζ προκάλεσε την οργή λευκών πολιτών του Μοντγκόμερι, ενώ έλαβαν χώρα και περιστατικά ρατσιστικής βίας. Στα σπίτια του Νίξον και του Κινγκ τοποθετήθηκαν βόμβες που εξερράγησαν. Ωστόσο, η βία δεν έκαμψε το φρόνημα όσων διοργάνωσαν το μποϊκοτάζ.
Στις 13 Νοεμβρίου 1956, έπειτα από μια σειρά προσφυγές σε διάφορες βαθμίδες της δικαιοσύνης, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι ο διαχωρισμός στα λεωφορεία ήταν αντισυνταγματικός. Το μποϊκοτάζ έληξε στις 20 Δεκεμβρίου, μια ημέρα αφότου έφτασε η γραπτή διαταγή του Δικαστηρίου στο Μοντγκόμερι. Η Παρκς, που εν τω μεταξύ είχε χάσει τη δουλειά της και είχε δεχτεί πλήθος απειλών, έγινε γνωστή ως η «μητέρα του κινήματος των πολιτικών δικαιωμάτων».
Αξιομνημόνευτα αποφθέγματα της Ρόζα Παρκς
1. «Δεν πρέπει ποτέ να φοβάσαι για το τι κάνεις, όταν αυτό είναι σωστό».
2. «Θα ήθελα να με θυμούνται σαν έναν άνθρωπο που ήθελε να είναι ελεύθερος… Έτσι και οι άλλοι άνθρωποι θα ήταν επίσης ελεύθεροι».
3. «Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι έγραφα ιστορία. Απλά είχα βαρεθεί να υποχωρώ».
4. «Για να φέρεις την αλλαγή, δεν πρέπει να φοβάσαι να κάνεις το πρώτο βήμα. Θα αποτύχουμε όταν αποτύχουμε να προσπαθήσουμε».
5. «Αυτό που έχει πραγματικά σημασία δεν είναι αν έχουμε προβλήματα, αλλά πώς αντιδρούμε σε αυτά. Πρέπει να προχωράμε προκειμένου να ξεπεράσουμε οτιδήποτε κι αν αντιμετωπίζουμε».
6. «Κάθε άνθρωπος θα πρέπει να ζει τη ζωή του σαν να αποτελεί παράδειγμα για τους άλλους».
7. «Οι αναμνήσεις από τη ζωή μας, τα έργα μας, τις πράξεις μας θα συνεχίσουν και στους άλλους».
8. «Πιστεύω ότι υπάρχει μόνο ένας αγώνας. Ο ανθρώπινος αγώνας».
9. «Ο Θεός πάντα μου έδινε τη δύναμη να λέω αυτό που είναι σωστό».
10. «Χρειάζονται περισσότεροι από ένας άνθρωποι για να έρθει η ειρήνη. Αφορά όλους μας».
11. «Δεν υπάρχει κανένα μέλλον χωρίς εκπαίδευση».
12. «Ο ρατσισμός είναι ακόμη μαζί μας. Αλλά είναι στο χέρι μας να προετοιμάσουμε τα παιδιά μας για το τι θα συναντήσουν, και ας ελπίσουμε ότι θα το αντιμετωπίσουμε».
13. «Έχω κουραστεί να με αντιμετωπίζουν σαν μία δεύτερης τάξεως πολίτης».
14. «Υπερασπίσου κάτι, αλλιώς θα πέφτεις για τα πάντα. Η σημερινή ισχυρή βελανιδιά είναι ο χθεσινός καρπός που κράτησε το έδαφός του».
15. «Με τα χρόνια έμαθα ότι όταν κάποιου το μυαλό αποφασίζει, αυτό ελαττώνει τον φόβο. Ξέροντας τι πρέπει να γίνει, αποφεύγεται ο φόβος».
16. «Πιστεύω ότι είμαστε σε αυτό τον πλανήτη Γη για να ζήσουμε, να μεγαλώσουμε και να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να κάνουμε αυτό τον κόσμο ένα καλύτερο μέρος για όλους τους ανθρώπους, για να απολαμβάνουν την ελευθερία».
17. «Όσο οι άνθρωποι χρησιμοποιούν τακτικές για να καταπιέσουν ή να περιορίσουν άλλους ανθρώπους από το να είναι ελεύθεροι, υπάρχει δουλειά που πρέπει να γίνει».
18. «Ήταν ότι ήμουν ένας άνθρωπος με αξιοπρέπεια και αυτοσεβασμό, και δεν θα έπρεπε να κοιτάζω χαμηλότερα από οποιονδήποτε άλλον απλά επειδή ήμουν μαύρη».
19. «Ένας άνθρωπος μπορεί να αλλάξει τον κόσμο».
20. «Χωρίς ένα όραμα οι άνθρωποι χάνονται, αλλά χωρίς θάρρος τα όνειρα πεθαίνουν».