Μάτση Χατζηλαζάρου, Ποιήματα (ανθολόγηση-επιμέλεια: Χλόη Κουτσουμπέλη)
Στην Σ.Χ. (από τη συλλογή ΜΑΗΣ ΙΟΥΝΗΣ ΚΑΙ ΝΟΕΜΒΡΗΣ)
*
Ετούτες τις λαχτάρες του Μαγιού πώς να τις σβήσω;
Ετούτα τα κλάματα ενός αιθέριου σούρουπου πώς να στερέψουνε;
Θρηνώ όλες τις χαίτες των κοριτσιών που ʽναι ριγμένες
επάνω στα μαξιλάρια του συμβατικού έρωτα.
Θα τους δώσω μες στην ποδιά μου ένα άσπρο τριαντάφυλλο
κι ένα κόκκινο-ίσως τα δούνε, ίσως τα μυρίσουνε.
Θα τους δώσω μια χρυσόμυγα που βρίσκει ξαφνικά τον ήλιο
τραγουδώντας μες στα μαλλιά μου-ίσως τη δούνε, ίσως την ακούσουνε.
Θα τους πω: κοιτάτε τους άντρες τους λεβέντες, τους ελεύθερους,
τον άντρα λιοντάρι, τον άντρα καραβιού κατάρτι, τον άντρα έλασμα
και τόξο και φωνή από κορφοβούνι σε κορφοβούνι-τότε ίσως του δοθούνε,
ναι, ίσως ερωτευθούνε.
Αν είχα την φωνή που ζητάω, μια πολιτεία ολάκερη δε
μου ʼφτανε για να την παρασύρω στο ανοιξιάτικό μου διάβα.
Ρωτάω: άνθεξε ποτέ κανένας στα δειλινά που δεν πεθαίνουνε,
και στις ευωδίες που δε χάνουνται αλλά γίνουνται σκιές μας,
και στις πέντε μας αισθήσεις όταν λαχανιάζουνε και κράζουν
την καρδιά μας;
Τα μεταξωτά μου μέλη θε νʼ απλώσω πάνω σε μιάν άμμο δροσερή,
το βλέμμα μου θε να χάσω μες στʼ ανεξάντλητο γαλάζιο της
δικής μου θάλασσας, οι αναπνοές μου κι οι παλμοί μου θε ναʼναι
οι αναπνοές και οι παλμοί του διάχυτού μου έρωτα.
Έρωτα, αγάπη, πόθο, ηδονή
Έρωτα, Έρωτα.
*
Ναυτίλος μεγαλόπρεπος πάνω στο τραπέζι μου
κοχύλι άσπρο και πυρρό
παλιό κέλυφος ζώου με φροντίδα
αν και το περίβλημα είναι πάντα έρμα
εγώ όταν φύγω στο θάνατο
το κάλυμμα που θαʼ χω εκκρίνει
δε θαʼναι παρά λόγια λογιών.
*
Διαγράφουν περισσότερο απόʼ να σύμπλεγμα
φανερώνουν ακόμα περισσότερα χρώματα
κι από συμπλέγματα ανάλογα με τη λάμψη
των φτερών τους τόσο λεπτά
όσο και τα χόρτα τσίνορα πλάι στο ρυάκι
ζευγαρώνουν η μια σχηματίζοντας έλικα
κι η άλλη αγκίστρι
οι λιμπελούλες ή ντεμουαζέλες
αρσενικές και θηλυκές
Εσύ που το μάτι σου είναι χείλι
Κομπολόι οι ροδοδάφνες φωτισμένες από τα ερευνητικά αυτοκίνητα
Όλη νύχτα τις μετράνε μία μία το άλλο κομπολόι απλώνεται νω-
Θρά κοίτα τα γριγριά που η θάλασσα του Φαλήρου λικνίζει
Αγαπώ τους καρπούς των χεριών σου κλωνάρια της λεύκας
μακριά έξω στον όρμο τα πολεμικά φωταγωγημένα με λαμπτήρες ως
τα πιο ψηλά κατάρτια διαγράφουν μια τρελή γεωμετρία
τα χάδια σου μυρίζουνε γαρίφαλο
λόγχη της πιο περήφανης αγαύης πάνω σʼ έναν ξερό λόφο της Αττικής
ο μηρός σου έχει το χνούδι του ήλιου
φωνές των κυμάτων μες στη σπηλιά όπου σκαρφαλώνω πάνω σʼ ένα
βράχο αγαλλίαση η δροσερή παλάμη στήριγμα της πλάτης μου
πόσο κάθετος είσαι
τη νύχτα ένας φάρος μακρινός σάρωνε και ξανασάρωνε το κρεβάτι
μας από τότε ανοίγω την αγκαλιά μου στο βλέμμα των φάρων
μ’ έχεις γοργόνα ακρόπλωρη
πέρα απ΄τα γαλάζια λαγκάδια είναι το βουνό ανάμεσα οι βελόνες
των πεύκων μας σκιάζουν με κρόσσια κατά την πνοή της αύρας
χαμογελάς βαθιά στα σωθικά μου
*
Δεν θέλω ανεμώνες κόκκινες, μαβιές και άσπρες, θέλω
να χώσω τη μούρη μου μες στα μαλλιά σου, πού ʼναι
σα χόρτα στην άκρη του ποταμού.
*
Λες κι ήτανε χθες βράδυ ακρογιάλι το σώμα μου
τα χέρια σου δύο μικρά τρυφερά καβούρια.
Την πιο ηδονική αφή την έχει το σταφύλι το πρωί,
σαν είναι δροσερό και σκεπασμένο με κείνη την άχνη
τη λεπτή. Πιάνω την κοιλιά σου, με τα τρία μου δάχτυλα,
και μου γεννιέται πάλι η εικόνα της δροσιάς του αμπελιού.
*
Κάποτε ακουμπάμε τον εαυτό μας σαν ένα κουμπί γυμνό
επάνω σε ένα καθρέφτη και την αυγή βρίσκουμε ένα χαμομήλι
μες στον ανοιξιάτικο κάμπο.
Κάποτε ακουγόμαστε σαν την πιο θριαμβευτική κραυγή ζώου,
κι όταν ξανασταθούμε νʼ ακούσουμε ο ήχος μας είναι
σκληρό γρατσούνισμα φτυαριού πάνω στον άγονο βράχο.
*
Σε περιβάλλω με μια μεγάλη αναμονή.
Σε περιέχω όπως τʼ αραχωβίτικο κιούπι το λάδι.
Σε ανασαίνω όπως ο θερμαστής του καραβιού ρουφάει
μες στα πλεμόνια του το δειλινό το μπάτη.
Σʼ αγρικώ με την ίδια διάθεση που ο Ερυθρόδερμος
κολλάει το αυτί του χάμω, για νʼ ακούσει
τον καλπασμό του αλόγου.
- Πίνακας: Rene Magritte. Portrait of Stephy Langui, 1961.