8 C
Athens
Τρίτη 14 Ιανουάριος 2025

Μάτση Χατζηλαζάρου: «Γράμματα από το Παρίσι» στον Εμπειρίκο και η «Αντίστροφη Αφιέρωση»

***

Επιμέλεια κειμένου: Ειρήνη Αϊβαλιώτου / catisart.gr

Αντίστροφη Αφιέρωση

“Για κείνον με την αντρίκια φωνή-ματιά και με χέρια μεγάλες φτερούγες που δεν τις ξεχνάω

το απόγεμα είπες – τριάντα χρόνια σε περίμενα – κι ένιωσα πρώτη φορά «le vierge le vivace et le bel aujourd’hui»

μετά έντονος αέρας αγάπης άνοιξε διάπλατα ένα παράθυρο μέσα μου και μπήκανε μεγάλες σταγόνες αγαλλίασης καθώς ο νοτιάς έστριβε βουίζοντας απ’ τη γωνιά της καρδιάς μου το σώμα είναι χώμα διψασμένο από σένα έμαθε τις πλημμύρες του έρωτα

πολλά νομίζω θα μιλήσω τώρα πολλά που φύλαγα σε μια κρυψώνα θα τ’ απλώσω εδώ όσο μπορώ καλύτερα και ό,τι θέλει ας γενεί – στοές θα σκάψω κάτω πάνω μέσα απ’ τα λόγια – τι συνεννόηση θα’ χουμε αλλιώτικα – ήρθανε βλέπεις κι έδεσαν στις δικές μας σημαδούρες ξένοι με διαφορετικές γλώσσες – πως τρυπώνω τα χέρια μου παραμάσχαλα αναμένοντάς σε τις νύχτες όταν κρυώνω – έτσι αυτή τη στιγμή έχωσα εδώ και θα χώνω αλλού λέξεις κλεμμένες ή δικές μου που σου αρέσανε για να σε χαϊδεύει η μουσούδα του γραφτού μου

πάλι ό,τι βρω δικό σου θα το φάω θα το τραγανίσω θα το καταπιώ ώσπου μιαν ώρα μες στο λιοπύρι θα μου βγει αχνός ίδρωτας πάνω απ’ το στόμα θα ’θελα ν’ ακουμπήσω δίπλα σου κι άλλα της εκλογής μου – μέρη μέρη διάσπαρτα με ασφόδελους ή μεγάλες άγριες μαργαρίτες και πιο πέρα έναν τεράστιο κέδρο του Λίβανου

αλλού πάλι να’ χει αμμόλοφους με σπόνδυλους από δωρικές κολόνες αραδιασμένους χάμω θα’ σου έρθει κείνο το κυβικό κλουβί που σου’ χω τάξει με μικρά κόκκινα γαρίφαλα μέσα να πετάνε πέρα δώθε τραγουδώντας φλογερά και σαν λαχανιάζω από τον πολύ οίστρο θα’ θελα τότε οι κουβέντες μου να’ ναι για σένα ξόμπλια όμοια με πέρδικας φτερά – θα’ θελα μερικά από τ’ αστεία που μαζί ξαναφέρναμε (α εκείνες οι συμπαιγνίες) να χαμογελάνε ακόμα με λακκούβες στην άκρη των χειλιών – θα’ θελα να είχαμε πάει οι δυο μας στην πόλη άλλοθι όλων των σύννεφων – θα’ θελα όταν τα σανίδια κάτω στο πάτωμα τρίζουνε ξαφνικά τη νύχτα την ίδια ώρα που τα έπιπλα και η κασέλα αντιλαλούν – θα’ θελα να δημιουργείται το γνωστό έργο της συγκεκριμένης μουσικής που λέγεται «κοντσέρτο για έναν άνθρωπο μόνο» – θα ’θελα εσένα που η καρδιά σου πιάνει από την διώρυγα του Μπέριγκ μέσα απ’ όλη τη Ρωσία και απ’ το φαράγγι Λονδίνο Παρίσι Γενεύη για να φτάσει ως το Αιγαίο – θα ’θελα όποιοι και να ’ναι οι πόθοι που έχεις να σου τους φέρνει ο γέρο άνεμος μπροστά σου εκεί που στέκεις να πέφτουνε βροχή όπως τα βατράχια τα σαλιγκάρια και άλλα μικρά ζώα που μας έρχονται έτσι από μακρινές περιοχές υπερπόντιες να σε κοιτάει ο κόσμος και να σαστίζει βλέποντας τον εσαεί ευδαίμονα άντρα

μαζί δεν λέγαμε ότι για την τύχη μας οι πόθοι σαν χορταίνουν άλλους πόθους γεννάνε θα’ θελα μα πόσο θα’ θελα ναι θα’ θελα αμέσως τώρα τώρα θέλω να ξεμαλλιάσω λίγο τη σύνταξη για να σε τραγουδήσω όπως έμαθα στο Παρίσι εσένα σ’ έχω Δεινόσαυρο από τους πιο εκπληκτικούς εσένα σ’ έχω βότσαλο φρούτο απαλό που τ’ ωρίμασε η θάλασσα σ’ ερωτεύω σε ζηλεύω σε γιασεμί σε καλπασμό αλόγου μες στο δάσος το φθινόπωρο με φοράω νέγρικο προσωπείο για να μας θέλεις εσύ με κεντρίζεις μεταξένια άσπρο μου κουκούλι με κοιτάζεις πολύ προσεκτικά tu m’ abysses tu m’ oasis je te gougouch je me tombeau bientôt εσένα σ’ έχω δέκα ανθρώπους του Giacometti σ’ έχω κόνδορα καθώς απλώνεσαι πάνω από τις Άνδεις σ’ έχω θάλασσα γύρω τριγύρω από τα νησιά του Πάσχα εσύ σπλάχνο μου πως με γεννάς σε μίσχος σε φόρμιγξ με φλοισβίζεις σε ζαργάνα α μ’ αρέσει δυο κροταλίες όρθιοι στρίβουν και ξαναστρίβουν γλιστρώντας ο ένας γύρω απ’ τον άλλο όταν σταματήσουν η περίπτυξή τους είναι το μονό- γραμμά σου tu m’ es Mallarmé Rimbaud Apollinaire je te Wellingtonia je t’ocarina εγώ σε Τσεπέλοβο Πάπιγκο Ελαφότοπο εγώ σε Βίκο με τα γιοφύρια του κει που διαβαίνει ο χρόνος σ’ έχω πει και ψέματα για να τους ξεγελάσουμε εγώ σ’ έχω άρωμα έρωτα σ’ έχω μαύρο λιοντάρι σε ονειροβάτησα μαζί μου ως το γκρεμό εσέ ασύλληπτο θυμάμαι και τον ύπνο μου χάνω

εσύ μάχες και ένσαρκα άλογα του Uccello

εσύ δωρητής (δεξιά κάτω της εικόνας) εκείνου του μικρού κίτρινου αγριο-λούλουδου εσύ κένταυρου ζέση

εσύ συντεχνία ολάκερη που έργα ποιείς διαβαίνοντας εν τη ανωνυμία je te ouf quelle chaleur tu m’ accèdes partout presque je te glycine

εσύ φεγγάρι που ένα σύννεφο αναβοσβήνει

εσύ δε βαριέσαι παράτα το το σύμπαν έτσι που το’ χουμε αλαζονήσει και δαύτο πώς να συναντηθούμε ποτέ

εσύ σε τρυφερό λόγο με το λόγο έτσι δεν είναι πες εσύ σελίδα μου

εσύ μολύβι μου ερμηνευτή μου σε ανοίγω συρτάρια πώς γιατί δεν ήρθες τόσες φορές σε ξεμάκρυνα εγώ λέω τώρα δίχως τέλος λυπάμαι σε κρυάδα γνώρισες ποτέ την καρδιά μου σε μιαν έκπαγλη χρονιά ανταμώσαμε σε ληστεύω από αλλουνού τα χέρια σε ακούω από δω από κει σε σιωπώ μες στην απέραντη τρυφερότητα σιγά σιγά να καταλαγιάσουμε όλα δεν τα’ χω πει…

ΜΕ ΕΚΡΙΖΩΝΕΙΣ“

Αφιερωμένο στον Ανδρέα Εμπειρίκο

Μάτση Χατζηλαζάρου
(Θεσσαλονίκη, 17 Ιανουαρίου 1914 – Αθήνα, 16 Ιουνίου 1987)

Η Μάτση Χατζηλαζάρου θεωρείται από πολλούς ως η πρώτη Ελληνίδα υπερρεαλίστρια ποιήτρια. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1914 από μεγαλοαστική οικογένεια και νονός της ήταν ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος. Το όνομά της ήταν έμπνευση της ίδιας παιδί, όταν δεν μπορούσε να προφέρει το βαφτιστικό Μαρία-Λουκία. Η οικογένειά της, σταδιακά, θα καταστραφεί ολοσχερώς οικονομικά και η Μάτση θα χάσει και τους δύο γονείς της μέσα διάστημα έξι μηνών. Θ’ ακολουθήσουν τρεις αποτυχημένοι γάμοι σε νεαρή ηλικία, ο τρίτος με τον Ανδρέα Εμπειρίκο.

Η Μάτση γνώρισε τον Εμπειρίκο με αφορμή την ψυχανάλυση, έζησαν ένα θυελλώδη έρωτα που κατέληξε σε γάμο και αυτός τη μύησε στον υπερρεαλισμό και στην ποίηση. Χώρισαν τέσσερα χρόνια αργότερα όταν εκείνη τον εγκατέλειψε για τον ποιητή Ανδρέα Καμπά. Μετά και τον δεύτερο γάμο του Εμπειρίκου το 1947, η Μάτση δε συναντήθηκε ποτέ ξανά μαζί του. Ο Εμπειρίκος πέθανε το 1975 και δέκα χρόνια μετά, σε ηλικία 71 ετών, η Μάτση έγραψε το τελευταίο της ποίημα. Την “Αντίστροφη Αφιέρωση”.

Είχε πει: “Η ποίησή μας είναι η ζωή” και “Τα ποιήματα που αγαπώ, θέλω να τα ζήσω μαζί σου”.

“Τα αληθινά κορίτσια δεν χάνονται ποτέ. Δεν τ’ αρπάζει ο καιρός. Ξανάρχονται με τη μορφή βιβλίων, προσευχών και τραγουδιών…”. Μάνος Χατζιδάκις για τη Μάτση Χατζηλαζάρου

Το 1946-1947 η Μάτση Χατζηλαζάρου βρίσκεται στο Παρίσι. Έφυγε με το θρυλικό πλοίο “Ματαρόα” τον Δεκέμβριο του 1945, μαζί με την αφρόκρεμα νέων καλλιτεχνών, συγγραφέων, στοχαστών και επιστημόνων, με υποτροφία του γαλλικού κράτους. Ο Ανδρέας Εμπειρίκος, με τον οποίο έζησε παντρεμένη μέχρι το 1943, την έχει εφοδιάσει με συστατικές επιστολές για να συναντήσει Γάλλους υπερρεαλιστές και ψυχαναλυτές. Και η Μάτση του γράφει γι’ αυτές τις συναντήσεις, για τις εμπειρίες της και για τις εντυπώσεις της από το Παρίσι, πού ανασυντάσσεται μετά τον πόλεμο.
“Καθώς η ζωή και το έργο της Μάτσης Χατζηλαζάρου, της πρώτης Ελληνίδας υπερρεαλίστριας, είναι άμεσα συνδεδεμένα, αφού η Μάτση έζησε με τρόπο ποιητικό και έγραψε ποίηση με τρόπο βιωματικό, το υλικό που σχολιασμένο δημοσιεύεται στη συνέχεια μπορεί να διαβαστεί με ποικίλους τρόπους: ως αυθεντικές ψηφίδες που ανασυνθέτουν το κλίμα και την ατμόσφαιρα μιας ενδιαφέρουσας και κρίσιμης πνευματικής εποχής, ως τεκμήρια μιας βαθιάς προσωπικής και πνευματικής σχέσης, ως υποστηρικτικό υλικό για την κατανόηση του έργου της ποιήτριας, ως τα τεκταινόμενα της ζωής και του έργου της, ως κείμενα με σχόλια ποιητικής, ως ανεξάρτητες κειμενικές μονάδες πού εμπεριέχουν αφ’ εαυτού τους λογοτεχνική αξία. Πρόκειται, επομένως, για μια διπλή επίσκεψη: σε μια ποιήτρια, άλλα και σε μία εποχή”. [Από την εισαγωγή του Χρήστου Δανιήλ]

Οι ανέκδοτες μέχρι σήμερα επιστολές της Μάτσης συνοδεύονται από 4 εξαιρετικά, άγνωστα ποιητικά γραπτά της και 3 γαλλικά ποιήματα του Ανδρέα Εμπειρίκου της ίδιας περιόδου, καθώς και από πλούσιο ακυκλοφόρητο φωτογραφικό υλικό, όπου το ζευγάρι αλληλοφωτογραφίζεται το 1940 και το 1945.

«Εφθάσαμε»

«Αγαπητέ μου Ανδρέα, εφθάσαμε. Η ταλαιπωρία στα τραίνα τα ιταλικά δεν περιγράφεται – ας είναι! Από τον Τάραντο και πέρα, εγώ τουλάχιστον, εταξίδευα σαν μέσα σ’ έναν εφιάλτη, έχοντας χάσει κάθε ελπίδα ότι θα δω ποτέ το Παρίσι (…). Είμαι ακόμη τελείως σαστισμένη, ζω έναν καινούριο έρωτα με το Παρίσι, χωρίς να ‘χω ακόμη προσαρμοστεί στον ρυθμό και στην ατμόσφαιρα του καινούριου εραστή (…). Δεν έχω μεταχειριστεί κανένα από τα γράμματα που μου ‘δωσες, ούτε και των αλλωνών. Δεν έχω προς το παρόν θέση, μέσα μου, για καμμιά ανθρώπινη γνωριμία (…) Η Βιβίκα τι κάνει; Πώς θα ‘θελα όλοι οι άνθρωποι που αγαπώ να ήσανε εδώ…».

Ο Ανδρέας Εμπειρίκος και η Μάτση Χατζηλαζάρου στο γαμήλιο ταξίδι τους στο Ναύπλιο, το 1939. Λίγο μετά την Κατοχή χώρισαν, αλλά στην ουσία δεν έπαψαν να επικοινωνούν ποτέ.

Γραμμένη σ’ επιστολόχαρτα του Hotel Lutecia, η πρώτη επιστολή της Μάτσης Χατζηλαζάρου αναφέρεται στο θρυλικό ταξίδι του «Ματαρόα» με τις απίστευτες κακουχίες, που έχει μόλις ολοκληρωθεί. Ανάμεσα στους συνταξιδιώτες, ο τότε σύζυγός της Ανδρέας Καμπάς, ο μετέπειτα σύντροφός της Κορνήλιος Καστοριάδης, ο Κώστας Αξελός, η Μιμίκα Κρανάκη, ο Νίκος Σβορώνος, ο Μέμος Μακρής, ο Αριστομένης Προβελέγγιος, ο Κώστας Κουλεντιανός, ο Μάνος Ζαχαρίας και δεκάδες άλλοι.

Έκθαμβη μπροστά στην ομορφιά και την οργάνωση της γαλλικής πρωτεύουσας, η νεαρή ποιήτρια έχει αρχίσει πια να αντιλαμβάνεται τι έθελγε το «gougouchaki» της, όπως προσφωνεί χαϊδευτικά τον Εμπειρίκο, σ’ αυτή τη χώρα όπου εκείνος μεταξύ 1927 και 1931 είχε κάνει ψυχανάλυση με τον Ρενέ Λαφόργκ. Χάρη στην ψυχανάλυση, θυμίζουμε, είχαν γνωριστεί οι δυο τους. Ο Εμπειρίκος ασκούσε το επάγγελμα στην Αθήνα από το 1935, σ’ αυτόν είχε καταφύγει η Μάτση με τους δύο ήδη αποτυχημένους γάμους, κι όπως θα έγραφε λίγο αργότερα ο ποιητής στο «Γήπεδον» (που δημοσιεύτηκε 30 χρόνια μετά, στα «Γραπτά ή Προσωπική μυθολογία»), «το τραύμα σου το είχα επουλώσει και οι λέξεις που λέγαμε μας πλησιάσανε τόσο, που και η σιγή και το διάκενο των ημερών πριν γνωρισθούμε χαθήκαν ολοτελώς»…

«Η πολιτική, όλο ψέματα και ανηθικότης»

«Αγαπητό μου gougouchaki», επανέρχεται η Χατζηλαζάρου στις 16/2/46, «γνώρισα τον Tzara και τσακωθήκαμε από την πρώτη στιγμή αγρίως. Εκείνος με είπε σχεδόν ταγματαλήτισσα και collaboratrice και εγώ τον είπα περίπου ηλίθιο και αφελή να πιστεύει κατά λέξη την προπαγάνδα του Κ.Κ. Στο τέλος, όταν κάπως καλμάραμε, μου λέει: “Εχω γνωρίσει έναν συμπαθέστατο έλληνα, τον Εμπειρίκο”. “Μάλιστα”, του λέω, “πρώην άντρας μου”. “Ah oui?”, με ύφος λέει, “ε τότε, κυρία μου, ίσως να μην είστε και τόσο φριχτή” (…)».

Η Μάτση δεν κρύβει πόσο την τρομάζουν πολιτικές διενέξεις σαν την παραπάνω, με τον ρουμανικής καταγωγής Τριστάν Τζαρά, πρωτεργάτη του ντανταϊσμού. «Βλέπω ότι όλοι είναι παθιασμένοι και εντεταγμένοι αριστεροί. Εμείς που δεν είμαστε, τι παρασταίνουμε μες στην εποχή μας; Τους Αλεξανδρινούς; Τους decadents; Όσο πάει η πολιτική μού γίνεται πιο αδιάφορη και μισητή, όλο βρωμιά και ψέματα και ανηθικότης. Αλλά φαίνεται ότι άμα έχεις πίστη δε θα ερευνάς. Σε λίγο όλοι οι καλλιτέχνες θα κάνουνε μια ορισμένη τέχνη, όπως άλλοτε όλοι κάνανε χριστιανική τέχνη. Ευτυχώς που εμείς είμαστε στο μεταίχμιο κι έτσι προφταίνω να είμαι με τους Αλεξανδρινούς. Νομίζω ότι αν γίνει κομμουνισμός σ’ όλη την Ευρώπη, θα προτιμήσω να μπαρκάρω για την Αμερική. Μια ζωή είναι αυτή, θα κοιτάξω να τη ζήσω σύμφωνα με τον εαυτό μου. Δεν έχω δυστυχώς ταμπεραμέντο πιστού…».

Η Μάτση Χατζηλαζάρου είναι φουρκισμένη για έναν επιπλέον λόγο. «Αισθάνομαι πιασμένη στη φάκα, γιατί τώρα ξέρω ότι αν πρέπει να ζήσω όλη μου τη ζωή έξω από την Ελλάδα θα αισθάνουμαι πάντα εξόριστη. Τι τα θέλεις, εγώ είμαι Ρωμιά. Αλλά πάλι δεν αντέχω ν’ αντιμετωπίσω πολιτικές φουρτούνες άλλες στον τόπο μου…». Όσο περνούν οι μέρες, πάντως, το «ρωμέικο» εξακολουθεί να της λείπει, αλλά «λιγότερο έντονα, λιγότερο υστερικά».

Στο επόμενο γράμμα αναφέρει στον Εμπειρίκο τη γνωριμία της με τον ανιψιό του Πικάσο, τον Ισπανό ζωγράφο Ξαβιέ Βιλατό, τον εραστή που θα διαδεχτεί τον Καμπά και με τον οποίο θα συζήσει ως το 1954, ενώ πλέκει και το εγκώμιο της νυν κυρίας Εμπειρίκου: «Η Βιβίκα μού έγραψε ένα γλυκύτατο γράμμα. Είσαι τυχερός – και αυτή συνδυάζει έναν κόσμο τετραδίου μικρού κοριτσιού με μια Μεσόγεια ωριμότητα και μια ρέμβη εις το βλέμμα όπως του Σηκουάνα. Βλέπω ότι αυτή η τελευταία φράση για το βλέμμα της Βιβίκας θα με βοηθήσει να τελειώσω το ποίημά μου για τον Σηκουάνα, που μέρες τώρα με παιδεύει».

Το αιώνιο σαράκι

Κάτι άλλο που δηλώνεται στο γράμμα της 16/2/46 είναι η περηφάνια της Μάτσης για το ότι της είναι αφιερωμένη η «Ενδοχώρα»: «Ας τη βλέπουνε οι νέοι την “Ενδοχώρα” και ας μάθουνε ότι αξίζει κανείς να γράφει μονάχα αν έχει αυτό το ποιητικό περίσσευμα που ξεχειλάει στο χαρτί…». Υπάρχουν όμως και νύξεις για την ψυχική της «κακοκαιρία», μολονότι η ίδια εμφανίζεται καθησυχαστική: «Μην τρομάζεις με τα περί καημού», γράφει στον Εμπειρίκο. «Καθένας μας έχει κατά καιρούς απελπισίες. Ποιος ξέρει, αν δεν με παίδευε αυτό, σίγουρα θα ‘χα κανέναν άλλον ψυχοφάγο. Νόστιμο αυτό με τον ψυχοφάγο, ε;».

Τι ακριβώς παιδεύει τη Χατζηλαζάρου; Στο «Μάης, Ιούνης και Νοέμβρης», την παρθενική ποιητική της συλλογή, την πρώτη στη νεοελληνική γλώσσα, όπου μια γυναίκα συζητά τα του έρωτα και της ζωής χωρίς ενοχές, μ’ εντυπωσιακή αμεσότητα κι ελευθερία, η Μάτση φωνάζει: «Φέρτε μου να γεννήσω όλα τα μωρά της πλάσης». Απ’ ό,τι φαίνεται, όμως, σιγά σιγά η βεβαιότητα της τεκνοποιίας ακυρώνεται μέσα της. Στο «Ετούτος είναι ο τόπος της ζωγραφικής», που συνθέτει το ’46 στο Παρίσι, εκτός από τα ζητήματα της σχέσης της με την Ελλάδα και το νέο τόπο που γνωρίζει, διαβάζει κανείς και τα εξής: «Μα εμένα με κυνηγάει ο τόπος μου/ εμένα που δεν ξέρω ν’ αγκαλιάσω/ με κυνηγάει το παιδί/ εκείνο που θα ‘πρεπε να ‘χω γεννήσει…».

Από την εισαγωγή του κιόλας, ο Χρήστος Δανιήλ επιχειρεί να θίξει το θέμα με πολλή διακριτικότητα. Η αίσθηση που φαίνεται να έχει αποκομίσει είναι πως η Μάτση Χατζηλαζάρου εγκατέλειπε τους αγαπημένους της όταν τα πράγματα σοβάρευαν κι εκείνοι ήθελαν να κάνουν οικογένεια, επειδή η ίδια δεν μπορούσε να κάνει παιδιά. Όλοι οι σύντροφοί της έκαναν στη συνέχεια οικογένειες. Κι απ’ τη μεριά της διατηρούσε μ’ όλους καλές σχέσεις, και με τις γυναίκες και με τα παιδιά τους. Να λοιπόν που η στερεότυπη εικόνα της ελευθεριάζουσας Μάτσης των πολλών, επώνυμων εραστών ανατρέπεται. «Ήταν ελευθεριάζουσα, αλλά για λόγους πιο βαθείς», λέει ο Χρήστος Δανιήλ.

Εκείνο που εξέπληξε πάνω απ’ όλα τον ίδιο, είναι το… «gougouchaki μου», γιατί χάρη σ’ αυτό το χαϊδευτικό φωτίστηκε ένα αίνιγμα. Στην «Αντίστροφη μέτρηση», το αριστούργημα της Χατζηλαζάρου, όπως πιστεύει, υπάρχει ένας στίχος ακατανότητος: je te gougouch. «Το ποίημα αυτό το έγραψε προς το τέλος της ζωής της, θέλοντας να πει τα πάντα στον Εμπειρίκο με τρόπο υπερρεαλιστικό. Όταν το γράφει, ο μόνος ερμηνευτής αυτού του στίχου έχει πεθάνει, αλλά τη Μάτση δεν την ενδιαφέρει τι θα καταλάβουμε εμείς. Στον Εμπειρίκο απευθύνεται, είναι απίστευτα ειλικρινής».

Ο Χρήστος Δανιήλ θεωρεί πως μετά την αναλαμπή των αναφορών του Χατζιδάκι στη «Μάτση των ονείρων» και παρά τα μαθήματα πανεπιστημιακών, όπως του Δάλλα ή της Φραντζή, πάνω στην ποίησή της, η Χατζηλαζάρου δεν έχει πάρει τη γραμματολογική θέση που της αξίζει στο κίνημα του υπερρεαλισμού. Οι μελέτες του, πάντως, ανακίνησαν το ενδιαφέρον γύρω από το έργο και την προσωπικότητά της, έχοντας πυροδοτήσει από την περσινή θεατρική παράσταση της Κονδυλάκη μέχρι το φιλολογικό μνημόσυνο που οργάνωσε ο Μάριος Μέσκος στο χωριό της Μάτσης, απ’ όπου κρατάει κι αυτός.

«Μπρετόν; Τσου!»

Η Μάτση Χατζηλαζάρου άνοιγε πόρτες μόνη της στον κύκλο των υπερρεαλιστών και ήταν επιλεκτική με τις συντροφιές της. «Γεγονός είναι», επισημαίνει ο Δανιήλ, «πως από τον Τζαρά ως τον Μπρετόν, όλοι τους της μιλούσαν ζεστά για τον Εμπειρίκο. Το τονίζω αυτό, γιατί κάποιοι εδώ αμφισβήτησαν πόσο στενή ήταν η σχέση του Εμπειρίκου μαζί τους». Ιδού πώς περιγράφει η Μάτση τη συνάντησή της με τον Μπρετόν και την αποστροφή που ένιωσε βλέποντας την «αυλή» του.

«Επήγα με τους Dominuez, με τους οποίους είμαι πολύ φίλη, στα Deux Magots – εκεί βασίλευε σ’ ένα μακρύ, μακρύ τραπέζι ο Breton. Κάτι το Σικελιανόν στο ύφος. Μόλις με συστήσανε μου ρώτησε τι γίνεσαι, μου είπε ότι όλον τον πόλεμο σε σκεπτότανε με μεγάλο ενδιαφέρον και φιλία και ήτανε τόσο ευχαριστημένος να ‘χει επιτέλους νέα σου. Του είπα όσα νέα σου μπορούσα να σκεφθώ και εν ολίγοις την κατάσταση της φιλολογίας στην Ελλάδα, την επιρροή του υπερρεαλισμού κ.λπ. Για την Αμερική εγύρισε με αίσθημα βαθιάς αηδίας και μίσους (…). Ίσως να ‘χει δίκιο -καταλαβαίνω ότι η Αμερική τώρα πρέπει να ‘ναι φρίκη, δεν έχω μάλιστα καμμιά αμφιβολία (…).

»Πάντως ο Breton φαίνεται τώρα σε δύσκολη θέση, έχει χάσει όλα του τα καλύτερα παλικάρια και ο ίδιος επειδή δεν έζησε αυτόν τον πόλεμο μοιάζει σα να ‘χει μείνει πίσω σε κάτι. Τώρα καταλαβαίνω ότι ο υπερρεαλισμός ήτανε κάτι πολύ σπουδαιότερο απ’ ό,τι φανταζόμουνα – ίσως πολλοί καλλιτέχνες υπερρεαλιστές από τους καλύτερους να μην το ‘χουνε συνειδητοποιήσει οι ίδιοι. Άσχετα απ’ αυτά ο Breton τώρα μου κάνει την εντύπωση ενός κυρίου που μεταχειρίζεται ένα αλφάβητο που του λείπουνε τρία γράμματα. Ας είναι – μπορεί να τα ξανάβρει. Εγώ εδήλωσα ότι δεν θα ξαναπάω στα Deux Magots να τον ξαναδώ, αν και ήτανε ο πλέον ευγενής μαζί μου – διότι υπάρχει γύρω του μια ατμόσφαιρα αυλής και δουλοπρέπειας ασήκωτη. Αν τον γνωρίσω και γίνουμε φίλοι -σε κανένα σπίτι ή αλλιώς- έχει καλώς, αλλά έτσι τσου!».

Γράμματα από το Παρίσι στον Ανδρέα Εμπειρίκο (1946-1947) Και άλλα ανέκδοτα ποιήματα και πεζά της ίδιας περιόδου Μάτση Χατζηλαζάρου – επιμέλεια: Χρήστος Δανιήλ Άγρα, 2013

Ό,τι έχει σχέση με τη Μάτση Χατζηλαζάρου είναι γνωστό ότι συγκινεί. με αφορά, με εμπνέει, με δονεί! Το βιβλίο από τις εκδόσεις Άγρα που περιλαμβάνει τα γράμματα που έστελνε η Μάτση από το Παρίσι στον Ανδρέα Εμπειρίκο έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Το βιβλίο αυτό περιλαμβάνει επίσης και άλλα ανέκδοτα και πεζά της τής ίδιας αυτής περιόδου, 1946-1947. Επίσης τρία γαλλικά ποιήματα του Εμπειρίκου της ίδιας περιόδου, καθώς και πλούσιο ακυκλοφόρητο φωτογραφικό υλικό, όπου το ζευγάρι αλληλοφωτογραφίζεται (το 1940 και το 1945). Την εισαγωγή, τον υπομνηματισμό και την επιμέλεια έχει κάνει ο Χρήστος Δανιήλ.

Στην εκτενή λοιπόν εισαγωγή του βιβλίου περιγράφεται πώς η Μάτση γνώρισε τον Ανδρέα Εμπειρίκο και δίνεται ανάγλυφα όλη η πορεία της σχέσης τους. Αρχικά ήταν ο ψυχαναλυτής της, όμως δεν άργησαν να συνάψουν ερωτικές σχέσεις και να παντρευτούν. Κάτι αντίστοιχο είχε συμβεί και στον δάσκαλο και ψυχαναλυτή του Εμπειρίκου, τον René Laforgue, o οποίος είχε παντρευτεί αναλυόμενή του. Να σημειωθεί ότι σε συνέντευξη που είχε δώσει η Μάτση, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, στον ψυχίατρο Θανάση Τζαβάρα είχε τονίσει ότι «η μετάβαση από τη θέση της ψυχαναλυόμενης στη θέση της συζύγου έγινε, αφού είχε ήδη ολοκληρωθεί η θεραπευτική διαδικασία». Ακόμα, στην εισαγωγή συναντάμε αποσπάσματα ημερολογίου του Εμπειρίκου όπου μεταφέρει με ποιητικό τρόπο τις σκέψεις και τις εντυπώσεις του για την όλη κατάσταση που αφορά τους δύο εραστές, καθώς και τον απόλυτο τρόπο που βιώνουν τον έρωτά τους.

Ήσουν σαν μια σιγή που τη διαπερνά ο άνεμος

[…]

Στο γήπεδο της συναντήσεώς μας, που έγινε γήπεδο της αγάπης μας,

δεν γειτνιάζουν άλλοι

[…]

Το κέλυφος του παρελθόντος έσπασε και βγήκες εσύ, γιομάτη, οριστική και με βελούδο που άφηνε ημίγυμνο το στήθος σου. Γι’ αυτό τούτο το γήπεδον, δεν θα το λησμονήσω ποτέ. Θα το αγοράσω και ποτέ δεν θα το πουλήσω.

[…]

Στη συνέχεια, ο Δανιήλ μας δίνει εκτενείς πληροφορίες για τα κρίσιμα παιδικά και εφηβικά χρόνια της Μάτσης, για το ποιον της οικογένειάς της, τους εθισμένους στην μορφίνη γονείς της, την πρώιμη ορφάνια της, τις σπουδές της, για την έναρξη της ψυχανάλυσης της Μάτσης μετά τα μέσα του 1936 ή έστω στις αρχές του 1937.

Παρακάτω παίρνουμε μια γεύση από «Τα τεκταινόμενα» του Εμπειρίκου, καθώς και από το «Γραπτά» του, στα οποία, στην ουσία, μας δίνει ένα ολοκληρωμένο πορτρέτο της αγαπημένης του και για πρώτη φορά εκφράζει σε κείμενό του την άποψη / εκτίμησή του για την ποιητική της δημιουργία, η οποία εκείνη την εποχή (Ιανουάριος του 1942) δεν είχε ακόμα εκδηλωθεί δημόσια.

Η Μάτση. Είναι η Μαρία των «Τεκταινομένων», δηλαδή η γυναίκα μου.

[…]

Η ελκυστική και πολυτάλαντη αυτή κοπέλα στέκει και με κοιτάζει με το κεφάλι ελαφρά γερμένο από τη μία πλευρά. Ο άνεμος παίζει με τα μαλλιά της και με το φόρεμά της που αφήνει να διαφαίνονται κάτω από το λεπτό ύφασμα τα στήθη της και άλλες αρμονικές καμπύλες και ωραία σχήματα του σώματός της, κατά τρόπον εντόνως λυρικόν.

[…]

Δράττομαι μάλιστα της ευκαιρίας να επαναλάβω εδώ, ότι η γυναίκα μου είναι κατά την γνώμην μου η μεγαλύτερη ποιήτρια της νεώτερης Ελλάδας.

1

Παρά το απόλυτον της σχέσης τους και του άκρως γοητευτικού τρόπου που κι από τους δύο ποιητικά δηλώθηκε, θα έρθει η μοιραία στιγμή του χωρισμού, το 1943 με πρωτοβουλία της Μάτσης. Όταν γνώρισε τον νεαρό ποιητή Αντρέα Καμπά, συνδέθηκε μαζί του ερωτικά και πήγε να μείνει μαζί του εγκαταλείποντας το σπίτι του Εμπειρίκου. Κι εκείνος τέσσερα χρόνια αργότερα θα παντρευτεί τη Βιβίκα Ζήση (κουμπάρος τους ο Οδυσσέας Ελύτης). Χώρισαν λίγο μετά την Κατοχή, αλλά ποτέ δεν έπαψαν να επικοινωνούν.

Έτσι, ο Εμπειρίκος με τις ενέργειές του θα είναι ένα από τα πρόσωπα που θα συμβάλλει καθοριστικά στη μετάβαση της Μάτσης στο Παρίσι, για το οποίο αναχώρησε το 1945, με το θρυλικό πλοίο «Ματαρόα», μαζί με πολλούς άλλους καλλιτέχνες, συγγραφείς, στοχαστές και επιστήμονες, με υποτροφία του γαλλικού κράτους. Και είχε στα χέρια της σημαντικές συστατικές επιστολές δοσμένες από τον πρώην άντρα της, ώστε να μπορέσει εύκολα να συναντήσει σημαντικές προσωπικότητες της εποχής, Γάλλους υπερρεαλιστές καλλιτέχνες και ψυχαναλυτές.

(3η επιστολή)

Y.Γ. Πάλι αργοπόρησα το γράμμα σου – γιατί ήθελα να φύγει συγχρόνως με της Βιβίκας. Εν τω μεταξύ όμως έλαβα μέσω πρεσβείας την Ενδοχώρα. Μα τί ωραία που είναι, Αντρέα μου. Είναι ποίηση. Δεν ξέρεις πόσο υπερηφανεύομαι ότι μου είναι αφιερωμένη η Ενδοχώρα. Ας την βλέπουνε οι νέοι την Ενδοχώρα κι ας μάθουμε ότι αξίζει κανείς να γράφει μονάχα αν έχει αυτό το ποιητικό περίσσευμα που ξεχειλάει στο χαρτί -και να μην γράφουνε από σαχλαμάρα, όπως θα λιμοκοντόριζαν με μια αλυσίδα στο δάχτυλο (και στον εαυτό μου τα λέω αυτά -μονάχα θέλω να πιστεύω ότι σε μένα ανάμεσα από τις γραμμές ίσως φαίνεται, ότι ίσως καμιά μέρα γράψω).

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε


Τελευταία άρθρα

- Advertisement -