Είχαμε φαγωθεί μέσα μας χωρίς να το πάρουμε είδηση. Εκείνη η λουξ τουαλέτα με τον ιππόκαμπο στα πλακάκια οικόσημο, μια πάπια και γύρω παπάκια, κύκνους και παραδείσια ψάρια, νιπτήρα, λεκάνη, μπανιέρα, μπιντές, παραμπιντές, όλα απαστράπτοντα, είχανε παίξει το ρόλο τους ύπουλα, σκάψανε μέσα βαθιά μας τερμίτες, όπως το σαράκι το ξύλο, και τώρα νιώθαμε κούφιοι.
Θυμάμαι όταν ήρθα από την επαρχία για πρώτη φορά στην Αθήνα και νοίκιασα ένα δωμάτιο χωρίς καμπινέ. Υπήρχε βέβαια ένας πρόχειρος καμπινές στην αυλή, αλλά έπρεπε να κατέβεις μια κατασκότεινη ξύλινη σκάλα που έτριζε και σήκωνε τον κόσμο στο πόδι. Ένα βράδυ που έβρεχε και μ’ έπιασε κόψιμο, τα ‘κανα σε μια εφημερίδα, κι αφού τα πακετάρισα ωραία, ώς και κορδελάκι με φιόγκο τους έβαλα, πηγαίνοντας πρωί πρωί στη δουλειά, τ’ άφησα στη μέση του δρόμου. Θα θυμόσαστε βέβαια πόσα τέτοια πακέτα συναντούσατε τότε στους δρόμους. Μερικοί τα κλοτσούσαν για να μαντέψουν το περιεχόμενο. Λέγεται πως κάποιος το πήγε στην αστυνομία χωρίς να τ’ ανοίξει και ζήταγε εύρετρα. Ε, ένα τέτοιο πακέτο έφτιαξα κάποτε κι εγώ, κι ακόμη τώρα που το θυμάμαι μετά τόσα χρόνια μου έρχονται γέλια.
Εκείνο τον καιρό ήμουν ένας κεφάτος άνθρωπος με λίγες ανάγκες. Ξυριζόμουν μόνο δυο φορές τη βδομάδα, όποτε είχα ραντεβού στο βουναλάκι με μια κοπέλα, που όλο βιαζόταν να γυρίσει στο σπίτι. Όλο σκαστή ήταν κι είχε αυστηρό αδερφό, νοοτροπία σισιλιάνου. Την παντρεύτηκα κι εγώ. Τί να έκανα; Παρά να τρώει μπερντάχι κάθε φορά που αργούσε. Άλλωστε, αυτός είναι ο προορισμός του ανθρώπου, έτσι τουλάχιστον λέγεται. Πάντως, μ’ αυτά και μ’ αυτά, βρέθηκα μ’ όλα τα κουμπιά μου γερά, είναι κι αυτό ένα όφελος, είναι κι αυτό μια ασφάλεια. Τί σιδερωμένα πουκάμισα τον πρώτο καιρό, τί καθαρές αλλαξές, γυαλισμένα παπούτσια, στο καντίνι που λένε.
Είχε και δικό της σπιτάκι, ένα μόνο δωμάτιο, αλλά μεγάλη αυλή, και σιγά σιγά με τις οικονομίες μας, χτίσαμε κουζίνα κι άλλα δωμάτια. Γενικά προοδέψαμε. Πήραμε ψυγείο, πλυντήριο κι η ζωή γινόταν όλο και πιο άνετη.
Μόνο στον καμπινέ καθυστερήσαμε. Στο βάθος της αυλής μέσα σε μια παραγκούλα ήταν μια τούρκικη λεκάνη που με ανάγκαζε κάθε πρωί να κάθομαι στο κότσι, αν κι αυτό ήταν μια καλή άσκηση όπως δε συνήθιζα να κάνω γυμναστική. Στην παραγκούλα υπήρχε κι ένα τενεκεδένιο βρυσάκι που το γέμιζα κάθε πρωί και πλενόμουν. Μπάνιο στη σκάφη. Το Σαββατόβραδο άρχιζε η περιπέτεια. Μ’ έχωνε η γυναίκα στη σκάφη κι έτριβε μέχρι γδάρσιμο. Ας είναι.
Συνέχιζα να προοδεύω. Βοηθός λογιστού ακόμα ξεχρέωνα την κρεβατοκάμαρα, βαρύ έπιπλο με κομοδινάκια κι απάνω αμπαζούρ, σιέλ στο δικό μου, ροζ στης κυράς. Έπειτα έγινα κανονικός λογιστής, τότε που πήραμε κι εκείνο το οικοπεδάκι με δόσεις. Φυτέψαμε μάλιστα και δυο τρία δέντρα που πήγαινα στις αρχές, μετά από επιμονή της γυναίκας μου, κάθε Κυριακή και τα πότιζα. Κατόπιν ξεράθηκαν κι αυτά, πολλές οι δουλειές, αρχιλογιστής πια, γερός ο μιστός και σε λίγα χρόνια ήταν το σπίτι κομπλέ, πλην τουαλέτας. Έμενε σαν επιστέγασμα μιας προσπάθειας είκοσι χρόνων.
«Κάποτε θα ‘ρθει και της τουαλέτας η ώρα», έλεγα στη γυναίκα μου που με γκρίνιαζε πάντα, παραπονιόταν πως έρχεται κανένας επισκέπτης, θέλει να πάει προς νερού του και πέφτουν τα μούτρα της. Κι άλλωστε, τί ήταν πια ο καμπινές εδώ που φτάσαμε; Η ουρά του γαϊδάρου. Κι όπως όλα τα πράγματα που σιάχνονται μια φορά στη ζωή μας βάζομε τα δυνατά μας να γίνουν όσο πιο πολύ μερακλίδικα, έτσι και στην τουαλέτα πήρα όλα τα μέτρα μου για να σιάξω κάτι το ωραίον: Έβαλα πλακάκια πανάκριβα που σχημάτιζαν ένα παράξενο σύνολο με παραστάσεις διάφορες έτσι που να νιώθω ευχάριστα σε τούτο το χώρο, όλα τ’ απαραίτητα είδη υγιεινής, φυσικά και μπιντέ.
Τ’ άλλα είδη δε με πειράξανε. Κομμάτια να γίνει. Έχουν μια χρησιμότητα κι ύστερα στην ηλικία που βρισκόμαστε τώρα ας απολαύσουμε και μεις κάτι. Μόνο ο μπιντές μού την έδωσε και πήρε μπάλα και τ’ άλλα. Ο μπιντές. Γιατί, όπως είμαι δυσκοίλιος και τον είχα μπροστά μου για ώρα, μου φάνηκε να με κοροϊδεύει με κείνο το μακρουλό πρόσωπό του, το ‘να μάτι μπλε τ’ άλλο κόκκινο, τριγωνικά πάνω στο μέτωπο και πεταμένα ίδια βατράχου, το στόμα του καταβόθρα που ρουφούσε τα πάντα με κείνο τον ξαφνικό ρόγχο τελειώνοντας το νερό, σα να μουρμούριζε: Είδες πώς σε κατάντησα; Θυμάσαι όταν πρωτόρθες από το χωριό τί λεβέντης που ήσουνα; Πώς έμπλεξες, κακομοίρη μου, έτσι, μια ζωή — ένα σπίτι; Εγώ είμαι το βραβείο μετά από είκοσι χρόνια δουλειά. Για να πλένεσαι από κάτω. Είδες που σε έφερα;
Με είχανε βάλει στο ζυγό είκοσι ολόκληρα χρόνια με τη θέλησή μου (αυτό είναι το χειρότερο), για να καταλήξω εδώ μπροστά σε μια σειρά άχρηστα πράγματα, κατά τη γνώμη μου, ή που κι αν είναι χρήσιμα, π’ ανάθεμά τα, δεν αξίζουν όσο αυτή η υπόθεση που λέγεται ζωή και νιάτα. Τα καλύτερα χρόνια τα σπατάλησα σαν το μερμήγκι κουβαλώντας και σιάχνοντας αυτό το κολόσπιτο, οικοδομώντας τελικά αυτόν τον μπιντέ, είκοσι χρόνια μου κατάπιε η καταβόθρα του, κι εγώ τώρα έχω μείνει στιμμένο λεμόνι, σταφιδιασμένο πρόσωπο, για ένα μπιντέ.
Με τέτοιες σκέψεις τράβηξα το καζανάκι και μετά πήγα στο παράθυρο ν’ αναπνεύσω λιγάκι, ν’ ακούσω τον ήχο της πόλης. Από παντού ερχόταν ένας παράξενος θόρυβος. Δεν ήταν ο γνωστός θόρυβος απ’ τ’ αυτοκίνητα. Άλλου είδους αυτός: Ένα επίμονο πλατς-πλατς σκέπαζε κάθε άλλη βοή. Έστησα το αυτί και κατάλαβα. Όλο το λεκανοπέδιο της Αττικής είχε μεταβληθεί σ’ ένα απέραντο μπιντέ κι είχαμε καθίσει όλοι επάνω και πλενόμασταν, πλενόμασταν, πλενόμασταν, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες καζανάκια χύνοντας καταρράκτες νερού, χαιρετούσαν την πρόοδό μας.
[Πηγή: Μάριος Χάκκας, Άπαντα, Κέδρος, Αθήνα 1978, σ. 259-263]
Ο Μάριος Χάκκας (1931 – 1972) ήταν πεζογράφος και ποιητής της μεταπολεμικής γενιάς, που διακρίθηκε κυρίως ως διηγηματογράφος. Παρά τον σύντομο βίο του, άφησε ένα πρωτότυπο έργο με βιωματικό χαρακτήρα και εξομολογητική διάθεση, που τον κατατάσσει στους σημαντικότερους Έλληνες διηγηματογράφους του 20ου αιώνα.
Ο Ευθύμιος – Μάριος Χάκκας γεννήθηκε το 1931 στη Μακρακώμη της Φθιώτιδας. Ήταν ο δεύτερος γιος του οδηγού Γεωργίου Χάκκα και της Σταυρούλας Καρατσαλή. Σε ηλικία τεσσάρων ετών εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην προσφυγομάνα και φτωχομάνα Καισαριανή, η οποία με το τραυματικό μικρασιατικό παρελθόν της και με νωπές τις μνήμες της Κατοχής και των «Δεκεμβριανών» διαμόρφωσε τον χαρακτήρα του.
Πολιτική δράση και διώξεις
Μετά την ολοκλήρωση των δευτεροβάθμιών σπουδών του, φοίτησε στη Σχολή Σαμαρειτών (νοσοκόμων) του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού και το 1950 προσέφερε τις υπηρεσίες του στις φυλακές πολιτικών κρατουμένων στη Γυάρο. Τον επόμενο χρόνο έδωσε εξετάσεις στον νεοσύστατο τότε ΟΤΕ, αλλά, παρότι πέτυχε στον διαγωνισμό, δεν προσελήφθη λόγω κοινωνικών φρονημάτων, καθώς είχε συνδεθεί με αριστερές πολιτικές και πολιτιστικές ομάδες της Καισαριανής και του Βύρωνα.
Το 1952 εντάχθηκε στην ΕΔΑ και συμμετείχε στην ίδρυση του εκπολιτιστικού συλλόγου «Φιλοπροοδευτική Ένωση Νέων Καισαριανής». Άρχισε να φοιτά στην Πάντειο, αλλά δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του, λόγω της πολιτικής του δράσης, αλλά και της πολιτικής του δίωξης και φυλάκισης. Στις 30 Απριλίου 1954 συνελήφθη και με βάση τον εμφυλιοπολεμικό νόμο 509/47 «Περί μέτρων ασφαλείας του Κράτους, του πολιτεύματος, του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών» καταδικάστηκε σε φυλάκιση τεσσάρων ετών. Εξέτισε ολόκληρη την ποινή του στις φυλακές της Καλαμάτας και της Αίγινας.
Αποφυλακίστηκε στις 30 Απριλίου 1958 και στις 13 Ιουλίου του ίδιου έτους κλήθηκε να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία ως στρατιώτης γ’ τάξεως (μουλαράς). Αποστρατεύτηκε τον Μάιο του 1960 και αμέσως μετά εργάστηκε ως πλασιέ σε βιοτεχνία πλαστικών. Τον επόμενο χρόνο παντρεύτηκε τη Μαρίκα Κουζινοπούλου και μετακόμισε στον γειτονικό Βύρωνα. Η πολιτική και πολιτιστική του δράση στην Καισαριανή επιβραβεύτηκε με την εκλογή του ως δημοτικού συμβούλου το 1964.
Συγγραφικό έργο και αναγνώριση
Στα ελληνικά γράμματα εμφανίστηκε επισήμως το 1965 με την ποιητική συλλογή «Όμορφο Καλοκαίρι», την οποία τύπωσε με δικά του έξοδα. Το 1966 εξέδωσε τη συλλογή διηγημάτων «Τυφεκιοφόρος του Εχθρού», πολλά από τα οποία είχε γράψει κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας. Με το έργο του αυτό αναγνωρίστηκε από την κριτική ως ένας από τους σημαντικούς και αυθεντικούς πεζογράφους της γενιάς του. Τον ίδιο χρόνο ίδρυσε μία επιχείρηση κατασκευής διακοσμητικών ειδών που συνέβαλε στη βελτίωση των οικονομικών του. Μέσα στο 1966 οι σχέσεις του με την ΕΔΑ, που ήταν προβληματικές από τα προηγούμενα χρόνια, διακόπηκαν οριστικά. Μετά την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας το 1967, συνελήφθη και κρατήθηκε για περίπου ένα μήνα στο αστυνομικό τμήμα Παγκρατίου.
Το καλοκαίρι του 1969 η μοίρα φάνηκε σκληρή μαζί του. Προσβλήθηκε από καρκίνο στα νεφρά και τα επόμενα χρόνια κύλησαν βασανιστικά γι’ αυτόν. Ο καρκίνος εξελίχθηκε σε μεταστατικό και παρότι μετέβη στο εξωτερικό για θεραπεία, η κατάσταση της υγείας του διαρκώς χειροτέρευε. Το προδιαγεγραμμένο τέλος του δεν το εμπόδισε να γράφει ασταμάτητα. Τον Απρίλιο του 1970 ο Θανάσης Παπαγεωργίου ανέβασε το θεατρικό του έργο «Ενοχή» και τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου εξέδωσε το βιβλίο του «Ο Μπιντές και άλλες ιστορίες», στο οποίο κυριαρχεί η πολιτικοκοινωνική κριτική του.
Ο Μάριος Χάκκας πέθανε στις 5 Ιουλίου 1972, σε ηλικία 41 ετών, χωρίς να προλάβει να δει τυπωμένο το στερνό του έργο «Το Κοινόβιο», μία σειρά συγκλονιστικών αφηγημάτων που έγραψε έχοντας την εμπειρία της αρρώστιας του και τον επικείμενο θάνατό του.
Πηγή: SanSimera.gr
– Εικόνα: Νίκος Φωτάκης – Λαϊκά σπίτια, 1939