Τι είναι αυτό που μας συγκινεί (και μάλλον θα μας συγκινεί πάντοτε) στην Αντιγόνη; Η ανυπακοή της απέναντι στην (κοσμική και πολιτική) εξουσία ή, μήπως, το σθένος που επιδεικνύει μπροστά στον θάνατο; Αν τείνουμε προς το δεύτερο, δεν γίνεται να μην αναρωτιόμαστε (κάθε φορά που εκείνη επανέρχεται στον ορίζοντά μας) από πού πηγάζει το συγκεκριμένο σθένος, τι ενδεχομένως περιέχει και κατά πόσο είναι του κόσμου τούτου (σάρκινο, αιμάτινο, χωμάτινο).

Εν πάση περιπτώσει, αρνείται κάτι η Αντιγόνη; Αρνείται τη ζωή; «Η Αντιγόνη δεν αυτοκτόνησε, στην πραγματικότητα, μέσα στον τάφο της, όπως μας αφηγείται ο Σοφοκλής, κάνοντας ένα αναπόφευκτο λάθος. Πώς θα μπορούσε, αλήθεια, η Αντιγόνη να βάλει τέλος στη ζωή της, αφού ποτέ δεν είχε δική της ζωή; Δεν είχε καν τον χρόνο να ασχοληθεί με τον εαυτό της», γράφει η Μαρία Θαμπράνο (1904-1991), μια κορυφαία μορφή της ισπανικής διανόησης στον 20ό αιώνα (υπήρξε, αξίζει να σημειωθεί αυτό, η γυναίκα που διακρίθηκε πριν από όλες με το περίβλεπτο Βραβείο Θερβάντες, το 1988, για την πνευματική της προσφορά).

Ναι, με τις παραπάνω αράδες αρχίζει ο εκτεταμένος και πυκνός πρόλογος της φιλοσόφου, ποιήτριας και δοκιμιογράφου στο μοναδικό θεατρικό έργο που συνέθεσε η ίδια με τίτλο Ο τάφος της Αντιγόνης (La tumba de Antígona, 1967). «Κοιτάξτε και δείτε / τι παθαίνω κι από ποιους / επειδή ευλαβήθηκα την ευσέβεια», ετούτες είναι οι ύστατες λέξεις που ξεστομίζει η «τελευταία βασιλοπούλα» στο έργο του Σοφοκλή, στη μετάφραση του Νίκου Α. Παναγιωτόπουλου εν προκειμένω. Και μετά; Σε αυτό ακριβώς το μετά σπεύδει να εισχωρήσει η Θαμπράνο προκειμένου να δώσει τη δική της μεταφυσική εκδοχή για την Αντιγόνη, με τη συμβολική μορφή της οποίας ανέπτυξε καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής της (της εξόριστης ζωής της, λόγω του ισπανικού εμφυλίου πολέμου) μια σταθερή και έντονη ταύτιση (όπως μαρτυρούν, ποικιλοτρόπως, κείμενα και αρχεία).

Η δραματουργία της Θαμπράνο οργανώνεται γύρω από τη «δεύτερη γέννηση» της Αντιγόνης. Τι συμβαίνει δηλαδή κατά το διάστημα που η ίδια (παρθένα και ανύμφευτη, εγκαταλειμμένη από τους θεούς και ολομόναχη) βρίσκεται πλέον μέσα στον τάφο αλλά δεν έχει ακόμα πεθάνει και παραμένει ζωντανή; Τι συντελείται στον χρόνο αυτόν, τον οποίο η Θαμπράνο χαρίζει στην οριακή της ηρωίδα, «μια κοπέλα χωρίς μέλλον», μια κοπέλα αμόλυντη που θυσιάζεται ως το πολύπλευρο θύμα μιας γενιάς και μιας πόλης; Η Αντιγόνη μιλά (πότε με αταλάντευτη διαύγεια, πότε με έναν εύθραυστο παροξυσμό) μα και συνδιαλέγεται με πρόσωπα και πλάσματα και φαινόμενα οικεία (μεταξύ άλλων, τον πατέρα της Οιδίποδα, τα αδέλφια της, τον αρραβωνιαστικό της, ακόμα και τον Κρέοντα, που μάλιστα επιχειρεί να τη μεταπείσει).

Η Αντιγόνη μες στις πέτρες που μαυρίζουν και πικρίζουν αναγνωρίζει τον εαυτό της, το πεπρωμένο της ατομικότητάς της, τον βίο που δεν έχει βιώσει, για πρώτη φορά. Αυτό είναι το τραγικό, το φοβερό. Και για τη Θαμπράνο η Αντιγόνη εκπέμπει φως ακατάλυτο, συνιστά την «αυγή της ανθρώπινης συνείδησης» και «θα έχει ζωή και φωνή όσο διαρκεί η Ιστορία». Ζωή και φωνή, ταγμένες στην Αγάπη.

INFOMαρία Θαμπράνο, «Ο τάφος της Αντιγόνης», Μετάφραση – Επίμετρο: Μαίρη Γιόση, Χρήστος Σιορίκης, εκδόσεις Loggia, 2025, σελ. 120, τιμή 12 ευρώ