21.4 C
Athens
Τετάρτη 26 Μαρτίου 2025

Μάνος Καρατζογιάννης, ρεαλιστικός και ουσιώδης

 

Έζησε στη σκηνή κόσμους αμείλικτα βίαιους, διεκδίκησε τη θεατρική σκιά του και πορεύτηκε σε τόπους αποσύνθεσης και «πάχνης». Άλλοτε πάλι συμμετείχε στα δείπνα διαπλοκής μιας διαβόητης… Ιοκάστης. Κάποτε αφηγήθηκε στο κοινό ένα “παραμύθι χωρίς όνομα” και μας κοίταξε στα μάτια μπροστά σ’ ένα “κατώφλι” στολισμένο με μυρωδάτη “μαντζουράνα”. Μάνος Καρατζογιάννης, ηθοποιός πολύτιμης συγκίνησης, ψυχικής συμμετοχής και έξοχης “μπλε μελαγχολίας”. Φιλότιμος, πυρετικός, γοργός, ρεαλιστικός και ουσιώδης. Mε ένστικτο και δραματικό βάθος. Στην «Παρέλαση» της Λούλας Αναγνωστάκη, μια ιστορία θεατρικής απόσταξης, εσωτερικής πίεσης, εγκλεισμού, απομόνωσης, ασφυκτικής εξορίας και μαγικής συμπύκνωσης, έχει κατακτήσει και κατανοήσει το ρόλο του Άρη. Σκηνοθετημένος από τον Ένκε Φεζολλάρι, ερμηνεύει με σήμανση, νόημα και λογισμό ένα φοβισμένο νεαρό που παρακολουθεί από το παράθυρο τα γεγονότα μιας παρέλασης, πιθανότατα και τα γεγονότα όλης της ζωής. Ο Μάνος Καρατζογιάννης είναι ένας καλλιτέχνης ευγενής, σοβαρός, καθάριος, όμορφος, με πλήθος χαρίσματα. Εμπνέεται από τα ιδανικά του και καθοδηγείται από τις αξίες του. Το αδιέξοδο δεν υπάρχει στο λεξιλόγιό του κι ο συμβιβασμός είναι μια λέξη που δεν αναγνωρίζει. Η τέχνη γι’ αυτόν είναι άνοιγμα και δόσιμο. Στην αχανή στέπα που είναι το θέατρο κατέχει σημαίνουσα θέση μεταξύ των νέων ηθοποιών. Και τώρα που το καλοσκέπτομαι, είμαι σίγουρη πως έχει τις δυνατότητες μα και τον τρόπο να κερδίσει καθετί που επίμονα ζητάει. Άλλωστε ο Μάνος γνωρίζει καλά πως μας διαφεύγει μόνον αυτό που αμελούμε.

Διαβάστε τη συνέντευξη. 

Τη φωτογράφηση πραγματοποίησε ο Αντώνης Ψαρράς

* Γεννήθηκα στην Αθήνα. Μεγάλωσα στο Παγκράτι κοντά στο Άλσος και αργότερα στα Μελίσσια. Όταν όμως σκέφτομαι τα παιδικά μου χρόνια, το μυαλό μου και η καρδιά μου πηγαίνουν κατευθείαν στα καλοκαίρια στην Κρήτη μαζί με τον παππού και τη γιαγιά, τους γονείς της μητέρας μου. Αυτοί οι άνθρωποι αγαπούσαν χωρίς ιδιοτέλεια κι είχαν μια σπάνια αίσθηση δικαίου και εντιμότητας. Μαζί τους ζούσα κοντά στη φύση και στην ευτυχία. Ακόμα και τώρα, χρόνια μετά το θάνατό τους, η σκέψη μου για τα παιδικά μου χρόνια είναι δεμένη μαζί τους.

Με τι καλλιτεχνικά ερεθίσματα μεγάλωσες;

* Δεν είχα την τύχη να προέρχομαι από οικογένεια καλλιτεχνών. Οι γονείς μου όμως αγαπούσαν τις τέχνες. Ο πατέρας μου μάς έμαθε να διαβάζουμε από πολύ νωρίς και εμένα και την αδελφή μου λογοτεχνικά βιβλία αλλά και εφημερίδες, στις οποίες διάβαζα από μικρός με μανία -χωρίς να ξέρω ακόμα γιατί- τις καλλιτεχνικές σελίδες. Θυμάμαι διάσπαρτα τους γονείς μου να διαβάζουν κυριακάτικες εφημερίδες, θυμάμαι το «Τρία Κλικ Αριστερά» της Κατερίνας Γώγου με αφιέρωση σε μας -κάτι που ακόμα μου προκαλεί εντύπωση. Θυμάμαι ακόμα στα ταξίδια μας να ακούν Σαββόπουλο και Θεοδωράκη και τα σαββατόβραδα να βλέπουμε ταινίες στην τηλεόραση με τους παλιούς κωμικούς.  

Eκείνη την εποχή άρχισες να πρωτοβλέπεις θέατρο;

* Ναι. Ζητούσα από τους δικούς μου να με πηγαίνουν στο θέατρο, ο πατέρας μου μάλιστα είχε κουραστεί τόσο με αυτή μου τη συνήθεια, που συχνά με άφηνε στο θέατρο και ερχόταν να με πάρει με το τέλος της παράστασης. Μια φορά με ξέχασε, στο παλιό «Ακροπόλ» νομίζω, αλλά δεν έκλαψα. Αισθανόμουν πολύ όμορφα με αυτές τις εξόδους, έτσι πρόλαβα να δω αρκετούς από τους παλιούς ηθοποιούς τόσο στο Εθνικό όσο και στο ελεύθερο θέατρο.

Πώς προέκυψε στη ζωή σου το θέατρο ως επάγγελμα;

* Από μικρός δεν επιθύμησα κάτι άλλο. Μόλις τελείωσα το σχολείο έδωσα εξετάσεις στο Υπουργείο Πολιτισμού και έτσι βρέθηκα στη σχολή. Έπρεπε όμως πριν από τη μάχη με τους εξεταστές να αντιμετωπίσω και την αρχική άρνηση του πατέρα μου, ο οποίος είχε για μένα άλλα όνειρα. Κατά τη διάρκεια της φοίτησής μου στη σχολή, ο δάσκαλός μου Γιώργος Αρμένης μου εμπιστεύτηκε το ρόλο του Γιωργάκη στην «Κασέτα» της Λούλας Αναγνωστάκη και έτσι πρόεκυψε το θέατρο.

Ποιους δασκάλους σου θυμάσαι με αγάπη και κρατάς φυλαγμένες τις συμβουλές τους

* Θυμάμαι με πολλή αγάπη τη φιλόλογο που μας δίδασκε τον «Οιδίποδα Τύραννο» του Σοφοκλή στο Λύκειο, την Ελένη Καρύδη, να επιμένει σε μια φράση του Χορού “το δε ζητούμενον αλωτόν, εκφεύγει δε ταμελούμενον”, δηλαδή αυτό που επιθυμείς το κατορθώνεις, σου ξεφεύγει μόνον αυτό που αμελείς.

Από τη δραματική σχολή;

* Θυμάμαι τη Μαρίκα Τζιραλίδου, δασκάλα μου στη σχολή, που τότε δεν καταλάβαινα πολλά πράγματα από τα οποία μου έλεγε και τώρα αρκετά χρόνια μετά το θάνατό της αρχίζω να τα υποψιάζομαι. Από κει και πέρα υπάρχουν φίλοι, σκηνοθέτες και συνάδελφοι που έμαθα και μαθαίνω δίπλα τους.  

Ποιοι ρόλοι του κλασικού ρεπερτορίου σε ενδιαφέρουν;

* Είναι μεγάλη η ευκαιρία που σου δίνουν τα κλασικά έργα να υπάρξεις με πολλούς συμπαίκτες στη σκηνή και να ζυμωθείς μαζί τους. Τα κλασικά έργα, επειδή συνήθως είναι πολυπρόσωπα, σου δίνουν αυτή τη δυνατότητα, να δημιουργήσεις δηλαδή διαφορετικές σχέσεις πάνω στη σκηνή αλλά και να αναμετρηθείς με σημαντικά κείμενα. Αγαπώ το αρχαίο δράμα, τον Σαίξπηρ, τον Τσέχοφ και τον Μπέκετ. Με συγκινούν οι χαρακτήρες τους και τα αδιέξοδά τους. Το αίνιγμά τους και η τραγική τους μοίρα.

Η αναγνωσιμότητα σε απασχολεί;

* Με απασχολεί να αναγνωρίζεται η δουλειά μου και μάλιστα από ανθρώπους που εκτιμώ. Συχνά μάλιστα καλώ ανθρώπους στο θέατρο αν και δεν τους ξέρω τόσο, γιατί τους εκτιμώ και με αφορά η γνώμη τους. Παρ’ όλα αυτά, δε θα έλεγα ότι με απασχολεί να με αναγνωρίζουν.

Η επιθυμία ενός ηθοποιού να αρέσει μήπως είναι τροχοπέδη για την τέχνη του;

* Νομίζω πως ένας ηθοποιός δεν θα έπρεπε να κάνει προσπάθεια να αρέσει στο κοινό. Καταλαβαίνω όμως πως όταν συναντιέσαι με κάποιον, όπως ο ηθοποιός με το θεατή -καλώς εχόντων πάντα των πραγμάτων- θες να αρέσεις. Έτσι δεν είναι; Οποιαδήποτε βέβαια εμμονή, στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτή της φιλαρέσκειας, μπορεί να αποτελέσει τροχοπέδη.

Αντλείς από τον εαυτό σου κι από τις μνήμες σου προκειμένου να πλάσεις ένα ρόλο;

* Αντλώ από παντού, απ’ όπου μπορώ, από βιώματα, τραύματα, μνήμες, φόβους, από ταινίες, μυθιστορήματα, ακόμα και από το ίδιο το θέατρο, τελευταία κι από το Ίντερνετ, από έρευνες, απ’ οτιδήποτε με βοηθά να καταλάβω, να συλλάβω κάτι, από τη φαντασία μου και κυρίως από τις ζωές των άλλων.

Η πρόβα ή η παράσταση αποτελεί τη μεγαλύτερη δοκιμασία;

* Καμιά φορά αισθάνομαι ότι στο θέατρο δεν χειροκροτούν τις παραστάσεις μας αλλά τις πρόβες μας. Θέλω να πω τον τρόπο δουλειάς μας, αυτός άλλωστε καθορίζει την παράσταση και κρίνει την τύχη της. Με αυτή την έννοια είναι πολύ σημαντική η διαδικασία και η χημεία της πρόβας. Είναι χαρά και δοκιμασία μαζί ο αγώνας να συναντήσεις το χαρακτήρα που θα υποδυθείς αλλά και τους συναδέλφους. Η παράσταση επαληθεύει την πρόβα, έπεται.

Τι δεν θα έκανες ποτέ σʼ αυτή τη δουλειά γιατί το θεωρείς αναξιοπρεπές;

Γενικώς οτιδήποτε μου στερεί την ελευθερία, με περιορίζει, στη συνείδησή μου ταυτίζεται με την αναξιοπρέπεια. Δε θα ήθελα να χάσω την ελευθερία της σκέψης μου και εκεί αρχίζει η ανάγκη για επικοινωνία και η δυσκολία της. Από κει και πέρα έχω κάποιες αρχές, στις οποίες επιδιώκω να μένω συνεπής.

Στην «Παρέλαση», το έργο στο οποίο παίζεις, δύο έγκλειστοι νέοι άνθρωποι περιμένουν κάτι να αλλάξει. Υπάρχουν συσχετισμοί με τη σημερινή εποχή;

* Τα αξιόλογα έργα επικοινωνούν με όλες τις εποχές και η “Παρέλαση” έχει αυτή τη δυνατότητα, αν και είναι γραμμένη το 1964. Είναι από τα πιο ανεβασμένα έργα της Λούλας Αναγνωστάκη σε όλο τον κόσμο, στη Γαλλία από τον Antoine Vitez, στο Βέλγιο, στην Ισπανία, στην Τουρκία, στην Ιταλία. Η αλήθεια είναι ότι οι νέοι πάντα περιμένουν κάτι να αλλάξει -στο ανέβασμα της Γαλλίας μάλιστα η παράσταση είχε συνδεθεί με το Μάη του ‘68, όπου η ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον ήταν κυρίαρχη. Υπάρχουν φράσεις του έργου, που αυτόματα δημιουργούν συσχετισμούς με τις μέρες μας: “Οι άνθρωποι όρμησαν και έσπασαν τα σχοινιά, χίμηξαν στην πλατεία αλλά δεν τους αφήνουν, τους σπρώχνουν πάλι πίσω, τους χτυπούν. Οι πρόσκοποι τους χτυπούν με τα σπασμένα σχοινιά, οι άλλοι κατέβηκαν απ’ τα άλογά τους και τους χτυπούν κι εκείνοι με τα κοντάρια τους. Ένας κρατά μια γυναίκα απ’ τα μαλλιά, τη ρίχνει κάτω, την κλωτσά στο πρόσωπο». Η ανάγκη βέβαια για τη συλλογική συνείδηση και η αγωνία να κάνει κάποιος κάτι για όσα συμβαίνουν, όπως λέει η Ζωή στον Άρη, θα είναι πάντα διαχρονική.  

Έχουν κάποιο νόημα οι παρελάσεις στις μέρες μας;

* Σε μια κοινωνία όπου προσπαθεί να ανακτήσει το αίσθημα συλλογικότητας και σε μια χώρα που παλεύει να αποκτήσει ενιαία συνείδηση ίσως εξυπηρετούν κάποιο σκοπό. Δεν είναι τυχαίο ότι τις ημέρες των παρελάσεων επέλεξε ο κόσμος για να διαμαρτυρηθεί. Παρ’ όλα αυτά, οι παρελάσεις δεν είναι πάντα αθώες, συχνά ξυπνούν αγριότερα ακόμη ένστικτα και ακραία φρονήματα.  

Σε ενδιαφέρει το νεοελληνικό έργο;

* Αγαπώ τους Έλληνες συγγραφείς. Είχα την τύχη να συμμετάσχω σε αρκετά νεοελληνικά έργα, όπως η «Κασέτα», ο «Ήχος του Όπλου» και η «Παρέλαση» της Λούλας Αναγνωστάκη, η «Πρόβα» και το «Μαντζουράνα στο Κατώφλι» του Γιώργου Αρμένη, το «Απόψε τρώμε στης Ιοκάστης» του Άκη Δήμου, η «Πάχνη» των αδελφών Αντώνη και Κωνσταντίνου Κούφαλη, ο «Αλτίν» του Μένη Κουμανταρέα («Μπλε Μελαγχολία»), το «Παραμύθι χωρίς Όνομα» της Πηνελόπης Δέλτα σε διασκευή Βαγγέλη Ραπτόπουλου, η «Φανέλα» του Βασίλη Κατσικονούρη και η «Ακροβασία» της Νίνας Ράπη στο πλαίσιο των αναγνώσεων του Εθνικού. Το νεοελληνικό έργο είναι η γλώσσα μας, η ιστορία μας, το παρόν μας, ο τόπος μας. Αποτελεί συχνά σπουδή για εμάς τους νέους ηθοποιούς να μιλάμε το αίσθημα στη γλώσσα μας. Πιστεύω πολύ και στη γραφή του Λεωνίδα Προυσαλίδη («Επτά λογικές Απαντήσεις», «Βαγόνι στα Νερά»). Φοβάμαι όμως πως παρά το γεγονός ότι το νεοελληνικό έργο ανεβαίνει συχνά τελευταία, θα έπρεπε να επαναπροσδιοριστεί η σχέση του συγγραφέα με το σκηνοθέτη, να γίνει πιο στενή και εποικοδομητική, όπως συνέβαινε με τον Κάρολο Κουν και τους πρωτοεμφανιζόμενους τότε Κεχαΐδη, Καμπανέλλη, Αναγνωστάκη.

Σήμερα τι είδους πόλεμο βιώνουμε;

* Βιώνουμε τον πόλεμο της κοινωνικής ανισότητας. Η ψαλίδα μεγαλώνει και ο φτωχός θα γίνει ακόμα φτωχότερος. Κανένας οίκτος για τους αποτυχημένους. Στον Καιάδα όλοι όσοι δεν είναι άξιοι να υπάρχουν. Ζούμε σε μια κοινωνία χωρίς έλεος και δυστυχώς θα πρέπει να μάθουμε να ζούμε σ’ αυτήν.

Ως ηθοποιός τι εφιάλτες έχεις;

* Ότι δε θυμάμαι. Τίποτα. Η απώλεια της μνήμης. Ότι ξεχνάω, όχι μόνο τα λόγια. Κάτι μετέωρο, τρελό. Αυτή είναι μια αίσθηση εφιάλτη, που επανέρχεται.

Ποια πράγματα πιστεύεις ότι έχουν αξία στη ζωή;

* Να παραμένεις άνθρωπος. Να συμβαδίζει ο βίος με το έργο σου.  

Βάζεις μακροπρόθεσμους στόχους; Αν ναι, θέλεις να μας πεις κάποιον;

* Όχι πια… Δεν το επιτρέπουν και οι καιροί. Tο «δoς ημίν σήμερον» έχω αρχίσει να το εκτιμώ τελευταία και με χαλαρώνει. Δε με θλίβει καθόλου.

Τι πρέπει απαραιτήτως να διαθέτει ένας ηθοποιός σήμερα;

* Πίστη για να μετακινηθούν τα βουνά, οι ρόλοι, οι άνθρωποι. Ανάγκη για να πειστούν οι θεοί.

Αν έπρεπε να βάλεις σε μια βαλίτσα ένα βιβλίο, μια ταινία και ένα δίσκο μουσικής, για να τα έχεις για πάντα μαζί σου, ποια θα ήταν;

* «Ιζαντόρα Ντάνκαν, η Ζωή Μου» από τις εκδόσεις «Νεφέλη», το «Τελευταίο Ψέμα» του Μιχάλη Κακογιάννη και το «Αγαπά Με Αν Τολμάς» του Γιαν Σάμιελ. Επιπλέον όλο τον Χατζιδάκι, που τον έχω σε στικ!

Ποιοι στίχοι σου έρχονται αυθόρμητα στο νου;

 * “Έστησε ο έρωτας χορό με τον ξανθό Απρίλη”,  “λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί κι η μάνα το ζηλεύει” κι “όποιος πεθαίνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει”. Από τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του Διονυσίου Σολωμού,  για την ετέρα πατρίδα μου, το Μεσολόγγι.

Τι θα άλλαζες στη νοοτροπία του γείτονά σου, αν μπορούσες;

* Θα μου άρεσε να ήταν πιο ευγενής, όπως τον περιγράφει στον «Περικλέους Επιτάφιο» ο Θουκυδίδης, ότι δηλαδή δεν έπαιρνε στενάχωρη όψη για να μη βλάψει το διπλανό του. Α, και να αγαπάει τη δουλειά του, να την κάνει ευσυνείδητα.

Αγαπάς τα ζώα; Έχεις κατοικίδιο;

* Πάντα είχα σκύλο. Έχω ταλαιπωρήσει πολύ τη μητέρα μου με τα σκυλιά που μαζεύω κατά καιρούς από το δρόμο. Τώρα έχουμε τρία στον κήπο των δικών μου τη Ραλλού, την Έλλη και την Τερέζα. Παλιότερα είχα την Ντου-που και τον Άρη -από την «Παρέλαση»(!)- δε ζουν πια. Είναι πολύ οδυνηρό να χάσεις ένα ζώο αλλά και να τα βλέπεις αβοήθητα στο δρόμο σε μια πόλη αφιλόξενη και αδιάφορη. Πριν από λίγες εβδομάδες η Βίκυ και ο Άρης μου χάρισαν τον Όσκαρ, τον ονόμασα έτσι γιατί είναι ιδιαίτερος και φίνος σαν τον Όσκαρ Ουάιλντ.

Το cat is art ευχαριστεί τον Αντώνη Ψαρρά για τη φωτογράφηση.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε

Τελευταία άρθρα

- Advertisement -