Δύο γυναικείες μορφές βρίσκονται στη σκηνή. Μόνες. Η καθεμία μόνη αλλά με ιδιαιτέρως αποτελεσματική επικοινωνία μεταξύ τους. Καθηλωμένες κατά διαστήματα σε μια πολυθρόνα, με σταυρωμένα χέρια και βλέμμα σκεπτικό, το χαρακτηριστικό βλέμμα του Μπέκετ… Αινιγματικό, σκοτεινό, ίσως και απεγνωσμένο… Δεν δείχνουν την επιθυμία να συστηθούν. Απλώς βρίσκονται ανάμεσά μας και μια αποσπασματική, θρυμματισμένη, σπασμωδική θεατρική εξομολόγηση ακολουθεί. Πρόκειται για την προσωπογραφία μιας γυναίκας που καθημερινά βιώνει με εμμονή τον κοινωνικό της αποκλεισμό. Οι δύο ηθοποιοί που την υποδύονται ταυτόχρονα είναι η Βάσια Βασιλείου και η Ζαχαρούλα Βαλαβάνη της θεατρικής ομάδας “Από το Πουθενά”, στην παράσταση «Λικνίζομαι;», που ανέβηκε στο θέατρο “Επί Κολωνώ”, στο πλαίσιο του φεστιβάλ Off Off Athens.
Οι ωραίες φωτοσκιάσεις, ιδιαίτερα εικαστικές, με φωτισμό συνεχή κι ανεπηρέαστο που διαχέεται, δημιουργούν μια ατμόσφαιρα βυθού στη σκηνή. Κατά διαστήματα το φως (φωτισμοί: Σεμίνα Παπαλεξανδροπούλου) εστιάζει στην πολυθρόνα εποχής, η οποία βρίσκεται στο επίκεντρο του σκηνικού. Ξύλο που φέρει την πατίνα του χρόνου, πλάτη κάθετη, ύφασμα μπροκάρ. Η μία γυναίκα είναι πρόωρα γερασμένη. Μακριά αχτένιστα γκρίζα μαλλιά. Τεράστια μάτια, έντονα βαμμένα άσπρα. Πρόσωπο ανέκφραστο. Λευκά χέρια που κινούνται ακατάπαυστα. Η άλλη γυναίκα μοιάζει με φιγούρα μαριονέτας. Το βραδινό ένδυμα, από γυαλιστερό ύφασμα, δεν αποσπά την προσοχή από την ερμηνεία. Πρόκειται ακριβώς γι’ αυτό που περιγράφει λεπτομερώς ο συγγραφέας στις οδηγίες του. Λικνίζονται και κινούνται, άλλοτε ελαφρά και αργά, άλλοτε γοργά και μεθυστικά, βακχικά σχεδόν, μέσα σε ένα σύννεφο αστραφτερής σκόνης. Βηματίζουν, ψυχαναλύονται, αναζητούν, ελευθερώνονται. Η απομόνωση και η μοναξιά της ζωής βαθμιαία οδηγούν στη στιγμή του θεϊκού παραλογισμού όπου το τίποτα και ο χρόνος παρασύρουν στο απόλυτο χάος ή την απόλυτη λύτρωση…
Μακριές παύσεις, μουσική Katie Jane Garside, πρώτα το ανατριχιαστικό «Dark Angel» και κατόπιν το ποιητικά νοσηρό «Sleep Like Wolves», σχεδιάσματα ερμηνευτικά, παραλλαγές, ένα σύνολο εν ολίγοις στοιχείων που σχετίζονται με τη βιωμένη πορεία του Μπέκετ.
«…στο τέλος τέλος μιας μακρόσυρτης μέρας επέστρεψε στο τέλος επέστρεφε λέγοντας στον εαυτό της ποιον άλλον την ώρα που αυτή σταμάτησε -την ώρα που αυτή σταμάτησε- βηματίζοντας δώθε κείθε τότε που πήγε και κάθησε στο παράθυρό της σιωπηλή στο παράθυρό της απέναντι άλλα παράθυρα…
» …στο τέλος μιας ατέρμονης μέρας στο τέλος πήγε και κάθησε επέστρεψε και κάθησε στο παράθυρό της ανέβασε τις κουρτίνες και κάθησε σιωπηλή στο παράθυρό της στο παράθυρο απέναντι άλλα παράθυρα μόνο παράθυρα όλη μάτια ψάχνοντας παντού πάνω κάτω για κάποιον στο παράθυρό της κάποιον σαν κι αυτήν λίγο σαν κι αυτή μια ζωντανή ψυχή μιαν άλλη ζωντανή ψυχή στο παράθυρό της επιστρέφοντας σαν κι αυτή επιστρέφοντας πίσω στο τέλος τέλος μιας μακρόσυρτης μέρας λέγοντας στον εαυτό της ποιον άλλον την ώρα που αυτή σταμάτησε -την ώρα που αυτή σταμάτησε- βηματίζοντας δώθε κείθε την ώρα που πήγε και κάθησε στο παράθυρό της σιωπηλή στο παράθυρό της στο παράθυρο απέναντι άλλα παράθυρα μόνο παράθυρα όλη μάτια ψάχνοντας παντού πάνω κάτω για κάποιον κάποιον σαν κι αυτήν λίγο σαν κι αυτή μια ζωντανή ψυχή μιαν άλλη ζωντανή ψυχή…».
Οι φωνές ενώνονται με την ηχώ τους, ήχοι παρατεταμένοι, τρία κεριά ανάβουν, τρία μπαλόνια αιωρούνται, ιαχές, κελάρυσμα νερού, χτύποι ρολογιού, κρύσταλλα που σπάνε… Η μηχανή Μπέκετ είναι σουρεαλιστική. Από τους πρώτους και πιο γνωστούς εκπροσώπους του Θεάτρου του Παραλόγου υπήρξε ο Σάμιουελ Μπέκετ. Έκανε θέατρο που αφορούσε το λόγο της ψυχής. Μινιμαλιστικό, απαισιόδοξο, δύσκολο. Θέατρο – παγίδα.
Στα έργα του δεν υπάρχει γραμμική εξέλιξη και η έλλειψη πλοκής είναι ακόμη πιο ολοκληρωτική απ’ όσο σε άλλα έργα του Θεάτρου του Παραλόγου. Συγγραφέας της απογοήτευσης, του αδιεξόδου, της μάταιης αναζήτησης του Θεού, του απελπισμένου κόσμου, του αποσπασματικού λόγου. Δεν είναι τυχαίο ότι τον αποκάλεσαν «προφήτη της απαισιοδοξίας». «Δεν υπάρχει ενότητα στον κόσμο, άρα γιατί να υπάρχει στα κείμενά μας; Ποια η πραγματικότητα; Το έργο, τα ίδια τα κείμενα», είχε πει ο ίδιος.
Άχρονες και άχρωμες ζωές, εγκλωβισμένες μέσα σε καθορισμένες ταυτότητες, πτυχές του φόβου, της ανέχειας, του εφησυχασμού, πρόσωπα που συνυπάρχουν διανύοντας πορείες ματαίωσης και πρόσκαιρης ευδαιμονίας.
Ξεκάθαρη ερμηνεία για τα έργα και για την ερμηνεία των έργων του Μπέκετ δεν υπάρχει.
Όταν τον ρώτησε ο Άλαν Σνάιντερ (σκηνοθέτης της πρώτης παράστασης του «Περιμένοντας τον Γκοντό» στις ΗΠΑ) τι θέλει να πει μ’ αυτό το έργο, ο Μπέκετ απάντησε:
«Αν το ήξερα θα το έλεγα στο έργο».
Και σε μιαν άλλη περίπτωση, απάντησε: «Tι θέλετε κύριε; Πρόκειται για λέξεις˙ δεν έχουμε τίποτε άλλο».
Η Βάσια Βασιλείου και η Ζαχαρούλα Βαλαβάνη έπλασαν μιαν ιστορία που την αφηγήθηκαν με τα σώματά τους και με στοιχεία επαναληπτικότητας. Mια σκηνική σύνθεση εμπνευσμένη από το μονόπρακτο του Σάμιουελ Μπέκετ «Λίκνισμα».
Δημιούργησαν μιαν οπτική δραματική κατάσταση και προσπάθησαν αρκετά καλά και φιλότιμα να μεταδώσουν το στοχασμό και την οδύνη του κειμένου. Πολύ επιτυχής η επιλογή της φωνής της Μαρίας Κάλλας από άριες που έχουν αφήσει εποχή.
Η Βάσια Βασιλείου, που επωμίστηκε και τη σκηνοθεσία, έφτιαξε μια παράσταση μελετημένη, χωρίς βόμβο, με ηχητική υπόκρουση creepy/horror songs, με ανάλαφρα στοιχεία και μια μυστήρια υποβόσκουσα απελπισία.
Άρα τα καλύτερα χρόνια δεν έχουν περάσει, δεν θα χρειαστεί να γυρίσουμε πίσω.
* “O συγγραφέας της εποχής μας πρέπει να εφεύρει μια γλώσσα που να εμπεριέχει το χάος” (Μπέκετ).
* Παίχτηκε τη Δευτέρα 2 Ιουνίου στις 8.45 μ.μ. και την Τρίτη 3 Ιουνίου στις 10 μ.μ.
Συντελεστές
Θεατρική Ομάδα: “Από το Πουθενά”
Σκηνοθεσία/Κοστούμια: Βάσια Βασιλείου
Φωτισμοί: Σεμίνα Παπαλεξανδροπούλου
Sound Design: Νεκτάριος Μεϊντάνης – Martian Arts
Φωτογραφία: Έλλη Σασσαγιάννη – Ellie Art Fotos
Έπαιξαν: Βάσια Βασιλείου, Ζαχαρούλα Βαλαβάνη
– Διάρκεια παράστασης: 45 λεπτά
Πληροφορίες
“Επί Κολωνώ”
Τηλ. 210 – 51.38.067
Ναυπλίου 12 και Λένορμαν 94
Κολωνός
Στάση μετρό Μεταξουργείο και μετά περίπου 8 λεπτά με τα πόδια.