Της Ειρήνης Αϊβαλιώτου
Όποτε τους παρακολουθώ, με αφοπλίζουν. Κάθε λέξη τους έχει την αξία, τη δύναμη, την ευαισθησία που της χρειάζεται. Έχουν μαστοριά. Τις παραστάσεις τους τις ζεσταίνει μια βαθιά ανθρωπιά, η ίδια που ζεσταίνει και τον θεατή που τις βλέπει.
Το επίπεδο της αφηγηματικής τους ευχέρειας προσφέρει μια ουσιαστική και ευεργετική απόλαυση. Mην πιστέψετε ποτέ σε μια μοναδική αλήθεια. Ούτε στη δική σας, ούτε σ’ αυτήν των άλλων. Όλες οι σχολές, όλες οι θεωρίες, θα φανούν χρήσιμες κάπου ή κάποτε. Η θεατρική αυτή ομάδα έχει ασπαστεί με πάθος μία μοναδική οπτική. Αυτήν της απόλυτης και καταιγιστικής απλότητας.
Μιας απλότητας που συγκλονίζει, που συμπαρασύρει, που σε καθιστά συμμέτοχο και αλληλέγγυο.
Οι “Pequod” εμφανίστηκαν στο ελληνικό θέατρο το 2009. Σχεδόν μια τετραετία συγκινήσεων, ανησυχιών και οραμάτων συμπυκνώνεται σ’ αυτό το διάστημα. Απευθύνονται με ευθύτητα, ξεκάθαρο λόγο και απλότητα στο κοινό. Το θέατρο γι’ αυτούς είναι καταρχάς μια τέχνη εμπιστοσύνης, ισοτιμίας και αγάπης.
Η Αγγελική Παπαθεμελή, ο Δημήτρης Ξανθόπουλος και η Νικολίτσα Ντρίζη το απαλλάσσουν από την «παιδική του ασθένεια», το θέαμα.
Την υπερβολή, το φτιασίδωμα, που θολώνει τις αισθήσεις και αποπροσανατολίζει. Μένουν ειλικρινείς, αποφεύγουν τις βολικές κρυψώνες, τις ευκολίες και τα τεχνάσματα. Έκαναν αίσθηση στο χώρο του ελληνικού ερευνητικού θεάτρου παρουσιάζοντας το 2010 το «Γλάρο» του Τσέχοφ από τον οποίον είχαν αφαιρεθεί όλα τα περιττά ερμηνευτικά και αισθητικά επιθέματα, οτιδήποτε χρησιμοποιείται ως περικάλυμμα ευκολίας και αμηχανίας, για να μείνουν μόνο τα ουσιώδη, τα διαχρονικά, τα θεμελιώδη ερωτήματα. Μια άποψη για να χρησιμέψει κάπου, πρέπει να την ασπαστείς ολόψυχα, να την υπερασπιστείς με σθένος.
Προσφέρουν στη δουλειά τους πολλά και αυτή τους ανταποδίδει πολύ περισσότερα, που κι αυτά στο κοινό του θεάτρου με απλοχεριά μεταγγίζονται. Και γύρω τους ολοένα αυξάνονται οι άνθρωποι που τους εκτιμούν και τους υπολήπτονται.
Νέοι αυτοί, με πίστη και ενθουσιασμό, δανείστηκαν το όνομά τους από το γέρικο σκαρί του “Μόμπι Ντικ” και ξεκίνησαν τη μεγάλη περιπέτεια, ένα ταξίδι στην απεραντοσύνη των ωκεανών του θεάτρου και της ανθρώπινης ψυχής. Αγγελική, Δημήτρη, Νικολίτσα, κρατάτε γερά, συνεχίστε την πλεύση κι αφήστε τα πράγματα να κυλούν απαλά, συγκινητικά και απλά, όπως εσείς τόσο καλά γνωρίζετε.
Διαβάστε τη συνέντευξη.
* Στη φωτογραφία (πάνω), από αριστερά η Νικολίτσα Ντρίζη, ο Δημήτρης Ξανθόπουλος και η Αγγελική Παπαθεμελή.
* Οι φωτογραφίες είναι από την παράσταση “Διπλό Βιβλίο” του Δημήτρη Χατζή.
Αγγελική Παπαθεμελή: Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Θεσσαλονίκη, στον όγδοο όροφο μιας πολυκατοικίας στο κέντρο της πόλης. Θυμάμαι έντονα μια παράξενη αίσθηση διπλής ζωής, με το απόλυτο δόσιμο στο παιχνίδι και μια έκρηξη εξωστρέφειας, ενέργειας και χαράς για τρεις μήνες το καλοκαίρι στη Γερακινή της Χαλκιδικής, ακολουθούμενους από εννιά μήνες πραγματικά αβάσταχτης μοναξιάς, βαρεμάρας, σιωπής και απομόνωσης στο σχολείο και την πόλη. Θυμάμαι μια πολύ έντονη φαντασιακή ζωή. Το μυθικό «Κατώι του Βιβλίου» του Μανώλη Μπαρμπουνάκη, ένα υπόγειο γεμάτο βιβλία, γάτες, παπαγάλους και μαϊμούδες, όπου από τα οχτώ-εννιά μου χρόνια εντρυφούσα στον κόσμο του υπνωτισμού, των μυστηριακών θρησκειών και των ΟΥΦΟ. Τη μοναδική παρέμβαση του Μπαρμπουνάκη στις «αναζητήσεις» μου με την ανυποχώρητη άρνησή του για χρόνια να μου πουλήσει έναν τεράστιο τόμο «Πρακτικής Μαγείας». Την έκπληξη όταν η μαμά μου μού είπε για πρώτη φορά πως ό, τι βρίσκω γραμμένο σε ένα βιβλίο δεν είναι υποχρεωτικά αληθινό! Θυμάμαι τη γιαγιά Αγγελική, μια μεγάλη αγκαλιά, την ξαδέρφη μου τη Δήμητρα, είχαμε διαφορά ακριβώς έναν μήνα, τον θείο Γιώργο, τη θεία Μαριάνθη. Θυμάμαι ένα ανοιχτό σπίτι, τους φίλους των γονιών μου, το αίσθημα ασφάλειας του να πηγαίνω για ύπνο με την πόρτα λίγο ανοιχτή ώστε ν’ ακούω μακρινά τους μεγάλους να κάθονται και να μιλούν στο σαλόνι. Θυμάμαι, πολύ μικρή ακόμη, μια στιγμή που συνειδητοποίησα ότι δεν περνάει ούτε μια μέρα που να είμαι χαρούμενη από το πρωί μέχρι το βράδυ χωρίς ούτε μια σκιά και την ασταμάτητη παρατήρηση έκτοτε της κάθε μέρας, προσμένοντας αυτό το απόλυτα ευτυχισμένο εικοσιτετράωρο. Θυμάμαι ακόμα την πολύ έντονη παρουσία της κατά τέσσερα χρόνια μεγαλύτερης αδερφής μου στην παιδική ζωή μου –ήταν για μένα το απόλυτο πρότυπο. Νομίζω πως τη θυμάμαι από πολύ μικρή να μου μαθαίνει να διαβάζω και να γράφω. Θυμάμαι να χοροπηδάμε με λύσσα σε μαξιλάρια πάνω στο κρεβάτι, παίζοντας το δικής μας ανακάλυψης «μπουσιλού». Θυμάμαι πολλά πράγματα που δεν είμαι σίγουρη αν τα θυμάμαι πραγματικά ή τα έχω αναπλάσει στη μνήμη μου από φωτογραφίες.
Δημήτρης Ξανθόπουλος: Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα, στο Περιστέρι. Θυμάμαι όλες τις φιγούρες της γειτονιάς, πολύ παιχνίδι και το σεισμό του ’81.
Νικολίτσα Ντρίζη: Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Πάτρα. Θυμάμαι κι εγώ πολύ παιχνίδι, τις πόρτες των σπιτιών στη γειτονιά μου όλη μέρα ανοιχτές, τις γιαγιάδες να φωνάζουν στα παιδιά επειδή έκαναν φασαρία, τις ιστορίες τρόμου που λέγαμε τις νύχτες και τα πρώτα φιλιά.
Το θέατρο πώς μπήκε στη ζωή σου;
Α.Π.: Μέσω της θεατρικής ομάδας του σχολείου στην Τρίτη Γυμνασίου και μου άλλαξε κυριολεκτικά τη ζωή. Μου πρόσφερε για πρώτη φορά έναν τρόπο να έρχομαι σε επαφή με τους άλλους και με τον εαυτό μου.
Δ.Ξ.: Αργά, όταν προσπαθούσα να βρω τι θα με ενδιέφερε να κάνω με τη ζωή μου.
Ν.Ν.: Στο σχολείο, έπαιρνα μέρος στα εορταστικά δρώμενα για να γλιτώνω ώρες μαθήματος.
Ποιους θεωρείς δασκάλους σου;
Α.Π.: Τη σχολή του θεάτρου «Εμπρός» στο σύνολό της, τον Τάσο Μπαντή, τη Μίρκα Γεμεντζάκη και τον χορευτή butoh Masaki Iwana. Αλλά πολλά έμαθα επίσης συνεργαζόμενη με τον Δημήτρη Μαυρίκιο, την Αλέκα Παΐζη, τον Λευτέρη Βογιατζή και βεβαίως τους “Pequod”.
Δ.Ξ.: Τους δασκάλους μου στη σχολή, Τάσο Μπαντή, Δημήτρη Καταλειφό, Ράνια Οικονομίδου, Αμαλία Μουτούση, Γιώργο Κόρρα και όλους τους ηθοποιούς και σκηνοθέτες που έχω συνεργαστεί.
Ο χορός, η μουσική και το τραγούδι τι ρόλο παίζουν στη ζωή σου;
Α.Π.: Για μεγάλες περιόδους μπορεί να τα ξεχάσω και να λείπουν από τη ζωή μου και μετά πάλι να γίνουν απαραίτητα και να αναρωτιέμαι πώς άντεχα χωρίς αυτά. Ενώ με τα βιβλία και τις ταινίες δε συμβαίνει αυτό, υπάρχουν πάντα.
Δ.Ξ.: Για φανταστείτε να μην υπήρχαν. Ακούω μουσική όποτε και όπου μπορώ, ευτυχώς για τους άλλους δεν πολυτραγουδάω και τρελαίνομαι για πάρτι με χορό και ουίσκι.
Πώς ενωθήκατε και αποφασίσατε τη δημιουργία της ομάδας σας;
Α.Π.: Για μένα η επιθυμία για δουλειά σε συνθήκη ομάδας υπήρχε ανέκαθεν, είχε υποθέτω μεταγγιστεί από τη σχολή, γιατί με αυτό το όραμα είχαμε μπολιαστεί και αυτός ήταν ο τρόπος που μαθαίναμε να δουλεύουμε. Με ανθρώπους δηλαδή και κώδικες που τους γνωρίζεις σε βάθος, με συνθήκες αγάπης και εμπιστοσύνης, με ισοτιμία, με υπευθυνότητα και μεγάλη προσωπική εμπλοκή. Η πραγματικότητα βέβαια διαφέρει αρκετά από τους οραματισμούς και έτσι η επιθυμία είχε αναλωθεί σε συζητήσεις και σχέδια που αναβάλλονταν, μάλλον καλώς. Είχα την τύχη να έχω από την αρχή ενδιαφέρουσες συνεργασίες και αυτό μου επέτρεπε να μην αντιλαμβάνομαι την ομάδα ως απλά το όχημα για «να κάνουμε κάτι» ή «να είμαστε όλοι μαζί», αλλά ως την πραγμάτωση μιας βαθύτερης ανάγκης. Και με τον Δημήτρη η ιδέα είχε συζητηθεί και παλιότερα, πάνω σε μια ιδέα του για το ζήτημα της εργασίας (αργότερα δουλέψαμε σ’ αυτό το θέμα στην «Υπόθεση Εργασίας»), αλλά τότε δεν προχώρησε. Κάποια στιγμή είχε την ιδέα του «Γλάρου» και την απόφαση να δοκιμαστεί στο ρόλο του σκηνοθέτη, σημείο στο οποίο πολλά παλιότερα σχέδια είχαν σκοντάψει, πιστεύαμε ότι συμφωνούμε στα βασικότερα ζητήματα και έτσι, με την υποστήριξη και του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη, ξεκινήσαμε αυτή την περιπέτεια, της οποίας όλοι οι άλλοι συνεργάτες βρέθηκαν στην πορεία. Ως προς εμένα η απόφαση της ομάδας είχε πια παραπάνω από ωριμάσει και την ακολούθησα με μεγάλη πίστη και ενθουσιασμό. Αγαπήσαμε όλοι πολύ αυτή την πρώτη μας δουλειά, της προσφέραμε όλοι πάρα πολλά και μας ανταπέδωσε πολύ περισσότερα.
Δ.Ξ.: Αυτό έγινε σε μια περίοδο που άρχισα να νιώθω πως ήθελα με κάποιο τρόπο να εκφραστώ πιο άμεσα, να ανακαλύψω έναν τρόπο που θα μου επέτρεπε να συνεχίσω να δουλεύω στο θέατρο. Για καλή μου τύχη η Αγγελική δέχτηκε να το κάνουμε και ξεκινήσαμε.
Aν ο “Γλάρος”, η πρώτη παράσταση που ανεβάσατε, δεν γνώριζε την αποδοχή, θα συνεχίζατε;
Α.Π.: Αν εμείς την είχαμε αποδεχτεί και είχαμε αποδεχτεί και ο ένας τον άλλο, φυσικά θα συνεχίζαμε. Αν η πράξη έδειχνε ότι κάτι από τα δύο δεν είχε συμβεί θα υπήρχαν σοβαρά προβλήματα που θα έπρεπε να τα λάβουμε σοβαρά υπ’ όψιν μας… Πάντως αποφασίζοντας να συστήσουμε και τυπικά πια την εταιρεία, εν όψει του «Γλάρου» αλλά αρκετά πριν από το ανέβασμά του, είχαμε ήδη την πρόθεση να έχουμε κάποια συνέχεια και την ενθάρρυνση γι’ αυτή την πιο επίσημη δέσμευση τη χρωστάμε σε μεγάλο βαθμό στον Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη.
Δ.Ξ.: Δεν ξέρω. Το ότι πήγε καλά όμως σίγουρα βοήθησε.
Για ποιο λόγο οι παραστάσεις σας είναι τόσο λιτές και απέριττες;
Α.Π.: Όσο περισσότερο αφαιρείς, τόσο αυτά που πριν έμοιαζαν απαραίτητα τώρα φαίνονται περιττά. Όσο βαθαίνει η σχέση σου με το αντικείμενό σου, τόσο λιγότερη εξωτερική βοήθεια χρειάζεσαι για να είσαι σε επαφή με αυτό. Αν εσύ είσαι σε επαφή μ’ αυτό, ο θεατής δε χρειάζεται πολλές επεξηγήσεις. Αν θέλεις πραγματικά να ερευνήσεις κάτι με ειλικρίνεια, όσο πιο απλά και αφτιασίδωτα πας προς αυτό, τόσο περισσότερα θα βρεις. Τα πολλά θολώνουν την εικόνα και εμποδίζουν. Προσφέρουν βολικές καβάτζες ή κρυψώνες. Η λιτότητα σε αναγκάζει θέλοντας και μη σε μια μεγαλύτερη ειλικρίνεια, απλά και μόνο γιατί είναι πιο δύσκολο να κρυφτείς. Επιτρέπει κάτι πιο αυτοσχεδιαστικό, ένα άνοιγμα σ’ αυτό που προκύπτει εκείνη την ώρα. Σου θυμίζει ότι δε χρειάζεσαι να πιαστείς από κάτι, παρά μόνο από αυτό που ήδη φέρεις, από τον παρτενέρ σου κι ακόμη από το θεατή. Βέβαια το δικαίωμα να σταθείς σκέτος, απροστάτευτος, πάνω σε μια άδεια σκηνή, δεν είναι αυτονόητο. Πρέπει να το κερδίσεις, έχοντας κάτι σημαντικό να πεις και τη διακαή επιθυμία να το πεις.
Δ.Ξ.: Δεν είναι εξυπνάδα αυτό. Μάλλον γιατί μας αρέσουν έτσι…
Τι είναι για σας το αληθινό της σκηνής, να δείχνουμε τα πράγματα όπως είναι στη φύση;
Δ.Ξ.: Δεν ξέρω. Μάλλον αληθινό είναι να προσπαθείς να είσαι ειλικρινής απέναντι σε αυτό που προσπαθεί να πετύχει η εκάστοτε παράσταση.
Σε ποια ηλικία γίνεται, κατά τη γνώμη σας, κάποιος μεγάλος ηθοποιός και γιατί.
Α.Π.: Παίρνοντας ως δεδομένο ότι κάποιος έχει την αντίληψη, την ικανότητα, την επιθυμία και ό, τι άλλο απαιτείται για να γίνει μεγάλος ηθοποιός και είναι μονάχα θέμα ωρίμανσης της συνθήκης. Στην ηλικία που έχει συσσωρεύσει αρκετή ανθρώπινη εμπειρία για να μπορεί να διαβάζει το πραγματικό νόημα των λέξεων, στην ηλικία που έχει καλλιεργήσει την τεχνική του σε ένα βαθμό που να μη χρειάζεται πια να την εφαρμόζει τεχνικά και στην ηλικία που η χαρά του να «παίζει» υπερισχύει των φόβων του. Επίσης στην ηλικία που αναγνωρίζει ποια πράγματα έχουν πραγματικά σημασία και ποια όχι (τόσο στη ζωή όσο και στη δουλειά) και πως ο καιρός που δεν έχει χρόνο και λόγο να ασχολείται με τα μη σημαντικά έχει έρθει.
Δ.Ξ.: Κάποιοι πολύ γρήγορα γιατί απλά είναι το χάρισμά τους, κάποιοι με τον καιρό και την εμπειρία τους και οι περισσότεροι ποτέ.
Ν.Ν.: Ανεξαρτήτως ηλικίας, νομίζω όταν η σχέση του με αυτό που κάνει αποκτά ζωτική σημασία, όταν αποκτά ουσιαστική σιγουριά για τα εκφραστικά του μέσα και παράλληλα δεν χάνει ποτέ την αίσθηση του παιχνιδιού που έχει η δουλειά του.
Πιστεύετε ότι η λογοτεχνία πρέπει να μεταφέρεται στο θέατρο με οικείο τόνο και απλή έκφραση;
Ν.Ν. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει ένας τρόπος μεταφοράς. Εξαρτάται από το εκάστοτε λογοτεχνικό κείμενο και από τον λόγο για τον οποίο επιλέγεται.
Γιατί επιλέξατε να δραματοποιήσετε το έργο του Δημήτρη Χατζή;
Α.Π.: Είναι ένα κείμενο που μας συγκίνησε βαθιά, απέκτησε σημαντικό ρόλο στη ζωή μας και επιθυμούσαμε να μοιραστούμε αυτή την εμπειρία με άλλους ανθρώπους, όπως και να γνωρίσουμε ανθρώπους για τους οποίους αυτό το κείμενο σήμαινε πολλά πριν εμείς το γνωρίσουμε. Συνέβη μια «συνάντηση» για μας μέσω αυτού του βιβλίου και θέλαμε αυτή η συνάντηση να χωρέσει περισσότερο κόσμο.
Είστε καλλιτέχνες. Τι συμβαίνει με το βιοπορισμό και τους κατ’ ανάγκην συμβιβασμούς που καλείται να κάνει σήμερα ένας καλλιτέχνης;
Δ.Ξ.: Ο καθένας κάνει αυτή τη δουλειά με το δικό του τρόπο. Δεν πιστεύω ότι κάνεις συμβιβασμούς ή ότι κάνεις θυσίες. Το κάνεις όσο μπορείς και όσο αντέχεις. Έτσι ήταν πάντα και έτσι θα είναι.
Το θέατρο για τον ηθοποιό είναι μια σκληρή δοκιμασία των αισθήσεων;
Α.Π.: Το θέατρο για τον ηθοποιό είναι ένας τρόπος να καταλαβαίνει τον εαυτό του και τον κόσμο, πυκνώνει τον χρόνο με έναν τρόπο που μερικές φορές το καθιστά πιο ενδιαφέρον από την πραγματικότητα, ή μάλλον έχει τη δική του πολύ πραγματική πραγματικότητα, προσφέρει ένα άπειρο πεδίο όπου μπορείς να συγχωρέσεις, να ικετέψεις, να καταστρέψεις, είναι με διάφορους τρόπους επίπονο, ιδίως όταν δε σε δοκιμάζει σκληρά αλλά γίνεται διεκπεραιωτικά, απαιτεί πειθαρχία, ρίσκο, πίστη και είναι για τον ηθοποιό μεγάλη ευλογία.
Δ.Ξ.: Για οποιονδήποτε θέλει να κάνει τη δουλειά του οποιαδήποτε κι αν είναι αυτή, είναι το ίδιο.
Ετοιμάζετε κάποιο άλλο έργο να ανεβάσετε;
Δ.Ξ.: Ακόμα όχι, δεν έχουμε αποφασίσει κάτι.
Στην Ελλάδα έχουμε υψηλό θεατρικό επίπεδο;
Α.Π.: Στην Ελλάδα τον περισσότερο καιρό είμαστε «όλο λόγια και ελάχιστη σοβαρότητα», αρκετά φυγόπονοι και πολύ ημιμαθείς, διαθέτουμε σχεδόν ανύπαρκτη εκπαίδευση και είμαστε εύκολα ικανοποιημένοι από τον εαυτό μας, συνήθως ανειλικρινείς στο μεταξύ μας feedback και πολύ επιρρεπείς στην κολακεία. Θιγόμαστε εύκολα προσωπικά, αγωνιζόμαστε πολλές φορές για πράγματα άνευ ουσίας αδιαφορώντας για άλλα σημαντικά, το μέγεθος του εγώ μας καθιστά δύσκολες τις συνεργασίες, αρκούμαστε να είμαστε «πρώτοι στο χωριό» αντί να συναγωνιστούμε μ’ αυτό που στ’ αλήθεια θαυμάζουμε, μα πάνω απ’ όλα είμαστε βαθύτατα ανελεύθεροι. Η θλιβερή πολιτιστική πολιτική του ελληνικού κράτους και το χαμηλότατο επίπεδο των περισσότερων θεωρητικών – κριτικών που ανεβάζουν και κατεβάζουν παραστάσεις μοιράζοντας ή παρακρατώντας αστεράκια ή χυδαίες εξυπνάδες (ακραία σοκαριστικό το πρόσφατο παράδειγμα της αναφοράς του κριτικού κινηματογράφου Γ. Ζουμπουλάκη στον ηθοποιό Γ. Παπαδόπουλο στο «Βημαγκαζίνο» των Χριστουγέννων), δεν ευνοούν την ήδη δύσκολη κατάσταση. Για τους λόγους αυτούς το επίπεδο σε ό, τι έχει σχέση με το θέατρο δεν είναι ιδιαίτερα υψηλό.
Ν.Ν.: Πόσο υψηλό μπορεί να είναι το θεατρικό επίπεδο μιας χώρας που η παιδεία της είναι αποδεδειγμένα κάτω του μετρίου; Πιστεύω ότι υπάρχουν μεμονωμένες περιπτώσεις άξιων ανθρώπων που σέβονται τη δουλειά τους και την κάνουν όσο πιο έντιμα μπορούν προσπαθώντας να διατηρήσουν ένα επίπεδο.
Μπορεί το θέατρο σήμερα να δώσει το κάτι παραπάνω στο θεατή;
Α.Π.: Το θέατρο, τόσο για τον θεατή όσο και για όσους εργάζονται σ’ αυτό, θα μπορούσε και θα έπρεπε να είναι μια ζωντανή συνάντηση ζωντανών ανθρώπων, με ένα ζωτικό για την ανθρώπινη ύπαρξη κάθε φορά «θέμα συζήτησης». Θα έπρεπε να μπορεί να είναι ένα μέσο παιδείας, ένας ασφαλής χώρος συνάντησης, ελεύθερης ανταλλαγής σκέψης, συναισθηματικού συντονισμού και συν-κίνησης, αληθινής ευχαρίστησης. Όλα αυτά θα έπρεπε να μπορούν να είναι ζωτικές μας ανάγκες και όχι το κάτι παραπάνω. Σήμερα η ανάγκη αυτή είναι επιτακτική για κάθε κοινωνικό χώρο, ένας εκ των οποίων είναι και το θέατρο. Μιλώντας λοιπόν για το θέατρο, υπάρχουν άνθρωποι, τόσο θεατές όσο και καλλιτέχνες, για τους οποίους αυτή η ανάγκη είναι πραγματικά ζωτική και αυτό καθορίζει τη στάση τους. Υπάρχουν ευτυχώς, και κάθε φορά το ξαναανακαλύπτω με την ίδια συγκίνηση γιατί ποτέ δεν γίνεται αυτονόητο, άνθρωποι που ψάχνουν, άνθρωποι που θέλουν, άνθρωποι που μπαίνουν στον κόπο.
Δ.Ξ.: Δεν ξέρω τι σημαίνει παραπάνω. Όταν πάψω να πιστεύω ότι δίνει κάτι δε θα το κάνω πια.
Πότε μια θεατρική παράσταση, κατά τη γνώμη σας, είναι επιτυχημένη;
Δ.Ξ. Όταν συμβαίνει το προηγούμενο.
Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς;
Α.Π.: Πολλοί, πολλοί… Ενδεικτικά θα αναφέρω τον αγαπημένο μου των τελευταίων δύο χρόνων, τον Κόρμακ Μακ Κάρθι. Τον Ντοστογέφσκι. Τρεις συγγραφείς που πραγματικά τους έχω αγαπήσει βαθιά και σαν ανθρώπους, γνωρίζοντάς τους από βιογραφίες αλλά κυρίως μέσα από τα έργα τους, τον Αντον Τσέχοφ, τη Σάρα Κέιν, τον Δημήτρη Χατζή. Τον Ευριπίδη, τον Παπαδιαμάντη, τον Καβάφη. Τον Στάυρον, τον νευρολόγο Όλιβερ Σακς, τον Λάυαλ Ουάτσον με τον οποίο μεγάλωσα, τον Λάο Τσε και τον Κρισναμούρτι…
Δ.Ξ.: Αυτήν την εποχή διαβάζω τους τραγικούς. Όλα είναι εκεί.
Ποιους ρόλους ονειρεύεστε και ποια έργα;
Α.Π.: Δεν ονειρεύομαι ούτε ρόλους ούτε έργα, ονειρεύομαι συνεργασίες και τρόπους δουλειάς. Κεντρίζουν το ενδιαφέρον μου όμως πολλά έργα που δεν είναι αμιγώς ή καθόλου θεατρικά ή που παρουσιάζουν μια ιδιαιτερότητα, ας πούμε πολύ μεγάλη διάρκεια ή κάτι στη δομή τους που να σπάει τη θεατρική σύμβαση. Επίσης, συνήθως αγαπώ τα πρώτα και ελαφρά πιο «κακότεχνα» έργα σπουδαίων συγγραφέων περισσότερο από τα «αριστουργήματά» τους. Και λατρεύω τα μιούζικαλ. Φυσικά υπάρχουν και συγκεκριμένα κείμενα αλλά και ρόλοι που με συγκινούν βαθιά, ο «Ερωτόκριτος», το «Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας», η «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή σε μετάφραση Χειμωνά, ο «Γλάρος», η «Ερωφίλη», το «Crave» (Λαχταρώ) και το «Blasted» της Σ. Κέιν, ο «Μάκβεθ», το «Διπλό Βιβλίο», η «Μεταμόρφωση» του Κάφκα, ο «Αίας», η «Ορέστεια», η «Αντιγόνη» στη μετάφραση του Ν. Παναγιωτόπουλου, όπως και το «Σύσσημόν» του, η ποίηση του Λειβαδίτη, τα έργα του Ευριπίδη, το «Έρως Ήρως» και η «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη, «Το Αμάρτημα της Μητρός μου», ο «Βόυτσεκ», η «Ιλιάδα» και η «Οδύσσεια», οι «Τέσσερις Τοίχοι» του Β. Χατζηγιαννίδη, το «Μονόγραμμα» και το «Άξιον Εστί» του Ελύτη, ο Τομ στον «Γυάλινο Κόσμο», ο Μεντβεντένκο, ο Άμλετ, ο Σαλιόνυ στις «Τρεις Αδερφές», η Κλυταιμνήστρα, η Ερωφίλη και ο Χάρος.
Δ.Ξ.: Κανένα με αυτήν την έννοια. Μόνο έργα θα μπορούσα να «ονειρευτώ» κι αυτό για τις δυνατότητες που αυτά σου δίνουν κάθε φορά.
Είστε αισιόδοξοι, απαισιόδοξοι, οργισμένοι ή νηφάλιοι απέναντι σ’ αυτά που συμβαίνουν;
Α.Π.: Οφείλουμε να είμαστε νηφάλια οργισμένοι, πολύ αλληλέγγυοι και σε μεγάλη εγρήγορση. Οφείλουμε ακόμη να προφυλάξουμε τον εαυτό μας από αυτόν τον ανελέητο βομβαρδισμό θλίψης και βίας που δεχόμαστε καθημερινά, για να μη μας καταβάλει ολοκληρωτικά. Να επιδιώκουμε τη συντροφικότητα και τη χαρά. Να μην ενδίδουμε στον φόβο.
Δ.Ξ.: Εγώ προσπαθώ να είμαι ψύχραιμος και καταλαβαίνω πως η ψυχραιμία είναι πολύ υποτιμημένη.
Ν.Ν.: Κατά καιρούς περνάω απ’ όλα αυτά τα στάδια. Προσπαθώ να μένω όσο γίνεται νηφάλια αλλά δεν είναι εύκολο.
Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα σε έναν πολιτικό κι έναν καλλιτέχνη;
Α.Π.: Είναι δύο ιδιότητες τελείως διαφορετικής φύσης. Δε βλέπω κάποια ομοιότητα, αν εξαιρέσεις ότι και οι δύο εμφανίζονται μπροστά σε κόσμο, αλλά το ίδιο κάνουν και οι δικηγόροι, οι ποδοσφαιριστές, οι δάσκαλοι και πολλοί άλλοι…
Δ.Ξ.: Δεν έχω ιδέα. Και δεν είναι όλοι οι πολιτικοί ίδιοι, όπως δεν είναι και οι καλλιτέχνες
Η καθημερινή μας ζωή έχει πολιτισμό;
Α.Π.: Περπατώ σε μια αστυνομοκρατούμενη πόλη, όπου ο φασισμός, αυτή η ολοκληρωτική κατάρρευση του πολιτισμού, έχει νόμιμο πρόσωπο. Κάθε τόσο αντικρίζω μια εικόνα διάλυσης. Κάθε μέρα βλέπω συνανθρώπους μου να ψάχνουν στα σκουπίδια και κάθε βράδυ βλέπω αστέγους να κοιμούνται στο πεζοδρόμιο. Παρόλ’ αυτά κάθε μέρα συναντάω καλοσύνη και ομορφιά σε κάποιον άνθρωπο ή σε μια εικόνα της φύσης, σε ένα βιβλίο, μια ταινία. Τις καλύτερες μέρες, εγώ η ίδια έχω στιγμές που συμπεριφέρομαι πολιτισμένα. Και δεν είναι εύκολο. Καλώς ή κακώς, φαίνεται πως δεν υπάρχει άλλη επιλογή αυτή τη στιγμή, παρά να φέρουμε εμείς όσο πολιτισμό μπορούμε μέσα μας και γύρω μας. Ο πολιτισμός εξάλλου είναι ένα πολύ πρόσφατο επίτευγμα στην ιστορία του ανθρώπινου είδους, όχι ευρέως διαδεδομένο και διαρκώς επαπειλούμενο.
Δ.Ξ.: Προφανώς όχι.
Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας στίχοι;
Α.Π.: Οι αγαπημένοι μου στίχοι εδώ και πολλά χρόνια είναι το:
Did you exchange
a walk on part in the war
for a lead role in a cage
(Pink Floyd, Wish you were here)
και το
Planet Earth is blue
and there’s nothing I can do
(David Bowie, Space Oddity).
Δ.Ξ.: Σήμερα το τραγούδι του Μάνου Λοΐζου «Η μέρα εκείνη δε θ’ αργήσει».
Ν.Ν.: Απο τους πιο αγαπημένους μου είναι αυτοί του “Perfect day” του Lou Reed.
Ποια είναι η σχέση σας με τα ζώα; Έχετε κατοικίδιο;
Α.Π.: Η Λώρα που τη φωνάζαμε Γκρέμλιν, μια ριγωτή κεραμιδόγατα που είχε βρει βρέφος στο Ζάππειο ο Δημήτρης Μαυρίκιος, υπήρξε για δεκατρία υπέροχα χρόνια η πιο μακρόχρονη συμβίωση της ζωής μου.
Πάντως τα ζώα και η φύση γενικότερα λείπουν πάρα πολύ από τη ζωή μας και η ασταμάτητη συναναστροφή μόνο με ανθρώπους δεν είναι ιδιαίτερα υγιής.
Δ.Ξ.: Τα εκτιμώ περισσότερο από τους ανθρώπους. Έχω ένα καναρίνι.
Ν.Ν.: Αγαπάω πολύ τα σκυλιά, τα γατιά και τα κουνέλια μιας και μ’ αυτά είμαι περισσότερο εξοικειωμένη. Δεν έχω κατοικίδιο αλλά θα ήθελα να αποκτήσω κάποια στιγμή στο μέλλον.
* Η εταιρεία θεάτρου «Pequod» («Πίκουοντ») ιδρύθηκε το 2009 από τους ηθοποιούς Δημήτρη Ξανθόπουλο και Αγγελική Παπαθεμελή, με τη σύμπραξη του συγγραφέα Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη και βρήκε το όνομά της στο θρυλικό σκαρί του αριστουργήματος του Χέρμαν Μέλβιλ «Μόμπι Ντικ».
Μέχρι σήμερα έχει παρουσιάσει τις παραστάσεις «Ο Γλάρος» του Α. Τσέχοφ (Κnot Gallery, άνοιξη και χειμώνας του 2010, θέατρο Χώρα Bob Theatre Festival 2010 και 2011, πανελλαδική περιοδεία χειμώνας 2011), «Από το φίφτυ- φίφτυ στον έρωτα» του Δημήτρη Χατζή στο πλαίσιο του 1ου Low Budget Festival 2010 και «Υπόθεση εργασίας» στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών 2011. Το 2012 και φέτος παρουσιάζει το «Διπλό Βιβλίο» του Δημήτρη Χατζή.
Mέλη της εταιρείας θεάτρου “Pequod” είναι οι Δημήτρης Ξανθόπουλος, Αγγελική Παπαθεμελή, Νικολίτσα Ντρίζη.