***
«Δεν υπήρξα πάντοτε ο άνθρωπος που είμαι. Ολόκληρη τη ζωή μου μάθαινα για να γίνω ο άνθρωπος που είμαι, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι έχω ξεχάσει τον άνθρωπο που υπήρξα, ή, για να μιλήσω ακριβέστερα, τους ανθρώπους που υπήρξα. Κι αν ανάμεσα στους ανθρώπους εκείνους και σε μένα υπάρχει αντίφαση, αν νομίζω πως αλλάζοντας έχω μάθει, έχω προοδεύσει, όταν γυρίζω και κοιτάζω εκείνους εκεί τους ανθρώπους, δεν ντρέπομαι καθόλου γι’ αυτούς, δεν μπορώ να πω εγώ, χωρίς αυτούς.
»Γνωρίζω ανθρώπους που γεννήθηκαν με την αλήθεια στην κούνια τους, που δεν ξεγελάστηκαν ποτέ τους, που δεν τους χρειάστηκε να προχωρήσουν ούτε ένα βήμα σε ολόκληρη τη ζωή τους, επειδή από τότε που ήταν ακόμα στις φασκιές είχαν κιόλας φτάσει. Ξέρουν ποιο είναι το καλό, πάντοτε το ήξεραν.
»Για τους άλλους έχουν την αυστηρότητα και την περιφρόνηση που τους δίνει η θριαμβευτική τους σιγουριά πως έχουν δίκιο. Δεν τους μοιάζω. Εμένα η αλήθεια δεν μου αποκαλύφθηκε στα βαφτίσια μου, δεν τη βρήκα ούτε από τον πατέρα μου ούτε από την κοινωνική τάξη της οικογένειάς μου. Ό,τι έχω μάθει μου κόστισε ακριβά, ό,τι ξέρω το έχω με δικές μου δαπάνες.
»Δεν έχω ούτε και μία έστω βεβαιότητα που να μην τη σχημάτισα μέσω της αμφιβολίας, του άγχους, του ιδρώτα, της οδυνηρής εμπειρίας. Έτσι νιώθω σεβασμό γι’ αυτούς που δεν ξέρουν, γι’ αυτούς που ψάχνουν, που ψηλαφούν, που σκοντάφτουν.
»Για εκείνους που η αλήθεια τους είναι εύκολη, αυθόρμητη, αισθάνομαι βέβαια έναν κάποιο θαυμασμό, αλλά, ομολογώ, πολύ λίγο ενδιαφέρον.
»Τη μισή μου ζωή την έχω περάσει διαβάζοντας. Απ’ τα παιδικά μου χρόνια διάβαζα τόσο πολύ, που οι γονείς μου κλείδωναν τις βιβλιοθήκες και δεν ήξεραν τι να σκαρφιστούν για να με ξεκολλήσουν απ’ τα βιβλία. Ήμουν οχτώ χρονών, πήγαινα στην τετάρτη τάξη, κι ουσιαστικά είχα διαβάσει όλο το πρόγραμμα του γυμνασίου.
»Πρέπει να τ’ ομολογήσω, δεν άρχισα με τα παιδικά βιβλία: μου έμαθαν να διαβάζω στον «Τηλέμαχο» του Φενελόν και, πολύ γρήγορα, ξετρύπωσα στο σπίτι μου και στις βιβλιοθήκες των συγγενών μου της επαρχίας, τα πιο ακατάλληλα μυθιστορήματα. Διάβασα αργότερα την Κυρία ντε Σεγκύρ και τον Ιούλιο Βερν, τον Πωλ ντ’ Ιβουά πολύ πιο ύστερα από τον Κορνήλιο και τον Ρακίνα.
»Διάβαζα ό,τι μου έπεφτε στα χέρια, καταλόγους, ευρετήρια, ρεκλάμες, ποτέ δεν άφηνα να μου ξεφύγει ένα τυπωμένο στοιχείο χωρίς να το διαβάσω. Πολλά απ’ αυτά που ξέρω, απ’ αυτά που μου στάθηκαν χρήσιμα στη ζωή, τα έμαθα μόνος μου έτσι, κι όχι στο σχολείο».
***
Απόσπασμα από το βιβλίο του Λουί Αραγκόν «Μ’ ανοιχτά χαρτιά», Εκδόσεις Θεμέλιο, μετάφραση του Τίτου Πατρίκιου.