Ο Li Zhensheng ήταν ένας τιμημένος με το βραβείο Lucie φωτορεπόρτερ, που τράβηξε πάνω από 100.000 φωτογραφίες κατά τη διάρκεια της Πολιτιστικής Επανάστασης στην Κίνα του Μάο.
Ο Li Zhensheng εργαζόταν ως κυβερνητικός φωτογράφος. Η αποστολή του ήταν να καλύπτει φωτογραφικά τις δραστηριότητες του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας.
Ο Λι, φορώντας περιβραχιόνιο διαπίστευσης, με τις λέξεις «στρατιώτης κόκκινων ειδήσεων», εργαζόταν για την κρατική επιχείρηση Heilongjiang Daily στη βορειοανατολική Κίνα, ωστόσο είχε αυστηρή εντολή να μη δημοσιεύει φωτογραφίες που ήταν «αρνητικές» για το καθεστώς.
Για 35 χρόνια, με κίνδυνο της ζωής της δικής του και της οικογένειάς του, έκρυψε χιλιάδες αρνητικά, πριν τα μοιραστεί με το κοινό τις δεκαετίες μετά το θάνατο του Μάο, το 1976. Η συλλογή των φωτογραφιών του έριξε ένα νέο φως στο πολιτικό σύστημα που ευθύνεται για το θάνατο εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων και τη δίωξη δεκάδων εκατομμυρίων ακόμη.
Ο Li Zhensheng γεννήθηκε το 1940 στο Νταλιάν στην επαρχία Heilongjiang της βορειοανατολικής Κίνας, η οποία τότε ήταν υπό ιαπωνική κυριαρχία. Σπούδασε κινηματογράφο προτού εργαστεί στην Heilongjiang Daily ως φωτογράφος το 1963.
Όπως πολλοί νεαροί άνδρες εκείνη την εποχή, στάλθηκε για επανεκπαίδευση στην ύπαιθρο, επιστρέφοντας στην πρωτεύουσα της επαρχίας Heilongjiang, Χάρμπιν, λίγους μήνες πριν από την έναρξη της Πολιτιστικής Επανάστασης το 1966.
Η θέση του στην κρατική εφημερίδα του έδωσε την ελευθερία να αποτυπώνει τα συμβάντα με σπάνια λεπτομέρεια.
Το 2003, με τον τίτλο “Red-Color News Soldier” κυκλοφόρησε το λεύκωμα των φωτογραφιών του. Οι φωτογραφίες του καταγράφουν το πάθος των αφοσιωμένων στον Μάο Ερυθροφρουρών, καθώς και τα παθήματα των συχνά αθώων αποδιοπομπαίων τράγων που υπήρξαν θύματα της βίας της Ερυθράς Φρουράς. Το μαζικό συναίσθημα και τα μεμονωμένα πάθη, ο φανατισμός, η βία, η έλλειψη ανθρωπιάς και συμπόνιας, η φρίκη καταγράφονται σε όλες σχεδόν τις φωτογραφίες του βιβλίου. Πολίτες διαπομπεύονται, κουρεύονται από τους Ερυθροφρουρούς, εκτελούνται. Πολύ συχνά τους κρεμάνε πλακέτες με εξευτελιστικούς χαρακτηρισμούς και κατάρες.
Τον Σεπτέμβριο του 1969, στο αποκορύφωμα της Πολιτιστικής Επανάστασης, ο Λι στάλθηκε για άλλη μια φορά στην ύπαιθρο, σε ένα στρατόπεδο εργασίας όπου αυτός και η σύζυγός του πέρασαν δύο χρόνια αφόρητα σκληρής ζωής.
Ο Λι Ζενσένγκ πέθανε σε ηλικία 80 ετών, τον Ιούνιο του 2020, στη Νέα Υόρκη.
Η Πολιτιστική Επανάσταση ίσως είναι η πιο δραματική σελίδα στην ιστορία της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας. Η ιστορία της συχνά απλοποιείται από τις συγκινήσεις. Όμως, τρία συνυφασμένα στοιχεία δεν πρέπει να παραμεληθούν αν θέλουμε να καταλάβουμε την ιστορική δυναμική στα δέκα ολόκληρα χρόνια της Πολιτιστικής Επανάστασης: η επαναστατική θεωρία του Μάο Τσε Τουνγκ, η πάλη των ανώτερων στελεχών του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας για την εξουσία, και η κοινωνική πραγματικότητα της τότε Κίνας.
Ως «Πολιτιστική Επανάσταση» ορίζεται το κοινωνικοπολιτικό φαινόμενο, που έλαβε χώρα στην Κίνα τη δεκαετία 1966-1976, στο πλαίσιο της διαπάλης εξουσίας στους κόλπους του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Η σχετική ελευθερία των αρχών της δεκαετίας του ’60 στις τέχνες και τα γράμματα μέσα απ’ το σύνθημα του Μάο «Αφήστε 100 λουλούδια να ανθίσουν, 100 σχολές σκέψης να συναγωνιστούν» προκαλεί την αντίδραση των σκληροπυρηνικών. Ανάμεσά τους και η σύζυγός του Τζιανγκ Τζινγκ, που εύκολα πείθει τον «Μεγάλο Τιμονιέρη» ότι ο κομμουνισμός κινδυνεύει, όχι μόνο από τους καλλιτέχνες, αλλά και από τους μετριοπαθείς πολιτικούς που έχουν το πάνω χέρι στο κόμμα.
Το σύνθημα για την «Πολιτιστική Επανάσταση» δίνει το Πολιτικό Γραφείο του Κόμματος στις 16 Μαΐου 1966, που καταγγέλλει συλλήβδην κομματικά στελέχη, κυβερνητικούς αξιωματούχους, στρατιωτικούς και καλλιτέχνες ως αντεπαναστάτες. Την κατάσταση αναλαμβάνουν στα χέρια τους με προτροπή του Μάο μαθητές και φοιτητές. Ακολουθούν 10 χρόνια χάους.
Οι νεαροί «ερυθροφρουροί», όπως ονομάζονται, αγωνίζονται με αυταπάρνηση να αλλάξουν τις συνειδήσεις εκατομμυρίων ανθρώπων. Οι πολιτιστικές παραδόσεις, οι συνήθειες, τα έθιμα, η μακραίωνη κινεζική κουλτούρα, τίθενται υπό διωγμό. Αναρίθμητα αρχαία μνημεία, έργα τέχνης, βιβλία και πίνακες καταστρέφονται. Η οικονομία οπισθοδρομεί.
Προκαλούνται ακόμη και κυκλοφοριακά προβλήματα, όταν οι νεαροί ερυθροφρουροί αποφασίζουν ότι τα κόκκινα φανάρια και όχι τα πράσινα θα πρέπει να σημαίνουν ελεύθερη διέλευση. Μοναδικός οδηγός ενός ολόκληρου λαού γίνεται το «Κόκκινο Βιβλίο» με τις σκέψεις του Μάο. Ο κινεζολόγος Σάιμον Λέις κάνει λόγο για τον «ανελέητο εκκρετινισμό του πλέον εκλεπτυσμένου έθνους στη Γη».
Στα 10 χρόνια της «πολιτιστικής τρομοκρατίας» χάνουν τη ζωή τους 34.776 άνθρωποι, σύμφωνα με τους επίσημους υπολογισμούς. Ανεπίσημα, ο αριθμός τους είναι ανυπολόγιστος.
Η κατάσταση φθάνει στο απροχώρητο. Ο θάνατος του Μάο Τσε Τουνγκ στις 9 Σεπτεμβρίου του 1976 συμβάλλει στη λύση του δράματος. Η χήρα του Μάο, επικεφαλής της αποκληθείσας «Συμμορίας των Τεσσάρων», συλλαμβάνεται, δικάζεται και φυλακίζεται. Ο ανανεωτής Ντεγκ Σιάο Πινγκ αναλαμβάνει να βγάλει την Κίνα από το αδιέξοδο και να την οδηγήσει στην αχαλίνωτη ανάπτυξη του σήμερα.