Όλα ξεκίνησαν όταν ο αλαζονικός κυβερνήτης του Μιλάνου, ο Ludovico «il Moro» Sforza (Σφόρτσα), πίστευε ότι μπορούσε να πετύχει το αδύνατο: να έχει τη σύζυγό του και την ερωμένη του – μια όμορφη, έξυπνη νεαρή γυναίκα από την αυλή του Μιλάνου, Cecilia Gallerani – να ζουν μαζί κάτω από την ίδια στέγη.
Ο Sforza προσέλαβε τον αγαπημένο του καλλιτέχνη, τον Λεονάρντο ντα Βίντσι, για να ζωγραφίσει το πορτρέτο της ερωμένης του, το οποίο το ολοκλήρωσε πριν εκείνη μείνει έγκυος τον γιο του κυβερνήτη, Cesare. Η ερμίνα «είχε την ίδια ζωντάνια και ευγενική έκφραση με το Ludovico», γράφουν οι Bonazzoli και Robecchi σε ένα κεφάλαιο με τον τίτλο «Η αγάπη θα μας χωρίσει».
Η σύζυγος του Sforza, Beatrice, ανέχεται την άβολη συμφωνία για λίγο, επιτρέποντας ακόμη και τον παράνομο γιο του συζύγου της και της Gallerani να εμφανιστεί στο δικαστήριο. Αλλά όταν η Beatrice είδε ότι τόσο η ίδια όσο και η Gallerani είχαν φορέματα από το ίδιο ύφασμα, πέταξε το γάντι και ζήτησε από τον Δούκα να στείλει την ερωμένη του μακριά. Η ερωμένη, πήρε το πορτρέτο μαζί της όταν έφυγε το 1498.
Η «Κυρία με την ερμίνα» είναι ένας μικρός πίνακας που, σύμφωνα με τους ειδικούς, απεικονίζει την Τσετσίλια Γκαλεράνι, την έφηβη ερωμένη του Λουδοβίκου Σφόρτσα, δούκα του Μιλάνου και ενός εκ πατρόνων του Λεονάρντο ντα Βίντσι. Η πολωνική οικογένεια των Τσαρτορίσκι αγόρασε το έργο στην Ιταλία το 1798 και εν συνεχεία το μετέφερε στην Πολωνία. Όταν οι ναζιστικές δυνάμεις εισέβαλαν στη χώρα, το 1939, το λαφυραγώγησαν, αλλά μετά το πέρας του πολέμου το έργο επιστράφηκε στους νόμιμους ιδιοκτήτες του.
Το έργο, το οποίο χρονολογείται στον 15ο αιώνα, απεικονίζει νεαρή γυναίκα που κρατάει λευκή ερμίνα, ενώ η υψηλή καλλιτεχνική του αξία ενισχύεται και από το γεγονός ότι είναι ένας από τους τέσσερις γνωστούς πίνακες του αναγεννησιακού καλλιτέχνη που απεικονίζουν γυναικείες μορφές. Ένας άλλος πίνακας που απεικονίζει γυναίκα είναι, φυσικά, το αριστούργημά του «Μόνα Λίζα».
Η Κυρία με την ερμίνα, ελαιογραφία σε ξύλο (54,4×40,3 cm), του Λεονάρντο Ντα Βίντσι, χρονολογείται μεταξύ 1488 και 1490. Φυλασσόταν για χρόνια στο Μουσείο Τσαρτορίσκι της Κρακοβίας και από τον Μάιο του 2012 ο πίνακας εκτίθεται στο κάστρο του Βαβέλ της Κρακοβίας, όσο το μουσείο Τσαρτορίσκι τελεί υπό εργασίες αποκατάστασης. Η γυναίκα της προσωπογραφίας ταυτίζεται σχεδόν σίγουρα με την Τσετσίλια Γκαλεράνι.
Πρόκειται για έναν από τους πίνακες σύμβολο του εξαιρετικού καλλιτεχνικού επιπέδου στο οποίο έφτασε ο Λεονάρντο κατά την πρώτη περίοδο της διαμονής του στο Μιλάνο, μεταξύ 1482 και 1499. Το έργο, του οποίου οι συνθήκες ανάθεσης στον καλλιτέχνη είναι άγνωστες, χρονολογείται λίγο μετά το 1488, όταν ο Λουντοβίκο Σφόρτσα έλαβε από τον βασιλιά της Νάπολης τον αριστοκρατικό τίτλο του ιππότη στο Τάγμα της Ερμίνας.
Η ταύτιση του πορτρέτου με τη νεαρή ερωμένη του Σφόρτσα, Τσετσίλια Γκαλεράνι, βασίζεται στην έμμεση αναφορά που θα μπορούσε να εκπροσωπεί για ακόμα μια φορά το ζώο: η ερμίνα πράγματι, εκτός από σύμβολο αγνότητας και τιμιότητας, στα ελληνικά λέγεται και γαλή πράγμα το οποίο θα παρέπεμπε στο επώνυμο της κοπέλας. Και όπως σημείωσε και ο ίδιος ο Λεονάρντο «προτιμά να πιαστεί από τους κυνηγούς παρά να κηλιδώσει την αγνότητά της, δηλαδή τη λευκή της γούνα, προσπαθώντας να ξεφύγει από τη λασπωμένη της φωλιά».
Η μη αυθεντική επιγραφή («ΛΑ ΜΠΕΛ ΦΕΡΡΟΝΙΕΡ/ΛΕΟΝΑΡΝΤΟ ΝΤΑ ΒΙΝΤΣΙ») έκανε μερικούς να υποθέσουν ότι το πορτρέτο απεικονίζει τη Μαντάμ Φερρόν, ερωμένη του Φραγκίσκου Α’ της Γαλλίας, υπόθεση που σήμερα έχει ξεπεραστεί.
Υπάρχει επίσης μια εκδοχή, μια ερμηνεία όχι και τόσο αποδεκτή αλλά πολύ ενδιαφέρουσα, για να γίνει κατανοητή η πολυπλοκότητα των απόψεων που προκάλεσε το πορτρέτο, σύμφωνα με την οποία το έργο υποτίθεται ότι είναι η αναφορά της συνωμοσίας ενάντια στον Γκαλεάτσο Μαρία Σφόρτσα. Η Κατερίνα Σφόρτσα (1463 – 28 Μαΐου 1509) ήταν κόρη του Γκαλεάτσο Μαρία Σφόρτσα, μέλος της ηγετικής οικογένειας των Σφόρτσα του Μιλάνου, με το περιδέραιο από μαύρα μαργαριτάρια στο λαιμό της να παραπέμπουν στο πένθος, και την ερμίνα ως υπενθύμιση του οικόσημου του Τζοβάνι Αντρέα Λαμπουνιάνι, πληρωμένου δολοφόνου του Σφόρτσα το 1476.
Ο πίνακας, μαζί με το Πορτρέτο Μουσικού και τη λεγόμενη Μπελ Φερονιέρ του Μουσείου του Λούβρου, ανανέωσε βαθύτατα το καλλιτεχνικό περιβάλλον του Μιλάνου και ανέβασε πιο ψηλά την ποιότητα της τοπικής παράδοσης των πορτρέτων. Σχετικά με το έργο είναι γνωστό ότι είχε σύντομα αξιοσημείωτη επιτυχία∙ απαθανατίστηκε από ένα σονέτο του Μπερνάρντο Μπελιντσόνι (XLV) και παρουσιάστηκε από την ίδια την Τσετσίλια στη μαρκησία της Μάντοβα Ιζαμπέλα ντ’ Έστε που προσπάθησε με τη σειρά της να αποκτήσει ένα πορτρέτο της από τον Λεονάρντο, όμως χωρίς επιτυχία (διασώζεται μονάχα ένα προσχέδιο (cartone= χαρτόνι) στο Λούβρο).
Τα ίχνη του πίνακα στους προσεχείς αιώνες είναι πιο συγκεχυμένα. Καθώς λησμονήθηκε η απόδοσή του στον Λεονάρντο, το έργο αποδόθηκε ξανά στον δάσκαλο μόνο στο τέλος του 18ου αιώνα. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου το έκρυψαν στα υπόγεια του Κάστρου Βαβέλ, όπου βρέθηκε από τους Ναζί που είχαν εισβάλει στην Πολωνία∙ όταν ξαναβρέθηκε έφερε στην κατώτερη δεξιά γωνία ένα αποτύπωμα τακουνιού, πράγμα το οποίο επιδιορθώθηκε με αποκατάσταση.
Περιγραφή και στυλ
Σε αυτό το έργο το πρότυπο της προσωπογραφίας του δέκατου πέμπτου αιώνα, με τη μορφή να εικονίζεται ως τη μέση και στα τρία τέταρτα, είχε ξεπεραστεί από τον Λεονάρντο, που επινόησε μια διπλή περιστροφή, με το μπούστο στραμμένο στα αριστερά και το κεφάλι στα δεξιά. Υπάρχει μια αντιστοιχία ανάμεσα στην οπτική γωνία της Τσετσίλια και της ερμίνας∙ το ζώο μοιάζει πράγματι να ταυτίζεται με την κοπέλα, εξαιτίας μια λεπτής γραμμής κοινών σημείων και εξαιτίας των βλεμμάτων τους, που είναι έντονα και την ίδια στιγμή ειλικρινή. Η λεπτή σιλουέτα της Τσετσίλια αντανακλάται αρμονικά στο ζώο.
Η νεαρή αριστοκράτισσα φαίνεται στραμμένη σαν να παρακολουθεί κάποιον που έρχεται στο δωμάτιο, κα την ίδια στιγμή έχει την επίσημη αταραξία ενός αρχαίου αγάλματος. Ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο πλανάται στα χείλη της: για να εκφράσει ένα συναίσθημα ο Λεονάρντο προτιμούσε να υπαινίσσεται τη συγκίνηση παρά να την καθιστά εμφανή. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στο χέρι, που λούζεται στο φως, με τα μακριά και κομψά δάχτυλα που χαϊδεύουν το ζώο, μαρτυρώντας τη λεπτότητα και τη χάρη της κοπέλας. Το ντύσιμο της κοπέλας είναι εξαιρετικά φροντισμένο, όμως όχι υπερβολικά επιδεικτικό, εξαιτίας της έλλειψης κοσμημάτων, εκτός από το μακρύ περιδέραιο με μαύρα μαργαριτάρια. Όπως συνηθιζόταν στα ενδύματα της εποχής, τα μανίκια είναι τα πιο περίτεχνα σημεία, σε αυτή την περίπτωση με δύο διαφορετικά χρώματα, στολισμένα με κορδέλες, που κατά περίπτωση μπορούσαν να λυθούν και να αντικατασταθούν (ένα φόρεμα μπορούσε να φορεθεί με διάφορα μανίκια ανάλογα με την περίσταση και την ώρα της ημέρας). Μια μαύρη ταινία στο μέτωπο κρατά σταθερό το πέπλο που έχει ίδιο χρώμα με τα μαζεμένα μαλλιά της.
Το φόντο είναι σκούρο, όμως από την ανάλυση ακτίνων-Χ διαφαίνεται ότι πίσω από τον αριστερό ώμο της νέας υπήρχε αρχικά ζωγραφισμένο ένα παράθυρο.
Η ερμίνα
Η ερμίνα είναι ζωγραφισμένη με ακρίβεια και ζωντάνια. Σε μία ανάλυση της μορφολογίας του ζώου όμως αυτό μοιάζει περισσότερο με νυφίτσα. Ίσως ο Λεονάρντο, πάντα ερευνητής της φύσης, να εμπνεύστηκε από κάποιο παγιδευμένο ζώο, απομακρυνόμενος από την καθόλα πιο ρεαλιστική εικονογραφική παράδοση (για παράδειγμα μπορεί κανείς να δει μια ερμίνα στην Προσωπογραφία ενός ιππότη του Βιτόρε Καρπάτσο, που χρονολογείται στα 1510 περίπου). Εξάλλου, η ερμίνα είναι ένα άγριο ζώο που δαγκώνει και δύσκολα εξημερώνεται, κατά συνέπεια θα ήταν πολύ δύσκολο να χρησιμοποιηθεί ως μοντέλο. Αντιθέτως η νυφίτσα μπορεί να εξημερωθεί σχεδόν όπως η γάτα, καθώς επίσης ήταν σχετικά εύκολο να βρεθεί στη λομβαρδική εξοχή της εποχής. Με δεδομένο επίσης ότι η ερμίνα έχει κατά πολύ μικρότερες διαστάσεις, ξεπερνώντας σπάνια μόλις τα 30 εκ., ενώ η νυφίτσα στον πίνακα, υπολογίζεται με το μάτι να έχει διαστάσεις μεταξύ 40 και 60 εκ.
Το σονέτο του Μπερνάρντο Μπελιντσόνι
«Σχετικά με το πορτρέτο της Μαντόνα Τσετσίλια, που έκανε ο Λεονάρντο»
Τι σε θυμώνει; Ποιον ζηλεύεις Μητέρα Φύση;
Τον Βίντσι που ζωγράφισε ένα δικό σου αστέρι:
την Τσετσίλια! Μα ναι πανέμορφη είναι αυτό το μεσημέρι,
που μπρος στα όμορφά της μάτια ο ήλιος μοιάζει να ’χει σβήσει
Η τιμή είναι δική σου, μα με δική του πινελιά
Μοιάζει να ακούει μα σωπαίνει
Φαντάσου όσο θα ζωντανεύει και θα ομορφαίνει
Τόσο εσένα θα δοξάζει κάθε μελλοντική γενιά.
Να ευχαριστήσεις λοιπόν το Λουδοβίκο πρέπει
Και την ευφυΐα και του Λεονάρντο την πινελιά,
Που θέλει στους επόμενους από εσένα να ζήσει.
Όποιος έτσι θα τη δει, αν και σε ύστερη γενιά, -καθώς τη βλέπει ολοζώντανη, θα πει: για εμάς φτάνει
Να καταλάβουμε τώρα τι είναι η τέχνη και φύση. (1493)
Ένα μυστικό του πίνακα
Πρόσφατα ο Γάλλος οπτικός μηχανικός Pascal Cotte αποκάλυψε ότι αρχικά ο Da Vinci δεν ήθελα να ζωγραφίσει το ζώο στα χέρια της 17χρονης.
Ο Cotte περιεργάστηκε τον διάσημο πίνακα με τη χρήση μίας αυτοσχέδιας κάμερας υψηλής ευκρίνειας. Το μηχάνημα αυτό σάρωσε τον πίνακα με ανάλυση 240 εκατ. pixels, χρησιμοποιώντας 13 φάσματα φωτός, συμπεριλαμβανομένης και της υπεριώδους και υπέρυθρης ακτινοβολίας.
Η κάμερα υψηλής ανάλυσης του Cotte τον βοήθησε να κάνει πολλές ακόμα ανακαλύψεις που σχετίζονται με το αινιγματικό έργο τέχνης.
Μιλώντας στο BBC ανέφερε: “Με την τεχνική LAM μας δόθηκε η δυνατότητα να “ξεφλουδίσουμε” τον πίνακα σαν ένα κρεμμύδι, αφαιρώντας την επιφάνεια ώστε να δούμε μέσα και πίσω από τα διάφορα στρώματα του χρώματος. Έχουμε ανακαλύψει ότι ο Leonardo άλλαζε πάντα άποψη όταν ζωγράφιζε”.
Αναλύοντας τον πίνακα, ειδικοί αναφέρουν ότι η ερμίνα που συμβολίζει τη ματαιοδοξία, προτιμά να παραδοθεί παρά να λερώσει τη γούνα της στην προσπάθειά της να ξεφύγει από τα βέλη του κυνηγού.
Το κεφάλι της νεαρής17χρονης είναι στραμμένο προς τα δεξιά, όμως το βλέμμα της ξεφεύγει λίγο προς τα αριστερά. Εικάζεται προς τον εραστή της, ο οποίος όμως τελικά προτίμησε κάποια άλλη, που θα του εξασφάλιζε μεγαλύτερη εξουσία.
Η “κυρία με την ερμίνα” ήταν ένας από τους μόλις τέσσερις πίνακες του Da Vinci, που απεικονίζουν γυναίκες.
***
Ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι γεννήθηκε στις 15 Απριλίου 1452 στο Αντσιάνο της Ιταλίας. Πέθανε στις 2 Μαΐου 1519 στο Κάστρο του Κλο-Λυσέ, στην Αμπουάζ της Γαλλίας.