24 C
Athens
Τρίτη 17 Ιουνίου 2025

«Η Λέλα και η Λέλα» αναζητούν λύσεις στην υπαρξιακή κωμωδία του Ανδρέα Στάικου

Γράφει η θεατρολόγος Μαρία Μαρή

Στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης είδα την υπαρξιακή κωμωδία «Η Λέλα και η Λέλα», το νέο θεατρικό έργο του Ανδρέα Στάικου.

Με ιδιαίτερο τρόπο γραφής ο Στάικος γράφει και σκηνοθετεί ένα κείμενο που, καθώς λέει, προκύπτει μέσα από τη δυναμική των προβών.

Το έργο

Μέσα από τη συνάντηση δύο γυναικών, ανακινείται το θέαμα της ταυτότητας και του alter ego, με αφορμή μια αγγελία.

Η Λέλα, ηρωίδα του Στάικου και στη συλλογή διηγημάτων του «Τα άτακτα κορίτσια», που κυκλοφόρησε το 2017 από τις «Εκδόσεις Άγρα», είναι μια ανύπαρκτη φιγούρα που διατρέχει τρεις δεκαετίες και συμπυκνώνει τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες και φαντασιώσεις του συγγραφέα.

Εδώ η Λέλα είναι μια εκκεντρική γυναίκα, που αναζητά μια κοπέλα να «δουλέψει» κοντά της. Έπειτα από πολλές συναντήσεις βλέπει μια αθώα φαινομενικά κοπέλα που την επιλέγει για να ασκήσει το …επάγγελμα της Λέλας, όπως θα της εξηγήσει.

Η κοπέλα έχει ανάγκη τη δουλειά και δέχεται με αποτέλεσμα να συμβεί μια σύντηξη των δύο προσώπων, ένα καθρέφτισμα, μια φωτογραφία και το αρνητικό της.

Δύο διαφορετικοί κόσμοι αντικατοπτρίζονται, έρχονται σε σύγκρουση όσο αυτό είναι δυνατό, δεδομένου ότι η κοπέλα που προσλαμβάνεται έχει ανάγκη την εργασία και η Λέλα της υπαγορεύει τους όρους.

Με την πάροδο του χρόνου οι ισορροπίες αλλάζουν, τα πρόσωπα εξισώνονται και ταυτίζονται.

Η παράσταση

Η Λέλα (Ελένη Ζαραφίδου) είναι νωθρά χυμένη την πολυθρόνα της, ενώ μια χορεύτρια μπαλέτου (Ματίνα Μαυρομμάτη) της ανακοινώνει ότι ήρθε μια κοπέλα για την αγγελία.
Η νέα αυτή (Εμμανουέλα Κοντογιώργου) είναι μαζεμένη και πολύ πρόθυμη. Το ιντερβιού, που ακολουθεί είναι πολύ περίεργο. Καταρχάς η Λέλα της προτείνει να καθίσει, γιατί υποθέτει ότι θα είναι κουρασμένη, όμως εκείνη αγχωμένη ενημερώνει ότι ήρθε για την αγγελία.

Είναι πρόθυμη να κάνει ένα σωρό πράγματα, που ενδεχομένως να της ζητούσε η Λέλα. Να γίνει γραμματέας της, τηλεφωνήτρια, αναγνώστρια. Όμως γρήγορα καταλαβαίνει ότι η αγγελία της Λέλας παραμορφώθηκε στην εφημερίδα. Εκείνη αναζητά μια βοηθό επιρρεπή στο αλκοόλ, το κάπνισμα, τις καταχρήσεις και κυρίως την τεμπελιά.

Η μια θα γίνει ο καθρέφτης της άλλης. Το αρνητικό φιλμ της φωτογραφίας μιας υποδειγματικής βοηθού είναι αυτό που ζητά η Λέλα.
Θεωρεί ότι η νεαρά έχει τα προσόντα και τα απαιτούμενα χαρακτηριστικά, οπότε τη βαφτίζει και εκείνη Λέλα και τη χρήζει το alter ego της.

Η νεαρή Λέλα λέει ότι δεν απαιτεί αλλά επαιτεί οποιαδήποτε δουλειά, οπότε είναι πρόθυμη να κάνει οτιδήποτε.

Η Λέλα προτιμά τη βαρεμάρα από την κούραση και εύχεται η νεοσύλλεκτη να αποκτήσει ένα βιογραφικό γεμάτο απραξίες.
Η Λέλα δεν θέλει να κουράζει πια το μυαλό της. Φτάνουν τα διαβάσματα και οι προβληματισμοί. Τέρμα λέει «la tête farcie des tristesses», το κεφάλι γεμάτο με θλίψη, πίνοντας κρασί από ένα τεράστιο ποτήρι.

Είναι φανερό ότι πάσχει από κατάθλιψη και προτείνει στη «βαφτισμένη» από εκείνη Λέλα να «φορέσει την πανοπλία της σιγανοπαπαδιάς» και να είναι έτοιμη να κάνει ζαβολιές και πονηριές.

Προβάλλει πάνω στη νεοσύλλεκτή της τον εαυτό της, όλα όσα έκανε μικρή και όλα όσα θα ήθελε να κάνει και τώρα, μα για τον έναν ή τον άλλον λόγο δεν μπορεί.

Η νεοσύλλεκτη Λέλα μπορεί να είναι ένα πρόσωπο υπαρκτό ή και ανύπαρκτο. Και μόνο αν υπάρχει στη φαντασία της Λέλας είναι απελευθερωτικό για εκείνη και την καταπιεσμένη της δυναμική. Όταν η νεαρή ρωτά ποια θα είναι τα δικαιώματά της η Λέλα της απαντά να «βυθίζει τα τακούνια της στη λάσπη του συνδικαλιστικού ολέθρου».

Την καθησυχάζει δε ότι όλα θα γίνονται αργά και την πληροφορεί ότι είναι και οι δύο κατάκοπες και μόνο που αναπνέουν.

Η νεαρή αναρωτιέται πώς είναι δυνατόν να αμείβεται χωρίς να κάνει τίποτα και η Λέλα της απαντά ότι εκείνη «κινείται εκτός του αστικού κοινωνικού δικαίου».
Η Λέλα τη θέλει θιασώτη της απραξίας της, θέλει κάποιον να πλήττει μαζί της, προφανώς γιατί διακατέχεται από τον φόβο του θανάτου.

Η μια γίνεται ο καθρέφτης της άλλης και ζουν έγκλειστες σε αυτό το σπίτι, χωρίς να βγαίνουν ποτέ. Η νεαρή εξομολογείται αργότερα ότι κάποιες φορές βγήκε μέχρι το καφενείο απέναντι. Είχε ανάγκη να δει κόσμο, να μιλήσει με κάποιον άλλον.
Έσπασε τη συμφωνία, ήταν βέβαια αναμενόμενο, ήταν μια ζαβολιά, όπως το να τρώει ένα παιδί κρυφά γλυκό από τη γυάλα, αλλά αυτό δημιούργησε ένταση. Πόσο μπορεί κάποιος να κρατήσει τη φαντασίωσή του έγκλειστη και απόλυτα ελεγμένη;

Οι δύο ηθοποιοί, η Ελένη Ζαραφίδου και η Εμμανουέλα Κοντογιώργου, έχουν μια καταπληκτική κίνηση, απόλυτα συντονισμένη, συχνά χορευτική, οπωσδήποτε ερωτική σαν αντικριστός χορός.

Φορούν κόκκινο φόρεμα, τακούνια και όλα αποπνέουν φιληδονία, απόλαυση και σαγήνη.
Η νεαρή Λέλα (Εμμανουέλα Κοντογιώργου) ξεκλειδώνεται από τη Λέλα (Ελένη Ζαραφίδου).

Η τελευταία θα λέγαμε ότι σιγά σιγά την προσηλυτίζει, την κακομαθαίνει, της μαθαίνει τη ζωή του αργόσχολου, του ανθρώπου που έχει διανύσει τα χιλιόμετρά του και τώρα έχει εσωτερική ανάγκη να απολαύσει, όπως η μαντάμ Μποβαρύ, χωρίς να ταλαιπωρεί το μυαλό της με σκοτεινές και επίπονες σκέψεις.

Η κίνησή της, είναι κίνηση ανθρώπου που έχει καλοπεράσει, αλλά και πληγωθεί. Φοβισμένου ανθρώπου που κρύβεται καλά πίσω από αλκοόλ και μπόλικο καπνό.
Φαίνεται όμως ότι η νεαρή, ατίθαση σκέψη ακόμα και από το χρυσό κλουβί θα βρει τρόπο να δραπετεύσει.

Η Λέλα που ζητά εργασία (Εμμανουέλα Κοντογιώργου) είναι συνεχώς σε ρόλο, με εκφράσεις και με κινήσεις. Η αγωνία της μεταλλάσσεται βαθμηδόν σε απενοχοποιημένη καλοπέραση, αλλά και ασθένεια εκφυλισμού. Το βλέμμα της δεν σταματά, οι εκφράσεις της μιλούν κάθε λεπτό, το ίδιο και η κίνησή της.

Στον αντίποδα, μικρό ιντερμέδιο, ο χορός της μπαλαρίνας, που ανυποψίαστη, ατάραχη, κανονικά στον κόσμο της η Ματίνα Μαυρομμάτη αποσυμπιέζει σε σημεία την παράσταση ίσα για το τερπνό του χορού και την υπενθύμιση της νεανικής αφέλειας.

Ο συγγραφέας και σκηνοθέτης Ανδρέας Στάικος σκηνοθετεί το έργο του με επιτυχία και συγγράφει το παραστασιακό κείμενο ακριβώς πάνω στη σκέψη του και τις εμμονές του.

Υπέροχα αναγνωρίσιμα μοτίβα του συγγραφέα με στυλ πολύ προσωπικό και δυναμικό.

Μια παράσταση που συνδυάζει τον προβληματισμό για την αναζήτηση της ταυτότητας, την εργασιακή αγωνία, την αισθητική και καταλήγει βέβαια στα γνωστά αδιέξοδα, χωρίς απαντήσεις και λύσεις.

***

«Η Λέλα και η Λέλα». Ένα παιχνίδι εξουσίας ανάμεσα σε δύο γυναίκες από τον Ανδρέα Στάικο

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε

Τελευταία άρθρα

- Advertisement -