Θυμάται τον εαυτό της ως παιδί να γράφει διαρκώς. Ιστορίες, γεγονότα και αναμνήσεις. Οτιδήποτε που δεν έπρεπε, κατά τη γνώμη της, να ξεχαστεί. Αυτό αναπόφευκτα οδήγησε την Ελένη Καραγιάννη στην αγάπη για τη δημοσιογραφία και σιγά σιγά και στη συγγραφή διηγημάτων. Νέα, δυναμική και πάντα χαρούμενη, ξεκίνησε ως blogger με τη σελίδα της www.almurofustiki.com το 2011, ενώ παράλληλα άρχισε να αρθρογραφεί σε περιοδικά όπως το LEKSIS, το Cosmopolitan Greece, το Magazine of Zero και σε εφημερίδες όπως η Ελεύθερη Γνώμη και η University Press. Το ίδιο έγινε και στο Διαδίκτυο με ιστοσελίδες όπως Rockyourlife.gr, Cosmopolitan και άλλες.
Όταν τελείωσε τις σπουδές της στο τμήμα Οικονομικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, αποφάσισε πως πλέον μπορεί να ασχοληθεί και με τη δεύτερη αγάπη της, τη συγγραφή διηγημάτων. Πέρσι (2014) συμμετείχε στο project του Γιώργου Ιατρίδη «25η ώρα» με δικό της διήγημα και φέτος δημοσιεύτηκε το δεύτερο, «Τα τρία τσιγάρα», στη λογοτεχνική ιστοσελίδα www.shortstory.gr. Τώρα το διήγημά της «25η ώρα» δημοσιεύεται στο διαδικτυακό πολιτιστικό περιοδικό www.catisart.gr.
Ξεχωριστή επιρροή στον τρόπο γραφής της έπαιξε το θέατρο. Καθώς, αν και ξεκίνησε ως αρθρογράφος με βάση τις οικονομικές της σπουδές, προχώρησε τελικά στο καλλιτεχνικό ρεπορτάζ μέσω της ιστοσελίδας της, η οποία είναι χορηγός επικοινωνίας σε πολλές παραστάσεις και υποστηρικτής σε φεστιβάλ.
Η Ελένη Καραγιάννη ελπίζει οι αναγνώστες του cat is art να αγκαλιάσουν με αγάπη και επιείκεια τις πρώτες της συγγραφικές προσπάθειες και εύχεται να την ακολουθήσουν και στις επόμενες. Της το ευχόμεθα ολόκαρδα κι εμείς!
«25η ώρα» (Ελένη Καραγιάννη)
Ακόμα σκέφτομαι εκείνη τη νύχτα. Ήταν καλοκαίρι και ακόμα υπήρχε κόσμος στον δρόμο, ακόμα και μικρά παιδιά. Ένας γέρος, λίγο περίεργος, καθόταν στη βεράντα του και παρατηρούσε μελαγχολικά τις ζωές των άλλων. Φαινόταν σαν να προσπαθούσε να πάρει λίγη από την ενέργεια των νέων για να μπορέσει, έστω και για πέντε μόνο λεπτά να ζήσει λίγο από τη νιότη του, αλλά μάταια. Κάθε απόγευμα, βγαίνοντας από το σπίτι τον παρατηρούσα και θλιβόμουν, όμως δεν μπορούσα να κάνω κάτι.
Έτσι και εκείνη τη βραδιά, το τοπίο και τα πρόσωπα ήταν τα ίδια όπως και όλες τις προηγούμενες μέρες. Δεν ήξερα, πως κάτι τρομακτικό ήταν στη γωνιά και θα μου άλλαζε όλη τη ζωή. Θα έβλεπα για ακόμη μια φορά το αγόρι μου στο λιμάνι. Εκεί ήταν το σημείο συνάντησης και εκεί έγινε και η αρχή της σχέσης μας. Αυτή τη φορά, θα γιορτάζαμε την επέτειό μας, κλείναμε δύο χρόνια μαζί. Φόρεσα ένα λουλουδένιο φόρεμα, που το ύφασμα σταματούσε λίγο πιο πάνω από το γόνατο. Έκανε ωραίο μπούστο και το στήθος μου φαινόταν ζουμερό, ενώ το άρωμα που φορούσα ήταν μεθυστικό. Στο λαιμό φορούσα ένα μενταγιόν από κεχριμπάρι, ήταν το δώρο του τη μέρα που αποφασίσαμε να είμαστε μαζί.
Φίλησα βιαστικά τη μητέρα μου και έκλεισα την πόρτα του σπιτιού μου. Χαιρέτισα βιαστικά την κουτσομπόλα γειτόνισσα, από το απέναντι σπίτι και συνέχισα προς το λιμάνι. Ο ήλιος μόλις είχε δύσει, γεγονός που σηματοδοτούσε πως ξεκίνησε η καθημερινή παράσταση των αστεριών. Σε όλη τη διαδρομή, σκεφτόμουν τον Ανδρέα και όλα αυτά που είχαμε ζήσει. Ήμουν τόσο χαμένη στις σκέψεις μου και όλοι οι άνθρωποι που με προσπερνούσαν, φάνταζαν απλές φιγούρες.
Το σύντομο ταξίδι τελείωσε και βρέθηκα στον προορισμό μου, όμως ο Ανδρέας δεν ήταν εκεί. Κοίταξα το κινητό μου και δεν υπήρχε κανένα μήνυμα να το δικαιολογεί, ούτε κάποια κλήση. Ανά δύο λεπτά, το μάτι μου έπεφτε νευρικά στο ρολόι μου. Μέχρι και ο τελευταίος περαστικός είχε φύγει. Ο χώρος είχε μια νεκρική ησυχία που είχε αρχίσει να με τρομάζει. Πήρα το κινητό μου και κάλεσα τον Ανδρέα, αλλά δεν το σήκωσε. Δεν ήξερα τι να κάνω; Μου έκανε εντύπωση, ήταν πάντα τυπικός, ποτέ δεν με είχε στήσει. Λες να έπαθε κάτι; Αν φύγω και μετά από λίγο έρθει; Σκέφτηκα.
Έτσι, αποφάσισα πως το καλύτερο θα ήταν να μείνω εδώ. Μπορεί κάτι να του έτυχε. Ξανακάθισα και χάζεψα τη σχεδόν μαύρη θάλασσα. Ξαφνικά, ένιωσα ένα χέρι στην πλάτη μου. Ταράχθηκα και γύρισα. Δεν ήταν ο εκείνος, αλλά ο αδερφός του.
«Κυριάκο, τι κάνεις εδώ; Μήπως, έπαθε τίποτα ο Ανδρέας;», είπα φανερά αγχωμένη.
Δεν μίλησε, απλά με κοίταξε. Όχι, όπως τις άλλες φορές, αλλά είχε ένα πολύ περίεργο ύφος. Άρχισε να μου χαϊδεύει το πρόσωπο. Τραβήχτηκα και άρχισα να παραπατάω. Εκείνος όμως με μία αστραπιαία κίνηση με τράβηξε από τη μέση και άρχισε να με φιλάει με ηδονή. Εγώ τον έσπρωχνα, αλλά ήταν πιο δυνατός. Δεν μπορούσα να κουνηθώ. Του φώναζα να με αφήσει και εκείνος με αγκάλιαζε ακόμα πιο βίαια, έτοιμος σχεδόν να μου σπάσει τα κόκαλα. Φώναζα τον Ανδρέα, αλλά δεν ήταν πουθενά. Σε κάποια φάση του δάγκωσα τα χείλη σε σημείο που έβγαλαν αίμα, εκείνος με χαστούκισε και εγώ έπεσα κάτω. Συνήλθα σχετικά γρήγορα και προσπάθησα να ξεφύγω, αλλά εκείνος με άρπαξε από τα μαλλιά. Με πέταξε κάτω και αφού με κλώτσησε δύο με τρεις φορές στο στομάχι, έπεσε σαν το αγρίμι απάνω μου και άρχιζε να μου σκίζει τα ρούχα. Έκλαιγα, φώναζα και τον χτυπούσα με όση δύναμη μου είχε απομείνει.
Πλέον, ήταν αργά. Εκείνος είχε αρχίσει να μπαίνει μέσα μου και όσο πιο πολύ αντιδρούσα, τόσο πιο πολλή δύναμη έβαζε. Δεν μιλούσε, απλά μούγκριζε σαν ζώο. Εκείνη την ώρα ευχόμουν να με σκότωνε, αλλά ούτε αυτή τη χάρη δεν μου έκανε, απλά απολάμβανε την πράξη, πατώντας πάνω στον δικό μου πόνο.
Όταν, πια τελείωσε, έμεινε λίγο πάνω στο άψυχο πλέον κορμί μου και μου χάιδευε τα μαλλιά. Δεν μιλούσε, απλά ένιωθα να με μυρίζει. Σηκώθηκε αργά, σκούπισε τον ιδρώτα που έσταζε από τα μαλλιά του, κουμπώθηκε και έμεινε να με βλέπει που σπαρταρούσα στην άμμο. Μόλις είχε αρχίσει να συνειδητοποιεί το τι είχε κάνει. Έκανε δύο βήματα πίσω, κοιτώντας με γουρλωμένα μάτια και μετά έκανε κίνηση να με σηκώσει. Εγώ γύρισα το πρόσωπο μου και δεν άπλωσα το χέρι. Ψέλλισε κάτι που έμοιαζε με συγνώμη και έφυγε γρήγορα για να μην τον δει κανείς.
Έμεινα για ώρες στην άμμο, ξαπλωμένη και αδύναμη. Όταν ξανάνοιξα τα μάτια μου είδα τον ήλιο και νόμιζα πως είχα πεθάνει. Πίστευα πως ήμουν στον παράδεισο, αλλά γρήγορα αντιλήφθηκα πως ένας ψαράς με είχε δει. Με ρωτούσε το πώς αισθανόμουν και η φωνή δεν μπορούσε να βγει από το στόμα μου. Κάλεσε το ασθενοφόρο και τις τοπικές αρχές.
Τη μέρα που βγήκα από το νοσοκομείο, έμαθα πως ο Ανδρέας το ίδιο βράδυ είχε μαχαιρωθεί από τον αδερφό του πάνω σε καβγά. Ο Κυριάκος ήταν διαταραγμένος από τα παιδικά του χρόνια και οι γονείς του δεν τον είχαν πάει σε κάποιο ειδικό, για να μην πιάσουν την οικογένειά τους στο στόμα τους οι ντόπιοι. Στο παρελθόν, είχε αποπειραθεί να σκοτώσει μια άλλη κοπέλα, γιατί δεν ανταποκρίθηκε στον ερωτά του, ενώ τον Ανδρέα τον σκότωσε, απλά από ζήλεια, επειδή έκανε τη ζωή που ήθελε εκείνος. Του είπε μάλιστα πως ήταν ερωτευμένος μαζί μου από την πρώτη μέρα και πως έψαχνε την αφορμή για να το «εκδηλώσει». Στο δικαστήριο δεν έδειξε μεταμέλεια. Πίστευε πως αυτή ήταν η καλύτερη τιμωρία που θα μπορούσε να έχει μια γυναίκα σαν εμένα που ποτέ δεν ανταποκρίθηκε στα συναισθήματά του.
Αυτό που δεν θα ξεχάσω, είναι το βλέμμα εκείνου του γέρου στο μπαλκόνι τη μέρα που γύρισα από το νοσοκομείο. Ήταν πάλι θλιμμένο, όμως όχι όπως τις άλλες φορές. Πλέον, γνώριζε πως μέσα σε ένα βράδυ έχασα αυτή τη λάμψη που είχα ως νέα, ενώ εκείνος χρειάστηκε χρόνια για να του συμβεί αυτό. Η ώρα της επιστροφής ήταν η 25η ώρα εκείνης της περιπέτειας. Ήταν η ώρα που συνειδητοποίησα πως από εδώ και στο εξής ποτέ δεν θα ήμουν η ίδια. Κάθε βράδυ, όταν ο ήλιος έδυε, καθόμουν στη βεράντα και κοιτούσα τις νεαρές κοπέλες με το ίδιο θλιμμένο ύφος, προσπαθώντας να βρω την ενέργεια που είχα και εγώ τότε…
Info
https://www.facebook.com/KarajohnEleni
25h hour-project
http://25thhourproject.tumblr.com/post/102724202387/25
Shortstory.gr-Τα τρία τσιγάρα.
http://shortstory.gr/?p=839