Της Ειρήνης Αϊβαλιώτου
Η εμπειρία του χρώματος μοιάζει μ’ εκείνην του συναισθήματος ή της συγκίνησης. Όπως ο ήλιος δίνει χρώμα στη φύση, έτσι και η τέχνη δίνει χρώμα στη ζωή μας. «Κάποια μέρα, ένας από μας που δεν είχε μαύρο χρώμα, χρησιμοποίησε το μπλε. Ο ιμπρεσιονισμός είχε γεννηθεί», έλεγε ο Pierre-Auguste Renoir. Και ο Ελύτης: «Θεέ μου τι μπλε ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε!». Από το θεϊκό μπλε εμπνέεται και ένας από τους σπουδαίους νεότερους θεατρικούς μας συγγραφείς, ο Ανδρέας Φλουράκης, και μας δίνει το «Μπλε Μαρέν», θυμίζοντάς μας την «μπλε περίοδο» του Πικάσο και την αίσθηση αρμονίας και ισορροπίας που τόσο ποθούμε. Το μπλε μαρέν αποτελεί μια σκούρα απόχρωση του μπλε χρώματος. Η ονομασία προέρχεται από τα Γαλλικά (Bleu Marine), σημαίνει «Μπλε του Ναυτικού» και παραπέμπει στα σκούρα μπλε ρούχα των ναυτών (Γάλλων και Βρετανών).
Ο θάνατος είναι μια πανίσχυρη αλήθεια, μια πραγματικότητα, είναι γνώριμος και οικείος στο έργο, μια συνήθεια ταιριαστή στη ζωή, μια αναπόφευκτη κατάληξη. Κοσμικός νόμος, μυστήριο χωρίς αναβολή, μεγάλο «ίσως» ή κακόγουστο αστείο και δελεαστική πρόκληση. Η μόνη, ίσως, ανταμοιβή του νεκρού είναι πως σίγουρα δεν πρόκειται να ξαναπεθάνει. Αν και όλα ανατρέπονται, τίποτα δεν μπορείς με βεβαιότητα να προβλέψεις. Ο Ανδρέας Φλουράκης γράφοντας ζωγραφίζει μια προσωπογραφία των ανθρωπίνων σχέσεων, ειδικά των ανθρώπων που φορούν τη μοναξιά σα δεύτερο ρούχο. Το έργο έχει την απατηλή απλότητα των μύθων και είναι τόσο αινιγματικό ώστε μπορεί να ερμηνευτεί με τους πιο αντιφατικούς τρόπους. Μπορεί να χαρακτηριστεί ρομαντικό, ρεαλιστικό, σουρεαλιστικό, ακόμα και φορμαλιστικό. Δύο ζευγάρια παρακολουθούμε επί σκηνής. Ένα νεότερο και ένα μεγαλύτερο. Το πρώτο ζευγάρι, ένα άνεργο αγόρι κι ένα παράξενο κορίτσι που έχει την ικανότητα να προβλέπει το μέλλον, αναζητούν χρήματα για να κάνουν διακοπές το καλοκαίρι. Το δεύτερο ζευγάρι είναι ο ιδιοκτήτης ενός θλιβερού μπαρ και η πανέξυπνη μπάργουμαν που ψάχνουν «βαποράκι» και βάζουν αγγελία για υπάλληλο στην εφημερίδα. Κάποιος αφελής ή κάποιος απελπισμένος θα πέσει στην παγίδα τους. Ο κίνδυνος καραδοκεί, γι’ αυτό επειγόντως πρέπει να αγαπήσεις. Μη χάσεις χρόνο. Άλλωστε, όσο καλά και αν νομίζεις πως ξέρεις το τέλος, όσο καλά και αν «προβλέπεις το μέλλον», οι άνθρωποι παραμένουν πάντοτε απρόβλεπτοι. Δείτε το “Μπλε Μαρέν” του Ανδρέα Φλουράκη, που εξακολουθεί να παίζεται στο “Αγγέλων Βήμα”. Καμία μεγαλοστομία, κανένας θόρυβος. Μόνον υποψίες και ενοχές. Και ίχνη. Παγερές επιφάνειες και στιγμές παράξενης ανάπαυσης. Οι εικόνες και τα λόγια μπερδεύονται γλυκά, καθαρά, ανασταίνοντας θαρρείς ήρωες από την πινακοθήκη του Αμερικανού ζωγράφου Έντουαρτ Χόπερ. Η πλοκή καταδύεται στο θεατρικό λόγο για να διατρέξει, με εικόνες – ζωγραφιές και συναισθήματα, γεγονότα, πρόσωπα και θρύλους που έχουν εγγραφεί στη συλλογική μνήμη μέσω της ειδησεογραφίας. Τα σώματα, ο φωτισμός και η μουσική (μπλουζ του Νότου και σουίνγκ) δίνουν κίνηση στον χρόνο και εσωτερικό ρυθμό στις καδραρισμένες σκηνές που ακολουθούν τους χαρακτήρες στις ατέρμονες αναζητήσεις τους.
Η σκηνοθέτις Μαρία Ξανθοπουλίδου, ικανότατη και ευρηματικότατη, κατορθώνει να συνθέσει ένα “υπερπραγματικό” σκηνικό. Να περιβάλει τους ανθρώπινους χαρακτήρες με μια ποιητική, ίσως μυστηριακή, ατμόσφαιρα -κυρίως τις γυναίκες- που χαρακτηρίζονται από έντονη εσωτερικότητα και προκαλούν με τα “κρυμμένα” συναισθήματά τους δυνατή συγκίνηση στους θεατές. Οι ήρωες μένουν μετέωροι, άπραγοι, αναποφάσιστοι, μη δίνοντας αποτελεσματική λύση στα προβλήματά τους. Είναι ένας χαμηλών εντάσεων, βουβός, σιωπηλός κόσμος που αρκείται στα ελάχιστα, μ’ έναν έρποντα ερωτισμό και μια κάπως παλιοκαιρίσια ευαισθησία να τον χαρακτηρίζει. Ο αφανής αυτός κόσμος όμως επιβιώνει και ο συγγραφέας τον καταγράφει, τον φωτογραφίζει, τον αναπαριστά, με ποιητικότητα και ευαισθησία. Κόσμος σε χοάνη μπροστά σε μια γραφική θέα. Παρ’ όλα αυτά η Γη γυρίζει γύρω από τον άξονά της. Παρά την αμάχη και τη διαμάχη. Διαμάχη μεταξύ πράξης και ιδέας, αίσθησης και εμπειρίας, παρελθόντος και παρόντος, τέχνης και ζωής. Διαμάχη που είναι το πρωταρχικό στοιχείο της ύπαρξης και της καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Η παράσταση με την εξαίρετη κινησιολογία της, την κεντραρισμένη και φιλοσοφημένη σκηνοθεσία της, τα ιδιαίτερα σκηνικά της, τη λιτότητα και την κομψότητα των κοστουμιών της, εναρμονίζεται -θαρρείς- με το διαλογισμό του φωτός. Έχει ένα ενεργειακό ρεύμα παρόμοιο με τον ηλιοτροπισμό στη φύση. Ρίχνει φως στο θέμα της με έναν τρόπο αισθησιακής απόλαυσης.
Περισσότερο από θέατρο, οι ηθοποιοί δημιουργούν μια πρόκληση, διεισδύουν σε ένα πεδίο που μοιάζει άγνωστο, αφανές, αταύτιστο, άγνωρο. Ανοίγουν την πόρτα, όπως και τα επιλεγμένα μουσικά κομμάτια που ντύνουν την παράσταση, σε ένα μη συγκεκριμένο χώρο απεραντοσύνης.
Τέσσερις ήρωες κι ένας ήρωας – πιανίστας κλεισμένοι σε μια κάψουλα μελαγχολίας και απρόσιτης εσωτερικής συγκίνησης. Δοσμένοι σε έκσταση και ενατένιση. Με ένα πάθος κλειστό και ανεκδήλωτο, με ευσεβείς πόθους, κι έναν προσωπικό πόθο ερμητικά περίκλειστο σαν στρείδι.
Η Κοπέλα – Ζωή Μυλωνά μοιάζει να έλκεται με έναν μαγικό τρόπο από τη δύναμη του ήλιου, έχει μυστηριώδεις ικανότητες και μια μαγνητική αθωότητα. Έχει το χάρισμα της πρόβλεψης σαν την Κασσάνδρα. Όμως το αποστρέφεται. Γιατί τι πόνος και τι κατάρα να ξέρεις από πριν τα άσχημα μελλούμενα! Η Ζωή Μυλωνά με το πλούσιο ταλέντο της παραπέμπει στις καλύτερες στιγμές της νεότητας, τις πιο σαγηνευτικές και ερωτικές, το μεσουράνημα της γυναίκας. Με τη διακριτική σκεπτικότητά της εκφράζει μια εναλλακτική ζωτικότητα. Μια ηθοποιός με μέλλον, που τη θέλει πολύ η σκηνή.
Η Μπαργούμαν / Αλεξάνδρα Παυλίδου, μια γυναίκα μυστηριώδης, τολμηρή, αδίστακτη, περίπλοκη, μέσα στο μπλε κοστούμι της είναι εκτυφλωτική. Σαγηνευτική παρουσία, εντυπωσιακή ηθοποιός.
Ο Γιάννης Λεάκος υποδύεται το Αγόρι. Έξοχη ερμηνεία, απίστευτος ρεαλισμός με δόσεις ρομαντισμού και ευγένειας. Ηθοποιός έξοχος! Κάθε φορά που τον παρακολουθώ στη σκηνή προσθέτει κάτι παραπάνω. Κάθε φορά βάζει τον πήχη και πιο ψηλά. Δεν θα πάψω να το λέω πως ο Γιάννης Λεάκος έχει τεράστια γκάμα και του αξίζουν πολύ μεγάλοι ρόλοι.
Η παράσταση αυτή ευτύχησε να υποστηρίζεται από σπάνιους ηθοποιούς. Ο Ιδιοκτήτης του μπαρ ερμηνεύεται από έναν άλλο θαυμάσιο καλλιτέχνη, τον Κωνσταντίνο Γιαννακόπουλο. Λίγοι ηθοποιοί σήμερα διαθέτουν το γερό οπλοστάσιο του Κωνσταντίνου Γιαννακόπουλου. Ένας από τους πιο υπεύθυνους, σοβαρούς και συνεπείς ηθοποιούς μας. Και μουσικός, και χορευτής, και τραγουδιστής, και ηθοποιός. Μπορεί να παίξει από μιούζικαλ και κωμωδία μέχρι αρχαία τραγωδία και μονολόγους. Όπως έχει ήδη κάνει. Στην παράσταση είναι αστείρευτος, μελαγχολικός και διασκεδαστικός ταυτόχρονα. Με αξιοπρόσεκτη και αξιοθαύμαστη κινητικότητα και σκηνική επικοινωνία, αλήθεια, λεπτότητα, χιούμορ και λυρικότητα, προσθέτει άλλη μια ξεχωριστή ερμηνεία στο δυνατό βιογραφικό του.
Στο πιάνο αλλά και στο δύσκολο ρόλο του σχολιαστή – αφηγητή Χορού και Θανάτου ο εμπειρότατος και αξιαγάπητος ηθοποιός μας Αλέξανδρος Μυλωνάς. Μας κατακτά με την άνεση του παραμυθά και την ουσία της έντονης καλλιτεχνικής του προσωπικότητας.
Πρόσωπα που νομίζεις πως έχουν ξεφύγει από πίνακα ζωγραφικής. Εικόνες που άλλοτε παραπέμπουν στις «Λευκές Νύχτες» του Ντοστογιέφσκι και άλλοτε στο απέραντο αιγαιοπελαγίτικο φως των ποιητών μας. Με τον ήλιο να σκάει στην παλάμη μας.
Λατρεύουμε το θέατρο κι αυτό, με παραστάσεις σαν το «Μπλε Μαρέν» του Ανδρέα Φλουράκη σε σκηνοθεσία Μαρίας Ξανθοπουλίδου, κίνηση Μαριέλας Νέστορα, σκηνικά Τόλη Τατόλα, φωτισμούς Βαλεντίνας Ταμιωλάκη, με το ιδανικό και εμπνευσμένο video του Αλέξανδρου Κακλαμάνου και με βοηθό σκηνοθέτη τη Χαρίτα Αρβανίτη, μας το ανταποδίδει εις το έπακρον. Μας γλυκαίνει η μελαγχολία γιατί της μοιάζουμε!
Διανομή
(Κατά αλφαβητική σειρά)
Ιδιοκτήτης: Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος
Αγόρι: Γιάννης Λεάκος
Κοπέλα: Ζωή Μυλωνά
Μπαργούμαν: Αλεξάνδρα Παυλίδου
Στο πιάνο ο Αλέξανδρος Μυλωνάς
Συντελεστές
Σκηνοθεσία: Μαρία Ξανθοπουλίδου
Κίνηση: Μαριέλα Νέστορα
Σκηνικά: Τόλης Τατόλας
Κοστούμια: Μαρία Ξανθοπουλίδου
Φωτισμοί: Βαλεντίνα Ταμιωλάκη
Video Παράστασης: Αλέξανδρος Κακλαμάνος
Βοηθός Σκηνοθέτη/Επιμέλεια Προγράμματος: Χαρίτα Αρβανίτη
Φωτογραφία: George Alexandrakis
Artwork: Amarildo Topalis
Μακιγιάζ Φωτογράφισης: Δήμητρα Λάσκου
* Καλλιτεχνική περίοδος Οκτωβρίου 2014 – Μαΐου 2015
Θεματική ενότητα: Noir
Φεστιβάλ διαρκείας ελληνικού έργου 21ου αιώνα
(Καλλιτεχνική Υπεύθυνη Φεστιβάλ: Λεία Βιτάλη)
Τίτλος Φεστιβάλ: «Έξι Εγκλήματα ζητούν Συγγραφέα…»
Έγκλημα 4ο
“Μπλε Μαρέν” του Ανδρέα Φλουράκη
Πληροφορίες
Κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 8 μ.μ.
Διάρκεια 70 λεπτά.
Από 23 Μαρτίου έως 28 Απριλίου 2015
Τιμές εισιτηρίων: Γενική είσοδος 12 ευρώ, Φοιτητικό 8 ευρώ, Ανέργων 5 ευρώ.
Προβολή – Επικοινωνία: Γκέλλυ Σαρηγιάννη
* “Αγγέλων Βήμα”, Σατωβριάνδου 36, Ομόνοια.
* Το μπλε είναι ένα από τα βασικά χρώματα του ορατού φάσματος. Είναι το χρώμα του καθαρού ουρανού και της βαθιάς θάλασσας. Η ετυμολογία τη λέξης στα ελληνικά προέρχεται από την αντίστοιχη αγγλική και γαλλική λέξη (bleu), η οποία και έχει γερμανική προέλευση. Σε αρκετές γλώσσες η λέξη για το πράσινο και το μπλε είναι κοινή. Στην Ευρώπη και Αμερική θεωρείται το πιο δημοφιλές χρώμα σε έρευνες που έχουν διεξαχθεί.
Πιστεύεται πως είναι το χρώμα της αρμονίας, της εμπιστοσύνης, της ελευθερίας, αλλά και της απόστασης. Συχνά συνδέεται και με τη μελαγχολία (εξού και η προέλευση του ονόματος της μουσικής Μπλουζ).
Το μπλε μαρέν, που αντικαθιστά από τη δεκαετία του 1920 το μαύρο στη μόδα, επικρατεί στις στολές των ναυτικών, των φρουρών, των αστυνομικών, των ταχυδρόμων και των πυροσβεστών. Δύο λέξεις υπήρχαν στην Αρχαία Ελλάδα που υποδήλωναν (σχεδόν) το μπλε: «κυανός» (αποδίδει περισσότερο τη «συναίσθηση» του σκούρου χρώματος, παρά την απόχρωσή του) και «γλαυκός» (μεταφέρει την ιδέα της ωχρότητας). Στο ράφι του ζωγράφου του 21ου αι. σωληνάρια και μπουκάλια με μπλε πρωσικό, κοβαλτίου, ουλτραμαίρ, ζαφειριού, υπηρετούν το εικαστικό όραμα. Κι όμως, τα χρώματα – τόσο τα υλικά όσο και οι αποχρώσεις – έχουν γνωρίσει ανά τους αιώνες τεράστια υποβάθμιση. Τον 17ο αιώνα ο μέγας Γιοχάννες Βερμέερ απλώνει για βάση γαλάζιο αζουρίτη, αναμειγνύει το indigo με σμάλτο, συνθέτει από ημιπολύτιμο lapis lazuli το διάσημο ultramarine του, το οποίο χρησιμοποιεί από τους ξασπρισμένους τοίχους και τα μαύρα πλακάκια, μέχρι το πρωινό φως και το θεϊκό μπλε στην ποδιά της «Γαλατούς». Καμία σχεδόν από τις χρωστικές που χρησιμοποιεί ο Βερμέερ το 1665 δεν διατίθεται σήμερα. Από τον Φρα Αντζέλικο του Τρετσέντο, που παραπέμπει με τα γαλανά του στην κατοικία του Θεού μέχρι τον Βερμέερ που παραπέμπει στην κατοικία του ανθρώπου υπάρχει σημαντική εντροπία στις χρωστικές ύλες. Όμως από τον Βερμέερ μέχρι τον Υβ Κλάιν που παραπέμπει στο ομοιόμορφο μηδέν του Θεού και του ανθρώπου με το «Διεθνές Μπλε» του, μέχρι τις προσεγγίσεις του μπλε από τον Μαρκ Ρόθκο και τον Έντουαρτ Χόπερ με τους “Ανθρώπους στον ήλιο” να ατενίζουν τα μπλε – βιολετί βουνά, οι αποστάσεις είναι τόσο τεράστιες όσο και μηδενικές.